Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Κάτω ἀπό τήν ὀδύνη καί τό ἄγχος τῆς καθημερινότητος τό μήνυμα τῶν Χριστουγέννων ἀποκτᾶ ἐπικαιρότητα συγκλονιστική: Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, παίρνει τήν μορφή τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά κάνει τή γῆ οὐράνιο βασιλεία. Γιά νά γίνει ὁ ἀπρόσιτος καί μακρινός Θεός τῆς Δημιουργίας Ἐμμανουήλ, δηλαδή «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἔτσι, Θεός καί ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς συνοικοῦν στή σκηνή τοῦ κόσμου, ἀλλά ἑνώνονται ἀχώριστα στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς «ὑποστατικῆς ἑνώσεως» εἶναι ἁπλές καί συγκλονιστικές συγχρόνως. Μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, μαθαίνουμε ὄχι ἁπλῶς πόσο φιλάνθρωπος, ἀλλά πόσο ἄνθρωπος εἶναι ὁ Θεός μας. Κι ἐπίσης μαθαίνουμε ὄχι μόνο πόσο πολύτιμος καί ἱερός, ἀλλά πόσο θεϊκός, πόσο «Θεός κατά χάριν» εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού ἐθέωσε ὁ Θεός ἀναλαμβάνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση, ἔρχεται νά τόν ἐξαφανίσει ὁ συνάνθρωπός, του δαιμονιζόμενος.
Ὁ Satre (Σάτρ) λέει : «ὁ πλησίον σου εἶναι ἡ κόλαση».
Ὁ Ὀρθολογισμός, ὁ Οὐμανισμός, ὁ Μαρξισμός λένε : «ὁ πλησίον σου εἶσαι ἐσύ».
Ἡ Πίστις μας λέει : «ὁ πλησίον σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός».
Καί τό λέει αὐτό ἐν ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μέ τήν ἐπίκλησή Του μεταβάλλονται τό ψωμί καί τό κρασί τοῦ κόσμου σέ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ».
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός , Θεός πού, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικήτας Στηθάτος, «Ἔξω πάντων ἑστώς, ἐντός πάντων αὐλίζεται».
Ἀδελφοί μου καί παιδιά μου,
«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε».
Ὁ Χριστός ἱστορικά γεννήθηκε στή Βηθλεέμ, ὅμως μυστικά καί μυστηριακά γεννιέται κάθε ὥρα καί κάθε λεπτό στά στήθη τῶν ἀνθρώπων πού ἐνστερνίζονται τό λυτρωτικό μήνυμά Του. Ὁ ἄνθρωπος δέν θά μπορέσει νά ἐνστερνισθεῖ τό «ἐπί γῆς εἰρήνη», νά λυτρωθεῖ ἀπό τό πλῆθος τῶν ἐγκοσμίων καί τῶν ὑπερκοσμίων προβλημάτων του, ἄν δέν πιστέψει στήν θεϊκή καταγωγή του πού τόν ὑποχρεώνει σέ θεοπρεπῆ πολιτεία καί βιοτή. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀπροσμέτρητη δέν θά μετρηθεῖ ποτέ σωστά καί δίκαια, ἄν ὡς μέτρο δέν ληφθεῖ πάντα τό ἀνήκουστο γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάμει τόν ἄνθρωπο Θεό.
Μ’ αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους ψωμί.
Μ’αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους παιδεία.
Μ’ αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους δικαιοσύνη.
Μ’ αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους εἰρήνη.
Μ’ αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δδίνουμε στούς ἀνθρώπους αἰωνιότητα.
Ὅπου ὁ ἄνθρωπος διακονεῖται σωστά καί ἁγιάζεται, ἐκεῖ μυστικά Χριστός γεννᾶται, ἐκεῖ Χριστός δοξάζεται, ἐκεῖ Χριστός ἀπαντᾶται.
Γιά νά προσεγγίσομε ἀσφαλέστερα τό μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά χειραγωγηθοῦμε ἀπό τήν πνευματικότητα τῶν Πατέρων. Κοινή διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι πολύ πρίν ἀπό τήν Γέννησή Του τήν ἱστορική, πολύ πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του ἐπί Καίσαρος Αὐγούστου, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶχε «σαρκωθεῖ» μυστικά στήν ὁρατή δημιουργία «ἀπό καταβολῆς κόσμου»!
