Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. ΙεροθέουΟ άγιος Παπά-Νικόλας Πλανάς διακρινόταν για την μακαρία απλότητα στις ενέργειές του, τις κινήσεις του, την συμπεριφορά του και την εν γένει εκκλησιαστική του ζωή. Αυτή η απλότητα ήταν και έκφραση τού χαρακτήρος του, αλλά κυρίως και προ παντός ήταν έκφραση της λειτουργικής και ασκητικής του εμπειρίας. Δεν επρόκειτο μόνο για μια εξωτερική απλότητα στους τρόπους, αλλά κυρίως για απλότητα που προερχόταν από την ενότητα και την καθαρότητα τού εσωτερικού του κό σμου.
Θα τονισθούν μερικά σημεία αυτής της απλότητας τού αγίου Νικολάου Πλανά και στη συνέχεια θα εξηγηθή θεολογικά και λειτουργικά.
2. Η απλότητα της καρδίας
Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους Χριστιανούς να αποκτήσουν την απλότητα που είναι ένα βασικό στοιχείο της κατά Χριστόν ζωής. Στους Κορινθίους εύχεται να πλουτίζουν σε αυτήν την απλότητα στη οποία ευαρεστείται ο Θεός: εν παντί πλουτιζόμενοι εις πασαν απλότητα, ήτις κατεργάζεται δι' ημών ευχαριστία τω θεώ (Β' Κορινθ. ι', 11). Τον απασχολεί να μη εξαπατηθούν οι Χριστιανοί από τον διάβολο και φθαρούν τα νοήματά τους από της απλότητάς της εις τον Χριστόν (Β' Κορ. ια', 3). Αυτή η απλότητα δεν είναι μια εξωτερική αρετή, αλλά συνδέε ται με την αναγέννηση τού ανθρώπου που γίνεται με την ένωσή του με τον Χριστό, γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά στους Χριστιανούς την υπακοή που πρέπει να γίνεται εναπλότητα της καρδίας υμών ως τω Χριστώ (Εφ. στ', 5).
Αυτός ο σύνδεσμος της απλότητας με την χριστιανική ζωή και την καρδιακή εμπειρία δείχνει ότι η χριστιανική άπλότητα διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη ανθρωπιστική απλότητα. Μπορεί κανείς να είναι απλός στους τρόπους, λόγω καταγωγής ή χαρακτήρος, αλλά αυτό μπορεί να είναι μια φυσική κατάσταση, που δεν σώζει. Στη Εκκλη σία η απλότητα συνδέεται με την δεύτερη γέννηση και όχι με την πρώτη γέννηση, είναι καρπός τού «ευ είναι» και όχι απλώς τού «βιολογικού είναιι». Έτσι, μπορεί κάποιος να είναι πτωχός και αγράμματος, αλλά να έχη υψηλό φρό νημα και να είναι πολύπλοκος, σύνθετος, καθώς επίσης να είναι σοφός κατά κόσμο και όμως, επειδή τον έχει διαποτίσει η αγάπη τού Χριστού, να είναι απλός στη καρ διά και συγκαταβατικός στους αδελφούς του. Πως μπορεί κανείς να είναι εγωιστής και υπερήφανος, όταν, παρά την εσωτερική του κατάσταση, έχει βιώσει την αγάπη και το έλεος τού Θεού;
Ο μακαριστός π. Παΐσιος μιλούσε για την κατά Χριστόν απλότητα που την συνέδεε με την αγιασμένη ζωή. Κάποτε που αναφερόταν στη απλότητα είπε: Αν είναι παιδάκι, θα έχη απλότητα. Αν είναι Άγιος, θα εχη απλότητα. Άλλοτε είπε: Για να ζήση κανείς τα μυστήρια τού Θεού, πρέπει να απεκδυθή τον παλαιό του άνθρωπο, να επανέλθη κατά κάποιο τρόπο στη κατάσταση προ της πτώσεως. Να έχη αθωότητα και απλότητα, για να είναι η πίστη του ακλόνη τη και να πιστεύη απόλυτα ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορή να το κάνη ο Θεός». Και άλλοτε είπε: «Αν έχη κανείς απλότητα, έχη ταπείνωση, υπάρχει θείος φωτισμός,λαμποκοπάει». Έτσι, η απλότητα που προέρχεται από την ενέργεια της θείας Χάριτος και την συνέργεια τού Θεού συνδέεται με την αγιότητα.
3. Η θεολογία της απλότητας
Αν θελήσουμε να δώσουμε μια θεολογική ερμηνεία της πνευματικής απλότητας θα λέγαμε ότι ο Θεός είναι απλούς και γι' αυτό ο άνθρωπος που συνδέεται με τον Χριστό αποκτά αυτήν την μακαρία κατάσταση της απλότητας.
