Μια επίσκεψη και σήμερα στο Όρος δημιουργεί πρωτόγνωρους κραδασμούς και σεισμικές εντυπώσεις που δύσκολα μπορεί κανείς να αντιπαρέλθει. Στην γάργαρη και δροσερή πηγή του ξεδιψούν όχι μόνον μοναχοί αλλά και κοσμικοί. Στην παχειά σκιά του δροσίζονται όχι μόνον πιστοί αλλά και άπιστοι. Στην φιλόξενη και ζεστή αγκαλιά του αναπαύονται όχι μόνον διψασμένοι αλλά και περίεργοι ή αδιάφοροι, όχι μόνον οι εύκολοι αλλά και οι ανικανοποίητοι, όχι μόνον αυτοί για τους οποίους ελπίζεις αλλά και οι απρόβλεπτοι.
Παρά τις γκρίνιες των νοσταλγών και τους αυστηρούς σχολιασμούς των επικριτών του,το Όρος συνεχίζει να είναι ένας άλλος κόσμος, όπου, επειδή ζεις την ιστορία, δεν σε κυνηγάει η στιγμή ούτε εσύ τα γεγονότα. Μπορείς να λειτουργείς χωρίς να βιάζεσαι, να συμπεριφέρεσαι χωρίς να φοβάσαι, να συμπεριφέρεσαι χωρίς να φοβάσαι, να εκφράζεσαι χωρίς να προϋπολογίζεις. Η φύση του, η πολιτισμική εικόνα του, ο προσδιορισμός και η μέτρηση του χρόνου του, οι συνήθειες και ο χαρακτήρας της ζωής του, η ιστορία του, η θρησκευτική έκφρασή του, οι άνθρωποί του, το περιεχόμενο του ανεκτίμητου θησαυρού του, τα πάντα έχουν μια μοναδικότητα εδώ, που ακόμη μέχρι σήμερα κανείς δεν μπόρεσε να καταστρέψει.
Καθώς με το πλοιάριο της συγκοινωνίας αφήνεις πίσω σου την Ουρανούπολη και τον νομό Χαλκιδικής, αυτόματα σού δημιουργείται η αίσθηση ότι εγκαταλείπεις τον κόσμο, τον κόσμο σου, και συναντάς τον άγνωστο σ'; εσένα κόσμο σου, που όμως είναι πιο δικός σου, τον πυρήνα, την πνοή του Θεού μέσα σου κατά την μέρα της δημιουργίας σου. Όλα εδώ θέλουν να αποκτήσουν βαρύτητα, βαθύτητα, περιεχόμενο και ουσία, ακόμη και ο εαυτός σου.
Η φύση του Όρους έχει μια μοναδική μαγεία. Οι απότομες, ψηλές και βραχώδεις κορυφές, οι βουνίσιες μυρωδιές, τα σπάνια είδη της χλωρίδας και οι ξωτικές μορφές της πλέον ασυνήθιστης πανίδας, που εδώ επαναλαμβάνονται, σου δίνουν να καταλάβεις τι θα πει ανεμπόδιστο, αβίαστο, μη απειλούμενο στην φύση. Το μάτι χορταίνει ποικιλίες, το αυτί απολαμβάνει τις εναλλαγές της ησυχίας με τις μελωδίες, η μύτη λαίμαργα ρουφά τις ευωδίες. Και δίπλα ακριβώς, η θάλασσα. Βαθύτατα νερά, σπάνιοι χρωματισμοί, βραχώδεις ακτές και απάτητες αμμώδεις παραλίες σου δημιουργούν την αίσθηση του «καλά λίαν» φτιαγμένου κόσμου που κανείς ακόμη δεν ασέλγησε επάνω του, και σε μεταφέρουν σε εικόνες και αισθήματα του αρχέγονου παραδείσου.
Και τι παράδοξο! Αυτή η μοναδική πανδαισία δεν έχει πέσει στα χέρια της τουριστικής εκμετάλλευσης και λαιμαργίας. Ούτε χιονοδρομικά κέντρα και κοσμικές παραλίες μπορείς να βρεις, ούτε τελεφερίκ και καταφύγια να συναντήσεις. Εδώ δεν έχει χώρους για... αναψυχή, είναι χώρος της ψυχής. Ούτε τίποτε επιδέχεται αξιοποίηση, τα πάντα έχουν από μόνα την αξία μέσα τους.
