Πατέρες καί Ἀδελφοί, Τέκνα ἐν Κυρίῳ Φωτόμορφα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
Αὐτή τήν ὥρα, πού ἀριθμοῦμε δύο χιλιάδες ἔνδεκα χρόνια Ἱστορίας μετά Χριστόν, ἡ βέβαιη ἀπάντηση στό περί Χριστοῦ ἐρώτημα, δέν βρίσκεται στίς ἀναζητήσεις τῆς θρησκείας,
ἀλλά στήν ἐμπειρία τῆς πίστεως. Ὁ Χριστός εἶναι τό τέλος τῆς θρησκείας, τῶν ἀνθρώπινων ἀπόψεων περί Θεοῦ. καί εἶναι ἡ ἴδια ἡ πίστη, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί στήν Ἱστορία. Ἔκτοτε, δέν εἶναι ἡ θρησκεία, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, ὁ ζωτικός χῶρος τοῦ ἀνθρώπου∙ καί εἶναι ἡ πίστη ἤ ἡ ἀπιστία, πού κρίνει ἀντίστοιχα τόν ἄνθρωπο, καί ὅλη τήν Ἱστορία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἴδια ἡ πίστη, τό πλήρωμα μιᾶς καινῆς σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου, αὐτό ἀκριβῶς πού συνιστᾶ τό ἐκκλησιαστικό μυστήριο, τήν ἔνσαρκη πρόσληψη τοῦ ἀνθρώπου καί δι’ αὐτοῦ τῆς Ἱστορίας του. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε γιά νά γίνει Ἱστορία, ἀλλά γιά νά σώσει τήν Ἱστορία. Ὁ Χριστός δέν εἶναι μιά γοητευτική ἱστορική προσωπικότητα, που δημιουργεῖ μιάν ἀκόμη θρησκεία, ἔστω καί τήν τελειότερη, πού μέ τή σειρά της ὑπόσχεται μιά τελειότερη ἠθική.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ρώτησε γιά τόν ἑαυτό Του, γιά τό τί λένε οἱ ἄνθρωποι γι’ Αὐτόν, θέλησε νά ὡδηγήσει τήν ἀπάντηση πέρα ἀπ’ αὐτό πού ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι. Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι, πού εἰδωλοποιοῦν τήν ἱστορία καί ὑποτάσσουν σ’ αὐτήν τόν Χριστό, τόν θεωροῦν συνήθως ὡς ἕνα μύστη ἤ προφήτη, ὡς ἕναν ἰδεολόγο ἤ ἐπαναστάτη, πού ἐμπλουτίζει τίς θρησκευτικές ἰδέες καί προπαντός τίς κοινωνικές ἀπόψεις τους, πού προωθεῖ τίς ἐξωτερικές ἀλλαγές καί ἐξωραϊζει τίς ἐξωτερικές συνθῆκες. Ὁ Χριστός δέν ἀρκέστηκε στίς ἀπαντήσεις τῶν ἀνθρώπων καί ζήτησε τήν ἀπάντηση τῶν μαθητῶν Του∙ γιατί εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος καί σκήνωσε σ’ ἑμᾶς καί εἶναι αὐτό τό θαῦμα, ὅλο τό μυστήριο τῆς πίστεως καί ἡ οὐσιώδης μαρτυρία τῆς πίστεως. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Θεός καί «Θεοῦ οὐδέν ἀληθέστερον», Θεός δημιουργός καί Σωτήρας. Ἡ ἀπόρριψη τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ τόν καθιστᾶ περισσότερο ἄγνωστο καί αἰνιγματικό σέ σχέση μέ τήν ἱστορία, καί γιά τήν ἱστορία. Ἐπειδή τό σκάνδαλο δέν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά ὅ,τι ἡ ἱστορία ὀνόμασε χριστιανική θρησκεία, στήν περίπτωση τῶν διαφόρων αἱρέσεων, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τῶν θρησκευτικῶν πολέμων, τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, τῆς στρεβλώσεως τῆς Θείας Ἀληθείας. Ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι ὁ καρπός μιᾶς ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ λόγον ἀγαπητικῆς καί λατρευτικῆς σχέσεως τοῦ πιστοῦ μέ τόν Χριστό. Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ φυλάσσεται κρυμμένο στούς πιστούς ἤ τούς ἁγίους Του, πού ζοῦν ὡς ἐλάχιστοι στήν Ἱστορία, ἀλλά κρατοῦν τό μυστικό τῆς ἐλευθερίας τους.
