Μπαχάς Γεώργιος
To Άγιον Όρος – το Περιβόλι της Παναγίας: Τόπος ιερός, αφιερωμένος στή Χάρη της. Μια κατάφυτη χερσόνησος καθαγιασμένη από την Θεοτόκο που, σύμφωνα με την παράδοση, της εδόθη από τον Υιό της ως κλήρος, όπως δόθηκε κλήρος προς όλους τους Αποστόλους. Κατά την ίδια παράδοση, που είναι καταγεγραμμένη από τα τέλη του 15ου αιώνα, η ίδια η Θεοτόκος εν ζωή επισκέφθηκε τον Άθω. Ο Άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός αναφέρει: “Η Θεοτόκος τότε μετέβη μετά του Αποστόλου Ιωάννου εις το Άγιον Όρος επί πλοίου, αφού δε πρώτον προσωρμίσθηκαν εις ον τόπον νυν εύρηται η μονή Ιβήρων, εκείθεν μετέβησαν πεζή ένθα σήμερον μεν υπάρχει η μονή του Βατοπαιδίου, τότε δε έζων Έλληνες αβάπτιστοι…”.
H Ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου είναι χτισμένη σε μια πανέμορφη, κατάφυτη ακτή, σχεδόν στο μέσον της ΒΑ πλευράς της χερσονήσου του Άθω, δίπλα σε μια βαθυγἀλανη παραλία.
Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή κτίσθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο, καταστράφηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη και επανιδρύθηκε από τον Μ. Θεοδόσιο, από ευγνωμοσύνη προς τη Θεοτόκο που διέσωσε τον γιο του Αρκάδιο από βέβαιο πνιγμό, κατά τη διάρκεια μιας θαλασσοταραχής κοντά στο Όρος. Ο Αρκάδιος με θαυματουργό τρόπο βρέθηκε από τους υπηρέτες του να κοιμάται στην ακτή κάτω από μία βάτο. Για τον λόγο αυτό η μονή ονομάσθηκε Βατοπαίδιον, από το “βάτος” καί “παιδίον”. ενώ η γραφή Βατοπέδιον εκ ιης “βάτου και πεδινόν”.
Η ίδια γλαφυρή παράδοση μας μεταφέρει στόν 10ο αιώνα, όταν Άραβες πειρατές λεηλάτησαν και κατέκαυσαν το μοναστήρι, παίρνοντας αιχμαλώτους τους μοναχούς. Στα μέσα του ίδιου αιώνα, ο βιογράφος του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη κάνει λόγο για τρεις άρχοντες από την Αδριανούπολη, τους Αθανάσιο, Νικόλαο και Αντώνιο, που ήρθαν στο “Άγιον Όρος με σκοπό να ιδρύσουν κάποιο μοναστήρι, φέρνοντας μαζί τους γι’ αυτόν τον οκοπό 9.000 χρυσά νομίσματα. Με παρότρυνση του Αγίου Αθανασίου ανακαίνισαν εκ βάθρων την κατεστραμμένη από τους πειρατές μονή Βατοπαιδίου, όπως μας πληροφορεί και ένα έγγραφο του 985 με την υπογραφή του μοναχού Νικολάου, ως ηγουμένου της μονής, που αποτελεί και την αρχαιότερη επίσημη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξή της.
Η πρόοδος της μονής στή συνέχεια είναι κατακόρυφη. Η μονή αποκτά πολλά μετόχια και προσαρτώνται σ’ αυτήν και άλλες μονές. Έχει έτσι τη δυνατότητα να επεκταθεί μέσα και έξω από το Άγιον Όρος. Προσελκύει επίσης την προσοχή και τη φροντίδα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Στα τέλη του 12ου αιώνα, μονάζουν στο Βατοπαίδι ο πρώην ηγεμόνας των Σέρβων Συμεών Νεμάνια και ο γιος του Σάββας, ο μετέπειτα πρώτος αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης Σερβίας. Η παρουσία των δύο ανδρών προσδίδει ιδιαίτερη αίγλη και στο Βατοπαίδι αλλά και σ’ όλο το Όρος. Μετά δε την παραχώρηση του “μελισσομάνδριου” Χελανδάρι για να κτίσουν την ομώνυμη σερβική μονή, οι δεσμοί γίνονται ακατάλυτοι και όλοι οι Σέρβοι ηγεμόνες θα είναι προστάτες και αρωγοί της μονής Βατοπαιδίου. Τότε γνωρίζει και τη μεγαλύτερη ακμή της, με μια πολυάνθρωπη αδελφότητα 800 μοναχών. Με τη μονή Χελανδαρίου αναπτύχθηκε ένα είδος πνευματικής συγγένειας που κρατά μέχρι σήμερα.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, αναστέλλεται η ανάπτυξη και η πρόοδος της μονής. Ο πειρατικός στόλος των Καταλανών λεηλατεί και καταστρέφει τα μοναστήρια εκβιάζοντας τους μοναχούς να φανερώσουν τους κρυμμένους θησαυρούς. Τότε, η μονή έχασε πολλά από τα κειμήλια και τα έγγραφά της. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του φιλενωτικού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου για ένωση των Εκκλησιών στη Σύνοδο της Λυών (1271), νέα δεινά περιμένουν τους Βατοπαιδινούς. Επιστρέφοντας οι φιλενωτικοί από τη Λυών επέδραμαν κατά του Αγίου Όρους και εξεβίαζαν τους μοναχούς ν’ ασπασθούν τα ενωτικά τους φρονήματα. Η άρνηση της Βατοπαιδινής αδελφότητας είχε ως αποτέλεσμα τον απαγχονισμό του ηγουμένου της Ευθυμίου και τον πνιγμό δώδεκα μοναχών στον κόλπο του Καλαμιτσίου, καθώς και τον απαγχονισμό του Πρώτου των Καρυών, Αγίου Κοσμά Βατοπαιδινού.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η μονή, με τη συνδρομή των Παλαιολόγων, άρχισε πάλι να ακμάζει. Ο Ανδρόνικος Β’ τη θεωρεί “μετά των πρώτων και περιφανών τεταγμένη ανέκαθεν” και την ενισχύει οικονομικά για να καταστεί εκ νέου “εις την προτέραν ευδαιμονίαν και κατάστασιν”.
