(Εσήγηση τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ κ. Ἰγνατίου ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ὀκτώβριος 2010).
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί
Τό ζήτημα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης συνεχίζει νά βρίσκεται γιά ἀρκετό καιρό τώρα στό ἐπίκεντρο τοῦ εὐρύτερου προβληματισμοῦ τόσο διεθνῶς, ὅσο καί στή χώρα μας. Οἱ λαοί καί οἱ κυβερνήσεις τους φαίνεται ὅτι βρίσκονται ἀντιμέτωποι μέ μία πρωτοφανῆ ὅσο καί περίπλοκη κρίση, πού ὁδηγεῖ σέ ὁριακές καταστάσεις. Στήν πατρίδα μας βιώνουμε ἰδιαίτερα τό τελευταῖο διάστημα μιά ὄντως δύσκολη κατάσταση, ἡ ὁποία προκαλεῖ ποικίλες καί ἁλυσιδωτές ἀντιδράσεις. Οἱ τελευταῖες δημιουργοῦν εὔλογο προβληματισμό γιά τήν κοινωνική συνοχή καί συμπόρευση τοῦ λαοῦ μας. Ἡ πολιτική ἐξουσία καί ὁ ἐπιχειρηματικός κόσμος υἱοθετοῦν καί ἐφαρμόζουν προτάσεις καί ἀποφάσεις, πού εἶναι συχνά ἀνατρεπτικές ἀλλά καί ὁπωσδήποτε ὀδυνηρές γιά τήν καθημερινή βιοτή τῶν ἀνθρώπων. Ὡστόσο, ἄν καί δέν εἶναι ἁρμοδιότητα δική μας νά τίς κρίνουμε, δέν φαίνεται ὅτι ἀποτελοῦν ἀποκλειστική πρόταση γιά τήν ἀπόπειρα ὑπέρβασης τῆς κρίσης καί τήν περαιτέρω πορεία.
Ὑπό τό βάρος αὐτῆς τῆς ζοφερῆς πραγματικότητας, ἡ παρελθοῦσα Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἀποφάσισε νά ἀσχοληθεῖ τό Σῶμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας μέ τό θέμα «Ἡ σύγχρονη κρίση ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς», ἀναθέτοντας καί στήν ἐλαχιστότητά μου τήν παροῦσα δεύτερη εἰσήγηση, πού φέρει τόν τίτλο: «Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐλπίδα καί ἑνότητα τῆς κοινωνίας καί ὡς νοηματοδότηση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου». Τό κείμενο αὐτό εἶναι καρπός Ἐπιτροπῆς ἐξ Ἀρχιερέων, ἡ ὁποία ἀνέλαβε νά συγκεντρώσει σκέψεις, ἀπόψεις καί προτάσεις κληρικῶν καί λαϊκῶν, προκειμένου νά συμπεριλάβει ὅσο τό δυνατόν περισσότερη ἐμπειρία, πρός ἐξαγωγή οὐσιαστικῶν συμπερασμάτων καί ἐφικτῶν ἀποφάσεων. Λόγω τοῦ περιορισμένου διαθέσιμου χρόνου ἐπεξεργασίας τους, ἀναλάβαμε τήν εὐθύνη νά συνθέσουμε καί νά ἀποδώσουμε, κατά τό δυνατόν, ὅσα κατατέθηκαν ἀπό ἔγκριτα πρόσωπα, πού πρόθυμα συμμετεῖχαν στήν, πρωτόγνωρη ὁμολογουμένως γιά τίς ἐργασίες μας, συλλογική αὐτή προσπάθεια.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ εἰσήγηση αὐτή δέν ἀποτελεῖ μία ἀκόμη τεχνικο-οἰκονομική προσέγγιση σέ ἐπίπεδο λογιστικό καί ἀριθμῶν τοῦ ὅλου προβλήματος (χωρίς βέβαια νά ὐποτιμᾶται μιά τέτοιου εἴδους ἔρευνα). Ἐπιδίωξή της εἶναι νά φανερώσει ὅτι ὑφίσταται πράγματι ἐναλλακτική πρόταση διαχείρισης τῆς κρίσης, πρός ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου, μακριά ἀπό ἰδεολογικές καί ἄλλες ἀγκυλώσεις. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει λόγο γιά τή σημερινή κρίσιμη κατάσταση, διότι δέν ἔπαψε νά ἀποτελεῖ σάρκα τοῦ κόσμου, μέρος τῆς ἱστορίας. Γι΄ αὐτό, ὀφείλει, κηρύττοντας «Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον», νά ἐπιδιώκει τή διαρκῆ καί ἀνακαινιστική ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στό ἑκάστοτε ἐδῶ καί τώρα τοῦ ἱστορικοῦ καί κοινωνικοῦ περιβάλλοντος. Μέ ἄλλα λόγια, ὄντας ἐντός τοῦ κόσμου ἀλλ΄ «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ παρά νά φροντίζει, μέ κάθε δυνατό τρόπο, τόν κόσμο, γιά τή σωτηρία τοῦ ὁποίου ὑφίσταται καί ἐργάζεται.
Προκειμένου νά ὁδηγηθοῦμε στήν ἀνάδειξη μιᾶς ἀληθινά ἐλπιδοφόρας προοπτικῆς, πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, φάνηκε ἤδη, ἀπό τήν εἰσήγηση, πού ἀνέγνωσε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης κ. Παῦλος, ἡ ἀνάγκη νά καταγράψουμε μέ εἰλικρινή διάθεση αὐτοκριτικῆς τά «κακῶς κείμενα». Δηλαδή τά ἐμπόδια ἐκεῖνα πού τίθενται ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους, τήν ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, στήν πορεία καρποφορίας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές καί τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀλήθεια αὐτή πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι μᾶς ἐπιφορτίζει μέ σημαντικές εὐθύνες.
Ἐδῶ καί δεκαετίες στόν τόπο μας διαπιστώνεται ἀπό ποικίλες πλευρές μιά παθογένεια σύνολης τῆς δημόσιας ζωῆς, ὅπως ἀτομικισμός, ἰδιώτευση, ὠχαδελφισμός, διαφθορά, ἀναξιοκρατία κ. ἄ. Εἶναι λοιπόν αὐτονόητο ἀλλοτριωμένες καί κοσμικές νοοτροπίες νά διεισδύουν καί στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, ἀφοῦ αὐτό ζεῖ καί πορεύεται μέσα στό ἱστορικό κοινωνικό πλαίσιο καί ὄχι σέ μιά ἐξωιστορική καί φαντασιακή πραγματικότητα.