Οἱ Χριστιανοί εἶναι ἕνα νέο γένος ἀνθρώπων ἐπί τῆς γῆς, μιά νέα εὐγένεια μέσα ἀπό τίς ὠδίνες μιᾶς νέας γεννήσεως∙ ἡ ἀνακαινισθεῖσα ἀνθρώπινη φύση ἐν τῇ ὑποστάσει τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν μέ τόν ἀλλότριο βίο καί τήν ἀλλοιωμένη πολιτεία τους ἀλλοτριώνονται τοῦ Χριστοῦ καί ἀποξενώνουν τόν Χριστό ἀπό τόν κόσμο, τότε καλοῦνται νά ἐπανακοινωνήσουν τῆς ἀβύσσου τοῦ χριστιανικοῦ μυστηρίου, τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου∙ γιατί σ’ αὐτό ἀνακεφαλαιώνεται ὅλη ἡ δυναμική τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ πίστη πού ἐκφράζεται σέ ἱστορικά ἔργα καί σέ μεταμορφωτικά γεγονότα τῆς Ἱστορίας, καί ἕως ὅτου ἔλθει τό τέλος, ἡ τελείωση ἤ τελειότητα τῶν Ἐσχάτων θά «λειτουργεῖ μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων μυστήρια ἄρρητα», θά χαρίζει «θησαυρούς, τούς ὁποίους ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ οὐ χωροῦσιν». Τά μυστήρια τῆς βασιλείας καί οἱ θησαυροί τῆς πίστεως δέν εἶναι ἀντικείμενα τῆς ἱστορίας, οὔτε βέβαια προηγουμένως ὑποκείμενά της∙ Εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὅπου συντελοῦνται τά θαυμάσια καί τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ὅπου σπείρονται καί καρποφοροῦν τά δῶρα τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί τῆς Πεντηκοστῆς γιά τόν κόσμο, ὡς κτίση καί ὡς Ἱστορία.
Ὁ Χριστός δέν ἀποκαλύπτεται γενικά καί ἀόριστα στήν Ἱστορία καί μάλιστα στήν ἀπρόσωπη διάστασή της. Ἄν ἀκόμα καί σήμερα ἰσχύει ὅτι «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῇ», αὐτό νοεῖται σέ σχέση μέ τήν ἱστορία. Ἡ Ἱστορία, ὑποδουλωμένη στήν αὐτόειδωλοποίησή της, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀφιλόξενη γιά τόν Χριστό, «διά τόν ὑποτάξαντα αὐτήν εἰς τήν ματαιότητα καί τήν φθοράν» Διάβολο. Ἐπειδή δέν εἶναι ἡ Ἱστορία παράλογη καθ’ἑαυτήν, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος παράλογος γιά τήν Ἱστορία. Καί τό παράλογο εἶναι νά ἐρωτοτροπεῖ μέ τή δύναμη, τήν ἐξωτερική βία καί νά καταδιώκει τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλεύθερη ἀγάπη. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀλήθεια πού ἐλευθερώνει καί ὄχι ἡ δύναμη πού κατεξουσιάζει, δι’ αὐτό δέν διεκδικεῖ θέση στήν Ἱστορία τῶν ἄλογων γεγονότων καί τῶν νεκρῶν ζητημάτων, ἑπομένως στήν ἱστορία, γιά τήν ὁποία ἔχει ἤδη ἔλθει καί ἀρχίσει τό τέλος της. Ὁ ζῆλος Του παραμένει ἡ καρδιά∙ ἡ ἐπιθυμητή κατοικία Του, ὁ τόπος τῆς ἀναπαύσεώς Του, ὁ ναός τῆς δόξας Του, ἡ τράπεζα τῆς ὀμορφιᾶς Του. Εἶναι ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὡς ὁ ποθῶν καί ὁ ποθούμενος, ὡς ὁ ἀγαπῶν καί ὁ ἀγαπώμενος. Ὅλη ἡ ἄσκηση εἶναι ὅλος ὁ ἄνθρωπος νά γίνει ἅγιος ἐν τῇ ἀγάπῃ, νά γίνει ὅλος καθαρή καρδιά ἐν τῇ ταπεινώσει καί τῇ μετανοίᾳ του, καί τότε μόνο, «εἰ ἔχῃ καρδίαν δύναται σωθῆναι».