Ο Θεός, κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, δεν έχει καμμιά σύνθεση, άλλ' είναι απλούς. Η δυτική σχολαστι κή θεολογία, για να διαφυλάξη την απλότητα τού Θεού, εισήγαγε το λεγόμενο actus purus (καθαρά ενέργεια), δη λαδή την αιρετική άποψη ότι στον Θεό ταυτίζεται η άκτιστη ουσία Του με τις άκτιστες ενέργειές Του, και κατά συνέπεια ο Θεός έρχεται σε επαφή με την κτίση, αλλά και τον άν θρωπο με κτιστές ενέργειες. Η αιρετική άποψη ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες διατυπώθηκε για να διαφυλαχθή η διδασκαλία περί της απλότητές Του, γιατί οι σχολαστικοί θεολόγοι πίστευαν ότι δήθεν η διάκριση μεταξύ άκτιστου ουσίας και κτιστής ενέργειας στον Θεό εισάγει σύνθεση και καταργεί την απλότητά Του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τις απόψεις αυτές που είχε και ο Βαρλαάμ, διδάσκει ότι «κατ' ουσία εν και απλούν το θείον» και ότι η άκτιστη ενέργεια τού Θεού δεν καταργεί την απλότητά Του, αφού η άκτιστη ενέργειά Του δεν εισάγει κάποια σύνθεση στον Θεό, διότι ο Θεός νοείται από μας «όλος αγαθότης και όλος σοφία και όλος δικαιοσύνη και όλος δύναμις». Άλλωστε, οι ενέργειες τού Θεού δεν είναι κάτι άλλο διαφορετικό από την ουσία Του, αλλά είναι η ουσιώδης κίνηση της φύσεως-ουσίας, γι' αυτό και ονομάζονται ουσιώδεις ενέργειες.
Επομένως, ο Θεός είναι απλούς και απλότης. Ο άν θρωπος είναι σύνθετος γιατί αποτελείται από ψυχή και σώμα. Η ψυχή τού ανθρώπου είναι απλή από την φύση της, ενώ το σώμα είναι σύνθετο, γιατί αποτελείται από διάφορα στοιχεία. Τα πάθη είναι εκείνα που εισάγουν την σύνθεση στη ψυχή. Όταν ο άνθρωπος ελευθερωθή από την ενέργεια των παθών, δηλαδή όταν με την δύναμη τού Θεού και την δική του συνέργεια μεταμορφώνει τις δυ νάμεις της ψυχής για να πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν και μετέχει της Χάριτος του, τότε, παρά το σύνθε το της ύπαρξής του (ψυχή και σώμα), αποκτά την κατά Χάριν απλότητα. Οπότε, την σύνθεση δεν την εισάγει η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό, αλλά η ύπαρξη τού πάθους. Ο Θεός δεν έχει πάθη, είναι απλούς, ενώ ο άνθρωπος γίνεται απλούς όταν ενωθή με τον Θεό και μεταμορφωθούν η ψυχή και το σώμα του.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα έργα του αναλύει πως ο άνθρωπος αποκτά την κατά Χριστόν απλότητα, δη λαδή πως ο σύνθετος λογισμός γίνεται απλός και πως ο νους τού άνθρωπου ξεχωρίζει την συμπλοκή τού αισθητού πράγματος από την αίσθηση και την φυσική δύναμη (θυμός-επιθυμία) που δημιουργεί το πάθος και επαναφέρει το καθένα από αυτά στο φυσικό του λόγο.
Ο αββάς Δωρόθεος χαρακτηρίζει ως ψευδόμενο εκεί νο που δεν είναι «απλούς άνθρωπος, αλλά διπλούς». Και επεξηγεί ότι διπλούς (και όχι απλούς) άνθρωπος είναι εκείνος που «άλλος έστιν έσωλθε, και άλλος έξωλθε, δι πλούν έχει και όλο εχλευασμένο τον βίο αυτού».
Έτσι, ο άνθρωπος που ασκείται μέσα στη Εκκλησία, με τα μυστήρια και την τήρηση των εντολών τού Χριστού πορεύεται στον δρόμο της απάθειας, που είναι η ζωή της απλότητας. Μάλιστα, όταν φθάση στον φωτισμό τού νοός και την θέωση, δηλαδή όταν βιώση την Χάρη τού Θεού ως Φως, τότε αποκτά την κατά Θεόν απλότητα, είτε εί ναι σοφός είτε είναι αγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι δυνάμεις της ψυχής πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν, και διαμορφώνουν, μετασκευάζουν και μεταμορ φώνουν και το σώμα, που το καθιστούν απαθές. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος έχει τεκμήρια κατά Χάριν θείας απάθειας. Γι' αυτό και οι Πατέρες διδάσκουν ότι η απάθεια δεν είναι μια φυσική αρετή, αλλά καρπός της θεωρίας τού Θεού, αποτέλεσμα μεθέξεως της ακτίστου Χάριτος τού Θεού.
