Του Μητροπολίτου Πέργης Ευαγγέλου
Ἔστρωσε ἡ φύση στή γῆ τήν ἀνοιξιάτικη πνοή της. Γαλάζιο τό στερέωμα. Κι οἱ ἡλιακτίδες ὡς ἀργά μαζί μας. Πάνω σ᾿ αὐτήν τήν ἐμβίωση θά βαδίσει ὁ Ἀναμάρτητος γιά νά σπείρει τό θαῦμα τῆς Χριστιανοσύνης. Kι᾿ ἕνας ὕμνος γλυκός, γεμάτος προσδοκία καί χαρμοσύνη μᾶς περιμένει, μᾶς ὠθεῖ νά τόν τραγουδήσουμε ἐαρινά. Νά τόν ψάλουμε σάν τά μικρά κανοναρχάκια, γιά νά τόν ἀκούσει ὁ Θεός: «Ψυχή μου, ψυχή μου ἀνάστα, τί καθεύδεις;» (2).
Βλέπω τίς ἀνθισμένες μιγδαλιές, ὅλες μαζί μπουμπουκιασμένες, ἀγκαλιασμένες.
Καί μούρχεται νά τίς ρωτήσω, ποῦ πάτε τόσο στολισμένες, τόσο χαρούμενες; Κι᾿ ὕστερανά στραφῶ στή Ρωμηοσύνη. Νά τῆς πῶ νά βάλει κι᾿ αὐτή τά καλά της. Νά μοσχομυριστεῖ.
Νά κρατήσει βάγια στά χέρια της. Καί νά τήν καλέσω νά ψάλλουμεν μαζί, σάν μικρά παιδιά, τό «Ἐξέρχεσθε οἱ πιστοί εἰς τήν Ἀνάστασιν» (3). Νά τ᾿ ἀκούσει κι᾿ ὁ κόσμος, πώς κι᾿ ἀπό κάστρα μέσα, μπορεῖ οἱ φύλακες τοῦ Ἀληθινοῦ νά κρατήσουνε χρυσές λαμπάδες, νά φωνάξουνε τό «Χριστός Ἀνέστη».
Πάμε νά μποῦμε σέ κατάνυξη. Μᾶς φωτίζουνε οἱ οὐρανοί τό δρόμο. Καί μέ τό ρυθμό τῆς ζωῆς, ν᾿ ἀνεβοῦμε σκαλί σκαλί στόν Πατέρα μας. Εἴμαστε ἡ μάζα ἡ ἡρωϊκή τῆς πόλης.
Καί πιασμένοι χέρι χέρι μέ τό πεπρώμενο μας στολίζουμε τό χρόνο τῆς μαρτυρίας μας μέ ὄνειρα ἀξεπέραστα. Σάν κάποιος ἄγγελος νά μᾶς τά θυμίζει στ᾿ αὐτί. Ἀθανατίζουμε τή συντροφιά τῆς λαλίστατης σιωπῆς βαδίζοντας πάνω της γιά νά μποῦμε νοσταλγημένα στόν κεκοσμημένο νυμφῶνα τοῦ Χριστοῦ.
Μέ Γλυκειά μυσταγωγία μᾶς σκεπάζουν οἱ νύχτες πού ἔρχονται. Γεμάτες ἀπό τό μυστήριο τῆς Πόλης, πού μᾶς βρίσκει μέσα της, σκεπασμένους ἀπό τήν ἀόρατη Χάρη ἀπό προικιά κειμηλιώδη τῶν αἰώνων. Εἶναι τό «γλυκύ μας ἔαρ». Ἡ ἀσίγαστη φωνή τοῦ Ζωοδότου, πού ἠχολογεῖ μέσα μας τήν ἐλπίδα. Ἕνα κρυφομίλημα τοῦ γένους μέ τό Θεό, πού μᾶς τρέφει μέ τό ἀχόρταγο μάννα τῆς ράτσας.