Ακολουθούν οι επιδρομές των Τούρκων, με αποτέλεσμα την ερήμωοη ορισμένων μονών. Η μονή Βατοπαιδίου όμως, έχοντας άγρυπνο φρουρό και προστάτη της τη Θεοτόκο, τα υψηλά τείχη και τους εννέα πύργους της, έγινε απόρθητο φρούριο και ασφαλές καταφύγιο για τους μοναχούς.
To 1347 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ ο Καντακουζηνός αφιερώνει στη μονή Βατοπαιδίου τη μονή Ψυχοσώστριας Κωνσταντινουπόλεως, για να βρίσκουν “ανάπαυσιν και καταμονήν και την προσήκουσαν λοιπήν ασφάλειαν” οι παρεπιδημούντες στη Βασιλεύουσα Βατοπαιδινοί μοναχοί. Το 1341 επισκέπτεται τη μονή και της δωρίζει 26 κώδικες και έναν χρυσοκέντητο επιτάφιο. “Ανεγείρει μέσα στο μοναστήρι τον πύργο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και σε μικρή απόσταση από αυτήν τον πύργο της Κολιτσούς. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απεσύρθη στο Βατοπαίδι και εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ. Κατά την παράδοση, μετά τον θάνατό του ετάφη στο καθολικό της μονής και το όνομά του μνημονεύεται μέχρι σήμερα μεταξύ των κτητόρων του ναού.
Εκτός από τον Καντακουζηνό, η μονή δέχεται στους κόλπους της μεγάλες εκκλησιαστικές μορφές. Μεταξύ τους διακρίνονται ο μεγάλος μύστης της Θεολογίας Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης και κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος. Γύρω στο 1500 μονάζει στο Βατοπαίδι ο πολυμαθής Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο μεγάλος φωτιστής των Ρώσων.
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας επέφερε πολλά δεινά στη μονή, με σημαντικότερο ότι έχασε πολλά μετόχια που καταπάτησαν Τούρκοι πασάδες, φέρνοντάς την σε δυσχερή οικονομική θέση.
Στη δύσκολη αυτή περίοδο βοήθησαν πολύ οι τσάροι της Ρωσίας και οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων επαρχιών που παραχώρησαν μονές και κτήματα στο Βατοπαίδι, κάνοντας τα εισοδήματά του, στά μέσα του 19ου αιώνα, να φθάσουν ετησίως τις 26.800 οθωμανικές λίρες.
Η ίδρυση της Αθωνιάδας Σχολής το 1748 υπήρξε η μεγαλύτερη προοφορά της μονής Βατοπαιδίου προς το υπόδουλο Γένος. Την ανέγερση των κτιρίων και τη λειτουργία της Σχολής ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μονή, παρά τη βαριά φορολογία της από τις τουρκικές αρχές. Η ίδρυση της Αθωνιάδας αναπτέρωσε το ηθικό του υπόδουλου ελληνισμού.
Η Άθωνιάδα ήταν η μεγαλύτερη ελληνική Σχολή στον τουρκοκρατούμενο χώρο. Έφθασε να αριθμεί 200 μαθητές, με πρώτο σχολάρχη τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, μετά την παραίτηση του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής ο διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης. Μεταξύ των μαθητών της Σχολής συγκαταλέγονται οι Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Ρήγας Φεραίος, Σέργιος Μακραίος και Αθανάσιος ο Πάριος. Για την εύρυθμη λειτουργία της μόχθησαν πολύ ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Αδαμάντιος Κοραής. Η Σχολή διέκοψε τη λειτουργία της το 1811 και κατά τους χρόνους της Επανάστασης ερημώθηκε. Ανάμεσα στα ερείπιά της το μοναδικό κτίσμα που διασώζεται ως σήμερα είναι το παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία.
Οι μέρες που ακολουθούν είναι δύσκολες. Το Άγιον Όρος μπαίνει σε μια νέα περίοδο δεινών που θα διαρκέσουν ως το 1830. Στον εθνικό αγώνα οι μονές προσφέρουν τα κανόνια τους, πυρομαχικά, τρόφιμα, μετατρέπουν τα χαλκαδιά σε οπλουργεία. Χίλιοι πεντακόσιοι μοναχοί, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Εμμανουήλ Παππά, εκδιώκουν τους Τούρκους από τη Χαλκιδική. Τότε η μονή Βατοπαιδίου, μετά από αίτηση της Ιεράς Κοινότητος, ναυλώνει ένα πλοίο με τρόφιμα και το στέλνει στον Πρόβλακα για ενίσχυση του στρατού. Η εξέγερση τελικά αποτυγχάνει και ο στρατός διασκορπίζεται στο Παγγαίο και στα χαρακώματα της Βίγλας. Μπροστά στον κίνδυνο, μια μεγάλη αντιπροσωπεία από 120 προϊσταμένους των μονών πείθει τον Αβδούλ Ρουμπούτ πασά να συνδιαλαγεί, με τον όρο να καταβάλουν οι μονές 1.500.000 γρόσια ως πολεμική αποζημίωση. Επειδή, όμως, ήταν αδύνατον να βρεθούν αμέσως τόσα χρήματα, έδωσαν 1.000 πουγγιά προκαταβολή και τα υπόλοιπα σε ορισμένη προθεσμία. Ο πασάς δέχθηκε αλλά κράτησε ομήρους τους 120 προϊσταμένους των μονών, τους οποίους οδήγησε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες. Η μονή Βατοπαιδίου ανέλαβε να προμηθεύει με ρύζι και κριθάρι τους 3.000 Τούρκους στρατιώτες που ευρίσκοντο στο Όρος, σώζοντας από άλλα δεινά τις υπόλοιπες μονές. Τα δεινά όλων παίρνουν τέλος στις 13 Απριλίου 1830, Κυριακή του Θωμά, με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων.