Ὁ λόγος περί καρδίας δέν εἶναι φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα, δέν βυθίζει στό συναισθηματισμό. Δέν εἶναι ἄρνηση τῆς ἱστορικῆς ζωῆς ἤ τῆς ζωῆς τῶν ἔργων. εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ οὐσιώδους καί τοῦ μυστικοῦ γιά νά ἐνδύσουμε τήν ἐξωτερική γύμνια τῆς Ἱστορίας∙ ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἑδραίου καί τοῦ καθολικοῦ γιά νά θεωρήσουμε ὡς πιστοί, τά πράγματα τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός γεννᾶται στήν ἁγία καρδιά καί γεννᾶ τήν ἁγία καρδιά. Εἶναι «ὁ ἀπ’ ἀρχῆς, ὁ καινός φανείς καί παλαιός εὑρεθείς, καί πάντοτε νέος ἐν ἁγίαις καρδίαις γεννώμενος». Καί εἶναι ἡ ἅγια καρδιά πού προφητεύει τήν καινή, μιάν ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀπέναντι στήν παλαιότητα, τήν ἔνδεια τῶν ὑποκειμενικῶν ἀληθειῶν, τήν ἀπάτη τοῦ πολυσχιδοῦς ψεύδους∙ ἡ ἁγία καρδιά πού διασώζει τήν ἐνεργό, τήν πάνσοφη σιωπή, πού εἶναι ἡ γλώσσα τῆς τελειότητος, ἀπέναντι στούς κενούς, τούς ρυπαρούς θορύβους τοῦ πεπτωκότος καί παρερχόμενου κόσμου∙ πού διαφυλάσσει τό κάλλος, τήν εὐωδία τῶν εὐαγγελίκῶν ἀρετῶν, πού εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀπέναντι στόν πειρασμό τῆς ἐμπορευματοποιήσεως, τῆς ἐκθέσεώς τους στήν ἀγορά.
Αὐτή ἡ «εὐώδυνος καρδία», ἡ συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη εἶναι ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική καρδιά, γιά τήν ὁποία «ἡ ἀλήθεια τοῦ Νυμφίου καί Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ὅλον τοῦ ἔρωτος;» Ἀνήκει ὅμως καί στή δική μας εὐθύνη ἡ τραγική διαπίστωση ὅτι ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἄγνωστος ἤ νά γίνεται ἀγνώριστος ἀκόμη καί σ’ ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ καρδιά πλάστηκε γι’ Αὐτόν, καί ἐννοοῦμε ὅλους τούς ἀνθρώπους∙ ὅτι ὁ Χριστός ἐμποδίζεται νά ἔρχεται στούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι νά πηγαίνουν στόν Χριστό. Ἕνας ὀρθόδοξος ἀρρήκτως καί σταυρικῶς ἑνωμένος μέ τόν Κύριό του, εἶναι ἐκεῖνος πού κατεξοχήν ὀφείλει νά γνωρίζει τούς μυστικούς δρόμους τοῦ Χριστοῦ στήν ἀνθρωπότητά Του, τώρα καί δύο χιλιάδες ἔνδεκα χρόνια. Γιατί δέν εἶναι ἕνας δραστήριος ἄνθρωπος ἤ ἕνας ἄνθρωπος τῆς Ἱστορίας, ἀλλά ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἀγαπῶν τούς ἀδελφούς Του. Τί ὡραίο λοιπόν θά ἦταν, σ’ αὐτό τό ἱστορικό μεταίχμιο, ἄν ὁ κάθε ὀρθόδοξος μιλοῦσε γιά τά θαυμάσια τοῦ Χριστοῦ στήν ἀνθρώπινη καρδιά, γιά τήν ὡραία μορφή τοῦ Χριστοῦ, πού δοξάζεται στήν ὀδυνώμενη καρδιά, μέ τό κήρυγμα καί τό βίωμα τους..