Καί τά ἐρωτήματα τίθενται ἀμείλικτα: διαθέτουμε ἄραγε τήν τόλμη καί τό σθένος νά διαπιστώσουμε τίς δυσλειτουργίες καί τίς ἐλλείψεις μας, ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη πάντοτε παρουσία τῆς Ἐκκλησίας, καί κατόπιν νά ἀναλάβουμε τίς εὐθύνες πού μᾶς ἀναλογοῦν τοῦτες τίς κρίσιμες στιγμές;
Τί ἀπέγινε, λοιπόν, τό ὀρθόδοξο ἦθος τοῦ λαοῦ μας; Πόσο ὑστερήσαμε σέ παραδείγματα ζωῆς καί στήν ἐμπέδωσή τους στήν καθημερινή ζωή ὅλων μας;
Μήπως οἱ μέθοδοι καί οἱ πρακτικές μας προέρχονται ἀπό ἕνα ἐντελῶς παρωχημένο κοσμοείδωλο;
Μήπως ὁ λόγος, τό κήρυγμά μας, ἀπαξιώνεται καί αὐτό ὡς «ξύλινος λόγος», συχνά ἀκατανόητος ἀπό ἕνα ἀκροατήριο, ἐνδεχομένως ἀκατήχητο καί ἀνίκανο νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἔκκληση γιά ἑνότητα καί ἀλληλεγγύη;
Μήπως μέ τήν ὑπερβολική μας ἐμμονή σέ ἔργα ὑλικο-τεχνικῶν ὑποδομῶν καί ἐξεζητημένο ἐξωραϊσμό τῶν Ἱερῶν Ναῶν καί μοναστηριῶν, ἀποδυναμώνουμε τήν οὐσιαστική συμμετοχή μας στή σημερινή πνευματική καί ὑλική ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων;
Μέ ἄλλα λόγια, μήπως ἔχουμε μεταβληθεῖ σ’ ἕνα στερεότυπο καί σταθερό θεσμό, σέ ἕνα σύστημα αὐτοαναφορικό καί κλειστό, πού πορεύεται χωρίς νά ἀφουγκράζεται τήν πραγματικότητα; Καί ἀκόμη δίχως νά ἀντιλαμβάνεται τίς ριζικές ἀλλαγές, πού ἔχουν συντελεσθεῖ σέ ἐπίπεδο πρῶτα κοινωνικό, ὅπως ἡ πολυπολιτισμική σύνθεση τῆς κοινωνίας, ἔπειτα σέ οἰκονομικό, ὅπως τό πέρασμα ἀπό τήν ἀγροτική πραγματικότητα στήν ἐλεύθερη ἀγορά, καί τέλος σέ ἐπίπεδο καί πνευματικό, ὅπως ἡ ἀνάδειξη τοῦ ἑαυτοῦ καί τοῦ ἀτομικοῦ ἐγώ ἔναντι κοινωνικῶν μοντέλων; Καί ἐνῶ συχνά πασχίζουμε μέ ζῆλο νά δημιουργήσουμε ὑποδομές καί νά προσφέρουμε πολύπλευρο κοινωνικό ἔργο, πολλές φορές τά ἐγχειρήματά μας παραμένουν ἄχρωμες καί χωρίς πνοή χειρονομίες, οἱ ὁποῖες ἁπλῶς ἐπιζητοῦν νά συνδράμουν τόσο στήν αὐταρέσκειά μας, ὅσο καί στήν κρατική πρόνοια. Ἔτσι, ὅμως, δέν ἀναδεικνύεται μιά διαφορετική προοπτική, πού νά πείθει ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι τό «ἅλας» τοῦ κόσμου, τό ἀπαραίτητο ἐκεῖνο στοιχεῖο πού τόν διαφοροποιεῖ ἀπό κάθε ἄλλο κοσμικό ἤ θρησκευτικό ἄνθρωπο.
«Ὅς δ’ ἄν ἔχῃ τόν βίον τοῦ κόσμου καί θεωρῇ τόν ἀδελφόν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καί κλείσῃ τά σπλάχνα αὐτοῦ ἀπ΄αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ; Τεκνία μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ γλώσσῃ, ἀλλ΄ ἔργῳ καί ἀληθείᾳ.» (Α΄ Ἰωάννου, 3, 17-18)
Μέ τούς λόγους αὐτούς τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἀπό τήν Α΄ Καθολική Ἐπιστολή του ὡς κριτήριο, θά ἐπιχειρήσουμε ἀκολούθως νά διακρίνουμε τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐφόσον ἀναδειχθοῦν καί υἱοθετηθοῦν ἔμπρακτα καί συνειδητά, μποροῦν νά ἀναζωογονήσουν τό ἐκκλησιαστικό γεγονός.
Ἡ ἑνότητα τοῦ Σωματος τοῦ Χριστοῦ πού πηγάζει ἀπό τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, ἀποτελεῖ θεμελιώδη προϋπόθεση γι΄ αὐτή τήν ὕπαρξή της. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, διότι ὁ Χριστός εἶναι Ἕνας. Μία Ἐκκλησία, πού ὑπάρχει ἐν τῷ κόσμῳ, ὡς πολλές τοπικές Ἐκκλησίες, ὅπως ὁ Χριστός ἀνακεφαλαιώνει ἐν ἑαυτῷ σύμπασαν τήν ἀνθρωπότητα καί τήν κτίση. Στήν τοπική Ἐκκλησία, ὁ ἐπίσκοπος, ἀποτελώντας ἐξαρχῆς τήν συλλογική καί ἀνακεφαλαιωτική προσωπικότητα, πού ἐκφράζει μέ μιά φωνή τήν ἑνότητα τῆς κοινότητάς του, ταυτόχρονα ἐκφράζει καί στό σύγχρονο περιβάλλον του τήν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ἡ ποικιλία τῶν πολιτισμικῶν, κοινωνικῶν καί ἄλλων διαφοροποιήσεων δέν φαίνεται νά ἀποτέλεσε ποτέ πρόβλημα γιά τήν ἑνότητά της. Ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν ἀποτελεῖ ἐλπίδα, ὄχι τόσο γιά μιά μετά θάνατον καλύτερη καί ἀνώδυνη ζωή, ἀλλά γιά τήν πρόγευση ἑνός ἄλλου τρόπου ὑπάρξεως ἀπό τό νῦν τῆς ἱστορίας καί τῆς πραγματικῆς ζωῆς.
Ἄραγε, μήπως ἔχουμε λησμονήσει ὅτι ὁ Τριαδικός Θεός ἐνδιαφέρεται γιά τήν κτίση καί τόν ἄνθρωπο καί δέν τόν ἔχει ἐγκαταλείψει; Προσφέρουμε μιά τέτοια προοπτική ἐλπίδας καί ἑνότητας στό σύγχρονο ἄνθρωπο;
Ὁ χριστιανός ἀλλά καί σύνολη ἡ Ἐκκλησία δέν κηρύττει ἁπλῶς γιά τόν φτωχό, τόν πεινασμένο, τόν περιθωριακό, τόν ἐν ἀνάγκαις εὑρισκόμενο ἄνθρωπο ἀλλά ταυτίζεται μαζί του, ἀναλαμβάνει τό σταυρό του, συμπορεύεται στό πλευρό του. Δέν χρειάζεται παρά νά φέρουμε στό νοῦ μας ἐνδεικτικά τόν καλό Σαμαρείτη ἤ τήν παραβολή τῆς μελλούσης κρίσεως, ἀπό τό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο, γιά νά δοῦμε εἰκονισμούς τῆς ἐσχατολογικῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας, δηλαδή τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ πράγματι γιά τήν ἀνθρωπότητα ἀπελευθερωτική ἐλπίδα καί δύναμη καί ὄχι μία ἠθικολογική παραμυθία. Αὐτό ἐνεργεῖται ὄχι μέ τό νά στηλιτεύει ἐξ ἀποστάσεως τά «κακῶς κείμενα» καί τήν ἀδικία, ἀλλά μέ τό νά σαρκώνεται στήν καθημερινή πάλη μέ τό κακό, ὄντας ὁρατή Ἐκκλησία καί ὄχι ἄσαρκη θεωρία. Μέ προφητική ἐγρήγορση ὁ χριστιανός καί ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀνέχεται κανενός εἴδους ἀδικία, ἀλλά ὀφείλει νά δείχνει ἑτοιμότητα γιά μαρτυρία καί μαρτύριο. Συμβιβάστηκε ἄραγε ὁ Χριστός μέ τίς κοινωνικές, οἰκονομικές καί πολιτικές συνθῆκες τῆς ἐποχῆς του; Ἐκανε πίσω στή σταυρική του θυσία ἤ ἔδειξε ποτέ ἀποστροφή πρός ὁποιονδήποτε βρισκόταν στό περιθώριο; Μποροῦμε νά ἐθελοτυφλοῦμε καί ἁπλῶς νά ἐπαναλαμβάνουμε προτάσεις, ὡς ἕτοιμες λύσεις ἀπό τήν παράδοση, χωρίς νά ζοῦμε στό πνεῦμα τῆς Παράδοσης;
Τό πρόβλημα δέν εἶναι νά προσφέρουμε ἁπλῶς φαγητό καί φιλανθρωπικό ἔργο στούς διαρκῶς αὐξανόμενους πεινασμένους γύρω μας, χωρίς κι αὐτό βεβαίως νά εἶναι αὐτονόητο καί πολύ περισσότερο ἀσήμαντο, ἀλλά τό πῶς θά ἐπιτύχουμε νά μειώσουμε, ἄν ὄχι νά ἐξαλείψουμε, τή φτώχεια.