Τα χρόνια που ακολουθούν είναι το ίδιο δύσκολα και η μονή περιέρχεται σε οικονομική εξαθλίωση. Παρ’ όλα αυτά, η μονή Βατοπαιδίου συνεχίζει γενναιόδωρα κατά τους νεότερους χρόνους το φιλανθρωπικό της έργο. Το 1880 προσφέρει 3.700 λίρες για την ανέγερση της Μεγάλης του Γένους Σχολής και το 1908 δωρίζει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το ποσό των 5.000 λιρών. Το 1912 αναλαμβάνει την ανέγερση της Σχολής των Γλωσσών στην Κωνσταντινούπολη.
Στη Θεσσαλονίκη, μετά την πυρκαγιά του 1917, η μονή χορηγεί το υπέρογκο ποσό των 50.000 χρυσών φράγκων για την αντιμετώπιση των καταστροφών και το ίδιο έτος χαρίζει στον Γαλλικό Ερυθρό Σταυρό το μεγάλο για την εποχή ποσό των 20.000 δρχ.
Το 1912 εξαγοράζει από τον Τούρκο αγά δύο χωριά της Χαλκιδικής, τα Βραστά και τον Σταυρό, έναντι 8.000 λιρών. Η φιλανθρωπική δράση της φθάνει μέχρι την Κύπρο, όπου το 1860 ανεγείρει σχολείο στο χωριό Πεδουλά και το 1915 προσφέρει 1.000 λίρες για την ίδρυση του “Βατοπαιδινού Διδασκαλίου” στη Λάρνακα.
Από τις 8-23 Ιουνίου 1930, στο Συνοδικό της μονής διεξάγονται με την παρουσία αντιπροσώπων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών οι εργασίες της προκαταρκτικής επιτροπής των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το επόμενο έτος, επισκέπτεται επίσημα το Βατοπαίδι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος και του επιφυλάσσεται μεγαλειώδης υποδοχή. Προς τιμήν του απλώνεται από το λιμάνι ως το καθολικό το περίφημο χαλί με το μονόγραμμα της μονής και τους δικέφαλους αετούς.
Η μονή Βατοπαιδίου θεωρείται το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο κτιριακό συγκρότημα του Αγίου Όρους, καλύπτοντας 35.000 τετραγωνικά μέτρα δομημένης επιφάνειας. Για τον λόγο αυτό, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ίδρυσής της επιγράφεται “Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου”.
Εξωτερικά η μονή έχει πολυγωνικό σχήμα και καθαρά φρουριακό χαρακτήρα με τις επάλξεις και τους τρεις αμυντικούς της πύργους. Στις σημερινές κτιριακές εγκαταστάσεις αντιπροσωπεύονται όλες οι εποχές από την ίδρυσή της ως σήμερα.
Από τις εξωτερικές πλευρές, η βορεινή παράλληλη προς τη θάλασσα, κτίστηκε το 1654 και εκτείνεται σε μήκος 200 μέτρων. Σ’ αυτήν στεγάζεται το Ηγουμενείο, το Συνοδικό, η Γραμματεία, η Παλαιά Βιβλιοθήκη, κελιά μοναχών και το σημερινό Αρχονταρίκι που κτίστηκε το 1782 στη θέση ενός από τους εννέα πύργους που υπήρχαν αρχικά. Στο κεντρικό της τμήμα, που κάηκε και επανακτίστηκε πρόσφατα, στεγάζονται η Νέα Βιβλιοθήκη και το Εικονοφυλάκιο. Η νοτιοανατολική πλευρά ανοικοδομήθηκε το 1818 και εκτός από κελιά μοναχών περιλαμβάνει το Νοοοκομείο και το Γηροκομείο. Τον περίγυρο κλείνει η δυτική πλευρά, που κτίστηκε το 1864.
Στο κάτω άκρο της τελευταίας πλευράς ανοίγεται η μεγάλη είσοδος της μονής, μετά από πολλές σειρές πέτρινα ημικυκλικά σκαλοπάτια στο ανηφορικό έδαφος. Είναι διπλή είσοδος, που κλείνει κάθε βράδυ με δύο δίφυλλες πολύ βαριές ξύλινες πόρτες με παχιά μεταλλική επένδυση.
Περνώντας την είσοδο, ο επισκέπτης συναντά την ευρύχωρη πλακόστρωτη αυλή στην οποία είναι διεσπαρμένα διάφορα κτίρια. Διακρίνονται η τράπεζα σε σχήμα σταυρού με τα 30 πεταλόσχημα μαρμάρινα τραπέζια της πού, σύμφωνα με την παράδοση, προέρχονται από τη μονή Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως, το “δοχείο” μπροστά και το καθολικό στο βάθος. Στο καθολικό ενσωματώνονται ο πύργος του ρολογιού, του οποίου το τέταρτο της ώρας σημαίνει ξύλινος αράπης με σιδερένια σφύρα, και η φιάλη, παραπλήσια δε βρίσκεται ο πύργος του κωδωνοστασίου. Στην συνέχεια, προς τα νότια και δυτικά της αυλής, βρίσκονται το νέο αρτοποιείο, η τετραμερής κρήνη, τα παρεκκλήσια των Αγίων Αναργύρων και της Αγίας Ζώνης και το παλαιό αρτοποιείο.
Το καθολικό της μονής Βατοπαιδίου είναι ένα μεγαλόπρεπο κτίσμα, που διατηρείται σχεδόν άθικτο στην αρχική του μορφή επί δέκα αιώνες και τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Εδώ μπορούμε να θαυμάσουμε όλη τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και καλαισθησία: Το εξαιρετικό δάπεδο από πορφυρίτη λίθο, τα περίφημα ψηφιδωτά του Ευαγγελισμού (αρχές 14ου αι.) και της Δεήσεως (τέλος 11ου – αρχές 12ου αϊ.), τις τοιχογραφίες που έγιναν επί βασιλείας Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου το 1312, από μαθητές του Πανσέληνου, αριστουργήματα μοναδικά της Μακεδονικής σχολής, το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο, τις παλαιολόγειες εικόνες, τους ασημένιους πολυελαίους και τα αναρίθμητα καντήλια και αφιερώματα. Τα πολύτιμα κειμήλια, με πολυτιμότερο την Τιμία Ζώνη της Παναγίας, το μεγάλο τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, τμήμα από την κάλαμο που έδωσαν οι Ιουδαίοι στον Κύριο για να τον εμπαίξουν κατά τη Σταύρωση. Τις αριστουργηματικές ασημένιες και χρυσές λειψανοθήκες με την ευλογία περίπου 200 τεμαχίων αγίων λειψάνων. Τις εικόνες-σταθμούς της ιοτορίας της μονής, τις εικόνες βάλσαμο, σκέπη, καταφυγή και ευλογία: Παναγία Βηματάρισσα ή Κτητόριοσα, Παναγία Παραμυθία, Παναγία Εσφαγμένη, Παναγία Αντιφωνήτρια, Παναγία Ελεούσα, Παναγία Ελαιοβρύτισσα, Παναγία Πυροβοληθείσα, Παναγία Πεντάνασσα.
