Πράξεις των Αποστόλων 1, 1-8
Πρωτότυπο κείμενο
Τον μεν πρώτον λόγον εποιησάμην περί πάντων, ω Θεόφιλε, ων ήρξατο ο Ιησούς ποιείν τε και διδάσκειν, άχρι ης ημέρας εντειλάμενος τοις αποστόλοις δια Πνεύματος Αγίου ους εξελέξατο ανελήφθη• οις και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι΄ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού. Και συναλιζόμενος παρήγγειλεν αυτοίς από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός ην ηκούσατέ μου• ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας. Οι μεν ουν συνελθόντες επηρώτων αυτόν λέγοντες• Κύριε ει εν τω χρόνω τούτω αποκαθιστάνεις την βασιλείαν τω Ισραήλ; Είπε δε προς αυτούς• ουχ υμών εστι γνώναι χρόνους ή καιρούς ους ο πατήρ έθετο εν τη ιδία εξουσία, αλλά λήψεσθε δύναμιν επελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ΄ υμάς, και έσεσθέ μοι μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης.
Απόδοση
Στο πρώτο μου βιβλίο, Θεόφιλε, διηγήθηκα όλα όσα ο Ιησούς έκανε και δίδαξε, από την αρχή ως την ημέρα που αναλήφθηκε, αφού πρώτα έδωσε εντολές, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, στους αποστόλους που είχε διαλέξει ο ίδιος. Μετά το θάνατό του παρουσιάστηκε σ΄ αυτούς ζωντανός με πολλές αποδείξεις• εμφανιζόταν σ΄ αυτούς για σαράντα μέρες και τους μιλούσε σχετικά με τη βασιλεία του Θεού. Ενόσω ήταν μαζί τους και έτρωγε, τους παράγγειλε: «Μην απομακρυνθείτε από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένετε από τον Πατέρα την εκπλήρωση της υπόσχεσης, για την οποία σας μίλησα• ότι, δηλαδή, ενώ ο Ιωάννης βάφτιζε με νερό, εσείς θα βαφτιστείτε σε λίγες μέρες με το Άγιο Πνεύμα. Οι μαθητές, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν μια μέρα και τον ρωτούσαν: «Κύριε, έφτασε άραγε η ώρα να αποκαταστήσεις τη βασιλεία στο Ισραήλ;». Και αυτός τους είπε: «Εσείς δεν μπορείτε να γνωρίζετε τον ακριβή χρόνο• αυτόν τον κρατάει ο Πατέρας στην αποκλειστική του εξουσία. Θα λάβετε όμως δύναμη όταν θα έρθει το Άγιο Πνεύμα σ΄ εσάς, και θα γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και στη Σαμάρεια και ως τα πέρατα της γης».
Οι εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου
Η Ανάσταση του Ιησού Χριστού, το Πάσχα, αποτελεί την κορυφαία εορτή του εκκλησιαστικού εορτολογίου και από πολύ νωρίς θεωρήθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού έτους. Αργότερα βέβαια καθορίστηκε η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή της Ινδίκτου (αρχή εκκλησιαστικού έτους), ωστόσο το Πάσχα εξακολουθεί να κατέχει την πλέον εξέχουσα θέση στο εορτολόγιο.
Τα αναγνώσματα της πασχάλιας περιόδου, δηλαδή από την εορτή του Πάσχα μέχρι και την Πεντηκοστή προέρχονται, οι μεν ευαγγελικές περικοπές από το Ευαγγέλιο του αποστόλου και ευαγγελιστή Ιωάννη, οι δε αποστολικές από τις Πράξεις των Αποστόλων. Το Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο προκρίθηκε εξαιτίας της υψηλής θεολογικής σημασίας του, λόγω της διδασκαλίας του για τον προαιώνιο Λόγο του Θεού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, «και ο Λόγος Σαρξ εγένετο» (Ιω.1,14) και με το Πάθος, το Σταυρό και την Ανάστασή του προσφέρει τη σωτηρία στο ανθρώπινο γένος. Οι Πράξεις των Αποστόλων επιλέγηκαν γιατί μας περιγράφουν ουσιαστικά την πορεία του αποστολικού κηρύγματος, που έχει ως αφετηρία και βάση την Ανάσταση του Κυρίου.