Νοιώθουμε τήν ἀνάσα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς δροσίζει τό μέτωπο. Καί κάθε φορά σά᾿ νά πρωτοπίνουμε καί κάτι ἀπό τό θαῦμα καί τό νάμα τῆς Ἀνάστασης. Τῆς πολίτικης Ἀνάστασης, τῆς φωτισμένης μέ τό φέγγος τῆς Ἀνατολῆς, καί μέ τό μήνυμα τῶν ἀστέρων. Μέ τά βλέμματα τοῦ Σεραφείμ. Σάν τοῦ ἐνός τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς πού παρέμεινε μαζί μας στήν Πόλη, νά μᾶς φέρνει τά μηνύματα τοῦ Ἀθεώρητου.
Γίνεται ὄμορφο τό Πάσχα ὅταν ἀνασταίνεται μέσα ἀπό ἀνθρώπινο πάθος. Αἰσθάνεσαι νά σέ κρατάει ὁ Ἀναφής ἀπό τό χέρι ζεστό νά σ᾿ ἔχει μέ τήν πίστη σου, μέ τήν Ὀρθοδοξία σου, μέ τήν κάθε ἀγάπη σου καί φορεμένο ἕνα «ἔνδυμα ἀφθαρσίας», πλεγμένο ἀπό τά χέρια τῆς Κυρᾶς Ρωμηοσύνης, καθισμένης στή σφραγισμένη κι᾿ ἀλησμόνητη αὐλόπορτα τῆς παλιᾶς γειτονιᾶς.
Πρίν ἀπό τή νύχτα τῆς Ἀνάστασης, λογιῶν λογιῶν ὧρες χτυποῦν τήν πόρτα μας, γεμᾶτες ἀπό ρέμβη ἑαρινή. Γεμάτες ἀπό ὄρθρους καί δειλινά, βουτηγμένα στόν ἦχο μιᾶς καμπάνας, πού τήν κρούει ἡ Πόλη, πού τήν ἐναρμονίζει ἡ Ρωμηοσύνη μαζί μέ τά παιδιά της, πού ντυμένα ἀγγελικά μᾶς τραγουδοῦν, «ἐξέρχεσθε οἱ πιστοί εἰς τήν Ἀνάστασιν».
Ἄνοιξη, φίλησε μας μέ τή δύναμη τῆς φρεσκάδας, σου. Κύριε, «ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμεν Σοι φαγεῖν τό Πάσχα»;
φωτό: Ν. Μαγγίνας
Βλέπω τίς ἀνθισμένες μιγδαλιές, ὅλες μαζί μπουμπουκιασμένες, ἀγκαλιασμένες.
Καί μούρχεται νά τίς ρωτήσω, ποῦ πάτε τόσο στολισμένες, τόσο χαρούμενες; Κι᾿ ὕστερανά στραφῶ στή Ρωμηοσύνη. Νά τῆς πῶ νά βάλει κι᾿ αὐτή τά καλά της. Νά μοσχομυριστεῖ.
Νά κρατήσει βάγια στά χέρια της. Καί νά τήν καλέσω νά ψάλλουμεν μαζί, σάν μικρά παιδιά, τό «Ἐξέρχεσθε οἱ πιστοί εἰς τήν Ἀνάστασιν» (3). Νά τ᾿ ἀκούσει κι᾿ ὁ κόσμος, πώς κι᾿ ἀπό κάστρα μέσα, μπορεῖ οἱ φύλακες τοῦ Ἀληθινοῦ νά κρατήσουνε χρυσές λαμπάδες, νά φωνάξουνε τό «Χριστός Ἀνέστη».
Πάμε νά μποῦμε σέ κατάνυξη. Μᾶς φωτίζουνε οἱ οὐρανοί τό δρόμο. Καί μέ τό ρυθμό τῆς ζωῆς, ν᾿ ἀνεβοῦμε σκαλί σκαλί στόν Πατέρα μας. Εἴμαστε ἡ μάζα ἡ ἡρωϊκή τῆς πόλης.