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἡ ἀνυπέρβλητη κορύφωση αὐτῆς τῆς συγκλονιστικῆς διδασκαλίας : καί τό τελευταίο λιθάρι, καί τό πιό ταπεινό χορτάρι, καί ὁ λεπτότερος κονιορτός μέσα στό ὑλικό σύμπαν ἔχει θεμέλιο τόν ἴδιο τόν Χριστό! Ἄλωστε αὐτό δέν εἶχαν διδάξει ἀπερίφραστα πολύ πρίν καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης; «Τά πάντα δι’ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται» γράφει ἡ πρός Κολοσσαεῖς Ἐπιστολή (Κολ. 1,16). Ἐδῶ λοιπόν εἶναι πού ριζώνει τό θαῦμα. Καί ἐδῶ εἶναι πού πρέπει ἤδη νά «ἐκθαμβεῖται» ὁ ἄνθρωπος. Ὄχι μονάχα μέ τό ἐρώτημα «ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;», ἀλλά καί μέ τήν γενικώτερη θαυμαστική πραγματικότητα πῶς ὅλα τά κτιστά καί φθειρόμενα ἔχουν μιά τέτοια ἄκτιστη βάση γιατί βλαστάνουν μέσα ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Θεοῦ, γεγονός πού ἐπαληθεύεται μέ τήν εἴσοδο τοῦ Δημιουργοῦ στήν ἱστορία.
Γι’ αὐτό ὁ Χριστός κατά τήν Γέννησή Του δέν δημιουργεῖ ἀπό τό μηδέν τούς δεσμούς κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Τούς ἐπαληθεύει, τούς κάνει βαθύτερους, πληρέστερους, προσωπικούς. Αὐτό ἀκριβῶς θέλει νά δηλώσει ἡ θεολογική γλῶσσα, ὅταν λέγει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Χριστός, κατά τήν Ἐνανθρώπησή Του, «ἀνεκεφαλαίωσε τά πάντα» (Ἐφεσ. 1,10).
Μ’ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἔχει τό δικαίωμα ὁ Χριστιανισμός νά κηρύττει τήν ἱερότητα ὁλοκλήρου τοῦ σύμπαντος καί νά πιστεύει στήν καταλλαγή καί τή μεταμόρφωση ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.
Πάνω σ’ αὐτή τήν ἀδαμάντινη καί κατ’ ἐξοχήν θεολογική βάση οἰκοδομεῖται ὄχι μόνον ἡ ἐν Χριστῷ αἰσιοδοξία μας, ἀλλά καί ἡ ἐσχατολογική ἐλπίδα μας γιά τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἤδη σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο.
Ἄν ἀγνοήσομε αὐτή τήν θεοπρεπεστάτη θεώρηση τῶν σχέσεων Θεοῦ καί κόσμου, τότε καί τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τή βλέπομε κλασματικά, μονοφυσιτικά, δηλαδή αἱρετικά καί ὄχι Ὀρθόδοξα. Καί σέ μιά τέτοια αἵρεση δέν στεροῦμε μόνο τόν κόσμο ἀπό τό ζωτικό κέντρο του κι ἀπό τό μόνο σταθερό συνεκτικό δεσμό του, ἀλλά καί μέσα στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ προϋποθέτομε μιά βλάσφημη διαίρεση, λές καί ἄλλος Θεός ἔκτισε τόν κόσμο, ἄλλος δέ ἐνανθρώπησε γιά νά τόν λυτρώσει!
Ὁ ἄχρονος λοιπόν Θεός σαρκοῦται δυνητικά μέσα στόν χρόνο ἀπό τή στιγμή πού πλάθει μέ τά χέρια Του τόν ἄνθρωπο «χοῦν ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. 2,7)! Καί ὁ χρονικός ἄνθρωπος θεοῦται ἐπίσης δυνητικά ἀπό τή στιγμή πού ἀξιώνεται ἤδη μέσα ἀπό τά εὐτελῆ καί παρερχόμενα σκηνικά τοῦ χρόνου νά κατοπτεύει, νά ἐρωτᾶται, καί νά βιώνει τό ἄχρονο.