Η βιβλιοθήκη και το αρχείο της μονής Βατοπαιδίου στεγάζονται στον βορειοανατολικό πύργο, της Παναγίας όπως αποκαλείται. Αποτελείται από τέσσερις ορόφους και περιλαμβάνει περίπου 2.000 χειρόγραφους κώδικες και μέρος από τα 40.000 έντυπα βιβλία. Το αρχείο περιέχει πολύτιμα χρυσόβουλλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, πατριαρχικά σιγίλλια, κηρόβουλλλα, έγγραφα βασιλέων της Σερβίας και της Βουλγαρίας, τσάρων της Ρωσίας και πολυάριθμα σουλτανικά φιρμάνια και βεράτια. Έχει επίσης το μεγαλύτερο ρουμανικό αρχείο σε ολόκληρο το Όρος (14.000 έγγραφα).
Στον ίδιο χώρο εκτίθεται ο περίφημος ίασπις, από τα πολυτιμότερα κειμήλια του Βατοπαιδίου. Πρόκειται για ένα βασιλικό ποτήρι από ίασπι, δώρο του Μανουήλ Καντακουζηνού Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά (1349-1380). Σύμφωνα με παλαιές γραπτές μαρτυρίες, εχρησιμοποιείτο και ως φιάλη αγιαομού, ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες, παράλληλα με την ιδιότητα που έχει να μετατρέπει το νερό σε γαλάκτωμα – αντιφάρμακο των φιδιών. Η βάοη του ποτηριού φέρει το μονόγραμμα του δεσπότη, καθώς και παραστάσεις αγίων της Εκκλησίας.
Σταθμό στη σύγχρονη ιστορία του Βατοπεδίου αποτελεί η απόφαση των πατέρων της μονής για επιστροφή μετά από αιώνες στο κοινοβιακό σύστημα, που επικυρώθηκε με σιγίλλιο του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου Α’ το 1989.
Η εγκατάσταση των νέων μοναχών, περί τους 70, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και ο κοινοβιακός τρόπος ζωής, όπου τα πάντα είναι κοινά όπως στους πρώτους Αποστολικούς χρόνους, καθώς και η εκλογή του νέου δραστήριου ηγουμένου, αρχιμανδρίτη Εφραίμ στις 29/4/1990, έδωσαν νέα ώθηση στην ιστορική μονή.
Η νέα αδελφότητα οργάνωσε ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα αποκατάστασης, τεκμηρίωσης και μελέτης των ποικίλων δειγμάτων του βυζαντινού πολιτισμού που υπάρχουν στο Βατοπαίδι.
Η μελέτη χωροταξίας του 1993 περιλαμβάνει τοπογραφική και αρχιτεκτονική αποτύπωση, φωτογραφική τεκμηρίωση όλου του οικοδομικού συγκροτήματος της μονής, καταγραφή και ιεράρχηση των αναγκών και των αναστηλωτικών επεμβάσεων, καθώς και συνοπτικό προϋπολογισμό του κάθε έργου.
Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή κτίσθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο, καταστράφηκε από τον Ιουλιανό τον Παραβάτη και επανιδρύθηκε από τον Μ. Θεοδόσιο, από ευγνωμοσύνη προς τη Θεοτόκο που διέσωσε τον γιο του Αρκάδιο από βέβαιο πνιγμό, κατά τη διάρκεια μιας θαλασσοταραχής κοντά στο Όρος. Ο Αρκάδιος με θαυματουργό τρόπο βρέθηκε από τους υπηρέτες του να κοιμάται στην ακτή κάτω από μία βάτο. Για τον λόγο αυτό η μονή ονομάσθηκε Βατοπαίδιον, από το “βάτος” καί “παιδίον”. ενώ η γραφή Βατοπέδιον εκ ιης “βάτου και πεδινόν”.
Η ίδια γλαφυρή παράδοση μας μεταφέρει στόν 10ο αιώνα, όταν Άραβες πειρατές λεηλάτησαν και κατέκαυσαν το μοναστήρι, παίρνοντας αιχμαλώτους τους μοναχούς. Στα μέσα του ίδιου αιώνα, ο βιογράφος του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη κάνει λόγο για τρεις άρχοντες από την Αδριανούπολη, τους Αθανάσιο, Νικόλαο και Αντώνιο, που ήρθαν στο “Άγιον Όρος με σκοπό να ιδρύσουν κάποιο μοναστήρι, φέρνοντας μαζί τους γι’ αυτόν τον οκοπό 9.000 χρυσά νομίσματα. Με παρότρυνση του Αγίου Αθανασίου ανακαίνισαν εκ βάθρων την κατεστραμμένη από τους πειρατές μονή Βατοπαιδίου, όπως μας πληροφορεί και ένα έγγραφο του 985 με την υπογραφή του μοναχού Νικολάου, ως ηγουμένου της μονής, που αποτελεί και την αρχαιότερη επίσημη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξή της.
