Πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί τόν Εὐσεβῆ Λαόν τῆς Ἱερᾶς
καί Ἀποστολικῆς Μητροπόλεώς μας.
Ἀγαπητά καί πολυφίλητα πνευματικά μου παιδιά,
«Ἰδού Ἰησοῡς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων Χαίρετε» (Ματθ. κη’, 9).
Πένθος, λύπη, φόβος καὶ ἀπογοήτευσι κατεῖχε τὶς ψυχές τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Τὴν στιγμὴ πού οἱ κηδευτὲς τοῦ Σωτῆρος Ἰωσήφ καὶ Νικόδημος ἐσφράγισαν μὲ τὸν λίθο τὴν θύρα τοῦ μνημείου, τὰ ὄνειρά τους ἔσβησαν, ἡ ἐλπίδα τους πέταξε μακριά. Οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου μας δὲν εἶναι οὔτε οἱ πρῶτοι οὔτε οἱ μοναδικοὶ ἄνθρωποι, πού εἶδαν σωριασμένη μπροστά τους καὶ νεκρὴ τὴν ἐλπίδα τους!
Ὁ πόθος ὅμως καίει στὶς καρδιές τους καὶ ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὸν γλυκύ τους Ἰησοῦ κινεῖ τὰ βήματὰ τους «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων» (Μαρκ. ιστ’, 2) στόν τάφο γιά νά ἀκούσουν ἐκεῖ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἀγγέλου «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε» (Μαρκ. ιστ’, 6), καί στήν συνέχεια νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἴδιου, τοῦ Ἀναστημένου Ἰησοῦ, τό «Χαίρετε» (Ματθ. κη’, 9)!
Ἔτσι ὅμως οἱ μυροφόρες γίνονται οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, πού τόσο σύντομα, καί τόσο ἀκαριαία πέρασαν ἀπὸ τὴν ἄμετρη θλίψι στὸ πλημμύρισμα τῆς χαρᾶς!
Ἤπιαν τὸ ποτήρι τὶς πικρίας καὶ γεύτηκαν τὴν ἀπογοήτευσι μέχρι τὴν τελευταία σταγόνα ἐκεῖ στό φρικτό Γολγοθᾶ «ἀπό μακρόθεν θεωροῦσαι» ( Μαρκ. ιε’, 41) καὶ ἔζησαν τὴν ἀνάστασι μὲ τὸν πιὸ αὐθεντικὸ καὶ τὸν πιὸ ἄμεσο τρόπο, ἀφοῦ «ἐκράτησαν αὐτοῦ τούς πόδας καί προσεκύνησαν αὐτῷ» (Ματθ. κη’, 9).
«Χαίρετε», εἶναι ὁ πρῶτος λόγος πού βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, τοῦ Νικητῆ τοῦ θανάτου. Λόγος καὶ πρᾶξις συγχρόνως. Ἀμέσως εἰρήνευσαν οἱ μαθήτριες Του. Ἡ χαρὰ γέμισε τὶς ταραγμένες καρδιές τους. Τὴν λύπη ἡ χαρὰ ἀντικατέστησε. Ἡ ἐλπίδα ζωντάνεψε καὶ πάλι. Καὶ μὲ τὴν δύναμι τῆς χαρᾶς «ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς» (Λουκ. κδ’, 9). Γιά νά ἀποτελεῖ τοῦτο τό μήνυμα τῆς νεκρώσεως τοῦ θανάτου πανανθρώπινη πηγή χαρᾶς καί ἐλπίδος.
Πόσοι ὅμως ἀπὸ ἐμᾶς, σήμερα, σ᾿ ἕνα κόσμο ἀβεβαιότητος, σ᾿ ἕνα κόσμο ἀνειρήνευτο δὲν αἰσθάνονται τὰ χρυσά τους ὄνειρα νὰ σβήνουν, τούς δυναμικούς ὁραματισμούς τους νὰ σωριάζωνται, τήν προσωπικὴ καὶ κοινωνική τους ἐπιτυχία νὰ γκρεμίζεται;
«Χαίρετε» ἐπαναλαμβάνει ὁ Ἀναστάς Κύριος πρὸς ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν, κάθε τάξεως, κάθε ἡλικίας, φύλου καὶ φυλῆς. «Χαίρετε» λέει στοὺς νέους, πού τὸ μέλλον τους παρουσιάζεται ἄγνωστο καί ἀβέβαιο. «Χαίρετε» λέει στοὺς ἡλικιωμένους, πού τοὺς βαραίνουν τὰ χρόνια πού πέρασαν καὶ ἡ φθορὰ πού τά συνοδεύει. «Χαίρετε» ἀπευθύνει στοὺς ὥριμους, πού εἶναι ἐπιφορτισμένοι μὲ πλῆθος ὑποχρεώσεων καὶ πού τόσες ὑλικὲς καὶ ἠθικὲς δυσκολίες ἀντιμετωπίζουν. «Χαίρετε» στοὺς ἀρρώστους. «Χαίρετε» στοὺς κτυπημένους ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς ζωῆς καί τήν ἔντιμη φτώχεια. «Χαίρετε» στοὺς πενθούντες. «Χαίρετε» στοὺς ἁμαρτωλούς. «Χαίρετε λαοὶ καὶ ἀγαλλιᾶσθε… Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, καὶ ἐπλήρωσε τὰ σύμπαντα εὐωδίας…» (Στιχηρὸ Ἀναστάσιμο τῶν Αἴνων, ἦχος β’).