Εἴμαστε μάρτυρες σ’ ἕναν παρατεινόμενο ἀποκαλυπτικό αἰώνα στό κέντρο τῆς ἐντάσεως παρόντος καί Ἐσχάτου. Αὐτό μᾶς μαθαίνει ὅτι ἕνας ὀρθόδοξος ζεῖ τήν Ἱστορία στή μεταϊστορική της πληρότητα, ζεῖ τήν ἱστορική πρόκληση στό ἐσχατολογικό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τά διαδαραματιζόμενα στόν Εὐρωπαϊκό καί τόν παγκόσμιο χῶρο στήν ἔναρξη τῆς τρίτης χιλιετίας γελοιογραφοῦν μέ τόν κυνικώτερο τρόπο τό λεγόμενο χριστιανικό ἰδεώδες τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων. Εἶναι κυρίως ἡ ὑποκρισία καί ἡ προδοσία τῶν ἴδιων τῶν ἀποκομένων ἀπό τήν Ὀρθοδοξία Χριστιανῶν, πού προετοίμασε τήν ἔκπτωση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ θρησκευτική ἰδεολογία καί σέ πολιτισμική ἀξία, ὅταν στή ζωή τους Χριστός καί Ἐκκλησία καταντοῦν δύο διαφορετικά ἤ ἀντίθετα πράγματα. Φλυαροῦν συνήθως γιά τόν Χριστό, ἀλλά ἀρνοῦνται εὐκόλως τήν Ἐκκλησία Του, τό Ἅγιο Σῶμα Του, γιά νά βυθίζονται στήν ἀπάτη τοῦ θρησκευτικοῦ οἰκουμενιστικοῦ συγκρητισμοῦ καἰ στό σκότος τῶν ἀναρίθμητων αἱρέσεων. Ξεχνοῦνε ὅτι ἡ Ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, γράφεται μόνο μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Παναγίου Πνεύματος∙ καί αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας πού «πρέπει νά ὀνομάζεται ἡ ἱστορία τῆς ἀλήθειας». Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται καί πάλι νά γίνει ὁ προφήτης τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στήν ἐκκλησιαστική της ἐνσάρκωση, ἐπειδή ὅταν ἀναζητοῦμε τόν Χριστό, Τόν βρίσκουμε μόνο στήν Μιά καί Μοναδική Ἐκκλησία∙ καί μόνο ὅταν γινόμαστε μέλη Της κατέχουμε τόν Χριστό.
Ἡ «μεταχριστιανική ἐποχή» εἶναι ἰδεολογικό ἐφεύρημα καί ἱστορικό ἰδεολόγημα. Μπορεῖ ἤδη νά ἔχει ἔλθει τό τέλος τῆς Ἱστορίας, ἀλλά τό χριστιανικό μυστήριο εἶναι ἕνα μεταϊστοικό θαῦμα, ὑπέρβαση τῶν ὅρων καί τῶν ὁρίων τῆς Ἱστορίας. Δέν μᾶς λείπει ἡ γνώση τῆς Ἱστορίας, ἀλλά ἡ σοφία τῆς καρδιᾶς πού γνωρίζει νά προσκυνᾶ τό μυστήριο τό κρυμμένο στήν Ἱστορία. καί τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἔργο ἐνθεώσεως τῶν πάντων, πού ἄρχισε ἀλλά δέν τελείωσε, «ἀεί μένει μυστήριον». Ἡ μεγαλύτερη ἀμαρτία εἶναι ἡ ἱστορική ἀντικειμενοποίηση καί ἡ συμβολική ἀπεικόνιση τοῦ χριστιανικοῦ μυστηρίου∙ τό νά ὑποτάσσεται ὁ Χριστός στά γεγονότα καί στούς καιρούς καί ὄχι τά γεγονότα καί οἱ καιροί στόν Χριστό, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας, ὅτι τό ὄντως μυστήριο δέν εἶναι τά ἐρχόμενα, ἀλλά ὁ Ἐρχόμενος, μετά Τόν ὁποῖο τίποτα τό καινούριο δέν ἔρχεται στήν ἱστορία. Ἡ κλήση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι νά κρατήσουν ταπεινή καί διακριτική, νήφουσα καί καθαρή τήν καρδία τους στόν Ἐλθόντα καί Ἐρχόμενο Κύριό τους. Νά εἶναι ἐν αἰσθήσει καί ἐλπίδι καρδίας θεωροί τῶν μυστηρίων τοῦ καινοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ, μέ τή βεβαιότητα ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ὁρᾷ εἰς πρόσωπον, ὁ δέ Θεός εἰς καρδίαν ὄψεται».
Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν τῆς Ἀμωμήτου Ὀρθοδοξίας Προμάχων καί Αἰώνιον Ἀνάθεμα εἰς τούς Ἀμεταμελήτους Αἱρετικούς καί ἀρνητάς τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
ΚΑΛΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΑΓΩΝΑ!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Αὐτή τήν ὥρα, πού ἀριθμοῦμε δύο χιλιάδες ἔνδεκα χρόνια Ἱστορίας μετά Χριστόν, ἡ βέβαιη ἀπάντηση στό περί Χριστοῦ ἐρώτημα, δέν βρίσκεται στίς ἀναζητήσεις τῆς θρησκείας,
ἀλλά στήν ἐμπειρία τῆς πίστεως. Ὁ Χριστός εἶναι τό τέλος τῆς θρησκείας, τῶν ἀνθρώπινων ἀπόψεων περί Θεοῦ. καί εἶναι ἡ ἴδια ἡ πίστη, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί στήν Ἱστορία. Ἔκτοτε, δέν εἶναι ἡ θρησκεία, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, ὁ ζωτικός χῶρος τοῦ ἀνθρώπου∙ καί εἶναι ἡ πίστη ἤ ἡ ἀπιστία, πού κρίνει ἀντίστοιχα τόν ἄνθρωπο, καί ὅλη τήν Ἱστορία. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἴδια ἡ πίστη, τό πλήρωμα μιᾶς καινῆς σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου, αὐτό ἀκριβῶς πού συνιστᾶ τό ἐκκλησιαστικό μυστήριο, τήν ἔνσαρκη πρόσληψη τοῦ ἀνθρώπου καί δι’ αὐτοῦ τῆς Ἱστορίας του. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε γιά νά γίνει Ἱστορία, ἀλλά γιά νά σώσει τήν Ἱστορία. Ὁ Χριστός δέν εἶναι μιά γοητευτική ἱστορική προσωπικότητα, που δημιουργεῖ μιάν ἀκόμη θρησκεία, ἔστω καί τήν τελειότερη, πού μέ τή σειρά της ὑπόσχεται μιά τελειότερη ἠθική.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ρώτησε γιά τόν ἑαυτό Του, γιά τό τί λένε οἱ ἄνθρωποι γι’ Αὐτόν, θέλησε νά ὡδηγήσει τήν ἀπάντηση πέρα ἀπ’ αὐτό πού ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι. Ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι, πού εἰδωλοποιοῦν τήν ἱστορία καί ὑποτάσσουν σ’ αὐτήν τόν Χριστό, τόν θεωροῦν συνήθως ὡς ἕνα μύστη ἤ προφήτη, ὡς ἕναν ἰδεολόγο ἤ ἐπαναστάτη, πού ἐμπλουτίζει τίς θρησκευτικές ἰδέες καί προπαντός τίς κοινωνικές ἀπόψεις τους, πού προωθεῖ τίς ἐξωτερικές ἀλλαγές καί ἐξωραϊζει τίς ἐξωτερικές συνθῆκες. Ὁ Χριστός δέν ἀρκέστηκε στίς ἀπαντήσεις τῶν ἀνθρώπων καί ζήτησε τήν ἀπάντηση τῶν μαθητῶν Του∙ γιατί εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος καί σκήνωσε σ’ ἑμᾶς καί εἶναι αὐτό τό θαῦμα, ὅλο τό μυστήριο τῆς πίστεως καί ἡ οὐσιώδης μαρτυρία τῆς πίστεως. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Θεός καί «Θεοῦ οὐδέν ἀληθέστερον», Θεός δημιουργός καί Σωτήρας. Ἡ ἀπόρριψη τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ τόν καθιστᾶ περισσότερο ἄγνωστο καί αἰνιγματικό σέ σχέση μέ τήν ἱστορία, καί γιά τήν ἱστορία. Ἐπειδή τό σκάνδαλο δέν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά ὅ,τι ἡ ἱστορία ὀνόμασε χριστιανική θρησκεία, στήν περίπτωση τῶν διαφόρων αἱρέσεων, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τῶν θρησκευτικῶν πολέμων, τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, τῆς στρεβλώσεως τῆς Θείας Ἀληθείας. Ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι ὁ καρπός μιᾶς ὑπέρ νόησιν καί ὑπέρ λόγον ἀγαπητικῆς καί λατρευτικῆς σχέσεως τοῦ πιστοῦ μέ τόν Χριστό. Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ φυλάσσεται κρυμμένο στούς πιστούς ἤ τούς ἁγίους Του, πού ζοῦν ὡς ἐλάχιστοι στήν Ἱστορία, ἀλλά κρατοῦν τό μυστικό τῆς ἐλευθερίας τους.