Καί πιασμένοι χέρι χέρι μέ τό πεπρώμενο μας στολίζουμε τό χρόνο τῆς μαρτυρίας μας μέ ὄνειρα ἀξεπέραστα. Σάν κάποιος ἄγγελος νά μᾶς τά θυμίζει στ᾿ αὐτί. Ἀθανατίζουμε τή συντροφιά τῆς λαλίστατης σιωπῆς βαδίζοντας πάνω της γιά νά μποῦμε νοσταλγημένα στόν κεκοσμημένο νυμφῶνα τοῦ Χριστοῦ.
Μέ Γλυκειά μυσταγωγία μᾶς σκεπάζουν οἱ νύχτες πού ἔρχονται. Γεμάτες ἀπό τό μυστήριο τῆς Πόλης, πού μᾶς βρίσκει μέσα της, σκεπασμένους ἀπό τήν ἀόρατη Χάρη ἀπό προικιά κειμηλιώδη τῶν αἰώνων. Εἶναι τό «γλυκύ μας ἔαρ». Ἡ ἀσίγαστη φωνή τοῦ Ζωοδότου, πού ἠχολογεῖ μέσα μας τήν ἐλπίδα. Ἕνα κρυφομίλημα τοῦ γένους μέ τό Θεό, πού μᾶς τρέφει μέ τό ἀχόρταγο μάννα τῆς ράτσας.
Νοιώθουμε τήν ἀνάσα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς δροσίζει τό μέτωπο. Καί κάθε φορά σά᾿ νά πρωτοπίνουμε καί κάτι ἀπό τό θαῦμα καί τό νάμα τῆς Ἀνάστασης. Τῆς πολίτικης Ἀνάστασης, τῆς φωτισμένης μέ τό φέγγος τῆς Ἀνατολῆς, καί μέ τό μήνυμα τῶν ἀστέρων. Μέ τά βλέμματα τοῦ Σεραφείμ. Σάν τοῦ ἐνός τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς πού παρέμεινε μαζί μας στήν Πόλη, νά μᾶς φέρνει τά μηνύματα τοῦ Ἀθεώρητου.
Γίνεται ὄμορφο τό Πάσχα ὅταν ἀνασταίνεται μέσα ἀπό ἀνθρώπινο πάθος. Αἰσθάνεσαι νά σέ κρατάει ὁ Ἀναφής ἀπό τό χέρι ζεστό νά σ᾿ ἔχει μέ τήν πίστη σου, μέ τήν Ὀρθοδοξία σου, μέ τήν κάθε ἀγάπη σου καί φορεμένο ἕνα «ἔνδυμα ἀφθαρσίας», πλεγμένο ἀπό τά χέρια τῆς Κυρᾶς Ρωμηοσύνης, καθισμένης στή σφραγισμένη κι᾿ ἀλησμόνητη αὐλόπορτα τῆς παλιᾶς γειτονιᾶς.
Πρίν ἀπό τή νύχτα τῆς Ἀνάστασης, λογιῶν λογιῶν ὧρες χτυποῦν τήν πόρτα μας, γεμᾶτες ἀπό ρέμβη ἑαρινή. Γεμάτες ἀπό ὄρθρους καί δειλινά, βουτηγμένα στόν ἦχο μιᾶς καμπάνας, πού τήν κρούει ἡ Πόλη, πού τήν ἐναρμονίζει ἡ Ρωμηοσύνη μαζί μέ τά παιδιά της, πού ντυμένα ἀγγελικά μᾶς τραγουδοῦν, «ἐξέρχεσθε οἱ πιστοί εἰς τήν Ἀνάστασιν».
Ἄνοιξη, φίλησε μας μέ τή δύναμη τῆς φρεσκάδας, σου. Κύριε, «ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμεν Σοι φαγεῖν τό Πάσχα»;
φωτό: Ν. Μαγγίνας
fanarion.blogspot.com/