Η επί γης πορεία και δράση του Ιησού Χριστού επισφραγίζεται με την ένδοξη Ανάληψή του στους ουρανούς. Πριν όμως αναληφθεί στους ουρανούς άφησε ρητή εντολή στους μαθητές του να κηρύξουν το Ευαγγέλιο σε όλη την οικουμένη: «εντειλάμενος τοις αποστόλοις δια Πνεύματος Αγίου ους εξελέξατο ανελήφθη».
Ο Ιησούς Χριστός μετά την Ανάστασή του «παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν», εμφανίστηκε δηλαδή στους μαθητές του και έτσι μπορούσαν πλέον να μαρτυρήσουν από προσωπική εμπειρία για το γεγονός και την πραγματικότητα της Ανάστασης. «Δι΄ ημερών τεσσαράκοντα» ο Ιησούς Χριστός εμφανιζόταν κατά τακτά διαστήματα στους μαθητές του «εν πολλοίς τεκμηρίοις». Μέσω δηλαδή πολλών αποδείξεων τους βεβαίωνε ότι ήταν ο ίδιος και ότι ήταν ζωντανός, άρα ότι είχε αναστηθεί και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού. Για να βεβαιώσει μάλιστα τους μαθητές του ότι είναι ο ίδιος ο Διδάσκαλός τους, καθόταν μαζί τους και έτρωγαν και έπιναν μαζί, όπως έκαναν και πριν το Πάθος. Ο Ιησούς Χριστός ως τέλειος άνθρωπος, προσέλαβε όλα τα αδιάβλητα πάθη, τις φυσικές δηλαδή ανάγκες της ανθρώπινης φύσης, χωρίς βέβαια την αμαρτία. Επομένως είχε την ανάγκη της φυσικής τροφής, γι΄ αυτό έτρωγε και έπινε όπως και οι μαθητές του. Μετά την Ανάστασή του όμως, δεν έφαγε και δεν ήπιε από φυσική ανάγκη, αλλά για να πιστοποιήσει σε όλους ότι μετά το εκούσιο Πάθος του και την Ταφή του, αναστήθηκε ως θεάνθρωπος, φέροντας δηλαδή και τη θεία και την ανθρώπινη φύση.
Η προτροπή του αναστημένου Κυρίου προς τους μαθητές του ήταν: «από Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι», να παραμείνουν δηλαδή στην Αγία Πόλη και εκεί να περιμένουν «την επαγγελία του Πατρός». Η παραγγελία αυτή του Ιησού Χριστού αποσκοπεί στο να κρατήσει τους μαθητές του σε συνοχή, ώστε να μη διασκορπιστούν από φόβο, αλλά έτσι ενωμένοι να περιμένουν την αποστολή του Αγίου Πνεύματος, πράγμα το οποίο ο ίδιος τους υποσχέθηκε. Η επέλευση του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές, κατά αντιστοιχία προς το βάπτισμα του Ιωάννη του Βαπτιστή, βάπτισμα «εν ύδατι», θα είναι βάπτισμα «εν Πνεύματι Αγίω». Θα είναι η μετοχή τους στη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ωστόσο ο χρόνος της αποστολής του Αγίου Πνεύματος παραμένει άγνωστος στους μαθητές και αυτό εντείνει την εγρήγορσή τους και ενδυναμώνει την ελπίδα τους.
Η υπόσχεση αυτή του Ιησού Χριστού για την επέλευση του Αγίου Πνεύματος ενθαρρύνει τους μαθητές γι΄ αυτό αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία να τον ρωτήσουν για το χρόνο της αποκατάστασης της βασιλείας του. Οι μαθητές προφανώς βρίσκονται σε σύγχυση γιατί αναμένουν «εν τω χρόνω τούτω» την αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού. Αυτή τη βασιλεία όμως την εκλαμβάνουν με την κοσμική έννοια, με την προοπτική του κόσμου τούτου και συμπεραίνουν ότι αφού επρόκειτο να λάβουν το Άγιο Πνεύμα, είχε άρα έρθει η ώρα της αποκατάστασης της βασιλείας για τον Ισραηλιτικό λαό. Η βασιλεία του Θεού όμως είναι και εκτός του τόπου τούτου και του χρόνου, μπαίνει σε μια άλλη διάσταση, γι΄ αυτό και η απάντηση του Ιησού Χριστού θέλει να οδηγήσει τη σκέψη των μαθητών στη σωστή βάση. Το «γνώναι χρόνους ή καιρούς» ανήκει στην αποκλειστική εξουσία του Θεού Πατέρα.