Η πρόοδος της μονής στή συνέχεια είναι κατακόρυφη. Η μονή αποκτά πολλά μετόχια και προσαρτώνται σ’ αυτήν και άλλες μονές. Έχει έτσι τη δυνατότητα να επεκταθεί μέσα και έξω από το Άγιον Όρος. Προσελκύει επίσης την προσοχή και τη φροντίδα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Στα τέλη του 12ου αιώνα, μονάζουν στο Βατοπαίδι ο πρώην ηγεμόνας των Σέρβων Συμεών Νεμάνια και ο γιος του Σάββας, ο μετέπειτα πρώτος αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης Σερβίας. Η παρουσία των δύο ανδρών προσδίδει ιδιαίτερη αίγλη και στο Βατοπαίδι αλλά και σ’ όλο το Όρος. Μετά δε την παραχώρηση του “μελισσομάνδριου” Χελανδάρι για να κτίσουν την ομώνυμη σερβική μονή, οι δεσμοί γίνονται ακατάλυτοι και όλοι οι Σέρβοι ηγεμόνες θα είναι προστάτες και αρωγοί της μονής Βατοπαιδίου. Τότε γνωρίζει και τη μεγαλύτερη ακμή της, με μια πολυάνθρωπη αδελφότητα 800 μοναχών. Με τη μονή Χελανδαρίου αναπτύχθηκε ένα είδος πνευματικής συγγένειας που κρατά μέχρι σήμερα.
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, αναστέλλεται η ανάπτυξη και η πρόοδος της μονής. Ο πειρατικός στόλος των Καταλανών λεηλατεί και καταστρέφει τα μοναστήρια εκβιάζοντας τους μοναχούς να φανερώσουν τους κρυμμένους θησαυρούς. Τότε, η μονή έχασε πολλά από τα κειμήλια και τα έγγραφά της. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του φιλενωτικού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου για ένωση των Εκκλησιών στη Σύνοδο της Λυών (1271), νέα δεινά περιμένουν τους Βατοπαιδινούς. Επιστρέφοντας οι φιλενωτικοί από τη Λυών επέδραμαν κατά του Αγίου Όρους και εξεβίαζαν τους μοναχούς ν’ ασπασθούν τα ενωτικά τους φρονήματα. Η άρνηση της Βατοπαιδινής αδελφότητας είχε ως αποτέλεσμα τον απαγχονισμό του ηγουμένου της Ευθυμίου και τον πνιγμό δώδεκα μοναχών στον κόλπο του Καλαμιτσίου, καθώς και τον απαγχονισμό του Πρώτου των Καρυών, Αγίου Κοσμά Βατοπαιδινού.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η μονή, με τη συνδρομή των Παλαιολόγων, άρχισε πάλι να ακμάζει. Ο Ανδρόνικος Β’ τη θεωρεί “μετά των πρώτων και περιφανών τεταγμένη ανέκαθεν” και την ενισχύει οικονομικά για να καταστεί εκ νέου “εις την προτέραν ευδαιμονίαν και κατάστασιν”.
Ακολουθούν οι επιδρομές των Τούρκων, με αποτέλεσμα την ερήμωοη ορισμένων μονών. Η μονή Βατοπαιδίου όμως, έχοντας άγρυπνο φρουρό και προστάτη της τη Θεοτόκο, τα υψηλά τείχη και τους εννέα πύργους της, έγινε απόρθητο φρούριο και ασφαλές καταφύγιο για τους μοναχούς.
To 1347 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ’ ο Καντακουζηνός αφιερώνει στη μονή Βατοπαιδίου τη μονή Ψυχοσώστριας Κωνσταντινουπόλεως, για να βρίσκουν “ανάπαυσιν και καταμονήν και την προσήκουσαν λοιπήν ασφάλειαν” οι παρεπιδημούντες στη Βασιλεύουσα Βατοπαιδινοί μοναχοί. Το 1341 επισκέπτεται τη μονή και της δωρίζει 26 κώδικες και έναν χρυσοκέντητο επιτάφιο. “Ανεγείρει μέσα στο μοναστήρι τον πύργο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και σε μικρή απόσταση από αυτήν τον πύργο της Κολιτσούς. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, απεσύρθη στο Βατοπαίδι και εκάρη μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ. Κατά την παράδοση, μετά τον θάνατό του ετάφη στο καθολικό της μονής και το όνομά του μνημονεύεται μέχρι σήμερα μεταξύ των κτητόρων του ναού.
Εκτός από τον Καντακουζηνό, η μονή δέχεται στους κόλπους της μεγάλες εκκλησιαστικές μορφές. Μεταξύ τους διακρίνονται ο μεγάλος μύστης της Θεολογίας Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο όσιος Ιωάσαφ ο Μετεωρίτης και κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος. Γύρω στο 1500 μονάζει στο Βατοπαίδι ο πολυμαθής Άγιος Μάξιμος ο Γραικός, ο μεγάλος φωτιστής των Ρώσων.
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας επέφερε πολλά δεινά στη μονή, με σημαντικότερο ότι έχασε πολλά μετόχια που καταπάτησαν Τούρκοι πασάδες, φέρνοντάς την σε δυσχερή οικονομική θέση.
Στη δύσκολη αυτή περίοδο βοήθησαν πολύ οι τσάροι της Ρωσίας και οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων επαρχιών που παραχώρησαν μονές και κτήματα στο Βατοπαίδι, κάνοντας τα εισοδήματά του, στά μέσα του 19ου αιώνα, να φθάσουν ετησίως τις 26.800 οθωμανικές λίρες.
Η ίδρυση της Αθωνιάδας Σχολής το 1748 υπήρξε η μεγαλύτερη προοφορά της μονής Βατοπαιδίου προς το υπόδουλο Γένος. Την ανέγερση των κτιρίων και τη λειτουργία της Σχολής ανέλαβε εξ ολοκλήρου η μονή, παρά τη βαριά φορολογία της από τις τουρκικές αρχές. Η ίδρυση της Αθωνιάδας αναπτέρωσε το ηθικό του υπόδουλου ελληνισμού.
Η Άθωνιάδα ήταν η μεγαλύτερη ελληνική Σχολή στον τουρκοκρατούμενο χώρο. Έφθασε να αριθμεί 200 μαθητές, με πρώτο σχολάρχη τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, μετά την παραίτηση του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής ο διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης. Μεταξύ των μαθητών της Σχολής συγκαταλέγονται οι Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Ρήγας Φεραίος, Σέργιος Μακραίος και Αθανάσιος ο Πάριος. Για την εύρυθμη λειτουργία της μόχθησαν πολύ ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Αδαμάντιος Κοραής. Η Σχολή διέκοψε τη λειτουργία της το 1811 και κατά τους χρόνους της Επανάστασης ερημώθηκε. Ανάμεσα στα ερείπιά της το μοναδικό κτίσμα που διασώζεται ως σήμερα είναι το παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία.