Ὁ Λόγος δέν ἀρκεῖ νά προσφέρεται. Εἶναι ἀνάγκη νά σαρκώνεται. Παράλληλα, ὅμως, δέν πρέπει νά σταματήσει νά κηρύττεται. Ὑπάρχει ἀνάγκη μετανοίας, ἀλλαγῆς πλεύσης ἀπό τό ἀτομοκεντρικό καί χρησιμοθηρικό μοντέλο ὀργάνωσης τοῦ βίου στό θυσιαστικό καί προσωπικό τρόπο ὑπάρξεως. Σ΄ αὐτό τόν τρόπο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει ἐπειδή κοινωνεῖ μέ τόν ἄλλο, ἐπειδή ἀγαπᾶ χωρίς προϋποθέσεις, ἐλεύθερα καί ἀπεριόριστα. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποβλέπει στή βελτίωση τῆς ζωῆς, ἀλλά στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει ὡς ἀποστολή, δηλαδή, νά καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος «σῶος», ὁλόκληρος, ἀκέραιος. Καί ἔτσι μέ ὅλο του τό εἶναι νά ἀντιπροσφέρει στόν Δημιουργό Θεό ὡς εὐχαριστία τήν ἴδια τή δημιουργία.
Ἡ νοηματοδότηση, λοιπόν, τοῦ βίου μέ τόν ἐγκεντρισμό του στόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου δέν μπορεῖ νά πραγματωθεῖ, παρά μόνο ἄν ὑπάρξει στήν πορεία τῆς ἱστορίας τοῦ χριστιανοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας συνάντηση μέ τά προβλήματα καί τίς συγκαιρικές ἀνάγκες τοῦ κόσμου. Ἐξάλλου γι΄ αὐτό δέν σαρκώθηκε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἑνώσει τά τό πρίν διεστῶτα; Γι΄ αὐτό δέν ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα, γιά νά τήν θεώσει καί μεταμορφώσει; Οἱ ἄνθρωποι δίπλα μας πεινοῦν, βρίσκονται σέ ἔνδεια, ἀσφυκτιοῦν οἰκονομικά. Μέ τήν ἀπελπισία νά κυριεύει τήν καρδιά τους, καταφεύγουν ἀπεγνωσμένα στήν Ἐκκλησία. Πρῶτος σταθμός τους εἶναι ὁ Ναός τῆς περιοχῆς τους, δηλαδή ἡ ἐνορία τους, πού εἶναι ἡ μικρότερη ἀλλά ἴσως βασικότερη μονάδα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πολύ ὀρθά, λοιπόν, τονίζεται ἡ σπουδαιότητα τῆς ἐνορίας γιά τή λειτουργία τῆς κάθε τοπικῆς ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά τό κύτταρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στό ὁποῖο πραγματώνεται καί σαρκώνεται τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας στήν καθολικότητά του. Ἡ Ἐνορία, λοιπόν, ὀφείλει νά γίνει τό κέντρο, ἀπ΄ ὅπου ἡ ὅλη ποιμαντική δραστηριότητα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας θά διακτινωθεῖ σέ ὁλόκληρη τήν τοπική κοινωνία. Ἔτσι ἡ ἐνορία καλεῖται νά ἀποτελέσει τό πρότυπο κοινωνικῆς ὀργάνωσης καί δράσης, ὅπως τό ζητᾶ ἀγωνιωδώς ἡ διασπασμένη καί διηρημένη ἑλληνική κοινωνία. Ἕνα ὅραμα ἑνότητας, ἰσότητας, εἰλικρίνειας καί ἀλληλεγγύης, πού ἀναζητᾶ ἀπεγνωσμένα ἰδιαίτερα ἡ ἑλληνική νεολαία.
Ὅλα τά παραπάνω βέβαια προϋποθέτουν τήν ἀναζωογόνηση τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, ἡ ὁποία ἔχει ἀτονήσει καί ἀντανακλᾶ καί αὐτή τήν κρίση τῆς ὑπόλοιπης κοινωνίας. Οἱ δύσκολες συνθῆκες ἄς ἐγείρουν τόν πόθο μίμησης τῶν πρώτων χριστιανῶν, γιά τούς ὁποίους «ἦταν τά πάντα κοινά». Ἡ Ἐνορία καλεῖται νά ξαναγίνει μιά εὐχαριστιακή σύναξη προσώπων, πού δέν γειτνιάζουν πνευματικά μόνο κατά τή θεία Λατρεία ἀλλά καί καθημερινά στίς οἰκίες καί τούς δρόμους. Αὐτή ἡ πνευματική γειτονιά μπορεῖ νά προλαμβάνει καί νά θεραπεύει κάθε ὀλίσθημα καί κάθε κατάχρηση, πρίν βγεῖ ἀπό τό πλαίσιό της καί μολύνει τήν ὑπόλοιπη κοινωνία. Μπορεῖ νά στηρίζει καί νά βοηθεῖ διακριτικά χωρίς νά καταφεύγει στή φιλανθρωπία. Μπορεῖ νά μοιράζεται ἱκανότητες καί χαρίσματα, πλοῦτο καί φώτιση, ὅπως μοιράζεται καί τά προβλήματα, τά πάθη καί τά πένθη τῶν μελῶν της, καί φροντίζει νά μήν τά σηκώνει αὐτά κανείς μόνος του, ἀτομικά. Γιατί ὁ πλοῦτος καί ἡ ἐξουσία διαφθείρουν τόν μεμονωμένο ἄνθρωπο καί ἡ ἀνέχεια καί ἡ θλίψη ἐξουθενώνουν τόν ἀπομονωμένο. Στήν οἰκογένεια τῆς Ἐνορίας, τό μοίρασμα τῆς κάθε ἀτομικῆς εὐλογίας ἤ στέρησης καί ἡ ἀναφορά της στό Θεό κάνουν κάθε χάρισμα καί κάθε ἐμπόδιο ἕνα σκαλί πνευματικῆς προόδου.
Στόν ἄθλο τῆς ἀναζωογόνησης καί ἐνεργοποίησης τῆς Ἐνορίας θά κριθοῦμε ὅλοι κληρικοί καί λαϊκοί. Ἡ ζωντανή Ἐνορία θά ἀποτελέσει τήν οὐσιαστικότερη συνεισφορά μας στήν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης. Ἀσφαλώς ἡ εὐθύνη εἶναι συνολική καί βαραίνει ἀναλογικά τόν καθένα μας, ἀπό τά μέλη τῆς ἱεραρχίας ἕως τό τελευταῖο κατηχούμενο νήπιο, ἀπό τους γειτνιάζοντες μέ τίς ἀρχές κατοίκους τῆς πρωτεύουσας ἕως τόν πιό ἀπομακρυσμένο ἀγωνιστή ἱερέα, πού μοιράζεται θυσιαστικά ἀνάμεσα σέ ξεχασμένα νησιά ἤ ὀρεινές κοινότητες.
Φυσικά δέν φθάνει γι΄ αὐτό ἡ καλή θέληση, ἀλλά ἀπαιτεῖται ἀπό τή μιά μεριά ἡ ὕπαρξη ἑνός ἤ πολλῶν ἱκανῶν ἐφημερίων, πού ἐπιθυμοῦν νά ἀναλάβουν τό βάρος τῆς ποιμαντικῆς τους ἀποστολῆς, καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἕνα λαό, πού δέν θά ἐξακολουθεῖ νά θεωρεῖται θεατής τῶν τελετουργικῶν δρωμένων, ἀλλά θά ἔχει λόγο, εὐθύνη καί ἁρμοδιότητα οὐσιαστικοῦ χαρακτήρα στή διοίκηση καί στή ζωή τῆς Ἐνορίας του.
Ὁ ἐφημέριος, μέσα ἀπό κατάλληλη ἐκπαίδευση, κατάρτιση, φροντίδα καί διαρκή ἐπιμόρφωση, θά ἀναλάβει, πέρα ἀπό τά σπουδαιότατα λειτουργικά του καθήκοντα, τόν ρόλο τοῦ συντονιστῆ ὅλου αὐτοῦ τοῦ δικτύου ποιμαντικῆς δραστηριοποίησης. Οἱ ἐνορίτες ἀπό τήν πλευρά τους θά διαδραματίζουν ἐνεργό ρόλο στή διαμόρφωση τοῦ πλαισίου λειτουργίας τῆς Ἐνορίας, ἀναλαμβάνοντας ποικίλες θέσεις, διαμορφώνοντας ἕνα ἰσχυρό δίκτυο κοινωνικῆς συνοχῆς καί ἀλληλεγγύης, τό ὁποῖο συνιστᾶ ἀπαραίτητη παράμετρο γιά τήν ἑνότητα καί τήν εἰρήνη τῆς τοπικῆς κοινωνίας.
