“Δεν έφυγες μέχρι αυτή την ώρα;”
Κι εκείνος είπε:
“Όχι, αββά, γιατί δεν μου ΄κανες απόλυση”.
“Και γιατί -τον ρωτάει ο Γέροντας- δεν με ξύπνησες;”
“Δεν τόλμησα -απαντά ο μαθητής- να σε σκουντήσω για να μη σου διακόψω τον ύπνο”.
Σηκώθηκαν ευθύς, άρχισαν τον όρθρο και όταν τελείωσε η ακολουθία, απέλυσε τον αδελφό ο Γέροντας. Και την ώρα που καθόταν μόνος, ήρθε σε έκσταση και βλέπει κάποιον να του δείχνει έναν τόπο λαμπρό στον οποίο υπήρχε ένας θρόνος και επάνω στον θρόνο ήταν τοποθετημένα επτά στεφάνια.
Και ρώτησε αυτόν που του τα έδειχνε:
“Τίνος είναι αυτά;”
Κι εκείνος είπε:
“Του μαθητή σου. Τον τόπο και τον θρόνο του τα χάρισε ο Θεός για την υπακοή του. Και τα επτά στεφάνια τα κέρδισε αυτή τη νύκτα”.
Απόρησε ο Γέροντας γι αυτό που άκουσε και γεμάτος από δέος καλεί τον αδελφό και του λέει:
“Πες μου, τι έκανες τη νύκτα αυτή;”
“Συγχώρα με, αββά -απάντησε εκείνος- δεν έκανα τίποτε”.
Ο Γέροντας νομίζοντας ότι από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του είπε:
“Δεν θα σ΄ αφήσω να φύγεις, εάν δεν μου πεις τι έκανες ή τι σκέφτηκες τη νύκτα αυτή”.
Αλλά ο αδελφός επειδή γνώριζε καλά ότι τίποτε δεν έχει κάνει, δεν είχε τι να πει.
Και λέει στον πατέρα:
“Αββά, δεν έκανα τίποτε, παρά μόνο ότι ενοχλήθηκα από λογισμούς επτά φορές
να φύγω χωρίς να μου κάνεις την απόλυση, αλλά δεν έφυγα”.
Όταν τ΄ άκουσε αυτό ο Γέροντας, κατάλαβε ότι κάθε φορά που πάλευε και νικούσε τον λογισμό του, κέρδιζε ένα στεφάνι από τον Θεό. Στον αδελφό βέβαια δεν είπε τίποτε, αλλά τα διηγήθηκε αυτά σε ανθρώπους πνευματικούς χάριν ωφελείας, για να γνωρίζουμε ότι και για λογισμούς πού δεν έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα ο Θεός μας στεφανώνει.
Καλό λοιπόν είναι να βιάζουμε πάντοτε τον εαυτό μας από αγάπη για τον Θεό.
Γιατί η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και την αρπάζουν αυτοί που αγωνίζονται
Πηγή: Μέγα Γεροντικό Β’, Ζ’
vatopaidi.wordpress.com