Μόνο μέ τέτοια πίστη θά τιμήσομε ἐπαξίως ὅλα τά ἐν χρόνῳ εὐεργετήματα τοῦ Θεοῦ, πού ἀκριβῶς ἐπειδή προέρχονται ἀπό τό Ἄχρονο, ἔχουν ἄχρονες καί τίς διαστάσεις.
Μόνο μέ τέτοια πίστη θά εἴμαστε σέ θέση νά χαροῦμε σ’ ὅλη τήν μυσταγωγική δύναμη της τή σωτήρια εἴδηση ὅτι γεννήθηκε γιά μᾶς «παιδίον νέον ὁ πρό αἰώνων Θεός».
Τό Κλειδί γιά νά εἰσχωρήσουμε στή φοβερή ἀλήθεια τοῦ «Χριστός γεννᾶται» βρίσκεται στόν τρόπο διατυπώσεως αὐτῆς τῆς ἀναγγελίας. Δέν μᾶς λέει «ὁ Χριστός ἐγεννήθη». Μήτε «ὁ Χριστός θά γεννηθεῖ». Μᾶς λέει «Χριστός γεννᾶται». Τί σημαίνει αὐτός ὁ παράξενος ἐνεστώτας; Σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι ὁ Χριστός, «ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», δέν εἶναι παρελθόν. Μήτε μέλλον ἄφθαστο.
Ὁ Θεός εἶναι «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν». Εἶναι παρόν ὁ Θεός ἐδῶ καί σήμερα. Στό κάθε ἐδῶ καί στό κάθε σήμερα.
Ἀπό τή στιγμή πού ἐνανθρώπησε ὁ Θεός, στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου μποροῦμε νά ἀτενίζομε τόν Θεάνθρωπο. Γιατί ἄν ἑνώθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη φύση ὁ Θεός «ἀσυγχύτως», γιά νά ἀποκλείεται κάθε εἰδωλολατρία, ἑνώθηκε ὅμως καί «ἀδιαιρέτως», γιά νά ἀποκλείεται κάθε βεβήλωση.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής πάλι μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «σαρκώνεται» διαρκῶς μέσα στήν Ἱστορία, στόν κάθε ἄνθρωπο. Καί ἀπό τό πόσο τόπο θά Τοῦ δώσομε, ἐξαρτᾶται τί μορφή συγκεκριμένη καί ὁρατή θά πάρει στό φθαρτό κορμί μας. Μήπως κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶχε διδάξει τήν ἴδια διδασκαλία, σέ δραματικότερο μάλιστα τόνο, ὅταν ἔλεγε : «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. 6,17);
Τό «Χριστός γεννᾶται» λοιπόν στοιχειοθετεῖ ἀπό τό ἕνα μέρος τό ἀδιάλειπτο παρόν τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο τῆς ἀενάου ροῆς καί ἀσταθείας. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἐπισημαίνει τήν μόνη σταθερότητα τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἡ κατά χάριν θεανδρικότητα μέσα στήν ρέουσα Ἱστορία. Ἀνάμεσα σ’ αὐτά τά δύο «ριζώματα» τῆς θείας Οἰκονομίας, καλούμεθα οἱ πιστοί νά ζήσομε μέ αἴσθημα εὐθύνης καί εὐγνωμοσύνης τό ἀδιάλειπτο παρόν τοῦ Θεοῦ, καί τό διερχόμενο παρόν τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτά εἶναι τά δύο θεμελιώδη αἰσθήματα - ἡ εὐθύνη καί ἡ εὐγνωμοσύνη – πού πρέπει νά κατευθύνουν τή ζωή μας, ὅταν γνωρίζομε ὅτι τίποτε στήν Ἱστορία δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τίποτε ἐρήμην τοῦ ἀνθρώπου.
Τά ὅρια τοῦ δικοῦ μας μετρημένου παρόντος, ὅταν μένουν ἀνοικτά στήν εὐεργετική ἀκτινοβολία τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τότε δέν εἶναι πιά ὁρόσημα πάνω στά ὁποῖα ἐξαντλεῖται ὁ προσωπικός χρόνος τοῦ καθενός μας. Μεταβάλλονται σέ ὁρισμούς τῆς θείας Χάριτος, πού μεταμορφώνουν τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου σέ κορύφωση, καί τόν ὁριστικό μας ἀποχαιρετισμό σέ εὐχαριστήριο δοξολογία.