Ο χρόνος μετράει τις μέρες του με το παλιό, το Ιουλιανό, ημερολόγιο, και προσδιορίζει τις ώρες του με το Βυζαντινό. Όλα πηγαίνουν πιο αργά, δίχως βιασύνη, γι'; αυτό και η ημερομηνία διακριτικά ακολουθεί δεκατρείς μέρες πίσω απ'; ό,τι στην Ουρανούπολη, στην Αθήνα και στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά και η μέρα αρχίζει με την δύση του ηλίου και όχι με το βαθύ σκοτάδι του μεσονυχτίου. Η ζωή των μοναχών φωτίζει το σκοτάδι της νύχτας, που το ζωογονεί με τους αναστεναγμούς της προσευχής, αφήνοντας για την μέρα κάθε τι που υπηρετεί την αναγκαιότητα της επιβίωσης, ακόμη και αυτήν την ανάπαυση.
Η μέτρηση του χρόνου στο Όρος πεισματικά αντιστέκεται μέχρι σήμερα σε κάθε προσπάθεια προσαρμογής και εκσυγχρονισμού της. Ο αγιορείτικος χρόνος μόνο με την αιωνιότητα είναι συγχρονισμένος.
Καθώς επισκέπτεσαι τα μοναστήρια, σταδιακά διαπιστώνεις ότι εδώ κρύβεται το μεγαλείο της Κωνσταντινούπολης και περιμένει την αφύπνισή της η δόξα του Βυζαντίου. Αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα απαράμιλλης ομορφιάς και απροσμέτρητου μεγαλείου, τεράστιες συλλογές πατριαρχικών ή αρχιερατικών σκευών, χειρογράφων και εντύπων κωδίκων και φυσικά η ανεκτίμητη πνευματική περιουσία των τιμίων λειψάνων προκαλούν περισσότερο την αίσθηση της ιστορικής, πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομιάς παρά την ανάγκη μιας μουσειακής επίδειξης. Στο Όρος αυτά που κανείς βλέπει είναι τα λίγα, τα μικρά. Η διάχυτη αίσθηση που αποκομίζει αποτελεί την ανυπολόγιστη ανταμοιβή του. Γι'; αυτό, ενώ μπορούσε να είναι το μεγαλύτερο μουσείο του πεθαμένου παρελθόντος, αποτελεί το καλύτερο θησαυροφυλάκιο του ζωντανού παρόντος. Δεν σου θυμίζει το τέλος του Βυζαντίου, αλλά υπογραμμίζει το διηνεκές της δόξας του. Δεν το απολαμβάνεις με την όραση, σε αναπαύει με την εμπειρία.
Το Όρος είναι γεμάτο από μοναδικότητες. Είναι το μόνο «άβατο» κομμάτι της γης. Η πολιτεία του είναι καθαρά μοναχική, μοναχική στον πληθυσμό, μοναχική στον προσανατολισμό, μοναχική στις συνήθειες, στους τρόπους και στο φρόνημα. Κάθε εικόνα, κάθε γωνιά, κάθε στιγμή, κάθε κίνηση, κάθε μοναχός αναπνέει πιο πολύ την εμπειρική υπερβατικότητα απ'; όσο οξυγόνο ρουφούν τα πνευμόνια του από τον πεντακάθαρο αέρα του.
Το φαγητό, που όλοι μαζί από κοινού μοιράζονται, ποτέ δεν περιλαμβάνει κρέας, αυτός δε που το μαγείρεψε, μαζί μ'; αυτόν που έστρωσε το τραπέζι, πάντοτε ζητούν συγγνώμην για τις τυχόν παραλείψεις τους. Ο αποδέκτης της αγάπης καλείται να συγχωρέσει τον χορηγό και διακονητή της! Η μονότονη πνευματική ανάγνωση κατά την διάρκεια της τράπεζας αποτελεί το τελειότερο ισοκράτημα στην παρεχόμενη «παράκληση» της διατροφής και συντήρησης.
Αλλά και οι λατρευτικές ομορφιές και ιδιοτυπίες του Αγίου Όρους διατηρούν μέχρι και σήμερα μιαν ατμόσφαιρα και ένα πνεύμα που πουθενά ίσως αλλού κανείς δε συναντά. Ο φωτισμός του ναού γίνεται μόνο με κεράκια και λαμπάδες, που ο διατεταγμένος μοναχός ανάβει και σβήνει στα κατάλληλα σημεία. Στις πανηγύρεις το κούνημα του πολυελαίου, το κατσί, ο όλος διάκοσμος, τα αργά ψαλτικά μέλη, το κανονάρχημα, η μακρά διάρκεια των ακολουθιών, η διαρκής κίνηση των μοναχών, η μνημόνευση των αυτοκρατόρων, του Νικηφόρου Φωκά μαζί με τον Τσιμισκή, τα πάντα τελούνται με αφοπλιστική απλότητα και σπάνια φυσικότητα.