Οἱ Χριστιανοί εἶναι ἕνα νέο γένος ἀνθρώπων ἐπί τῆς γῆς, μιά νέα εὐγένεια μέσα ἀπό τίς ὠδίνες μιᾶς νέας γεννήσεως∙ ἡ ἀνακαινισθεῖσα ἀνθρώπινη φύση ἐν τῇ ὑποστάσει τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν μέ τόν ἀλλότριο βίο καί τήν ἀλλοιωμένη πολιτεία τους ἀλλοτριώνονται τοῦ Χριστοῦ καί ἀποξενώνουν τόν Χριστό ἀπό τόν κόσμο, τότε καλοῦνται νά ἐπανακοινωνήσουν τῆς ἀβύσσου τοῦ χριστιανικοῦ μυστηρίου, τῆς κενώσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου∙ γιατί σ’ αὐτό ἀνακεφαλαιώνεται ὅλη ἡ δυναμική τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ πίστη πού ἐκφράζεται σέ ἱστορικά ἔργα καί σέ μεταμορφωτικά γεγονότα τῆς Ἱστορίας, καί ἕως ὅτου ἔλθει τό τέλος, ἡ τελείωση ἤ τελειότητα τῶν Ἐσχάτων θά «λειτουργεῖ μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων μυστήρια ἄρρητα», θά χαρίζει «θησαυρούς, τούς ὁποίους ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ οὐ χωροῦσιν». Τά μυστήρια τῆς βασιλείας καί οἱ θησαυροί τῆς πίστεως δέν εἶναι ἀντικείμενα τῆς ἱστορίας, οὔτε βέβαια προηγουμένως ὑποκείμενά της∙ Εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὅπου συντελοῦνται τά θαυμάσια καί τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ὅπου σπείρονται καί καρποφοροῦν τά δῶρα τῆς Ἐνανθρωπήσεως καί τῆς Πεντηκοστῆς γιά τόν κόσμο, ὡς κτίση καί ὡς Ἱστορία.
Ὁ Χριστός δέν ἀποκαλύπτεται γενικά καί ἀόριστα στήν Ἱστορία καί μάλιστα στήν ἀπρόσωπη διάστασή της. Ἄν ἀκόμα καί σήμερα ἰσχύει ὅτι «ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῇ», αὐτό νοεῖται σέ σχέση μέ τήν ἱστορία. Ἡ Ἱστορία, ὑποδουλωμένη στήν αὐτόειδωλοποίησή της, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀφιλόξενη γιά τόν Χριστό, «διά τόν ὑποτάξαντα αὐτήν εἰς τήν ματαιότητα καί τήν φθοράν» Διάβολο. Ἐπειδή δέν εἶναι ἡ Ἱστορία παράλογη καθ’ἑαυτήν, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος παράλογος γιά τήν Ἱστορία. Καί τό παράλογο εἶναι νά ἐρωτοτροπεῖ μέ τή δύναμη, τήν ἐξωτερική βία καί νά καταδιώκει τήν ἀλήθεια καί τήν ἐλεύθερη ἀγάπη. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀλήθεια πού ἐλευθερώνει καί ὄχι ἡ δύναμη πού κατεξουσιάζει, δι’ αὐτό δέν διεκδικεῖ θέση στήν Ἱστορία τῶν ἄλογων γεγονότων καί τῶν νεκρῶν ζητημάτων, ἑπομένως στήν ἱστορία, γιά τήν ὁποία ἔχει ἤδη ἔλθει καί ἀρχίσει τό τέλος της. Ὁ ζῆλος Του παραμένει ἡ καρδιά∙ ἡ ἐπιθυμητή κατοικία Του, ὁ τόπος τῆς ἀναπαύσεώς Του, ὁ ναός τῆς δόξας Του, ἡ τράπεζα τῆς ὀμορφιᾶς Του. Εἶναι ὁ ὅλος ἄνθρωπος, ὡς ὁ ποθῶν καί ὁ ποθούμενος, ὡς ὁ ἀγαπῶν καί ὁ ἀγαπώμενος. Ὅλη ἡ ἄσκηση εἶναι ὅλος ὁ ἄνθρωπος νά γίνει ἅγιος ἐν τῇ ἀγάπῃ, νά γίνει ὅλος καθαρή καρδιά ἐν τῇ ταπεινώσει καί τῇ μετανοίᾳ του, καί τότε μόνο, «εἰ ἔχῃ καρδίαν δύναται σωθῆναι».