Μέ ἀνανεωμένη λοιπόν τήν αἰσιοδοξία μας ἄς ξαναδοῦμε τόν κόσμο μέ ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη, μέ ὑπομονή καί ἀνεκτικότητα, μέ στοργή καί ἐνθουσιασμό. Πίσω ἀπ’ ὅλ’ αὐτά, κινητήρια δύναμη θά εἶναι πάντα ἡ βεβαιότητα ὅτι «ἐγεννήθη ἡμῖν παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».
Χριστός ἐτέχθη!
Ἀληθῶς ἐτέχθη!
Χρόνια πολλά καί εὐλογημένα!
Μέ ὅλη μου τήν πατρική ἀγάπη!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ὁ Satre (Σάτρ) λέει : «ὁ πλησίον σου εἶναι ἡ κόλαση».
Ὁ Ὀρθολογισμός, ὁ Οὐμανισμός, ὁ Μαρξισμός λένε : «ὁ πλησίον σου εἶσαι ἐσύ».
Ἡ Πίστις μας λέει : «ὁ πλησίον σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός».
Καί τό λέει αὐτό ἐν ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μέ τήν ἐπίκλησή Του μεταβάλλονται τό ψωμί καί τό κρασί τοῦ κόσμου σέ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ».
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός , Θεός πού, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικήτας Στηθάτος, «Ἔξω πάντων ἑστώς, ἐντός πάντων αὐλίζεται».
Ἀδελφοί μου καί παιδιά μου,
«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε».
Ὁ Χριστός ἱστορικά γεννήθηκε στή Βηθλεέμ, ὅμως μυστικά καί μυστηριακά γεννιέται κάθε ὥρα καί κάθε λεπτό στά στήθη τῶν ἀνθρώπων πού ἐνστερνίζονται τό λυτρωτικό μήνυμά Του. Ὁ ἄνθρωπος δέν θά μπορέσει νά ἐνστερνισθεῖ τό «ἐπί γῆς εἰρήνη», νά λυτρωθεῖ ἀπό τό πλῆθος τῶν ἐγκοσμίων καί τῶν ὑπερκοσμίων προβλημάτων του, ἄν δέν πιστέψει στήν θεϊκή καταγωγή του πού τόν ὑποχρεώνει σέ θεοπρεπῆ πολιτεία καί βιοτή. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀπροσμέτρητη δέν θά μετρηθεῖ ποτέ σωστά καί δίκαια, ἄν ὡς μέτρο δέν ληφθεῖ πάντα τό ἀνήκουστο γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάμει τόν ἄνθρωπο Θεό.
Μ’ αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους ψωμί.
Μ’αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους παιδεία.
Μ’ αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους δικαιοσύνη.
Μ’ αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δίνουμε στούς ἀνθρώπους εἰρήνη.
Μ’ αὐτό τό μέτρο πρέπει νά δδίνουμε στούς ἀνθρώπους αἰωνιότητα.
Ὅπου ὁ ἄνθρωπος διακονεῖται σωστά καί ἁγιάζεται, ἐκεῖ μυστικά Χριστός γεννᾶται, ἐκεῖ Χριστός δοξάζεται, ἐκεῖ Χριστός ἀπαντᾶται.
Γιά νά προσεγγίσομε ἀσφαλέστερα τό μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά χειραγωγηθοῦμε ἀπό τήν πνευματικότητα τῶν Πατέρων. Κοινή διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι πολύ πρίν ἀπό τήν Γέννησή Του τήν ἱστορική, πολύ πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του ἐπί Καίσαρος Αὐγούστου, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶχε «σαρκωθεῖ» μυστικά στήν ὁρατή δημιουργία «ἀπό καταβολῆς κόσμου»!