Οι μέρες που ακολουθούν είναι δύσκολες. Το Άγιον Όρος μπαίνει σε μια νέα περίοδο δεινών που θα διαρκέσουν ως το 1830. Στον εθνικό αγώνα οι μονές προσφέρουν τα κανόνια τους, πυρομαχικά, τρόφιμα, μετατρέπουν τα χαλκαδιά σε οπλουργεία. Χίλιοι πεντακόσιοι μοναχοί, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Εμμανουήλ Παππά, εκδιώκουν τους Τούρκους από τη Χαλκιδική. Τότε η μονή Βατοπαιδίου, μετά από αίτηση της Ιεράς Κοινότητος, ναυλώνει ένα πλοίο με τρόφιμα και το στέλνει στον Πρόβλακα για ενίσχυση του στρατού. Η εξέγερση τελικά αποτυγχάνει και ο στρατός διασκορπίζεται στο Παγγαίο και στα χαρακώματα της Βίγλας. Μπροστά στον κίνδυνο, μια μεγάλη αντιπροσωπεία από 120 προϊσταμένους των μονών πείθει τον Αβδούλ Ρουμπούτ πασά να συνδιαλαγεί, με τον όρο να καταβάλουν οι μονές 1.500.000 γρόσια ως πολεμική αποζημίωση. Επειδή, όμως, ήταν αδύνατον να βρεθούν αμέσως τόσα χρήματα, έδωσαν 1.000 πουγγιά προκαταβολή και τα υπόλοιπα σε ορισμένη προθεσμία. Ο πασάς δέχθηκε αλλά κράτησε ομήρους τους 120 προϊσταμένους των μονών, τους οποίους οδήγησε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες. Η μονή Βατοπαιδίου ανέλαβε να προμηθεύει με ρύζι και κριθάρι τους 3.000 Τούρκους στρατιώτες που ευρίσκοντο στο Όρος, σώζοντας από άλλα δεινά τις υπόλοιπες μονές. Τα δεινά όλων παίρνουν τέλος στις 13 Απριλίου 1830, Κυριακή του Θωμά, με την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων.
Τα χρόνια που ακολουθούν είναι το ίδιο δύσκολα και η μονή περιέρχεται σε οικονομική εξαθλίωση. Παρ’ όλα αυτά, η μονή Βατοπαιδίου συνεχίζει γενναιόδωρα κατά τους νεότερους χρόνους το φιλανθρωπικό της έργο. Το 1880 προσφέρει 3.700 λίρες για την ανέγερση της Μεγάλης του Γένους Σχολής και το 1908 δωρίζει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το ποσό των 5.000 λιρών. Το 1912 αναλαμβάνει την ανέγερση της Σχολής των Γλωσσών στην Κωνσταντινούπολη.
Στη Θεσσαλονίκη, μετά την πυρκαγιά του 1917, η μονή χορηγεί το υπέρογκο ποσό των 50.000 χρυσών φράγκων για την αντιμετώπιση των καταστροφών και το ίδιο έτος χαρίζει στον Γαλλικό Ερυθρό Σταυρό το μεγάλο για την εποχή ποσό των 20.000 δρχ.
Το 1912 εξαγοράζει από τον Τούρκο αγά δύο χωριά της Χαλκιδικής, τα Βραστά και τον Σταυρό, έναντι 8.000 λιρών. Η φιλανθρωπική δράση της φθάνει μέχρι την Κύπρο, όπου το 1860 ανεγείρει σχολείο στο χωριό Πεδουλά και το 1915 προσφέρει 1.000 λίρες για την ίδρυση του “Βατοπαιδινού Διδασκαλίου” στη Λάρνακα.
Από τις 8-23 Ιουνίου 1930, στο Συνοδικό της μονής διεξάγονται με την παρουσία αντιπροσώπων των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών οι εργασίες της προκαταρκτικής επιτροπής των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το επόμενο έτος, επισκέπτεται επίσημα το Βατοπαίδι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος και του επιφυλάσσεται μεγαλειώδης υποδοχή. Προς τιμήν του απλώνεται από το λιμάνι ως το καθολικό το περίφημο χαλί με το μονόγραμμα της μονής και τους δικέφαλους αετούς.
Η μονή Βατοπαιδίου θεωρείται το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο κτιριακό συγκρότημα του Αγίου Όρους, καλύπτοντας 35.000 τετραγωνικά μέτρα δομημένης επιφάνειας. Για τον λόγο αυτό, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ίδρυσής της επιγράφεται “Μεγίστη Μονή του Βατοπαιδίου”.
Εξωτερικά η μονή έχει πολυγωνικό σχήμα και καθαρά φρουριακό χαρακτήρα με τις επάλξεις και τους τρεις αμυντικούς της πύργους. Στις σημερινές κτιριακές εγκαταστάσεις αντιπροσωπεύονται όλες οι εποχές από την ίδρυσή της ως σήμερα.
Από τις εξωτερικές πλευρές, η βορεινή παράλληλη προς τη θάλασσα, κτίστηκε το 1654 και εκτείνεται σε μήκος 200 μέτρων. Σ’ αυτήν στεγάζεται το Ηγουμενείο, το Συνοδικό, η Γραμματεία, η Παλαιά Βιβλιοθήκη, κελιά μοναχών και το σημερινό Αρχονταρίκι που κτίστηκε το 1782 στη θέση ενός από τους εννέα πύργους που υπήρχαν αρχικά. Στο κεντρικό της τμήμα, που κάηκε και επανακτίστηκε πρόσφατα, στεγάζονται η Νέα Βιβλιοθήκη και το Εικονοφυλάκιο. Η νοτιοανατολική πλευρά ανοικοδομήθηκε το 1818 και εκτός από κελιά μοναχών περιλαμβάνει το Νοοοκομείο και το Γηροκομείο. Τον περίγυρο κλείνει η δυτική πλευρά, που κτίστηκε το 1864.