Εἶναι καιρός, πλέον, ἡ Ἐνορία νά ἀποκτήσει εὐελιξία καί νά καταστεῖ μία συμμετοχική κοινότητα, ἀναθεωρώντας ἀγκυλωτικές καί ἀρτηριοσκληρωτικές πρακτικές καί ἀφουγκραζόμενη τόν καημό τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ τήν κρίση. Τότε θά εἶναι δυνατόν ὁ λόγος της καί τό ἔργο της νά εὐδοκιμήσουν.
Σ’ αὐτό τό ἔργο, ἡ ἐνορία μέ τούς ἐνορίτες της ἔχει καθοριστικό ρόλο, ἐφόσον βεβαίως δοθεῖ ζωτικός χῶρος στούς ἀνθρώπους γιά τήν ἐνεργό παρουσία καί συμβολή τους.
Βεβαίως, ἡ ἐνεργοποίηση σ’ αὐτό τό ἐπίπεδο τῆς τοπικῆς εὐχαριστιακῆς κοινότητας-ἐνορίας, σαφῶς προϋποθέτει διαμόρφωση ἰσχυρῆς θεσμικῆς συνείδησης, ἡ ὁποία θά ἐπιτρέπει τήν ἀπρόσκοπτη καί χωρίς γραφειοκρατικές νοοτροπίες διαχείριση τοῦ ἀνθρώπινου δυναμικοῦ καί τῶν οἰκονομικῶν καί ὑλικῶν πόρων τῶν Ἐνοριῶν γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων προβλημάτων. Κατανοοῦμε ὅτι τά πράγματα δέν μποροῦν νά ἀλλάξουν ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη. Ὡστόσο ἡ κρίση ἀποτελεῖ καί γιά τά καθ΄ ἡμᾶς μιᾶς πρώτης τάξεως εὐκαιρία νά ἀναρωτηθοῦμε καί νά ἀναθεωρήσουμε πολλές δεδομένες πεποιθήσεις καί πρακτικές μας.
Πολύ συχνά συμπεριφερόμαστε καί ἐνεργοῦμε σάν νά ζοῦμε ὄχι στό σημερινό κόσμο, ὅπως τόν βλέπουμε γύρω μας, ἀλλά σέ ἄλλη ἐποχή. Ἄλλοτε προσπαθοῦμε νά προσαρμόσουμε τόν ἄνθρωπο τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς στόν ἄνθρωπο παρωχημένων ἐποχῶν. Κάποτε φαίνεται νά ἐγκλωβιζόμαστε στό δικό μας κόσμο, χωρίς οὐσιαστική ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα. Αὐτή ἡ κατάσταση ἐπηρεάζει ἐν πολλοῖς καί τό φιλανθρωπικό ἔργο μας.
Ἡ φιλανθρωπική μας διακονία πρέπει νά λαμβάνει σοβαρά ὑπόψη της τόν κίνδυνο νά ὁδηγεῖ στόν εὐτελισμό τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου, πού βρίσκεται σέ ἀνάγκη, ἐγείροντας σ’ αὐτόν ἀνάμικτα αἰσθήματα ἀνωριμότητας, ἐξάρτησης ἀλλά καί μνησικακίας. Προσπάθειες, ὅπως ἡ δημιουργία τῆς μικροπιστωτικῆς Τράπεζας Grameen στό Μπαγκλαντές, ἀπό τόν βραβευμένο μέ νόμπελ εἰρήνης Muhammad Yunus, μᾶς δείχνει πώς ἡ φιλανθρωπική διάθεση μαζί μέ τήν ὀξυδερκή φαντασία καί τή γνώση τῶν πραγματικῶν προβλημάτων ἑνός τόπου μπορεῖ νά δημιουργήσει συνθῆκες ἐξάλειψης τῆς ἀπόλυτης φτώχειας μέσα σέ ἕνα περιβάλλον πού χαρακτηρίζεται ὄχι ἀπό τόν ρηχό ὠφελιμισμό ἀλλά ἀπό τήν ἀλληλέγγυα κοινωνική δράση.
Καί κάτι ἀκόμη. Ἀπό τή στιγμή πού ἡ πολιτισμική σύνθεση τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν ἔχει ριζικά, ἴσως καί τελεσίδικα, μεταβληθεῖ, δέν μποροῦμε νά ἀπευθυνόμαστε στό ποίμνιό μας ὡσάν νά ἀποτελεῖται ἀπό γηγενή καί ἡμεδαπή πληθυσμό. Ἡ ὑποδοχή καί ἐνσωμάτωση τοῦ κάθε ἄλλου, ξένου, μετανάστη, ὀφείλει νά ἀποτελεῖ πρώτιστη ἐπιλογή μας, ἐάν ἐπιθυμοῦμε νά διακονοῦμε τόν «ξένον» τοῦ εὐαγγελίου καί νά ἐργαζόμαστε γιά τήν κοινωνική ἑνότητα.
Ἐπίσης ἡ χρήση τῶν νέων τεχνικῶν καί ἠλεκτρονικῶν μέσων ἐπικοινωνίας μέ τόν κόσμο, ὅπως λ.χ. τό διαδίκτυο, δύναται νά συμβάλει μέ ἄμεσο καί ἐπιτυχή τρόπο στήν πρόληψη διαφόρων καταστάσεων ἤ τήν καλύτερη ἐνημέρωση τῶν ἐνοριτῶν καί εὐρύτερα τοῦ κόσμου γιά ἐνδεχόμενες δράσεις μας, πού σκοπό θά ἔχουν τήν ὠφέλεια τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου.
Ἐπιπλέον, καθίσταται ἐπιτακτική ἀναγκαιότητα κάτι πού πολύ συχνά παραθεωροῦμε: ἡ ἀνάδειξη μιᾶς ἄλλης θεώρησης γιά τά πάσης φύσεως ἀγαθά καί ὑπηρεσίες, τά ὁποῖα κατέχονται ἀπό ὅλους ἤ μᾶλλον χρησιμοποιοῦνται ἀπό ὅλους, χωρίς νά ἀνήκουν σέ κανένα. Μιᾶς θεώρησής τους ὡς δώρων Θεοῦ, τά ὁποῖα, στό πλαίσιο τοῦ πνεύματος τῆς κοινοκτημοσύνης, ἀνήκουν σ΄ ὅλους. Στήν Θεία Εὐχαριστία, ἄλλωστε, δέν μιλοῦμε γιά τόν Χριστό τόν «πάντοτε ἐσθιόμενο ἀλλά μηδέποτε δαπανώμενο»; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι οἱ χριστολογικές ἔννοιες τῆς χάριτος καί τοῦ δώρου δέν συνδυάζονται μέ καμιά διάσταση ἰδιοκτησίας. Ὡς ἄνθρωποι εἴμαστε διαχειριστές τῆς κτίσης τοῦ Θεοῦ καί ὄχι κηδεμόνες καί ἄρχοντές της, κατά τρόπο ἐξουσιαστικό, ἀλλά κατά τρόπο ἐξάπαντος διακονικό καί θυσιαστικό, μέ σκοπό νά καταστήσουμε τόν τόπο τῆς παρουσίας Του, δηλαδή τόν Ἱερό Ναό καί τήν Ἐνορία, προσιτό καί ἀνοικτό πρός ὅλους. Τόπο συνάντησης τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους. Ἕναν τόπο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δέν θά προσπαθεῖ νά ἱκανοποιήσει μόνο τίς «ψυχικές καί πνευματικές» του ἀνάγκες, ἀλλά θά μοιράζεται τόν καθημερινό ὑλικό του ἄρτο καί τήν ἐργασία του μέ τούς ἀδελφούς του. Ὁ ἄνθρωπος δίπλα μας, ὅταν στερεῖται τά πρός τό ζῆν δέν μπορεῖ νά ἀρκεστεῖ σέ θεωρητικό κήρυγμα περί μακαριότητος τῆς αἰώνιας ζωῆς. Προέχει ἡ συμβολή μας στήν ἀντιμετώπιση τῶν βασικῶν ἀναγκῶν του.