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶναι ἡ ἀνυπέρβλητη κορύφωση αὐτῆς τῆς συγκλονιστικῆς διδασκαλίας : καί τό τελευταίο λιθάρι, καί τό πιό ταπεινό χορτάρι, καί ὁ λεπτότερος κονιορτός μέσα στό ὑλικό σύμπαν ἔχει θεμέλιο τόν ἴδιο τόν Χριστό! Ἄλωστε αὐτό δέν εἶχαν διδάξει ἀπερίφραστα πολύ πρίν καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης; «Τά πάντα δι’ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται» γράφει ἡ πρός Κολοσσαεῖς Ἐπιστολή (Κολ. 1,16). Ἐδῶ λοιπόν εἶναι πού ριζώνει τό θαῦμα. Καί ἐδῶ εἶναι πού πρέπει ἤδη νά «ἐκθαμβεῖται» ὁ ἄνθρωπος. Ὄχι μονάχα μέ τό ἐρώτημα «ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;», ἀλλά καί μέ τήν γενικώτερη θαυμαστική πραγματικότητα πῶς ὅλα τά κτιστά καί φθειρόμενα ἔχουν μιά τέτοια ἄκτιστη βάση γιατί βλαστάνουν μέσα ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Θεοῦ, γεγονός πού ἐπαληθεύεται μέ τήν εἴσοδο τοῦ Δημιουργοῦ στήν ἱστορία.
Γι’ αὐτό ὁ Χριστός κατά τήν Γέννησή Του δέν δημιουργεῖ ἀπό τό μηδέν τούς δεσμούς κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Τούς ἐπαληθεύει, τούς κάνει βαθύτερους, πληρέστερους, προσωπικούς. Αὐτό ἀκριβῶς θέλει νά δηλώσει ἡ θεολογική γλῶσσα, ὅταν λέγει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Χριστός, κατά τήν Ἐνανθρώπησή Του, «ἀνεκεφαλαίωσε τά πάντα» (Ἐφεσ. 1,10).
Μ’ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἔχει τό δικαίωμα ὁ Χριστιανισμός νά κηρύττει τήν ἱερότητα ὁλοκλήρου τοῦ σύμπαντος καί νά πιστεύει στήν καταλλαγή καί τή μεταμόρφωση ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου.
Πάνω σ’ αὐτή τήν ἀδαμάντινη καί κατ’ ἐξοχήν θεολογική βάση οἰκοδομεῖται ὄχι μόνον ἡ ἐν Χριστῷ αἰσιοδοξία μας, ἀλλά καί ἡ ἐσχατολογική ἐλπίδα μας γιά τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἤδη σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο.
Ἄν ἀγνοήσομε αὐτή τήν θεοπρεπεστάτη θεώρηση τῶν σχέσεων Θεοῦ καί κόσμου, τότε καί τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τή βλέπομε κλασματικά, μονοφυσιτικά, δηλαδή αἱρετικά καί ὄχι Ὀρθόδοξα. Καί σέ μιά τέτοια αἵρεση δέν στεροῦμε μόνο τόν κόσμο ἀπό τό ζωτικό κέντρο του κι ἀπό τό μόνο σταθερό συνεκτικό δεσμό του, ἀλλά καί μέσα στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ προϋποθέτομε μιά βλάσφημη διαίρεση, λές καί ἄλλος Θεός ἔκτισε τόν κόσμο, ἄλλος δέ ἐνανθρώπησε γιά νά τόν λυτρώσει!
Ὁ ἄχρονος λοιπόν Θεός σαρκοῦται δυνητικά μέσα στόν χρόνο ἀπό τή στιγμή πού πλάθει μέ τά χέρια Του τόν ἄνθρωπο «χοῦν ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. 2,7)! Καί ὁ χρονικός ἄνθρωπος θεοῦται ἐπίσης δυνητικά ἀπό τή στιγμή πού ἀξιώνεται ἤδη μέσα ἀπό τά εὐτελῆ καί παρερχόμενα σκηνικά τοῦ χρόνου νά κατοπτεύει, νά ἐρωτᾶται, καί νά βιώνει τό ἄχρονο.
Μόνο μέ τέτοια πίστη θά τιμήσομε ἐπαξίως ὅλα τά ἐν χρόνῳ εὐεργετήματα τοῦ Θεοῦ, πού ἀκριβῶς ἐπειδή προέρχονται ἀπό τό Ἄχρονο, ἔχουν ἄχρονες καί τίς διαστάσεις.
Μόνο μέ τέτοια πίστη θά εἴμαστε σέ θέση νά χαροῦμε σ’ ὅλη τήν μυσταγωγική δύναμη της τή σωτήρια εἴδηση ὅτι γεννήθηκε γιά μᾶς «παιδίον νέον ὁ πρό αἰώνων Θεός».
