Αξιότιμη κυρία Υπουργέ,
Με αφορμή την από 2-10-2010 δημοσίευση του νέου υπό συζήτηση Σχεδίου Προγράμματος μαθημάτων για τις τρεις τάξεις του Λυκείου που επεξεργάζεται και προωθεί ομάδα εργασίας του Υπουργείου Παιδείας κρίναμε απαραίτητο να διατυπώσουμε εγγράφως την έντονη διαμαρτυρία όλων των μελών του Ιερού μας Συνδέσμου για το ρόλο που προβλέπεται ότι θα έχει το θρησκευτικό μάθημα στο νέο σχολείο. Η διαμαρτυρία μας απευθύνεται τόσο προς την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, όσο και προς όλους τους εμπλεκομένους στο θέμα παράγοντές του.
Η ένταξη του θρησκευτικού μαθήματος σε πολυπληθείς ομάδες-κύκλους επιλεγόμενων μαθημάτων, μαζί με μαθήματα που έχουν διαφορετική γνωστική αποστολή και δεν έχουν κάποια συγγένεια με τα Θρησκευτικά, ή έχουν ιδιάζουσα βαρύτητα στο
σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, θα λειτουργήσει ως τροχοπέδη για την ύπαρξη του
μαθήματος. Η σημασία τουοποίου καταδεικνύεται από τα επίσημα Αναλυτικά και διαθεματικά πλαίσια/ προγράμματα σπουδών που έχουνδημοσιευτείκαι υποστηρίζονται
από το υπουργείο και το παιδαγωγικό ινστιτούτο.
Το μάθημα των Θρησκευτικώνλοιπόν έχει ως αποστολή να ενημερώνει υπεύθυνα
για τη θρησκευτική ιστορία αυτού του τόπου αλλά και να μελετά πτυχές του θρησκευτικού
φαινομένου που έχουν πανανθρώπινη σημασία. Ο θεολογικός, ιστορικός, πολιτιστικός,
ανθρωπολογικός και κοινωνικός προσανατολισμός του μαθήματος είναι ευρύς και
επίκαιρος. Ως προς το περιεχόμενο και τη διδακτική τακτική σέβεται απόλυτα και δεν
δεσμεύει τις επιλογές των μαθητών.
Σήμερα είναι αναμφισβήτητη η ευρωπαϊκή ομοφωνία για την αναγκαιότητα της
θρησκευτικής αγωγής στο πλαίσιο της δημόσιας εκπαίδευσης, Αυτό συμβαίνει σε πρώτο
επίπεδο κυρίως στα πλαίσια της ανθρωπιστικής παιδείαςκαι εκπαίδευσης που οφείλει να
προσφέρει η δημόσια εκπαίδευση, σε δεύτερο και ουσιαστικότερο επίπεδο όμως αφορά
στην αναγνώριση του θρησκευτικού φαινόμενου ως καταλυτικού παράγοντα στις
σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Του υπ’ αριθμόν ένα ίσως παράγοντα
απαραιτήτου για τηνηφάλια, διαλλακτική και κριτική προσέγγιση των ανθρώπων, για την
εμβάθυνση και τονεμπλουτισμό της ίδιας της δημοκρατίας: ενθαρρύνοντας την κατάργηση
στερεοτύπων και προκαταλήψεων, καλλιεργώντας την υπευθυνότητα και εμπνέοντας την
έμπρακτη αγάπη για τον συνάνθρωπο και την κτίση.
Είναι αδήριτη η ανάγκη λοιπόν να μηνεκχωρηθεί ή να αναθεωρηθεί από τη
δημόσια εκπαίδευση η θρησκευτική αγωγή στην κρίσιμη ηλικία της εφηβείας. Σε μια εποχή
που χαρακτηρίζεται από κρίση ταυτότητας, όπου τα οράματα για δημιουργία ακυρώνονται
ή ταλανίζονται από τα παγκόσμια και τοπικά προβλήματα της οικονομικής αγοράς, το
σχολείο οφείλει να οπλίσει τον αυριανό πολίτη με βαθύτατη προσωπική καλλιέργεια, με
αντιστάσεις στην αλλοτρίωση και τη διαφθορά, με ουσιαστικά εφόδια για τη δια βίου
αναζήτηση νοήματος και προκοπής.
Πολύ περισσότερο, που η θρησκευτική αγωγή αποτελεί ρητή υποχρέωση του
ελληνικού Σχολείου σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (άρθρο 16, παρ.
2), τις Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης καθώς και την καταξιωμένη πρακτική στα
εκπαιδευτικά συστήματα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Φιλανδία, Σουηδία κ.α.).
Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι το σχέδιο για το «νέο Λύκειο» παροπλίζει, αν δεν
ακυρώνει παντελώς, την κοινωνική απαίτηση για μια ηθική και θρησκευτική αγωγή -που
στην πατρίδα μας οφείλει να ικανοποιεί τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού-, η
οποία είναι απαραίτητη για την ψυχική και πνευματική ανάπτυξη καθώς και για την
κοινωνικήωρίμανση των σημερινών νέων.
Για όλους αυτούς τους λόγους η ύπαρξη και η ενίσχυση του μαθήματος είναι
επιτακτική ανάγκη της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και όχι συντεχνιακή τακτική
όπως απλουστευμένα παρουσιάζεται.
Με εξαιρετική εκτίμηση
Για το Διοικητικό Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Κωνσταντίνου
O Γενικός Γραμματέας Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Πύρρος