4. Το εκκλησιαστικό και λειτουργικό ήθος της απλότητας
Από την βιογραφία τού αγίου παπα-Νικόλα Πλανά φαίνεται ότι η απλότητά του, εκτός από την φυσική κατά σταση τού χαρακτήρος του, είχε και στοιχεία εκκλησιαστι κής ζωής, δηλαδή ήταν έκφραση της ακενώτου αγάπης στον Θεό και της αστείρευτης αγάπης προς τον πλησίον. Άλλωστε, ο Θεός τα φυσικά γνωρίσματα τού ανθρώπου τα μεταμορφώνει και τα καθιστά πνευματικά χαρίσματα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρεται στη απλότητα των αγίων, η οποία διαφέρει από την φυσική απλότητα. Γράφει ότι είναι καλή και μακαρία η «φύσει τισιν ενυπάρχουσα άπλυτης», η οποία σκεπάζεται και προφυλάσ σει από ποικίλες μεταβολές και πάθη, αλλά δεν είναι τόσο μακαριστή αυτή όσο η απλότητα που αποκτήθηκε με πόνους και ίδρωτες, που γίνεται πρόξενος τελείας τα πεινώσεως και πραότητας. Η απλότητα συνδέεται με την πραότητα γι' αυτό «ψυχή πραεΐα, θρόνος απλότητος». Τελικά, η απλότητα ορίζεται ως «έξη ψυχής αποίκιλος, προς κακόνοιαν γινομένη ακίνητος». Αυτήν την απλότητα είχε ο Αδάμ προ της πτώσεως, όπως αυτή η αποίκιλη απλότητα είναι το πρώτο ιδίωμα της «των παίδων ηλικίας».
Μια τέτοια μακαρία και αποίκιλη, παιδική, κατά Θεόν, απλότητα είχε ο άγιος παπα-Νικόλαος Πλανάς που ήταν καρπός της αγάπης του προς τον Θεό και της κοινωνίας μαζί Του. Έτσι, δικαιολογείται η απονήρευτη συμπεριφο ρά του, η αγάπη του αδιακρίτως προς όλους. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνεύσουμε ότι οι άλλοι τον έβλε παν, κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας να βρίσκεται πάνω από το έδαφος, ή όταν έβλεπαν το Φως τού Θεού να τον περιβάλλη, ή όταν τον καθοδηγούσε ο άγγελος Κυρίου η όταν συμπεριφερόταν με μεγάλη ταπείνωση και απλότητα και τόσα άλλα περιστατικά.
Όπως φαίνεται από τα πιο πάνω, αύτη η αγία του απλότητα ήταν αποτέλεσμα της επίσκεψης της θείας Χά ριτος, όπως συγκεκριμενοποιείται σε μερικά σημεία. Το πρώτον ότι είχε διαποτισθή από το «πνεύμα» της θείας Ευχαριστίας, που είναι το ήθος της άκρας ταπεινώσεως τού Χριστού, τού Πάθους, τού Σταυρού, της Ταφής, της καθόδου στον άδη και της Αναστάσεως Του. Το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας είναι «πνεύμα» κενώσεως, προσφο ράς, θυσίας. Η θεία Λειτουργία είναι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας μέσα στον οποίο σπάζουν όλα τα συμβατικά θερμόμετρα.
Το δεύτερο είναι ότι η απλότητά του είχε διαμορφωθή από το ήθος της αγρυπνίας, δηλαδή της προσφοράς στον Θεό και αυτού τού βραδινού ύπνου. Αγαπούσε βα θύτατα τις αγρυπνίες, γιατί κατά την διάρκεια της νύκτας η ψυχή τού ανθρώπου, ιδίως όταν προσεύχεται, αποκτά έναν άλλο ρυθμό, συντονίζεται με την ζωή τού προπτωτικού Αδάμ και τού εσχατολογικού άνθρωπου, ακούει τους κτύπους της αιωνιότητας, βιώνει τα άρρητα ρήματα.
Το τρίτον είναι ότι ο παπα-Νικόλας Πλανάς είχε προσαρμοσθή στο ήθος της άκρας απλότητας, ταπεινότητας, πραότητας, ακτημοσύνης και καθαρότητας, που συναντά κανείς στους ερημίτες τού Αγίου Όρους και σε άλλους μοναχούς που εμπνέονται από αυτήν την ατμόσφαιρα της ερήμου τού Άθωνος. Φυσικά, δεν εννοώ αγιορείτες που έχουν εκκοσμικευθή και αποδεσμεύθηκαν από την αγία απλότητα. Ένας αληθινός αγιορείτης δέχεται κάθε άνθρωπο ως άγιο, κατά το πατερικό λόγιο «είδες τον άνθρωπόν σου, είδες τον Θεόν σου».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας για τον κατά σάρκα πατέρα του, τον περιγράφει ως άνθρωπο της κατά Χριστόν απλότητας. Λέγει ότι ο πατέρας του Γρηγόριος ήταν «υψηλότατος μεν τω Βίω, ταπεινότατος δε τω φρονήματι». Και ως προς μεν την αρετή ήταν απρόσιτος, ως προς δε την συναναστροφή ευπρόσιτος. Η καλύτερη δε αρετή που τον χαρακτήριζε και την οποία πολλοί δεν αγαπούν ήταν η απλότης, και το τού ήθους «αδολό τε και αμνησίκακον».Φαίνεται εδώ ότι η απλότητα συνδέε ται στενά με το άδολο τού ήθους και την αμνησικακία. Η κατά Χριστόν απλότητα είναι το αληθινό και το σταθερό, ενώ «παν ο προσποιητό, ουδέ μόνιμον».
Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς διαμορφώθηκε από αυτό το βάθος της εκκλησιαστικής ζωής, τον κατήρτισε η Χάρη τού Θεού, γι' αυτό δεν ήταν σύνθετος, αλλά απλός, δεν ήταν προσποιητός, αλλά αληθινός, δεν ήταν εποχιακός, αλλά μόνιμος, διαχρονικός. Έζησε την απλότητα τού Αδάμ προ της πτώσεως και τού ανθρώπου της έσχατης ημέρας.
Πέρασε από την γη μας ένα αστέρι φωτεινό και μας έδειξε μερικές ανταύγειες της απλότητας της αιωνίου ζωής, όπου θα καταργηθούν όλα τα σύνθετα, και θα απλοποιηθή εν Αγίω Πνεύματι η ζωή τελείως, αφού στους αιώνες θα ακούγεται μόνο το Αλληλούια, τα άρρητα ρήματα, τα τεριρέμ των αγγέλων, όχι απλώς της αγρυπνίας, αλλά της κατά Θεόν ζωής μέσα στο Φως της Τρισηλίου Θεότητος.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Θα τονισθούν μερικά σημεία αυτής της απλότητας τού αγίου Νικολάου Πλανά και στη συνέχεια θα εξηγηθή θεολογικά και λειτουργικά.
1. Η αγία απλότητα
Το βιβλίο που εξε δόθη για τον άγιο παπα-Νικόλα Πλανά που είναι βιογραφία τού Αγίου από μια μαθήτριά του, την μοναχή Μάρθα, κα τά κόσμο Ουρανία Πα παδοπούλου, φέρει ως τίτλο ο «απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων». Ήταν ένας απλός ποιμήν που παιδαγωγούσε μερι κά απλά και απονήρευτα πρόβατα. Αυτό φαίνεται καθαρά σε όλο το βι βλίο. Τον χαρακτηρισμό αυτόν έδωσε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου και είναι γραμμένος στη εισαγωγή τού βιβλίου αυτού.
Πράγμα, ο άγιος Νικόλαος Πλανάς ήταν ένας καλός ποιμήν, αλλά και ένα αγαθό και εκλεκτό πρόβατο τού μεγάλου Ποιμένος Χριστού, και με την απλότητά του, την ακακία του, την ταπείνωσή του δόξασε τον μεγάλο Ποιμέ να Χριστό, που είναι συγχρόνως και το ως εσφαγμένο αρνίον της Αποκαλύψεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του μας διασώζει τον λόγο τού Χριστού εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός ( Ιωάν. θ',11) και ο ίδιος Απόστολος στο βιβλίο της Αποκάλυψης μας παρουσιάζει Αυτόν τον καλό ποιμένα ως εσφαγμένο αρνίο, που θυσιάζεται για τον κόσμο και τελικά Αυτό το ως εσφαγμένο αρνίο είναι ο κριτής τού κόσμου. Ο Ίδιος ο Χριστός είναι συγχρόνως και ποιμήν και αμνός, και όσοι συνδέονται μαζί Του έχουν και τις δύο αυτές ιδιότητες.
Ο Φώτης Κόντογλου γράφει στη αρχή τού κειμένου του για τον παπα-Νικόλα: Μακάριος είναι ο ιστορικός του. Αλλά μακάριος είναι και όποιος το διαβάζει και χαίρεται από τη βλογημένη απλότητά του. Απλός στάθηκε ο Ιστορούμενος, απλός ο Ιστορικός του, απλοί πρέπει να είναι κι' εκείνοι που θα το διαβάσουν... Καρδιά πονηρή και άπιστη ας μην απλώση ν' ανοίξη τούτο το βιβλίο. Έτσι ένοιωθε και ο Παπαδιαμάντης τον άγιο παπα-Νικόλα Πλανά, γι' αυτό έγραφε:Γνωρίζω ένα Ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινό τερος των Ιερέων και ο απλοικώτερος των ανθρώπων. Και ο Φώτης Κόντογλου, ο Ιστορικός των ταπεινών και απλών ανθρώπων, θα γράψη: Γνώρισμα της Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της καρδιάς που φέρνει την πίστη. Όλη η βιογρα φία τού αγίου Νικολάου Πλανά δείχνει αυτόν τον απλό Κληρικό, που ξέ ρει να ποιμαίνη, να ανέχεται, να αγαπά, να είναι μια καύση καρδίας υπέρ όλης της κτίσεως.