Ενώ ο χρόνος της παρουσίας του Κυρίου παραμένει άγνωστος, η έλευση του Αγίου Πνεύματος επρόκειτο να συμβεί μετά από λίγες μέρες και κατ΄ αυτήν οι μαθητές θα λάμβαναν «δύναμιν» για την επιτέλεση της αποστολής τους. Η αποστολή αυτή κατά κύριο λόγο θα ήταν η μαρτυρία του Ιησού Χριστού: «και έσεσθέ μοι μάρτυρες». Η μαρτυρία για τον Ιησού Χριστό σημαίνει το κήρυγμα για τη ζωή, τη δράση, τη διδασκαλία, τα θαύματα, το εκούσιο Πάθος του και πρωτίστως για την Ανάστασή του. Οι μαθητές είναι εκείνοι που αναλαμβάνουν το έργο, την αποστολή της μαρτυρίας της Ανάστασης, ξεκινώντας από την Ιερουσαλήμ και προχωρώντας σε όλη την οικουμένη. Η οικουμενικότητα του κηρύγματος της Ανάστασης αποδεικνύει ότι το απολυτρωτικό έργο του Κυρίου απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, όλων των εθνών και όλων των εποχών.
Οι Απόστολοι είναι οι κετ΄ εξοχήν μάρτυρες του Ιησού Χριστού, αυτοί έζησαν και πορεύτηκαν μαζί του, είδαν το έργο του, τα θαύματά του και έζησαν το μαρτύριό του, ήταν οι αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρές του. Αυτό το έργο της μαρτυρίας του Ιησού Χριστού οι Απόστολοι το μετέδωσαν στους διαδόχους τους, τους Επισκόπους, τους πρεσβυτέρους και διακόνους αλλά και στον κάθε πιστό χωριστά. Η μαρτυρία του Ιησού Χριστού αποτελεί σε τελική ανάλυση καθολική αποστολή των πιστών, η οποία θα συνεχίζεται μέχρι τη συντέλεια των αιώνων. Βέβαια η μαρτυρία αυτή των Αποστόλων δεν περιορίζεται μόνο στο κήρυγμα του ευαγγελίου αλλά προεκτείνεται και στο μαρτύριο του αίματος. Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός καλώντας τους μαθητές του να τον ακολουθήσουν και κατ΄ επέκταση όλους τους πιστούς, δεν υπόσχεται την άνεση αλλά το μαρτύριο και το σταυρό: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8,34). Και πραγματικά οι Απόστολοι του Ιησού Χριστού δεν παρέμειναν απλοί κήρυκες του ευαγγελίου αλλά επισφράγισαν την ιεραποστολική τους δράση με το αίμα του μαρτυρίου τους, εκπληρώνοντας την προφητεία του Κυρίου: «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιω. 15,20). Τον ίδιο δρόμο ακολούθησαν οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων που υπέμειναν με καρτερία και πίστη τους φοβερούς διωγμούς, προσφέροντας στην Εκκλησία το αναρίθμητο νέφος των μαρτύρων. Αλλά το μαρτύριο εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στην Εκκλησία με το λεγόμενο «μαρτύριο της συνηδείσεως», που σημαίνει το συνεχή αγώνα των πιστών να πετύχουν την εν Χριστώ τελείωση, παλεύοντας με τα καθημερινά προβλήματα και τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και την χλεύη του κόσμου τούτου.
Ο Ιησούς Χριστός μετά την τριήμερη Ανάστασή του εμφανίζεται αρχικά στις Μυροφόρες γυναίκες που «λίαν πρωί» έσπευσαν στον τάφο του για να του προσφέρουν τις δέουσες τιμές και βρέθηκαν αντιμέτωπες με το «κενό μνημείο. Εμφανίζεται επίσης και στους μαθητές του, οι οποίοι μετά το Πάθος και την Ταφή του κρύβονταν «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Αυτές οι εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου φαίνεται και από το παρόν αποστολικό ανάγνωσμα ότι ήταν πολλές και συχνές: «δι΄ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού». Κατά το διάστημα δηλαδή των σαράντα ημερών από την Ανάστασή του μέχρι την Ανάληψή του στους ουρανούς, εμφανιζόταν τακτικά στους μαθητές του και συνομιλούσε μαζί τους, συνέτρωγε μαζί τους, συναναστρεφόταν με αυτούς, όπως και πριν το Πάθος.