Ἡ Ἐνορία δέν μπορεῖ νά παραμένει τόπος, ὅπου συναντιόμαστε κάθε Κυριακή γιά κοινωνικό σχολιασμό καί τήν ἐκπλήρωση τῶν θρησκευτικῶν μας καθηκόντων. Ἔχουμε χρέος νά τήν ἀναδείξουμε ζωτική ἑστία προσφορᾶς πνευματικοῦ ἔργου καί φιλανθρωπικῆς φροντίδας, πού θά λειτουργεῖ ὄχι ὡς ὑπηρεσία σέ συγκεκριμένες ὧρες τῆς ἡμέρας ἀλλά συνεχώς ὡς τό ζωντανό κύτταρο τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Σ΄ αὐτή τήν περίπτωση λειτουργία καί διακονία δέν συνιστοῦν διακριτές πραγματικότητες ἀλλά μιά ἀδιαίρετη ἑνότητα.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ
Α. ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ
Τά ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι προτάσεις γιά συγκεκριμένες δράσεις, πού αφοροῦν τόσο τήν Ἱερά Συνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καί τίς Ἱερές μας Μητροπόλεις, ἀνάλογα πάντοτε μέ τίς δυνατότητες καί τήν ἰδιαιτερότητα τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας.
1. Παρατηρητήριο κοινωνικῶν προβλημάτων καί συντονισμοῦ ἀντιμετωπίσεως κρίσεως.
Εἶχε συσταθεῖ καί λειτούργησε, γιά ἱκανό χρονικό διάστημα, συμβουλευτικά πρός τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο. Ἡ τυχόν ἐπαναλειτουργία του θά ἀποτελέσει τό συντονιστικό ὄργανο παρακολουθήσεως τῶν κοινωνικῶν συνεπειῶν ἀπό τήν κρίση καί προώθησης τῶν ὅποιων ἀποφάσεών μας, συμβάλλοντας μέ ἰδέες καί προτάσεις. Ἡ λειτουργία του δέν θά πρέπει νά ἐπιβαρύνει ἐπ΄ οὐδενί τόν προϋπολογισμό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Εἶναι πολλά καί ἱκανά τά κληρικά καί λαϊκά στελέχη πού θά προσφερθοῦν με ἀνιδιοτέλεια γιά τή λειτουργία τοῦ Παρατηρητηρίου, τό ὁποῖο βεβαίως θά ἔχει τήν ἀναφορά του στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο.
2. Συντονισμός Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν
Οἱ ἤδη ὑπάρχουσες Συνοδικές Ἐπιτροπές, πού ἔχουν ὡς ἀντικείμενό τους τό ποιμαντικό κάι κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη νά προσανατολίσουν τή δράση τους στά πλαίσια τοῦ ρόλου πού ἔχουν, πρός τήν κατεύθυνση τῆς οὐσιαστικῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας στό πλευρό ὅσων πλήττονται ἀπό τίς συνέπειες τῆς ὑπάρχουσας κρίσης.
3. Περιφερειακές Συναντήσεις Ἱεραρχῶν καί στελεχῶν γιά καταγραφή καί ἀντιμετώπιση κοινῶν τοπικῶν προβλημάτων
Τό ζήτημα τῆς συνεργασίας τῶν Ἱ. Μητροπόλεων εἶναι ἕνα σημαντικό θέμα πρός συζήτηση. Ἄραγε, γιατί θεωροῦμε αὐτονόητο τό ἀρχιερατικό συλλείτουργο τήν ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου ἀλλά δέν τολμήσαμε ποτέ τήν κοινή ἱερατική Σύναξη ἤ ἔστω μιά ἀπό κοινοῦ σύσκεψη γιά ἀνταλλαγή ἀπόψεων καί συμπροβληματισμό σέ τοπικά θέματα; Μήπως εἶναι ὥρα νά τό τολμήσουμε;
4. Ἐπιμόρφωση κληρικῶν, ἐξομολόγων καί λαϊκῶν στελεχῶν
Στά πλαίσια τῆς διά βίου ἐπιμορφώσεως τῶν κληρικῶν μας, ἰδιαιτέρως τῶν ἐξομολόγων στήν ὁποία τόσο ὑστεροῦμε, εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐκπόνηση συγκεκριμένων προγραμμάτων μέ σύγχρονη κάι σχετική θεματολογία, προκειμένου τόσο οἱ κληρικοί μας ἀλλά καί τά λαϊκά μας στελέχη νά ἀνταποκριθοῦν μέ μεγαλύτερη ἀποτελεσματικότητα στίς ἀνάγκες τῆς ἑποχῆς. Σᾶς ἀναφέρω ἐνδεικτικά τά θέματα πού ἀπασχόλησαν τίς ὁμάδες ἐργασίας σε τοπικό Συνέδριο γιά στελέχη νεανικοῦ ἔργου Ἱ. Μητροπόλεως: 1. «Ἐφηβεία καί Οἰκονομική κρίση. Οἱ κοινωνικές πιέσεις, οἱ πιέσεις τῶν συνομηλίκων, ἡ ἐπιρροή τῶν μαζικῶν μέσων ἐνημέρωσης καί διασκέδασης, οἱ ἐξαρτητικές οὐσίες καί οἱ συμπεριφορές τῶν ἐφήβων σέ ἐποχές οἰκονομικῆς κρίσης καί ἡ ἀντιμετώπισή τους», 2. «Διαχείριση τοῦ φόβου. Ἡ ἐξουσία τοῦ φόβου, προοπτικές γιά μία ἐλεύθερη ἀφοβική κατήχηση», 3. «Καταναλωτισμός καί τηλεόραση. Ἀπό τήν κριτική στήν ἀντίσταση. Ἀπό τήν εἰκόνα στήν πράξη. Ἀπό τήν παρακολούθηση στό παιχνίδι. Ἀνάπτυξη ἀντικαταναλωτικῶν συμπεριφορῶν» καί 4. «Ἀλληλεγγύη στήν οἰκογένεια, στήν ἐνορία, στήν κοινωνία. Δημιουργικές πράξεις, θεσμοί, συνήθειες ἀλληλεγγύης. Δραστηριότητες στήν ὁμάδα κατηχητῶν πού ἀνοίγονται στήν οἰκογένεια, στήν ἐνορία, στήν κοινωνία»
5. Πρόγραμμα ἐξοπλισμοῦ καί λειτουργίας Ἐνοριακῶν Συσσιτίων
Τό καθημερινό φαγητό δύναται νά εἶναι ἡ πρώτη μας ἀπάντηση στήν οἰκονομική κρίση. Ἤδη σ’ ὅλη τήν Ἑλλάδα χιλιάδες μερίδες φαγητό προσφέρονται τόσο ἀπό τήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν ὅσο καί ἀπό τίς Ἱερές Μητροπόλεις. Μήπως πρέπει νἀ ἐξετάσουμε τή δυνατότητα οἰκονομικῆς ἐνίσχυσης ἀπό τήν ΕΚΥΟ ἐνοριῶν ἤ Μητροπόλεων γιά τόν ἐξοπλισμό τῶν Κέντρων Σιτίσεως ἀπόρων, ὑπό προϋποθέσεις ἀσφαλῶς, κατά τό πρότυπο τῆς δημιουργίας τῶν παιδικῶν σταθμῶν; Τό κόστος δέν θά εἶναι μεγάλο ἀλλά τό ἀποτέλεσμα πού θά προκύψει ἐξαιρετικό.
6. Συστηματική καταγραφή καί σύγχρονη παρουσίαση τοῦ ἐπιτελούμενου κοινωνικοῦ μας ἔργου
Ἀξιοποιώντας κάθε σύγχρονο μέσο καί δυνατότητα, πρέπει νά συνεχίσουμε τήν κατά τό δυνατόν λεπτομερῆ καταγραφή τοῦ ἤδη πολυσχιδοῦς καί πολύ σημαντικοῦ φιλανθρωπικοῦ καί κοινωνικοῦ μας ἔργου. Δέ ὑπάρχει Ἱερά Μητρόπολη πού νά μή προσφέρει τέτοιο ἔργο. Ὅμως αὐτό πρέπει μέ σύγχρονο τρόπο νά καταγράφεται καί νά παρουσιάζεται καί μάλιστα στό διαδίκτυο, πού ἀποτελεῖ τό μέλλον τῆς πληροφορίας καί τῆς ἐνημερώσεως.