Ἂς θερμάνωμε τὶς καρδιές μας μὲ τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγάπη τῶν μυροφόρων γυναικῶν, πού ὑπερισχύει ὅλων τῶν δυσκολιῶν καὶ τὶς ἀξιώνει νὰ γίνουν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἀφοῦ ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀγαπώσης καρδιᾶς τους τὸν Θεὸ εὐαρέστησε, καὶ ἄς τρέξωμε καὶ ἐμεῖς στὸν κενὸ τάφο, τὴν πηγὴ «τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως». Εἶναι αἴτιος καί πρόξενος πλουσίων καί θείων εὐλογιῶν. Ἂς ἀκούσωμε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τοῦ Ἀγγέλου «οὐκ ἐστιν ὧδε ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. Δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος» (Ματθ. κη’, 6). Ἂς προσέξωμε τὸ χαροποιὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Ἂς πλησιάσουμε τὸν Ἀναστάντα Κύριο καὶ ἂς ὁμολογήσουμε ὅπως ὁ Θωμᾶς «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. κ’, 28). Γιατί Αὐτός εἶναι ὁ Ἀργηγὸς τῆς Πίστεώς μας. Ἂς συνδεθοῦμε μὲ τὴν Ἐκκλησία Του, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, γιατί Αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Πατέρων μας, ἡ κιβωτὸς τοῦ Ἔθνους μας, ἡ αἰτία τῆς ὑποστάσεως τῆς πατρίδος μας. Ἂς ὀργανώσουμε, χωρίς ἐνδοιασμούς καί ἀντιστάσεις τούτη τή στιγμή, πού τό κράτος μας πρέπει νά ξανακτισθῇ, τὴν ζωή μας μὲ βάσι τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ἂς λάβωμε τὴν χάρι τῶν Ἁγίων μυστηρίων. Ἂς Τὸν συναντήσουμε ὁ καθένας μας προσωπικὰ μέσα στὸν ἁγιασμένο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας Του. Θὰ ἀκούσωμε τὸν γλυκὸ Του λόγο, τό «Χαίρετε». Θὰ ἀκούσωμε «Χαίρετε» νέοι, «Χαίρετε» γέροντες, «Χαίρετε» πονεμένοι ἄνθρωποι, «Χαίρετε» ἀνήμποροι, «Χαίρετε» ἀπελπισμένοι, «Χαίρετε» πικραμένοι ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, ἀφοῦ «αἱ μυροφόραι εὗρον ὅπερ διά τῆς Εὔας ἀπώλεσαν» (Ἡσύχιος Ἱεροσολύμων).
«Χαίρετε» πάντες ἀδελφοί, ὁ τάφος ἄδειασε «καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι», ἡ φθορὰ καταπατήθηκε ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς τὸν Κύριο, ἡ θνητότητα ξεπεράστηκε μὲ τὴν σάρκωσι τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἅδης καταργήθηκε καὶ νεκρώθηκε ὁ θάνατος μὲ τὸν Χριστό, ὡς «πρωτότοκον τῶν νεκρῶν».
Χριστὸς ἀνέστη!
Αὐτή ἡ χαρὰ τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου μας εὔχομαι καί Ἀρχιερατικά προσεύχομαι νά πλημμυρίζῃ τὶς καρδιὲς ὅλων σας καὶ νά διαλύῃ τὰ σύννεφα τῆς κατήφειας, ποὺ στὸν ὁρίζοντα ἀναφαίνονται πυκνά καί σκιώδη καί διατελοῦμεν,
Μετά πατρικῶν εὐλογιῶν καί ἀναστασίμων ἀσπασμῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
Ὁ Κορίνθου, Σικυῶνος, Ζεμενοῦ, Ταρσοῦ καί Πολυφέγγους
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