Μέσα στην Καινή Διαθήκη μαρτυρούνται ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου στο χρονικό διάστημα από την Ανάσταση μέχρι και την Ανάληψη. Μια ακόμη εμφάνιση αναφέρεται μετά την Πεντηκοστή και αφορά στον Απόστολο Παύλο. Βέβαια οι εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου είναι περισσότερες, αλλά μόνο γι΄ αυτές υπάρχει η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης. Για παράδειγμα θεωρείται σίγουρο ότι ο Αναστάς Κύριος εμφανίστηκε στην Παναγία Μητέρα του, αλλά παρότι αυτό είναι πίστη της Εκκλησίας μας, εντούτοις δεν μαρτυρείται με σαφήνεια μέσα στην Καινή Διαθήκη, παρά μόνο με υπαινιγμούς. Σαφείς πληροφορίες για την εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου στην Παναγία Μητέρα του βρίσκουμε μόνο σε κάποια απόκρυφα κείμενα. Ωστόστο υπάρχουν ερμηνευτές που τις φράσεις του ευαγγελίου που αναφέρονται στην «άλλη Μαρία» (Ματθ. 28, 1) η τη «Μαρία Ιακώβου» (Λουκ. 24, 10) τις αποδίδουν στην Παναγία.
Ο αριθμός ένδεκα είναι σχετικός αλλά και συμβολικός, καθώς όπως ήδη αναφέραμε οι εμφανίσεις του Κυρίου μετά την Ανάστασή του είναι πολύ περισσότερες. Από πολύ νωρίς ο αριθμός ένδεκα συνδέθηκε με τους Αγίους Αποστόλους που παρέμειναν ένδεκα μετά την Ανάσταση, αφού αποσκίρτησε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης «ο και παραδιδούς αυτόν». Η επισήμανση αυτή θέλει να τονίσει την πίστη της Εκκλησίας για την εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου στους ένδεκα Αποστόλους του, είτε στον καθένα χωριστά, είτε σε όλους μαζί ή σε κάποιους από αυτούς. Η παράδοση αυτή για τις ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου συνδέθηκε και με τη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας, καθώς στην αναστάσιμη ακολουθία του όρθρου κάθε Κυριακής έχουμε την ανάγνωση ενός εωθινού ευαγγελίου. Τα εωθινά ευαγγέλια είναι ένδεκα στον αριθμό, παραπέμποντας και πάλιν στον αριθμό των Αποστόλων, και διαβάζονται διαδοχικά κάθε Κυριακή στον όρθρο. Η θεματολογία των εωθινών ευαγγελίων είναι ουσιαστικά μια παρουσίαση των εμφανίσεων του Αναστάντος Κυρίου.
Οι πρώτες που είδαν τον Αναστημένο Ιησού Χριστό είναι οι Μυροφόρες γυναίκες. Οι μαθητές φοβισμένοι από τα παρελθόντα γεγονότα κρύβονταν και δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν δημόσια, πόσο μάλλον να επισκεφτούν τον Τάφο του Κυρίου. Οι γυναίκες όμως τρέχουν πολύ νωρίς το πρωί για να αλείψουν με αρώματα το Σώμα του Διδασκάλου. Εκεί αντικρίζουν το κενό μνημείο και πληροφορούνται από τον Άγγελο την Ανάσταση του Κυρίου. Μέσα στην μεγάλη χαρά τους τρέχουν να αναγγείλουν το γεγονός στους μαθητές και τότε συναντώνται αναπάντεχα με τον Κύριο: «ως δε επορεύοντο αναγγείλαι τοις μαθηταίς αυτού, και ιδού Ιησούς απήντησεν αυταίς λέγων, χαίρετε». Εκείνες «προσελθούσαι εκράτησαν αυτού τους πόδας και προσεκύνησαν αυτώ» (Ματθ.28,9). Ο Αναστημένος πλέον Ιησούς Χριστός προτρέπει τις θαρραλέες μαθήτριές του να πορευτούν και να γνωστοποιήσουν το γεγονός στους υπόλοιπους μαθητές και να τους πουν να πάνε στη Γαλιλαία, όπου επρόκειτο να τους συναντήσει. Έτσι οι Μυροφόρες γυναίκες έγιναν οι πρώτοι μάρτυρες και οι πρώτες ευαγγελίστριες της Ανάστασης του Κυρίου.