Στο κάτω άκρο της τελευταίας πλευράς ανοίγεται η μεγάλη είσοδος της μονής, μετά από πολλές σειρές πέτρινα ημικυκλικά σκαλοπάτια στο ανηφορικό έδαφος. Είναι διπλή είσοδος, που κλείνει κάθε βράδυ με δύο δίφυλλες πολύ βαριές ξύλινες πόρτες με παχιά μεταλλική επένδυση.
Περνώντας την είσοδο, ο επισκέπτης συναντά την ευρύχωρη πλακόστρωτη αυλή στην οποία είναι διεσπαρμένα διάφορα κτίρια. Διακρίνονται η τράπεζα σε σχήμα σταυρού με τα 30 πεταλόσχημα μαρμάρινα τραπέζια της πού, σύμφωνα με την παράδοση, προέρχονται από τη μονή Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως, το “δοχείο” μπροστά και το καθολικό στο βάθος. Στο καθολικό ενσωματώνονται ο πύργος του ρολογιού, του οποίου το τέταρτο της ώρας σημαίνει ξύλινος αράπης με σιδερένια σφύρα, και η φιάλη, παραπλήσια δε βρίσκεται ο πύργος του κωδωνοστασίου. Στην συνέχεια, προς τα νότια και δυτικά της αυλής, βρίσκονται το νέο αρτοποιείο, η τετραμερής κρήνη, τα παρεκκλήσια των Αγίων Αναργύρων και της Αγίας Ζώνης και το παλαιό αρτοποιείο.
Το καθολικό της μονής Βατοπαιδίου είναι ένα μεγαλόπρεπο κτίσμα, που διατηρείται σχεδόν άθικτο στην αρχική του μορφή επί δέκα αιώνες και τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Εδώ μπορούμε να θαυμάσουμε όλη τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και καλαισθησία: Το εξαιρετικό δάπεδο από πορφυρίτη λίθο, τα περίφημα ψηφιδωτά του Ευαγγελισμού (αρχές 14ου αι.) και της Δεήσεως (τέλος 11ου – αρχές 12ου αϊ.), τις τοιχογραφίες που έγιναν επί βασιλείας Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου το 1312, από μαθητές του Πανσέληνου, αριστουργήματα μοναδικά της Μακεδονικής σχολής, το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο, τις παλαιολόγειες εικόνες, τους ασημένιους πολυελαίους και τα αναρίθμητα καντήλια και αφιερώματα. Τα πολύτιμα κειμήλια, με πολυτιμότερο την Τιμία Ζώνη της Παναγίας, το μεγάλο τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, τμήμα από την κάλαμο που έδωσαν οι Ιουδαίοι στον Κύριο για να τον εμπαίξουν κατά τη Σταύρωση. Τις αριστουργηματικές ασημένιες και χρυσές λειψανοθήκες με την ευλογία περίπου 200 τεμαχίων αγίων λειψάνων. Τις εικόνες-σταθμούς της ιοτορίας της μονής, τις εικόνες βάλσαμο, σκέπη, καταφυγή και ευλογία: Παναγία Βηματάρισσα ή Κτητόριοσα, Παναγία Παραμυθία, Παναγία Εσφαγμένη, Παναγία Αντιφωνήτρια, Παναγία Ελεούσα, Παναγία Ελαιοβρύτισσα, Παναγία Πυροβοληθείσα, Παναγία Πεντάνασσα.
Η βιβλιοθήκη και το αρχείο της μονής Βατοπαιδίου στεγάζονται στον βορειοανατολικό πύργο, της Παναγίας όπως αποκαλείται. Αποτελείται από τέσσερις ορόφους και περιλαμβάνει περίπου 2.000 χειρόγραφους κώδικες και μέρος από τα 40.000 έντυπα βιβλία. Το αρχείο περιέχει πολύτιμα χρυσόβουλλα βυζαντινών αυτοκρατόρων, πατριαρχικά σιγίλλια, κηρόβουλλλα, έγγραφα βασιλέων της Σερβίας και της Βουλγαρίας, τσάρων της Ρωσίας και πολυάριθμα σουλτανικά φιρμάνια και βεράτια. Έχει επίσης το μεγαλύτερο ρουμανικό αρχείο σε ολόκληρο το Όρος (14.000 έγγραφα).
Στον ίδιο χώρο εκτίθεται ο περίφημος ίασπις, από τα πολυτιμότερα κειμήλια του Βατοπαιδίου. Πρόκειται για ένα βασιλικό ποτήρι από ίασπι, δώρο του Μανουήλ Καντακουζηνού Παλαιολόγου, δεσπότη του Μυστρά (1349-1380). Σύμφωνα με παλαιές γραπτές μαρτυρίες, εχρησιμοποιείτο και ως φιάλη αγιαομού, ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες, παράλληλα με την ιδιότητα που έχει να μετατρέπει το νερό σε γαλάκτωμα – αντιφάρμακο των φιδιών. Η βάοη του ποτηριού φέρει το μονόγραμμα του δεσπότη, καθώς και παραστάσεις αγίων της Εκκλησίας.
Σταθμό στη σύγχρονη ιστορία του Βατοπεδίου αποτελεί η απόφαση των πατέρων της μονής για επιστροφή μετά από αιώνες στο κοινοβιακό σύστημα, που επικυρώθηκε με σιγίλλιο του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχη Δημητρίου Α’ το 1989.
Η εγκατάσταση των νέων μοναχών, περί τους 70, απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, και ο κοινοβιακός τρόπος ζωής, όπου τα πάντα είναι κοινά όπως στους πρώτους Αποστολικούς χρόνους, καθώς και η εκλογή του νέου δραστήριου ηγουμένου, αρχιμανδρίτη Εφραίμ στις 29/4/1990, έδωσαν νέα ώθηση στην ιστορική μονή.
Η νέα αδελφότητα οργάνωσε ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα αποκατάστασης, τεκμηρίωσης και μελέτης των ποικίλων δειγμάτων του βυζαντινού πολιτισμού που υπάρχουν στο Βατοπαίδι.