7. Διορθόδοξη Συνεργασία γιά ἀνταλλαγή ἐμπειριῶν σέ κοινωνικά θέματα
Εἶναι εὐνόητο ὅτι οἱ συνέπειες τῆς οἰκονομικῆς δυσπραγίας ἀγγίζουν ὁλόκληρο τόν ἑλλαδικό χῶρο. Στό σημεῖο αὐτό ἐπιτρέψτε μου νά σημειώσω τό ἔλλειμμα συνεργασίας τῆς Ἐκκλησίας μας σέ κοινωνικά θέματα, τόσο μέ τήν Ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ὅσο καί μέ τίς Ἱερές Μητροπόλεις τῆς Δωδεκανήσου. Θέμα τό ὁποῖο καλό θά ἦταν νά μελετήσουμε ἀπό κοινοῦ, εἰδικά στό πλαίσιο τῆς οἰκονομικῆς συγκυρίας. Ἡ δυνατότητα ἐπίσης συνεργασίας σέ διεθνές ἐπίπεδο θά ἐμπλουτίσει τή διακονία μας σέ ἐμπειρίες καί γνώσεις.
8. Ἵδρυση καί λειτουργία σχολῶν ἐθελοντισμοῦ
Προσφορά μέ γνώση πρέπει νά εἶναι ἡ ἐπιδίωξή μας. Παραμένουμε ἡ μεγαλύτερη δεξαμενή ἐθελοντισμοῦ στήν Ἑλλάδα. Ὑστεροῦν ὅμως πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι τῆς προσφορᾶς σέ γνώσεις που θά τούς βοηθοῦσαν νά εἶναι πολύ πιό χρήσιμοι στούς ἀνθρώπους πού ζητοῦν τή βοήθειά μας. Ἡ δημιουργία καί λειτουργία Σχολῶν ἐθελοντισμοῦ μέ μαθήματα Νοσηλευτικῆς, Κοινωνικῆς Συμπαραστάσεως καί Ψυχολογικῆς Στήριξης θά εἶναι εὐεργετική γιά τό ἔργο μας. Σχετική ἐμπειρία ὑπάρχει καί εἶναι διαθέσιμη.
9. Νοσοκομεῖα, φυλακές καί Ἱδρύματα
Συγκρότηση ἐθελοντικῶν Ὁμάδων ἐπικουρικῆς συμπαράστασης καί βοήθειας σέ Νοσοκομεῖα, Φυλακές καί Ἱδρύματα (π.χ. Ὀρφανοτροφεῖα, Γηροκομεῖα) τόσο ἐκκλησιαστικά ὅσο καί δημόσια. Ἡ προσπάθεια αὐτή ὅπου ἔχει ἐφαρμοστεῖ καρποφόρησε.
10. Τηλεφωνική Γραμμή Συμπαραστάσεως
Ἡ λειτουργία μιᾶς εἰκοσιτετράωρης τηλεφωνικῆς γραμμῆς πνευματικῆς στήριξης καί ἐνίσχυσης θά ἔχει καθοριστική σημασία στήν παροῦσα συγκυρία.
11. Ἱερατικές Συνάξεις καί Κληρικολαϊκές Συνελεύσεις
Ὁ συμπροβληματισμός, ὁ ἐλεύθερος διάλογος καί ἡ ἀνταλλαγή γνώσεων, ἀντιλήψεων καί πείρας πρέπει νά ἀποτελέσουν τό πλαίσιο τακτικῶν Ἱερατικῶν Συνάξεων ἀλλά καί Κληρικολαϊκῶν Συνελεύσεων. Ἡ τόνωση τοῦ ηθικοῦ τῶν ἐθελοντῶν μας εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη στήν ἐποχή μας.
12. Πανελλήνιες Ἐκδηλώσεις γιά νέους
Πέρα ἀπό τήν αὐτονόητη ποιμαντική τῶν νέων στήν κάθε τοπική Ἐκκλησία, ἡ ἐμπειρία τῶν κοινῶν ἐκδηλώσεων πού πραγματοποιήθηκαν ἐφέτος ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τόσο τῶν καλλιτεχνικῶν ὅσο καί τῆς κατασκηνώσεως Ἱεροπαίδων ἀλλά καί τῆς Συνόδου τῶν Ἐφήβων, ἡ ὁποία γιά πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε, ἔδειξαν τήν ἀπαίτηση γιά τή συνέχιση καί ἐπέκταση παρόμοιων εὐκαιριῶν, ἰδιαίτερα στή σημερινή ἐποχή.
13. Ἡ Ποιμαντική τῆς οἰκογένειας
Ἀναμφισβήτητα ἀπόφασιστικός παράγοντας τῶν ἐξελίξεων στήν Ἑλλάδα εἶναι ἡ ἑλληνική οἰκογένεια. Ἡ πρόταση τῆς παρελθούσης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου νά ἀποτελέσει τό κύριο θέμα τῆς ἑπόμενης Τακτικῆς μας Ἱεραρχίας, μετά ἀπό ἕνα χρόνο, εἶναι χρήσιμη. Ἡ ἐπικύρωσή της ἀπό τή σημερινή μας συνεδρία θά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις, ὥστε νά προετοιμαστεῖ ἕνα κείμενο μέ τή συμβολή ὅλων, κατά τή διάρκεια αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς χρονιᾶς, ἔτσι ὥστε ἡ Ἱεραρχία τοῦ 2011 νά τό ἐγκρίνει καί νά ἀποτελέσει τό θεμέλιο τῆς ποιμαντικῆς μας γιά τήν οἰκογένεια στά ἑπόμενα χρόνια.
14. Περιοδικά «Θεολογία» καί «Ἐφημέριος»
Καί τά δύο αὐτά Περιοδικά τῆς Ἐκκλησίας μας θά πρέπει νά ἀποτελέσουν πηγή συγκεκριμένων στοιχείων ἀλλά καί προβληματισμοῦ σχετικά μέ τά φλέγοντα καί ἐπίκαιρα θέματα πού ἀπσχολοῦν τήν ἑλληνική κοινωνία. Στό βαθμό πού ὅλοι μας τά μελετοῦμε, μποροῦν νά συμβάλουν ἀποφασιστικά στήν ποιμαντική μας προσφορά.
15. Θεῖος Λόγος – Κηρυκτική προσφορά
Στά χρόνια πού ἔρχονται, ἡ ἀντιμετώπιση τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, σύμπτωμα μιᾶς σοβαρότατης κοινωνικῆς κρίσεως, μπορεῖ να ἀποτελέσει σημεῖο ἀναφορᾶς στα κηρύγματά μας. Συγκεκριμένα μποροῦμε να ἀναδείξουμε μέσα ἀπό αὐτά την κοινωνική διάσταση τοῦ προβλήματος, ἀφοῦ το κάθε τι γύρω μας καλλιεργεῖ τον ἀνταγωνισμό και την ἐπικράτηση τοῦ ἰσχυροτέρου. Μέσα ἀπό τά κηρύγματά μας, γιατί ὄχι και ἀπό τις συναντήσεις μελέτης Ἁγίας Γραφῆς, εἶναι δυνατόν νά εὐαισθητοποιήσουμε τούς πιστούς στη συνεργασία, ἀλληλεγγύη καί βοήθεια στόν πλησίον, ἡ ὁποία στην ὀρθόδοξη παράδοση φθάνει ὡς θυσία για τον ἀδελφό.
Το κήρυγμα μέ τη συνδρομή τοῦ Πατερικοῦ λόγου ἄς στοχεύει στήν καταπολέμηση τῆς φτώχειας καί τοῦ κοινωνικοῦ ἀποκλεισμοῦ ἐμπνέοντας και ἐνθαρύνοντας πράξεις ἀλληλεγγύης μέσα στή Μητρόπολή μας και τις ἐνορίες.