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος σαν συνέχεια της εντολής του Κυρίου προς τις Μυροφόρες παρουσιάζει τους μαθητές να πορεύονται στη Γαλιλαία «εις το όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς». Εκεί οι μαθητές είδαν τον Κύριο και τον προσκύνησαν, μερικοί όμως είχαν ακόμη αμφιβολίες. Ο Κύριος τους πλησίασε και τους πιστοποίησε ότι είναι ο ίδιος ο Διδάσκαλός τους και τους ανέθεσε πλέον το έργο του ευαγγελισμού της οικουμένης: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν». Οι μαθητές λαμβάνουν ρητή εντολή από τον Αναστάντα Κύριο να απευθύνουν το μήνυμα του ευαγγελίου στα πέρατα της οικουμένης. Στην προσπάθεια και στο έργο τους αυτό θα έχουν την ενίσχυση και τη στήριξη του Κυρίου: «και ιδού εγώ μεθ΄ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 16-20).
Οι ευαγγελιστές Μάρκος και Ιωάννης μας πληροφορούν ότι η πρώτη που είδε τον Αναστάντα Κύριο είναι η Μαρία η Μαγδαληνή, την οποία θεράπευσε ο Κύριος, αφού βρισκόταν κάτω από την επήρεια επτά δαιμονίων. Λέγει χαρακτηριστικά ο ευαγγελιστής Μάρκος: «αναστάς δε πρωί πρώτη σαββάτου εφάνη πρώτον Μαρία τη Μαγδαληνή, αφ΄ ης εκβεβλήκει επτά δαιμόνια» (Μάρκ, 16,9). Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας δίνει μια άλλη παράλληλη εκδοχή. Η Μαρία η Μαγδαληνή έτρεξε πολύ νωρίς στο μνημείο, ενώ επικρατούσε ακόμη το σκοτάδι και διαπιστώνει ότι ο τάφος είναι κενός. Νομίζοντας ότι κάποιος έκλεψε το νεκρό σώμα του Διδασκάλου, τρέχει και το ανακοινώνει στον Πέτρο και τον Ιωάννη. Οι δυο μαθητές καταφθάνουν στο μνημείο και βλέπουν και αυτοί τον κενό τάφο. Η Μαρία η Μαγδαληνή πεπεισμένη ότι το νεκρό σώμα του Ιησού Χριστού έχει κλαπεί, κάθεται κοντά στο μνημείο και κλαιει. Τότε «θεωρεί δυο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους», οι οποίοι την ρωτούν: «γύναι τι κλαίεις;». Η Μαρία η Μαγδαληνή βαθιά θλιμμένη τους απαντά: «ότι ήραν τον Κύριόν μου, και ουκ οίδα που έθηκαν αυτόν». Και καθώς έδωσε την απάντησή της, γύρισε προς τα πίσω και είδε τον Ιησού όρθιο, αλλά δεν τον κατάλαβε. Τότε ο Ιησούς αρχίζει να συνομιλεί μαζί της: «γύναι τι κλαίεις; τίνα ζητείς;». Εκείνη όμως νομίζει ότι είναι ο κηπουρός γι΄ αυτό του λέγει: «κύριε, ει συ εβάστασας αυτόν, ειπέ μοι πού έθηκας αυτόν, καγώ αυτόν αρώ». Τότε ο Ιησούς Χριστός την καλεί με το όνομά της: «Μαρία, στραφείσα εκείνη λέγει αυτώ, ραββουνί, ο λέγεται, διδάσκαλε» (Ιω. 20, 11-18). Μετά την αναγνώριση η Μαρία η Μαγδαληνή λαμβάνει την εντολή από τον Αναστάντα Κύριο να πει στους μαθητές ότι τον είδε.