Ὁ λόγος περί καρδίας δέν εἶναι φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα, δέν βυθίζει στό συναισθηματισμό. Δέν εἶναι ἄρνηση τῆς ἱστορικῆς ζωῆς ἤ τῆς ζωῆς τῶν ἔργων. εἶναι ἡ ἀναζήτηση τοῦ οὐσιώδους καί τοῦ μυστικοῦ γιά νά ἐνδύσουμε τήν ἐξωτερική γύμνια τῆς Ἱστορίας∙ ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἑδραίου καί τοῦ καθολικοῦ γιά νά θεωρήσουμε ὡς πιστοί, τά πράγματα τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός γεννᾶται στήν ἁγία καρδιά καί γεννᾶ τήν ἁγία καρδιά. Εἶναι «ὁ ἀπ’ ἀρχῆς, ὁ καινός φανείς καί παλαιός εὑρεθείς, καί πάντοτε νέος ἐν ἁγίαις καρδίαις γεννώμενος». Καί εἶναι ἡ ἅγια καρδιά πού προφητεύει τήν καινή, μιάν ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀπέναντι στήν παλαιότητα, τήν ἔνδεια τῶν ὑποκειμενικῶν ἀληθειῶν, τήν ἀπάτη τοῦ πολυσχιδοῦς ψεύδους∙ ἡ ἁγία καρδιά πού διασώζει τήν ἐνεργό, τήν πάνσοφη σιωπή, πού εἶναι ἡ γλώσσα τῆς τελειότητος, ἀπέναντι στούς κενούς, τούς ρυπαρούς θορύβους τοῦ πεπτωκότος καί παρερχόμενου κόσμου∙ πού διαφυλάσσει τό κάλλος, τήν εὐωδία τῶν εὐαγγελίκῶν ἀρετῶν, πού εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀπέναντι στόν πειρασμό τῆς ἐμπορευματοποιήσεως, τῆς ἐκθέσεώς τους στήν ἀγορά.
Αὐτή ἡ «εὐώδυνος καρδία», ἡ συντετριμμένη καί τεταπεινωμένη εἶναι ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική καρδιά, γιά τήν ὁποία «ἡ ἀλήθεια τοῦ Νυμφίου καί Σωτῆρος Χριστοῦ εἶναι ὅλον τοῦ ἔρωτος;» Ἀνήκει ὅμως καί στή δική μας εὐθύνη ἡ τραγική διαπίστωση ὅτι ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἄγνωστος ἤ νά γίνεται ἀγνώριστος ἀκόμη καί σ’ ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ καρδιά πλάστηκε γι’ Αὐτόν, καί ἐννοοῦμε ὅλους τούς ἀνθρώπους∙ ὅτι ὁ Χριστός ἐμποδίζεται νά ἔρχεται στούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄνθρωποι νά πηγαίνουν στόν Χριστό. Ἕνας ὀρθόδοξος ἀρρήκτως καί σταυρικῶς ἑνωμένος μέ τόν Κύριό του, εἶναι ἐκεῖνος πού κατεξοχήν ὀφείλει νά γνωρίζει τούς μυστικούς δρόμους τοῦ Χριστοῦ στήν ἀνθρωπότητά Του, τώρα καί δύο χιλιάδες ἔνδεκα χρόνια. Γιατί δέν εἶναι ἕνας δραστήριος ἄνθρωπος ἤ ἕνας ἄνθρωπος τῆς Ἱστορίας, ἀλλά ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ καί ὁ ἀγαπῶν τούς ἀδελφούς Του. Τί ὡραίο λοιπόν θά ἦταν, σ’ αὐτό τό ἱστορικό μεταίχμιο, ἄν ὁ κάθε ὀρθόδοξος μιλοῦσε γιά τά θαυμάσια τοῦ Χριστοῦ στήν ἀνθρώπινη καρδιά, γιά τήν ὡραία μορφή τοῦ Χριστοῦ, πού δοξάζεται στήν ὀδυνώμενη καρδιά, μέ τό κήρυγμα καί τό βίωμα τους..