Β. ΕΝΟΡΙΕΣ
Ἡ ποικιλομορφία τῶν Ἐνοριῶν μας στόν ἑλλαδικό χῶρο καί ἡ μεγάλη διαφοροποίηση, πού ὑφίσταται ἀνάμεσα στίς ἀστικές Ἐνορίες τῶν μεγαλουπόλεων καί αὐτές τῆς ἐπαρχίας, εἶναι αὐτονοητό ὅτι δυσκολεύουν τίς εἰδικές προτάσεις πού ἀφοροῦν τήν ἐνοριακή ζωή. Ἐντούτοις θά τολμήσουμε νά προτείνουμε δράσεις πού ἀφοροῦν κυρίως τίς ἀστικές ἐνορίες ἀλλά κατ΄ ἀναλογίαν καί τίς μικρότερες. Ὀφείλουμε, ὅμως, εἰσαγωγικά νά τονίσουμε ὅτι προαπαιτούμενο καί ἀναντικατάστατη προϋπόθεση γιά τήν ὑλοποίηση τῶν παρακάτω προτάσεων εἶναι ἡ εὐσυνείδητη καί φιλόπονη διάθεση τοῦ ἱερέα-ἐφημερίου.
1. Ἐνορία καί κοινωνικό ἔργο
Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἐνορία χωρίς καθημερινό, ἔμπρακτο, ἁπτό καί φανερό κοινωνικό ἔργο. Τό ἐλάχιστο θά ἦταν ἡ προσφορά τοῦ καθημερινοῦ φαγητοῦ. Ὅσες ἐνορίες τόλμησαν τό ἐγχείρημα, λειτουργοῦν μέ ἐπάρκεια τό πρόγραμμα σίτισης, χάρη στά ἀνεξάντλητα ἀποθέματα φιλοτιμίας καί ἀλληλεγγύης τοῦ λαοῦ μας, πού λύνει προβλήματα ἐπιβίωσης τῶν οἰκονομικά ἀσθενέστερων οἰκογενειῶν σήμερα στήν Ἑλλάδα.
2. Ποιμαντική Μελλονύμφων
Προτείνεται σέ Μητροπολιτικό ἐπίπεδο Συνάντηση Μελλονύμφων μέ τόν Ἐπίσκοπο μέ ἀφορμή τήν ἐπίδοση τῆς Ἄδειας τελέσεως τοῦ Γάμου τους. Σ΄ ἐνοριακό ἐπίπεδο, ἐπίσης, μποροῦν νά γίνουν περισσότερες συναντήσεις, ἐντός ἑνός θερμοῦ καί ἐγκάρδιου κλίματος.
3. Ἐνοριακές Σχολές Γονέων
Στό πλαίσιο ὅσων εἰπώθηκαν γιά τήν οἰκογένεια, εἶναι εὐνόητη ἡ σημασία πού πρέπει νά προσδώσει ἡ κάθε Ἐνορία στή στήριξή της, μέ τή λειτουργία Ἐνοριακῶν Σχολῶν, πού θά ἀπευθύνονται κυρίως σέ νέα ζευγάρια καί γονεῖς. Αὐτή θά εἶναι ἡ οὐσιαστικότερη ἐπένδυση γιά τό παρόν καί τό μέλλον.
4. Κοινές ἐκδηλώσεις γιά ὅλους τούς ἐνορίτες
Οἱ κοινές ἐκδηλώσεις γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐνορίας μέ κοινή τράπεζα φαγητοῦ καί ἄδολη ψυχαγωγία θά συμβάλλουν τά μέγιστα στήν ἀνάπτυξη τῆς ἐνοριακῆς συνειδήσεως καί θά καταστήσουν τήν ἐνορία καί τούς χώρους της ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Ἤδη ἡ συνάντηση μετά τή Θεία Λειτουργία μέ τήν προσφορά πρωινοῦ κεράσματος ἔχει καταδείξει τά εὐεργετικά ἀποτελέσματα.
5. Καταγραφή καί ἀναζήτηση ἐθελοντῶν
Ἐκτός ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς συμβούλους καί τίς κυρίες τῶν φιλοπτώχων, εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη ἡ ἀναζήτηση ἱκανῶν ἀνδρῶν καί γυναικῶν μέ προσόντα χρήσιμα γιά τίς ἀνάγκες ἐνοριτῶν. Παραδείγματος χάριν, ἕνας δικηγόρος ἤ ἕνας ἰατρός, ἕνας λογιστής ἤ ἕνας γνώστης τῆς σύγχρονης τεχνολογίας, ἐφόσον κληθοῦν μέ τόν κατάλληλο τρόπο, δέν θά ἀρνηθοῦν νά προσφέρουν ἐθελοντικά ὑπηρεσίες σέ ὅσους λόγω οἰκονομικῆς ἀνεπάρκειας δέν μποροῦν νά ἔχουν πρόσβαση σ’ αὐτές. Ἕνα παρόμοιο δίκτυο προσφορᾶς ἀπό ἐξειδικευμένους ἀνθρώπους, ἴσως καί συνταξιούχους τέτοιων ἤ καί ἄλλων εἰδικοτήτων, θά μποροῦσε νά λειτουργήσει καί σέ Μητροπολιτικό ἐπίπεδο.
6. Καταγραφή - Ἀξιολόγηση -Ἱεράρχηση ἀναγκῶν
Ἡ συγκρότηση «Εἰδικῆς Ὁμάδας Ἐργασίας», πού θά ἀπαρτίζεται ἀπό πρόσωπα, ὅπως αὐτά πού προαναφέραμε, μπορεῖ νά καταγράψει, νά ἀξιολογήσει καί νά ἱεραρχήσει τίς ἀνάγκες τῆς Ἐνορίας καί τῶν μελῶν της καί νά δημιουργήσει τίς προϋποθέσεις ἐπιλύσεως τῶν προβλημάτων.
7. Συνεργασία μέ τούς κοινωνικούς φορεῖς
Ἡ συνεργασία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καί τῆς κάθε ἐνορίας τόσο μέ τούς θεσμικούς φορεῖς ὅσο καί μέ τήν πλειάδα τῶν ἐθελοντικῶν ὀργανώσεων τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, ὅπως σήμερα λέγεται, θά πρέπει νά ἐπιδιώκεται μέ κάθε δυνατό τρόπο. Πολλοί στρέφονται καί θά στραφοῦν ἀκόμη περισσότερο στήν Ἐκκλησία. Ἐναπόκειται σ΄ ἐμᾶς νά τούς δεχθοῦμε μέ πνεῦμα διακονίας καί ὄχι ἐξουσίας, προκειμένου νά συμβάλουν καί αὐτοί, κατα τό δυνατόν, στή διατήρηση καί συνοχή τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας μας.
8. Δίκτυο ἐνοριῶν γιά ἀλληλοβοήθεια - «Ἀδελφοποίησεις»
Εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας ἡ «ἀνισότητα», πού ὑφίσταται πολλές φορές ἀνάμεσα σέ Ἱερές Μητροπόλεις ἀλλά καί σέ Ἐνορίες. Γιατί νά μήν τολμήσουμε τόν θεσμό τῶν «ἀδελφοποιήσεων Ἐνοριῶν», ἀκόμη καί διαφορετικῶν Μητροπόλεων; Ἀπό αὐτό θά προκύψει διπλό ὄφελος τόσο γι΄ αὐτούς πού θά προσφέρουν ὅσο καί γι΄ αὐτούς πού θά δεχθοῦν τήν προσφορά.
9. Ἀνάγκη γιά χώρους συνάντησης καί ἐπικοινωνίας
Χρειαζόμαστε ἐλεύθερους δημόσιους χώρους, καθαρούς, ἀσφαλεῖς καί προσιτούς γιά ὅλους. Γράφει σχετικά ἕνας νέος: «Γιά νά καθίσει κανείς νά μιλήσει μέ ἔνα φίλο του πρέπει νά πληρώσει. Γιά νά βρεῖ μιά σκιά νά ξεκουραστεῖ πρέπει νά πληρώσει. Ποῦ θά καθίσει ὁ ἄνεργος νέος; Ποῦ θά καθίσει ὁ συνταξιοῦχος;». Ἡ ἔλλειψη ἐλεύθερων καί ἀνεκμετάλλευτων χώρων μπορεῖ νά καλυφθεῖ μέ τήν ἀξιοποίηση τοῦ περιβάλοντος χώρου τῶν Ναῶν μας, ὅπου αὐτό εἶναι δυνατόν, προκειμένου καί αὐτοί ἀνάλογα διαμορφωμένοι νά φιλοξενοῦν τούς ἀνθρώπους, χωρίς κόστος.