Το Άγιον Όρος είναι τόπος ξεχωριστός. Η ιδιαιτερότητά του όμως δεν είναι ιδιορρυθμία. Απλώς είναι μοναδικότητα. Μια μοναδικότητα που δικαιολογεί αυτήν την μυστική διαφορετικότητα του τρόπου, της ζωής, του πνεύματος.
Όλο αυτό το περιβάλλον των μοναδικοτήτων, η φύση, τα κειμήλια, ο χρόνος, ο τρόπος ζωής, οι συνήθειες, η μορφή της λατρείας γεννούν ένα μοναδικά θαυμαστό δημιούργημα που λέγεται αγιορείτης μοναχός.
Η φυσικότητα της ζωής, η αυθεντικότητα της πίστεως, η πηγαιότητα των αισθημάτων, η υπερβατικότητα της λογικής, η ετερότητα των εκφράσεών του σε κάνουν να νοιώθεις κοντά του διαφορετικός αλλά συγγενής, ανθρώπινος αλλά με θεϊκές προοπτικές, μικρός αλλά παρηγορημένος, με δέος αλλά οικείος. Δίπλα του συγχωρείς, πιστεύεις, παραμυθείσαι, ελπίζεις. Ζεις την θεϊκή εμπειρία, την αιωνιότητα, το θαύμα, την χάρι του Θεού. Δίπλα του ποθείς την αγιότητα. Τον βλέπεις, κυριαρχείται από την «καινότητα της γνώσεως», χρησιμοποιεί την διάλεκτο των «ετέρων γλωσσών», αξιούται του «μυστικού θεάματος» και απολαμβάνει τα «ξένα ακούσματα». Δίπλα του ζεις. Στο Άγιον Όρος ζεις το άγιο Πνεύμα. Ακόμη και σήμερα...
Από το περιοδικό «Τόλμη»
Τεύχος 50- Μάρτιος 2005
Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικής κ. Νικολάου
(Α'; Δημοσίευση, Νικολάου Ιερομ., Άγιον Όρος, εκδ. Καστανιώτη, 2000)
Ο χρόνος μετράει τις μέρες του με το παλιό, το Ιουλιανό, ημερολόγιο, και προσδιορίζει τις ώρες του με το Βυζαντινό. Όλα πηγαίνουν πιο αργά, δίχως βιασύνη, γι'; αυτό και η ημερομηνία διακριτικά ακολουθεί δεκατρείς μέρες πίσω απ'; ό,τι στην Ουρανούπολη, στην Αθήνα και στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά και η μέρα αρχίζει με την δύση του ηλίου και όχι με το βαθύ σκοτάδι του μεσονυχτίου. Η ζωή των μοναχών φωτίζει το σκοτάδι της νύχτας, που το ζωογονεί με τους αναστεναγμούς της προσευχής, αφήνοντας για την μέρα κάθε τι που υπηρετεί την αναγκαιότητα της επιβίωσης, ακόμη και αυτήν την ανάπαυση.
Η μέτρηση του χρόνου στο Όρος πεισματικά αντιστέκεται μέχρι σήμερα σε κάθε προσπάθεια προσαρμογής και εκσυγχρονισμού της. Ο αγιορείτικος χρόνος μόνο με την αιωνιότητα είναι συγχρονισμένος.
Καθώς επισκέπτεσαι τα μοναστήρια, σταδιακά διαπιστώνεις ότι εδώ κρύβεται το μεγαλείο της Κωνσταντινούπολης και περιμένει την αφύπνισή της η δόξα του Βυζαντίου. Αρχιτεκτονικά κατασκευάσματα απαράμιλλης ομορφιάς και απροσμέτρητου μεγαλείου, τεράστιες συλλογές πατριαρχικών ή αρχιερατικών σκευών, χειρογράφων και εντύπων κωδίκων και φυσικά η ανεκτίμητη πνευματική περιουσία των τιμίων λειψάνων προκαλούν περισσότερο την αίσθηση της ιστορικής, πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομιάς παρά την ανάγκη μιας μουσειακής επίδειξης. Στο Όρος αυτά που κανείς βλέπει είναι τα λίγα, τα μικρά. Η διάχυτη αίσθηση που αποκομίζει αποτελεί την ανυπολόγιστη ανταμοιβή του. Γι'; αυτό, ενώ μπορούσε να είναι το μεγαλύτερο μουσείο του πεθαμένου παρελθόντος, αποτελεί το καλύτερο θησαυροφυλάκιο του ζωντανού παρόντος. Δεν σου θυμίζει το τέλος του Βυζαντίου, αλλά υπογραμμίζει το διηνεκές της δόξας του. Δεν το απολαμβάνεις με την όραση, σε αναπαύει με την εμπειρία.
Το Όρος είναι γεμάτο από μοναδικότητες. Είναι το μόνο «άβατο» κομμάτι της γης. Η πολιτεία του είναι καθαρά μοναχική, μοναχική στον πληθυσμό, μοναχική στον προσανατολισμό, μοναχική στις συνήθειες, στους τρόπους και στο φρόνημα. Κάθε εικόνα, κάθε γωνιά, κάθε στιγμή, κάθε κίνηση, κάθε μοναχός αναπνέει πιο πολύ την εμπειρική υπερβατικότητα απ'; όσο οξυγόνο ρουφούν τα πνευμόνια του από τον πεντακάθαρο αέρα του.
Το φαγητό, που όλοι μαζί από κοινού μοιράζονται, ποτέ δεν περιλαμβάνει κρέας, αυτός δε που το μαγείρεψε, μαζί μ'; αυτόν που έστρωσε το τραπέζι, πάντοτε ζητούν συγγνώμην για τις τυχόν παραλείψεις τους. Ο αποδέκτης της αγάπης καλείται να συγχωρέσει τον χορηγό και διακονητή της! Η μονότονη πνευματική ανάγνωση κατά την διάρκεια της τράπεζας αποτελεί το τελειότερο ισοκράτημα στην παρεχόμενη «παράκληση» της διατροφής και συντήρησης.
Αλλά και οι λατρευτικές ομορφιές και ιδιοτυπίες του Αγίου Όρους διατηρούν μέχρι και σήμερα μιαν ατμόσφαιρα και ένα πνεύμα που πουθενά ίσως αλλού κανείς δε συναντά. Ο φωτισμός του ναού γίνεται μόνο με κεράκια και λαμπάδες, που ο διατεταγμένος μοναχός ανάβει και σβήνει στα κατάλληλα σημεία. Στις πανηγύρεις το κούνημα του πολυελαίου, το κατσί, ο όλος διάκοσμος, τα αργά ψαλτικά μέλη, το κανονάρχημα, η μακρά διάρκεια των ακολουθιών, η διαρκής κίνηση των μοναχών, η μνημόνευση των αυτοκρατόρων, του Νικηφόρου Φωκά μαζί με τον Τσιμισκή, τα πάντα τελούνται με αφοπλιστική απλότητα και σπάνια φυσικότητα.
Το Άγιον Όρος είναι τόπος ξεχωριστός. Η ιδιαιτερότητά του όμως δεν είναι ιδιορρυθμία. Απλώς είναι μοναδικότητα. Μια μοναδικότητα που δικαιολογεί αυτήν την μυστική διαφορετικότητα του τρόπου, της ζωής, του πνεύματος.
Όλο αυτό το περιβάλλον των μοναδικοτήτων, η φύση, τα κειμήλια, ο χρόνος, ο τρόπος ζωής, οι συνήθειες, η μορφή της λατρείας γεννούν ένα μοναδικά θαυμαστό δημιούργημα που λέγεται αγιορείτης μοναχός.
Η φυσικότητα της ζωής, η αυθεντικότητα της πίστεως, η πηγαιότητα των αισθημάτων, η υπερβατικότητα της λογικής, η ετερότητα των εκφράσεών του σε κάνουν να νοιώθεις κοντά του διαφορετικός αλλά συγγενής, ανθρώπινος αλλά με θεϊκές προοπτικές, μικρός αλλά παρηγορημένος, με δέος αλλά οικείος. Δίπλα του συγχωρείς, πιστεύεις, παραμυθείσαι, ελπίζεις. Ζεις την θεϊκή εμπειρία, την αιωνιότητα, το θαύμα, την χάρι του Θεού. Δίπλα του ποθείς την αγιότητα. Τον βλέπεις, κυριαρχείται από την «καινότητα της γνώσεως», χρησιμοποιεί την διάλεκτο των «ετέρων γλωσσών», αξιούται του «μυστικού θεάματος» και απολαμβάνει τα «ξένα ακούσματα». Δίπλα του ζεις. Στο Άγιον Όρος ζεις το άγιο Πνεύμα. Ακόμη και σήμερα...
Από το περιοδικό «Τόλμη»
Τεύχος 50- Μάρτιος 2005
Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικής κ. Νικολάου
(Α'; Δημοσίευση, Νικολάου Ιερομ., Άγιον Όρος, εκδ. Καστανιώτη, 2000)
enoriaka.gr, orthodox-world.pblogs.gr