Το βιβλίο που εξε δόθη για τον άγιο παπα-Νικόλα Πλανά που είναι βιογραφία τού Αγίου από μια μαθήτριά του, την μοναχή Μάρθα, κα τά κόσμο Ουρανία Πα παδοπούλου, φέρει ως τίτλο ο «απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων». Ήταν ένας απλός ποιμήν που παιδαγωγούσε μερι κά απλά και απονήρευτα πρόβατα. Αυτό φαίνεται καθαρά σε όλο το βι βλίο. Τον χαρακτηρισμό αυτόν έδωσε ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου και είναι γραμμένος στη εισαγωγή τού βιβλίου αυτού.
Πράγμα, ο άγιος Νικόλαος Πλανάς ήταν ένας καλός ποιμήν, αλλά και ένα αγαθό και εκλεκτό πρόβατο τού μεγάλου Ποιμένος Χριστού, και με την απλότητά του, την ακακία του, την ταπείνωσή του δόξασε τον μεγάλο Ποιμέ να Χριστό, που είναι συγχρόνως και το ως εσφαγμένο αρνίον της Αποκαλύψεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του μας διασώζει τον λόγο τού Χριστού εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός ( Ιωάν. θ',11) και ο ίδιος Απόστολος στο βιβλίο της Αποκάλυψης μας παρουσιάζει Αυτόν τον καλό ποιμένα ως εσφαγμένο αρνίο, που θυσιάζεται για τον κόσμο και τελικά Αυτό το ως εσφαγμένο αρνίο είναι ο κριτής τού κόσμου. Ο Ίδιος ο Χριστός είναι συγχρόνως και ποιμήν και αμνός, και όσοι συνδέονται μαζί Του έχουν και τις δύο αυτές ιδιότητες.
Ο Φώτης Κόντογλου γράφει στη αρχή τού κειμένου του για τον παπα-Νικόλα: Μακάριος είναι ο ιστορικός του. Αλλά μακάριος είναι και όποιος το διαβάζει και χαίρεται από τη βλογημένη απλότητά του. Απλός στάθηκε ο Ιστορούμενος, απλός ο Ιστορικός του, απλοί πρέπει να είναι κι' εκείνοι που θα το διαβάσουν... Καρδιά πονηρή και άπιστη ας μην απλώση ν' ανοίξη τούτο το βιβλίο. Έτσι ένοιωθε και ο Παπαδιαμάντης τον άγιο παπα-Νικόλα Πλανά, γι' αυτό έγραφε:Γνωρίζω ένα Ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινό τερος των Ιερέων και ο απλοικώτερος των ανθρώπων. Και ο Φώτης Κόντογλου, ο Ιστορικός των ταπεινών και απλών ανθρώπων, θα γράψη: Γνώρισμα της Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της καρδιάς που φέρνει την πίστη. Όλη η βιογρα φία τού αγίου Νικολάου Πλανά δείχνει αυτόν τον απλό Κληρικό, που ξέ ρει να ποιμαίνη, να ανέχεται, να αγαπά, να είναι μια καύση καρδίας υπέρ όλης της κτίσεως.
2. Η απλότητα της καρδίας
Ο Απόστολος Παύλος προτρέπει τους Χριστιανούς να αποκτήσουν την απλότητα που είναι ένα βασικό στοιχείο της κατά Χριστόν ζωής. Στους Κορινθίους εύχεται να πλουτίζουν σε αυτήν την απλότητα στη οποία ευαρεστείται ο Θεός: εν παντί πλουτιζόμενοι εις πασαν απλότητα, ήτις κατεργάζεται δι' ημών ευχαριστία τω θεώ (Β' Κορινθ. ι', 11). Τον απασχολεί να μη εξαπατηθούν οι Χριστιανοί από τον διάβολο και φθαρούν τα νοήματά τους από της απλότητάς της εις τον Χριστόν (Β' Κορ. ια', 3). Αυτή η απλότητα δεν είναι μια εξωτερική αρετή, αλλά συνδέε ται με την αναγέννηση τού ανθρώπου που γίνεται με την ένωσή του με τον Χριστό, γι' αυτό ο Απόστολος Παύλος συνιστά στους Χριστιανούς την υπακοή που πρέπει να γίνεται εναπλότητα της καρδίας υμών ως τω Χριστώ (Εφ. στ', 5).
Αυτός ο σύνδεσμος της απλότητας με την χριστιανική ζωή και την καρδιακή εμπειρία δείχνει ότι η χριστιανική άπλότητα διαφέρει από οποιαδήποτε άλλη ανθρωπιστική απλότητα. Μπορεί κανείς να είναι απλός στους τρόπους, λόγω καταγωγής ή χαρακτήρος, αλλά αυτό μπορεί να είναι μια φυσική κατάσταση, που δεν σώζει. Στη Εκκλη σία η απλότητα συνδέεται με την δεύτερη γέννηση και όχι με την πρώτη γέννηση, είναι καρπός τού «ευ είναι» και όχι απλώς τού «βιολογικού είναιι». Έτσι, μπορεί κάποιος να είναι πτωχός και αγράμματος, αλλά να έχη υψηλό φρό νημα και να είναι πολύπλοκος, σύνθετος, καθώς επίσης να είναι σοφός κατά κόσμο και όμως, επειδή τον έχει διαποτίσει η αγάπη τού Χριστού, να είναι απλός στη καρ διά και συγκαταβατικός στους αδελφούς του. Πως μπορεί κανείς να είναι εγωιστής και υπερήφανος, όταν, παρά την εσωτερική του κατάσταση, έχει βιώσει την αγάπη και το έλεος τού Θεού;
Ο μακαριστός π. Παΐσιος μιλούσε για την κατά Χριστόν απλότητα που την συνέδεε με την αγιασμένη ζωή. Κάποτε που αναφερόταν στη απλότητα είπε: Αν είναι παιδάκι, θα έχη απλότητα. Αν είναι Άγιος, θα εχη απλότητα. Άλλοτε είπε: Για να ζήση κανείς τα μυστήρια τού Θεού, πρέπει να απεκδυθή τον παλαιό του άνθρωπο, να επανέλθη κατά κάποιο τρόπο στη κατάσταση προ της πτώσεως. Να έχη αθωότητα και απλότητα, για να είναι η πίστη του ακλόνη τη και να πιστεύη απόλυτα ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορή να το κάνη ο Θεός». Και άλλοτε είπε: «Αν έχη κανείς απλότητα, έχη ταπείνωση, υπάρχει θείος φωτισμός,λαμποκοπάει». Έτσι, η απλότητα που προέρχεται από την ενέργεια της θείας Χάριτος και την συνέργεια τού Θεού συνδέεται με την αγιότητα.
3. Η θεολογία της απλότητας
Αν θελήσουμε να δώσουμε μια θεολογική ερμηνεία της πνευματικής απλότητας θα λέγαμε ότι ο Θεός είναι απλούς και γι' αυτό ο άνθρωπος που συνδέεται με τον Χριστό αποκτά αυτήν την μακαρία κατάσταση της απλότητας.
Ο Θεός, κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας, δεν έχει καμμιά σύνθεση, άλλ' είναι απλούς. Η δυτική σχολαστι κή θεολογία, για να διαφυλάξη την απλότητα τού Θεού, εισήγαγε το λεγόμενο actus purus (καθαρά ενέργεια), δη λαδή την αιρετική άποψη ότι στον Θεό ταυτίζεται η άκτιστη ουσία Του με τις άκτιστες ενέργειές Του, και κατά συνέπεια ο Θεός έρχεται σε επαφή με την κτίση, αλλά και τον άν θρωπο με κτιστές ενέργειες. Η αιρετική άποψη ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες διατυπώθηκε για να διαφυλαχθή η διδασκαλία περί της απλότητές Του, γιατί οι σχολαστικοί θεολόγοι πίστευαν ότι δήθεν η διάκριση μεταξύ άκτιστου ουσίας και κτιστής ενέργειας στον Θεό εισάγει σύνθεση και καταργεί την απλότητά Του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντικρούοντας τις απόψεις αυτές που είχε και ο Βαρλαάμ, διδάσκει ότι «κατ' ουσία εν και απλούν το θείον» και ότι η άκτιστη ενέργεια τού Θεού δεν καταργεί την απλότητά Του, αφού η άκτιστη ενέργειά Του δεν εισάγει κάποια σύνθεση στον Θεό, διότι ο Θεός νοείται από μας «όλος αγαθότης και όλος σοφία και όλος δικαιοσύνη και όλος δύναμις». Άλλωστε, οι ενέργειες τού Θεού δεν είναι κάτι άλλο διαφορετικό από την ουσία Του, αλλά είναι η ουσιώδης κίνηση της φύσεως-ουσίας, γι' αυτό και ονομάζονται ουσιώδεις ενέργειες.