10. Ἀντιμετώπιση τῶν ἀστέγων
Τό φαινόμενο ἀπασχολεῖ κυρίως τίς μεγαλουπόλεις, χωρίς νά ἐξαιρεῖ καί τίς πόλεις τῆς ἐπαρχίας. Ἡ αὔξηση τοῦ φαινομένου θά δημιουργήσει ἔντονα κοινωνικά προβλήματα. Κυρίως πρόκειται γιά ἄτομα πού δέν ἱδρυματοποιῦνται. Αὐτό τό ὁποῖο ἔχουν ἀνάγκη εἶναι χῶροι γιά τή σωματική τους ὑγιεινή, ἔνδυση καί προσωρινή φιλοξενία. Ἡ δημιουργία μικρῶν μονάδων φιλοξενίας ἀστέγων, ἐφόσον ἐπανδρωθοῦν μέ ἐθελοντές, μποροῦν νά ἀντιμετωπίσουν καταρχήν τήν ὀξύτητα τοῦ φαινομένου.
11. Παροχή δωρεάν ἐνισχυτικῆς διδασκαλίας
Ἡ ἀξιοποίηση ἐθελοντῶν ἐκπαιδευτικῶν γιά τήν διδακτική ἐνίσχυση ἀδύναμων μαθητῶν, πού ἀνήκουν σέ οἰκογένειες πού δέν μποροῦν νά ἀνταπεξέλθουν στό κόστος τῶν φροντιστηρίων, θά μποροῦσε νά εἶναι μία στήριξη σέ οἰκογένειες τῆς ἐνορίας.
12. Σύσταση Τράπεζας Ρουχισμοῦ Τροφίμων καί Φαρμάκων
Μέ συστηματικό τρόπο ἡ συλλογή τροφίμων, καινούργιου ἤ ἐλαφρά μεταχειρισμένου ρουχισμοῦ ἀλλά κάι φαρμάκων μπορεῖ νά ἀποβεῖ πολύτιμη Τράπεζα τόσο σέ Μητροπολιτικό ὅσο καί σέ Ἐνοριακό ἐπίπεδο.
13. Ψυχολογική στήριξη ἀνέργων καί οἰκογενειῶν
Αὐτό πού καλείται κατεξοχήν ἡ Ἐκκλησία μας νά πράξει εἶναι νά δώσει ἐλπίδα στούς ἀνθρώπος καί νά μην ἀφήσει κανένα νά ἀπελπισθεῖ. Αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ, χωρίς συγχρόνως να ἀκυρώνεται το ἔργο τῶν πνευματικῶν, καί μέ τήν ἐπιστράτευση ἐθελοντῶν ψυχολόγων ἀπό τήν Ἐνορία καί τή σύσταση ἐνοριακῶν Κέντρων ψυχολογικῆς στήριξης ἀνέργων νέων ἤ καί οἰκογενειῶν πού βρίσκονται σέ κρίση. Ἐξάλλου θα πρέπει να ὑπάρξει και ἐπιπλέον κατάρτιση τῶν ἐξομολόγων-πνευματικῶν μας.
14. Πρόσληψη προσώπων μέ ποιμαντική ἐξιδείκευση
Στό πλαίσιο τῆς ἀντιμετώπισης τῆς ἀνεργίας, οἱ Ἐνορίες, ἐφόσον εἶναι οἰκονομικά ἐφικτό, θά μπορούσαν νά προσλάβουν νέους μέ ποιμαντική ἐξειδίκευση γιά νά ἐργασθοῦν στό πολύπλευρο ἔργο τους. Εἶναι πολλοί οἱ νέοι και ἄνεργοι θεολόγοι, ἄνδρες και γυναίκες, πού το ἐπιθυμοῦν αὐτό.
15. Διαφάνεια καί δημοσιοποίηση τῶν οἰκονομικῶν τῆς Ἐνορίας
Ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης μας καί ἡ σημερινή πραγματικότητα ἀπαιτοῦν διαφάνεια στή διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν πραγμάτων καί δημοσιοποίησή τους. Κάθε Ἐνορία ἔτσι θά ἀποδεικνύει τή χρηστή οἰκονομική διαχείριση, θά καταρρίπτει μύθους καί θά καλλιεργεῖ κλίμα ἐμπιστοσύνης μέ τούς πιστούς. Ἀπό αὐτό βέβαια δέν μπορεῖ νά ἀφίσταται καί κάθε Ἱερά Μητρόπολη.
16. Ἀνταλλαγή ὑπηρεσιῶν καί προϊόντων
Σέ τοπικές κοινωνίες κυοφορεῖται τό ἐγχείρημα τῆς ἀνταλλαγῆς ὑπηρεσιῶν καί προϊόντων ἀπό τούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τό ἐπάγγελμα καί τίς δυνατότητές τους. Δέν θά μποροῦσε ἡ ἐνορία νά πρωτοπορήσει καί σ’ αὐτή τήν πρακτική;
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Εἶναι κοινή παραδοχή ὅτι ἡ κρίση εἶναι πρωτίστως πνευματική ὅπως και Ἐσεῖς τονίσατε στην εἰσαγωγική σας ὁμιλία. Ἀν μελετοῦμε την κρίση ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς καί ἀναζητοῦμε τρόπους ὑπερβάσεώς της, εἶναι γιατί ἀποστολή μας εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ πνευματικά πλανώμενου ἀνθρώπου. Ἡ προηγηθεῖσα ἀπόπειρα καταγραφῆς ἐπισημάνσεων καί προτάσεων εἶναι, ὅπως τονίσθηκε, καρπός συλλογικοῦ προβληματισμοῦ. Ἡ δική μας συνεισφορά ἦταν νά συλλέξουμε ὅσα κληρικοί, καθηγητές Θεολογίας καί λαϊκοί ἀδελφοί μας κατέθεσαν καί νά συνθέσουμε τό παρόν κείμενο, μέ γνώμονα τήν συμπερίληψη ὅλων τῶν γόνιμων καί ἐποικοδομητικῶν σκέψεων. Αἰσθανόμαστε, γι΄ αὐτό, τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσουμε τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο καί τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο γιά τήν τιμητική ἀνάθεση τῆς παρούσης εἰσηγήσεως καί συνάμα νά σημειώσουμε πώς ὅσα προαναφέραμε δέν ἀποτελοῦν ὑποδείξεις ἀλλά ταπεινές προτάσεις πρός τό σεπτό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κατακλείοντας, ἀξίζει νά ὑπογραμμίσουμε τά ἑξῆς: ἡ ἑλληνική κοινωνία βρίσκεται ἀντιμέτωπη μέ μία δύσκολη πραγματικότητα. Δέν μποροῦμε νά σταθοῦμε ἀδρανεῖς θεατές. Χρέος μας εἶναι νά συμπαρασταθοῦμε με ἀποφασιστικότητα στόν κάθε ἄνθρωπο, δείχνοντάς του ἔργῳ καί λόγῳ τό νόημα τῆς ζωῆς του καί δικαιώνοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τήν πνευματική μας ἀποστολή. Τό διακύβευμα γιά τήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση μόνο τῆς παρούσης οἰκονομικῆς καί ποικιλόμορφης κρίσης ἀλλά πρωτίστως ἡ πνευματική θωράκιση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνανέωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, ἡ ζωντανή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.
Τό ἔργο μας αὐτό εἶναι χρέος εὐγνωμοσύνης πρός ὅσους «κεκοπιάκασιν καί ἡμεῖς εἰς τόν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθαμεν»(Ἰω. 4,38). Τό χρωστοῦμε στά παιδιά μας, δηλαδή στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἔρχονται μετά ἀπό ἑμᾶς. Ἀλλά τό χρωστοῦμε καί σέ ὅλους ὅσοι πρός τό παρόν δέν θέλουν νά ἔχουν σχέση μαζί μας. Τέλος ἡ Ἐκκλησία δέν καλεῖται νά πράξει κάτι εὐκαιριακά καινοφανές ἀλλά νά ἀποκαλύπτει ἀδιάκοπα αὐτό, πού στήν οὐσία της εἶναι, δηλαδή ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου, ὁ χῶρος τῆς ἀληθινῆς ἑνότητος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης.