Αρχιμ. Σωφρονίου
Η παρουσίαση εκ μέρους μου του θέματος της μετανοίας έχει ως εξής:Όλη η ζωή μας, όταν την εκλάβουμε στην έσχατη πραγμάτωσή της, θα φανεί ως κάποια μοναδική πράξη χωρίς έκταση. Με άλλα λόγια θα θεωρηθεί αμέσως ολόκληρη από εκείνους που έχουν την αντίστοιχη όραση. Με την έννοια αυτή, κάθε στιγμιαία εσωτερική κίνηση αφήνει στο γενικό σύνολο της ζωής μας το ένα ή το άλλο ίχνος. Ας υποθέσουμε ότι στη ροή όλης μου της ζωής μόνο μία φορά εμφανίστηκε κακός λογισμός. Το “κακό” αυτό, αν δεν το απορρίψω από την ψυχή μου με την πράξη της αυτομεμψίας, θα παραμείνει ασφαλώς παρόν, προσδίδοντας στη ζωή μου άλλον χαρακτήρα, εισάγοντας στη σφαίρα της ζωής μου κάποιο σκοτεινό στίγμα. Η παρουσία του “σκότους” αυτού θα είναι αδύνατο να μην αποκαλυφθεί τόσο σ’ εμάς, όσο και στους άλλους. Και όπως λέγεται στο Ευαγγέλιο, «ου γαρ έστι κρυπτόν, ο εάν μη φανερωθή, ουδέ εγένετο απόκρυφον, αλλ’ ίνα έλθη εις φανερόν». Οι άνθρωποι συνήθως σκέπτονται αφελώς ότι, αν κανένας άνθρωπος δεν τους είδε και δεν γνωρίζει εκείνο που σκέφτονται ή κάνουν, αυτό σημαίνει ότι όλα είναι εν τάξει. Αν όμως βλέπουμε διαφορετικά τη ζωή μας, αν πραγματικά αγωνιζόμαστε για να μην υπάρχει μέσα μας ούτε ίχνος σκότους, τότε το πράγμα θα παρουσιαστεί εντελώς διαφορετικά. Να λοιπόν, τι συνάγεται από τη μακρά πείρα: Όλα εκείνα για τα οποία μετανόησε ο άνθρωπος κατακρίνοντας τον εαυτό του και τα έργα του ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων (ενώπιον της Εκκλησίας), όλα αυτά είναι σαν να εξαφανίζονται από την ύπαρξη, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, και το εσωτερικό φως καθαρίζεται από κάθε σκοτάδι. Όταν εξομολογούμαι, κατηγορώ τον εαυτό μου για όλες τις “πονηρές σκέψεις”, γιατί ειλικρινά δεν βρίσκω σε όλο τον κόσμο κάποια αμαρτία που
να μην την έχω διαπράξει, έστω και με στιγμιαία επαφή της σκέψης. Η ίδια η δυνατότητα της σκέψης αυτής είναι ήδη σαφές δείγμα της καταστάσεως μου. Και ποιος από εμάς μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος για τον εαυτό του, ότι μένει έξω από την εξουσία των εμπαθών σκέψεων που τον επισκέπτονται; Αν έστω και για μία στιγμή ήμουν στην εξουσία κάποιας κακής σκέψεως, τότε πού είναι η εγγύηση ότι η στιγμή αυτή δεν θα μετατραπεί σε αιωνιότητα; Έτσι, κατά το μέτρο της επιγνώσεως μας, πρέπει να εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας, για να μην τις μεταφέρουμε μαζί μας μετά τον θάνατο. Ενόσω ζει ο άνθρωπος, υπάρχει ελπίδα για τη διόρθωσή του. Τί όμως θα γίνει μετά τον θάνατο, εμείς ακόμη δεν το γνωρίζουμε. Η έξοδος από τον κόσμο αυτό μπορεί να συγκριθεί με ό,τι τώρα έγινε σε όλους προσιτό στο υλικό [στο επιστημονικό] επίπεδο: Μια μάζα που έλαβε αρκετά δυνατή ώθηση, αφού αποσπασθεί από τη σφαίρα της έλξεως της γης, μπορεί θεωρητικά να πετά με απίστευτη ταχύτητα στο αχανές διάστημα του κόσμου. Έτσι, σκέφτομαι, και η ψυχή του ανθρώπου μετά την έξοδό της θα ελκύεται είτε προς την άπειρη χαρά της αιώνιας αγάπης, είτε προς τα ατελεύτητα βάσανα της ενάντιας προς την αγάπη καταστάσεως. Πράγματι η αμαρτία κατά την ουσία της δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η έκπτωση από τον νόμο της θείας αγάπης. Και αν εκλάβουμε την αγάπη αυτή στο πλήρωμά της, δεν θα φανούμε καθαροί ενώπιον της. Συνεπώς, αν πραγματικά επιθυμεί ο άνθρωπος να αποκτήσει την αμετάπτωτη διαμονή με τον Θεό, οφείλει να εξαγνίζει τον εαυτό του, γιατί ο Κύριος «αγνός εστίν».
(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Γράμματα στη Ρωσία». Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ-Αγγλίας. 2009)