Επομένως, ο Θεός είναι απλούς και απλότης. Ο άν θρωπος είναι σύνθετος γιατί αποτελείται από ψυχή και σώμα. Η ψυχή τού ανθρώπου είναι απλή από την φύση της, ενώ το σώμα είναι σύνθετο, γιατί αποτελείται από διάφορα στοιχεία. Τα πάθη είναι εκείνα που εισάγουν την σύνθεση στη ψυχή. Όταν ο άνθρωπος ελευθερωθή από την ενέργεια των παθών, δηλαδή όταν με την δύναμη τού Θεού και την δική του συνέργεια μεταμορφώνει τις δυ νάμεις της ψυχής για να πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν και μετέχει της Χάριτος του, τότε, παρά το σύνθε το της ύπαρξής του (ψυχή και σώμα), αποκτά την κατά Χάριν απλότητα. Οπότε, την σύνθεση δεν την εισάγει η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό, αλλά η ύπαρξη τού πάθους. Ο Θεός δεν έχει πάθη, είναι απλούς, ενώ ο άνθρωπος γίνεται απλούς όταν ενωθή με τον Θεό και μεταμορφωθούν η ψυχή και το σώμα του.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στα έργα του αναλύει πως ο άνθρωπος αποκτά την κατά Χριστόν απλότητα, δη λαδή πως ο σύνθετος λογισμός γίνεται απλός και πως ο νους τού άνθρωπου ξεχωρίζει την συμπλοκή τού αισθητού πράγματος από την αίσθηση και την φυσική δύναμη (θυμός-επιθυμία) που δημιουργεί το πάθος και επαναφέρει το καθένα από αυτά στο φυσικό του λόγο.
Ο αββάς Δωρόθεος χαρακτηρίζει ως ψευδόμενο εκεί νο που δεν είναι «απλούς άνθρωπος, αλλά διπλούς». Και επεξηγεί ότι διπλούς (και όχι απλούς) άνθρωπος είναι εκείνος που «άλλος έστιν έσωλθε, και άλλος έξωλθε, δι πλούν έχει και όλο εχλευασμένο τον βίο αυτού».
Έτσι, ο άνθρωπος που ασκείται μέσα στη Εκκλησία, με τα μυστήρια και την τήρηση των εντολών τού Χριστού πορεύεται στον δρόμο της απάθειας, που είναι η ζωή της απλότητας. Μάλιστα, όταν φθάση στον φωτισμό τού νοός και την θέωση, δηλαδή όταν βιώση την Χάρη τού Θεού ως Φως, τότε αποκτά την κατά Θεόν απλότητα, είτε εί ναι σοφός είτε είναι αγράμματος. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι δυνάμεις της ψυχής πορεύονται κατά φύσιν και υπέρ φύσιν, και διαμορφώνουν, μετασκευάζουν και μεταμορ φώνουν και το σώμα, που το καθιστούν απαθές. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος έχει τεκμήρια κατά Χάριν θείας απάθειας. Γι' αυτό και οι Πατέρες διδάσκουν ότι η απάθεια δεν είναι μια φυσική αρετή, αλλά καρπός της θεωρίας τού Θεού, αποτέλεσμα μεθέξεως της ακτίστου Χάριτος τού Θεού.
4. Το εκκλησιαστικό και λειτουργικό ήθος της απλότητας
Από την βιογραφία τού αγίου παπα-Νικόλα Πλανά φαίνεται ότι η απλότητά του, εκτός από την φυσική κατά σταση τού χαρακτήρος του, είχε και στοιχεία εκκλησιαστι κής ζωής, δηλαδή ήταν έκφραση της ακενώτου αγάπης στον Θεό και της αστείρευτης αγάπης προς τον πλησίον. Άλλωστε, ο Θεός τα φυσικά γνωρίσματα τού ανθρώπου τα μεταμορφώνει και τα καθιστά πνευματικά χαρίσματα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρεται στη απλότητα των αγίων, η οποία διαφέρει από την φυσική απλότητα. Γράφει ότι είναι καλή και μακαρία η «φύσει τισιν ενυπάρχουσα άπλυτης», η οποία σκεπάζεται και προφυλάσ σει από ποικίλες μεταβολές και πάθη, αλλά δεν είναι τόσο μακαριστή αυτή όσο η απλότητα που αποκτήθηκε με πόνους και ίδρωτες, που γίνεται πρόξενος τελείας τα πεινώσεως και πραότητας. Η απλότητα συνδέεται με την πραότητα γι' αυτό «ψυχή πραεΐα, θρόνος απλότητος». Τελικά, η απλότητα ορίζεται ως «έξη ψυχής αποίκιλος, προς κακόνοιαν γινομένη ακίνητος». Αυτήν την απλότητα είχε ο Αδάμ προ της πτώσεως, όπως αυτή η αποίκιλη απλότητα είναι το πρώτο ιδίωμα της «των παίδων ηλικίας».