Εἴμαστε μάρτυρες σ’ ἕναν παρατεινόμενο ἀποκαλυπτικό αἰώνα στό κέντρο τῆς ἐντάσεως παρόντος καί Ἐσχάτου. Αὐτό μᾶς μαθαίνει ὅτι ἕνας ὀρθόδοξος ζεῖ τήν Ἱστορία στή μεταϊστορική της πληρότητα, ζεῖ τήν ἱστορική πρόκληση στό ἐσχατολογικό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τά διαδαραματιζόμενα στόν Εὐρωπαϊκό καί τόν παγκόσμιο χῶρο στήν ἔναρξη τῆς τρίτης χιλιετίας γελοιογραφοῦν μέ τόν κυνικώτερο τρόπο τό λεγόμενο χριστιανικό ἰδεώδες τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων. Εἶναι κυρίως ἡ ὑποκρισία καί ἡ προδοσία τῶν ἴδιων τῶν ἀποκομένων ἀπό τήν Ὀρθοδοξία Χριστιανῶν, πού προετοίμασε τήν ἔκπτωση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ θρησκευτική ἰδεολογία καί σέ πολιτισμική ἀξία, ὅταν στή ζωή τους Χριστός καί Ἐκκλησία καταντοῦν δύο διαφορετικά ἤ ἀντίθετα πράγματα. Φλυαροῦν συνήθως γιά τόν Χριστό, ἀλλά ἀρνοῦνται εὐκόλως τήν Ἐκκλησία Του, τό Ἅγιο Σῶμα Του, γιά νά βυθίζονται στήν ἀπάτη τοῦ θρησκευτικοῦ οἰκουμενιστικοῦ συγκρητισμοῦ καἰ στό σκότος τῶν ἀναρίθμητων αἱρέσεων. Ξεχνοῦνε ὅτι ἡ Ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, γράφεται μόνο μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Παναγίου Πνεύματος∙ καί αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας πού «πρέπει νά ὀνομάζεται ἡ ἱστορία τῆς ἀλήθειας». Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται καί πάλι νά γίνει ὁ προφήτης τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στήν ἐκκλησιαστική της ἐνσάρκωση, ἐπειδή ὅταν ἀναζητοῦμε τόν Χριστό, Τόν βρίσκουμε μόνο στήν Μιά καί Μοναδική Ἐκκλησία∙ καί μόνο ὅταν γινόμαστε μέλη Της κατέχουμε τόν Χριστό.
Ἡ «μεταχριστιανική ἐποχή» εἶναι ἰδεολογικό ἐφεύρημα καί ἱστορικό ἰδεολόγημα. Μπορεῖ ἤδη νά ἔχει ἔλθει τό τέλος τῆς Ἱστορίας, ἀλλά τό χριστιανικό μυστήριο εἶναι ἕνα μεταϊστοικό θαῦμα, ὑπέρβαση τῶν ὅρων καί τῶν ὁρίων τῆς Ἱστορίας. Δέν μᾶς λείπει ἡ γνώση τῆς Ἱστορίας, ἀλλά ἡ σοφία τῆς καρδιᾶς πού γνωρίζει νά προσκυνᾶ τό μυστήριο τό κρυμμένο στήν Ἱστορία. καί τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἔργο ἐνθεώσεως τῶν πάντων, πού ἄρχισε ἀλλά δέν τελείωσε, «ἀεί μένει μυστήριον». Ἡ μεγαλύτερη ἀμαρτία εἶναι ἡ ἱστορική ἀντικειμενοποίηση καί ἡ συμβολική ἀπεικόνιση τοῦ χριστιανικοῦ μυστηρίου∙ τό νά ὑποτάσσεται ὁ Χριστός στά γεγονότα καί στούς καιρούς καί ὄχι τά γεγονότα καί οἱ καιροί στόν Χριστό, ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας, ὅτι τό ὄντως μυστήριο δέν εἶναι τά ἐρχόμενα, ἀλλά ὁ Ἐρχόμενος, μετά Τόν ὁποῖο τίποτα τό καινούριο δέν ἔρχεται στήν ἱστορία. Ἡ κλήση τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι νά κρατήσουν ταπεινή καί διακριτική, νήφουσα καί καθαρή τήν καρδία τους στόν Ἐλθόντα καί Ἐρχόμενο Κύριό τους. Νά εἶναι ἐν αἰσθήσει καί ἐλπίδι καρδίας θεωροί τῶν μυστηρίων τοῦ καινοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ, μέ τή βεβαιότητα ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ὁρᾷ εἰς πρόσωπον, ὁ δέ Θεός εἰς καρδίαν ὄψεται».
Αἰωνία ἡ μνήμη τῶν τῆς Ἀμωμήτου Ὀρθοδοξίας Προμάχων καί Αἰώνιον Ἀνάθεμα εἰς τούς Ἀμεταμελήτους Αἱρετικούς καί ἀρνητάς τοῦ Ἐνσαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
ΚΑΛΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΑΓΩΝΑ!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