Η μελέτη χωροταξίας του 1993 περιλαμβάνει τοπογραφική και αρχιτεκτονική αποτύπωση, φωτογραφική τεκμηρίωση όλου του οικοδομικού συγκροτήματος της μονής, καταγραφή και ιεράρχηση των αναγκών και των αναστηλωτικών επεμβάσεων, καθώς και συνοπτικό προϋπολογισμό του κάθε έργου.
Από το 1998, βάσει του προγραμματισμού έγινε το κτίριο φιλοξενίας, κτίρια που διαμένουν οι λιμενικοί, οι αστυνομικοί, οι συντηρητές του υπουργείου Πολιτισμού, οι εργάτες, και λειτουργεί το μαγειρείο, η τράπεζα, το ελαιοτριβείο. Έν εξελίξει βρίσκεται το σύστημα αποχετεύσεως και βιολογικού καθαρισμού. Επίσης εξελίσσεται και το έργο διαφυλάξεως των κειμηλίων και της διδακτικής εκθέσεως που θα περιλαμβάνει κειμήλια με βάση τις ιστορικές περιόδους ζωής της μονής. Εργασίες γίνονται στο βυζαντινό καμπαναριό του 1426, ενώ πρόκειται ν’ αρχίσουν σύντομα εργασίες στην ανατολική πτέρυγα όπου θα στεγάζονται οι μοναχοί, και στο περικαλλέστατο καθολικό του 10ου αιώνα.
Οι μελέτες που γίνονται αφορούν όχι μόνον τα κτίρια αλλά και το περιβάλλον της μονής, όπως το δάσος των 27.000 στρεμμάτων. Επίσης, γίνονται προσπάθειες συντήρησης των μοναδικών έργων τέχνης. Ήδη, έχουν στερεωθεί τα βυζαντινά ψηφιδωτά, καθαρίστηκαν και στερεώθηκαν οι βυζαντινές τοιχογραφίες του καθολικού και συντηρήθηκε μεγάλο τμήμα βυζαντινών εικόνων και χειρογράφων.
Η χορωδία της μονής επιδόθηκε στη μελέτη παλαιών μουσικών χειρογράφων, με σκοπό την επιστροφή στο γνήσιο βυζαντινό μέλος.
Το εκδοτικό πρόγραμμα της μονής περιλαμβάνει πνευματικές εκδόσεις, προερχόμενες κυρίως από τη γραφίδα του σεβαστού Γέροντος της μονής, Ιωσήφ, μιας σύγχρονης ασκητικής μορφής του Αγίου Όρους με εξηκονταετή πείρα στη μοναχική ασκητική ζωή. Επίσης, επιστημονικές, καλλιτεχνικές, ιστορικές εκδόσεις, όπου ανάμεσά τους ξεχωρίζει το πολυβραβευμένο δίτομο έργο “Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου”.
Από τα σπουδαιότερα όμως έργα της μονής, πιστεύω, ότι είναι η δημιουργία, πριν από έναν χρόνο, του Αθωνικού Κέντρου Όρθοδόξου Πολιτισμού -”Άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός”, με στόχο την έρευνα και προβολή του ελληνορθόδοξου πολιτισμού όπως διασώθηκε στο Άγιον Όρος από τους βυζαντινούς χρόνους ως σήμερα.
Οι προσπάθειες αυτές της Μονής Βατοπαιδίου και της φιλεργατικής αδελφότητάς της προσπαθούν να καταδείξουν ότι το Βυζάντιο τυπικά και όχι ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Η φλόγα του φωτοδότη πολιτισμού του φυλάσσεται από τους μοναχούς σ’ αυτήν τη μικρή γωνιά της ελληνικής γης και επανέρχεται σήμερα για να συγκινήσει τον σύγχρονο κόσμο.
πηγή: περιοδικό NEMECIS, τεύχος 14, Νοέμβριος 1998.-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
Οι μελέτες που γίνονται αφορούν όχι μόνον τα κτίρια αλλά και το περιβάλλον της μονής, όπως το δάσος των 27.000 στρεμμάτων. Επίσης, γίνονται προσπάθειες συντήρησης των μοναδικών έργων τέχνης. Ήδη, έχουν στερεωθεί τα βυζαντινά ψηφιδωτά, καθαρίστηκαν και στερεώθηκαν οι βυζαντινές τοιχογραφίες του καθολικού και συντηρήθηκε μεγάλο τμήμα βυζαντινών εικόνων και χειρογράφων.
Η χορωδία της μονής επιδόθηκε στη μελέτη παλαιών μουσικών χειρογράφων, με σκοπό την επιστροφή στο γνήσιο βυζαντινό μέλος.
Το εκδοτικό πρόγραμμα της μονής περιλαμβάνει πνευματικές εκδόσεις, προερχόμενες κυρίως από τη γραφίδα του σεβαστού Γέροντος της μονής, Ιωσήφ, μιας σύγχρονης ασκητικής μορφής του Αγίου Όρους με εξηκονταετή πείρα στη μοναχική ασκητική ζωή. Επίσης, επιστημονικές, καλλιτεχνικές, ιστορικές εκδόσεις, όπου ανάμεσά τους ξεχωρίζει το πολυβραβευμένο δίτομο έργο “Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου”.
Από τα σπουδαιότερα όμως έργα της μονής, πιστεύω, ότι είναι η δημιουργία, πριν από έναν χρόνο, του Αθωνικού Κέντρου Όρθοδόξου Πολιτισμού -”Άγιος Μάξιμος ο Βατοπαιδινός”, με στόχο την έρευνα και προβολή του ελληνορθόδοξου πολιτισμού όπως διασώθηκε στο Άγιον Όρος από τους βυζαντινούς χρόνους ως σήμερα.
Οι προσπάθειες αυτές της Μονής Βατοπαιδίου και της φιλεργατικής αδελφότητάς της προσπαθούν να καταδείξουν ότι το Βυζάντιο τυπικά και όχι ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Η φλόγα του φωτοδότη πολιτισμού του φυλάσσεται από τους μοναχούς σ’ αυτήν τη μικρή γωνιά της ελληνικής γης και επανέρχεται σήμερα για να συγκινήσει τον σύγχρονο κόσμο.
πηγή: περιοδικό NEMECIS, τεύχος 14, Νοέμβριος 1998.-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
fdathanasiou.wordpress.com