Τό Κλειδί γιά νά εἰσχωρήσουμε στή φοβερή ἀλήθεια τοῦ «Χριστός γεννᾶται» βρίσκεται στόν τρόπο διατυπώσεως αὐτῆς τῆς ἀναγγελίας. Δέν μᾶς λέει «ὁ Χριστός ἐγεννήθη». Μήτε «ὁ Χριστός θά γεννηθεῖ». Μᾶς λέει «Χριστός γεννᾶται». Τί σημαίνει αὐτός ὁ παράξενος ἐνεστώτας; Σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι ὁ Χριστός, «ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», δέν εἶναι παρελθόν. Μήτε μέλλον ἄφθαστο.
Ὁ Θεός εἶναι «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν». Εἶναι παρόν ὁ Θεός ἐδῶ καί σήμερα. Στό κάθε ἐδῶ καί στό κάθε σήμερα.
Ἀπό τή στιγμή πού ἐνανθρώπησε ὁ Θεός, στό πρόσωπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου μποροῦμε νά ἀτενίζομε τόν Θεάνθρωπο. Γιατί ἄν ἑνώθηκε μέ τήν ἀνθρώπινη φύση ὁ Θεός «ἀσυγχύτως», γιά νά ἀποκλείεται κάθε εἰδωλολατρία, ἑνώθηκε ὅμως καί «ἀδιαιρέτως», γιά νά ἀποκλείεται κάθε βεβήλωση.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής πάλι μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «σαρκώνεται» διαρκῶς μέσα στήν Ἱστορία, στόν κάθε ἄνθρωπο. Καί ἀπό τό πόσο τόπο θά Τοῦ δώσομε, ἐξαρτᾶται τί μορφή συγκεκριμένη καί ὁρατή θά πάρει στό φθαρτό κορμί μας. Μήπως κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶχε διδάξει τήν ἴδια διδασκαλία, σέ δραματικότερο μάλιστα τόνο, ὅταν ἔλεγε : «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω» (Γαλ. 6,17);
Τό «Χριστός γεννᾶται» λοιπόν στοιχειοθετεῖ ἀπό τό ἕνα μέρος τό ἀδιάλειπτο παρόν τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο τῆς ἀενάου ροῆς καί ἀσταθείας. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἐπισημαίνει τήν μόνη σταθερότητα τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἡ κατά χάριν θεανδρικότητα μέσα στήν ρέουσα Ἱστορία. Ἀνάμεσα σ’ αὐτά τά δύο «ριζώματα» τῆς θείας Οἰκονομίας, καλούμεθα οἱ πιστοί νά ζήσομε μέ αἴσθημα εὐθύνης καί εὐγνωμοσύνης τό ἀδιάλειπτο παρόν τοῦ Θεοῦ, καί τό διερχόμενο παρόν τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτά εἶναι τά δύο θεμελιώδη αἰσθήματα - ἡ εὐθύνη καί ἡ εὐγνωμοσύνη – πού πρέπει νά κατευθύνουν τή ζωή μας, ὅταν γνωρίζομε ὅτι τίποτε στήν Ἱστορία δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τίποτε ἐρήμην τοῦ ἀνθρώπου.
Τά ὅρια τοῦ δικοῦ μας μετρημένου παρόντος, ὅταν μένουν ἀνοικτά στήν εὐεργετική ἀκτινοβολία τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τότε δέν εἶναι πιά ὁρόσημα πάνω στά ὁποῖα ἐξαντλεῖται ὁ προσωπικός χρόνος τοῦ καθενός μας. Μεταβάλλονται σέ ὁρισμούς τῆς θείας Χάριτος, πού μεταμορφώνουν τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου σέ κορύφωση, καί τόν ὁριστικό μας ἀποχαιρετισμό σέ εὐχαριστήριο δοξολογία.
Μέ ἀνανεωμένη λοιπόν τήν αἰσιοδοξία μας ἄς ξαναδοῦμε τόν κόσμο μέ ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη, μέ ὑπομονή καί ἀνεκτικότητα, μέ στοργή καί ἐνθουσιασμό. Πίσω ἀπ’ ὅλ’ αὐτά, κινητήρια δύναμη θά εἶναι πάντα ἡ βεβαιότητα ὅτι «ἐγεννήθη ἡμῖν παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».
Χριστός ἐτέχθη!
Ἀληθῶς ἐτέχθη!
Χρόνια πολλά καί εὐλογημένα!
Μέ ὅλη μου τήν πατρική ἀγάπη!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