Μια τέτοια μακαρία και αποίκιλη, παιδική, κατά Θεόν, απλότητα είχε ο άγιος παπα-Νικόλαος Πλανάς που ήταν καρπός της αγάπης του προς τον Θεό και της κοινωνίας μαζί Του. Έτσι, δικαιολογείται η απονήρευτη συμπεριφο ρά του, η αγάπη του αδιακρίτως προς όλους. Με αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνεύσουμε ότι οι άλλοι τον έβλε παν, κατά τη διάρκεια της θείας Λειτουργίας να βρίσκεται πάνω από το έδαφος, ή όταν έβλεπαν το Φως τού Θεού να τον περιβάλλη, ή όταν τον καθοδηγούσε ο άγγελος Κυρίου η όταν συμπεριφερόταν με μεγάλη ταπείνωση και απλότητα και τόσα άλλα περιστατικά.
Όπως φαίνεται από τα πιο πάνω, αύτη η αγία του απλότητα ήταν αποτέλεσμα της επίσκεψης της θείας Χά ριτος, όπως συγκεκριμενοποιείται σε μερικά σημεία. Το πρώτον ότι είχε διαποτισθή από το «πνεύμα» της θείας Ευχαριστίας, που είναι το ήθος της άκρας ταπεινώσεως τού Χριστού, τού Πάθους, τού Σταυρού, της Ταφής, της καθόδου στον άδη και της Αναστάσεως Του. Το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας είναι «πνεύμα» κενώσεως, προσφο ράς, θυσίας. Η θεία Λειτουργία είναι ένας πυρηνικός αντιδραστήρας μέσα στον οποίο σπάζουν όλα τα συμβατικά θερμόμετρα.
Το δεύτερο είναι ότι η απλότητά του είχε διαμορφωθή από το ήθος της αγρυπνίας, δηλαδή της προσφοράς στον Θεό και αυτού τού βραδινού ύπνου. Αγαπούσε βα θύτατα τις αγρυπνίες, γιατί κατά την διάρκεια της νύκτας η ψυχή τού ανθρώπου, ιδίως όταν προσεύχεται, αποκτά έναν άλλο ρυθμό, συντονίζεται με την ζωή τού προπτωτικού Αδάμ και τού εσχατολογικού άνθρωπου, ακούει τους κτύπους της αιωνιότητας, βιώνει τα άρρητα ρήματα.
Το τρίτον είναι ότι ο παπα-Νικόλας Πλανάς είχε προσαρμοσθή στο ήθος της άκρας απλότητας, ταπεινότητας, πραότητας, ακτημοσύνης και καθαρότητας, που συναντά κανείς στους ερημίτες τού Αγίου Όρους και σε άλλους μοναχούς που εμπνέονται από αυτήν την ατμόσφαιρα της ερήμου τού Άθωνος. Φυσικά, δεν εννοώ αγιορείτες που έχουν εκκοσμικευθή και αποδεσμεύθηκαν από την αγία απλότητα. Ένας αληθινός αγιορείτης δέχεται κάθε άνθρωπο ως άγιο, κατά το πατερικό λόγιο «είδες τον άνθρωπόν σου, είδες τον Θεόν σου».
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας για τον κατά σάρκα πατέρα του, τον περιγράφει ως άνθρωπο της κατά Χριστόν απλότητας. Λέγει ότι ο πατέρας του Γρηγόριος ήταν «υψηλότατος μεν τω Βίω, ταπεινότατος δε τω φρονήματι». Και ως προς μεν την αρετή ήταν απρόσιτος, ως προς δε την συναναστροφή ευπρόσιτος. Η καλύτερη δε αρετή που τον χαρακτήριζε και την οποία πολλοί δεν αγαπούν ήταν η απλότης, και το τού ήθους «αδολό τε και αμνησίκακον».Φαίνεται εδώ ότι η απλότητα συνδέε ται στενά με το άδολο τού ήθους και την αμνησικακία. Η κατά Χριστόν απλότητα είναι το αληθινό και το σταθερό, ενώ «παν ο προσποιητό, ουδέ μόνιμον».
Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς διαμορφώθηκε από αυτό το βάθος της εκκλησιαστικής ζωής, τον κατήρτισε η Χάρη τού Θεού, γι' αυτό δεν ήταν σύνθετος, αλλά απλός, δεν ήταν προσποιητός, αλλά αληθινός, δεν ήταν εποχιακός, αλλά μόνιμος, διαχρονικός. Έζησε την απλότητα τού Αδάμ προ της πτώσεως και τού ανθρώπου της έσχατης ημέρας.
Πέρασε από την γη μας ένα αστέρι φωτεινό και μας έδειξε μερικές ανταύγειες της απλότητας της αιωνίου ζωής, όπου θα καταργηθούν όλα τα σύνθετα, και θα απλοποιηθή εν Αγίω Πνεύματι η ζωή τελείως, αφού στους αιώνες θα ακούγεται μόνο το Αλληλούια, τα άρρητα ρήματα, τα τεριρέμ των αγγέλων, όχι απλώς της αγρυπνίας, αλλά της κατά Θεόν ζωής μέσα στο Φως της Τρισηλίου Θεότητος.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ahdoni.blogspot.com