Στη συνέχεια ο Αναστάς Κύριος εμφανίζεται στους μαθητές του, οι οποίοι παρέμεναν κρυμμένοι «δια τον φόβον των Ιουδαίων». Την πληροφορία αυτή μας τη δίνουν οι ευαγγελιστές Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης. «Ούσης οψίας τη ημέρα εκείνη τη μιά των σαββάτων, και των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς ειρήνη υμίν» (Ιω. 20,19). Ο Κύριος εμφανίζεται στους μαθητές του για να πειστούν και βεβαιωθούν για την Ανάστασή του και επιπλέον τους δίνει την εξουσία: «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε κεκράτηνται» (Ιω. 20,23). Ορισμένοι ερμηνευτές επισημαίνουν ότι στο σημείο αυτό έχουμε την αρχή του θεσμού της ιεροσύνης μέσα στην Εκκλησία.
Από τη συνάθροιση αυτή των μαθητών και την εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου απουσίαζε ο Απόστολος Θωμάς. Η ομολογία των άλλων μαθητών ότι «εωράκαμεν τον Κύριον» αντιμετωπίζει τη δυσπιστία του Αποστόλου Θωμά: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». Η αναμονή του Αποστόλου Θωμά κράτησε οχτώ μέρες «και μεθ΄ ημέρας οκτώ πάλιν ήσαν έσω οι μαθηταί αυτού και Θωμάς μετ΄ αυτών». Ο Κύριος κατά παρόμοιο τρόπο: «των θυρών κεκλεισμένων» εισήλθε και απηύθυνε στους μαθητές το «ειρήνη υμίν». Κατόπιν απευθύνεται στο Θωμά και τον προτρέπει να τον ψηλαφίσει και να εντοπίσει τα σημάδια του Πάθους του. Τότε ο Θωμάς χωρίς πλέον καμία αμφιβολία ομολογεί: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιω. 20, 24-29).
Μια άλλη εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου είναι στους δυο μαθητές του που πορεύονταν προς τους Εμμαούς. Τις σχετικές πληροφορίες μας δίνουν οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς. Οι δυο μαθητές, από τους οποίους μόνον ο Κλεόπας κατονομάζεται, ενώ πιθανολογείται ότι ο δεύτερος είναι ο Λουκάς, πορεύονταν σε ένα χωριό κοντά στην Ιερουσαλήμ με το όνομα Εμμαούς. Κατά την οδοιπορία τους οι μαθητές συνομιλούν για τα παρελθόντα γεγονότα των Παθών και της Ανάστασης του Κυρίου και καθώς πορεύονταν «ο Ιησούς εγγίσας συνεπορεύετο αυτοίς, οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν». Ο Ιησούς Χριστός προσποιείται ότι δεν γνωρίζει το αντικείμενο της συζήτησης και ζητά να μάθει τι είναι αυτό που τους απασχολεί και είναι σκυθρωποί. Τότε ο ένας από αυτούς με το όνομα Κλεόπας του απαντά: «συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα…». Ο Κύριος συνεχίζει να προσποιείται άγνοια και ζητά να μάθει λεπτομέρειες για να ακούσει από τον Κλεόπα μια σύντομη αναδιήγηση των γεγονότων μέχρι του σημείου που οι Μυροφόρες γυναίκες πηγαίνουν και αναγγέλλουν στους μαθητές το γεγονός της Ανάστασης. Ο Κύριος καταλαβαίνει ότι οι μαθητές δεν είναι ακόμη πεπεισμένοι για την Ανάσταση γι΄ αυτό απαντά με ένα σκληρό λόγο: «ω ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται! ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;». Τότε ο Ιησούς Χριστός άρχισε να τους μιλά και να τους ερμηνεύει τις Γραφές από το Μωυσή και όλους τους προφήτες μέχρις ότου έφτασαν στο χωριό, οπότε οι δυο μαθητές τον παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους γιατί ήδη είχε βραδιάσει. «Και εγένετο εν τω κατακλισθήναι αυτόν μετ΄αυτών λαβών τον άρτον ευλόγησε, και κλάσας επεδίδου αυτοίς. Αυτών δε διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί, και επέγνωσαν αυτόν, και αυτός άφαντος εγένετο απ΄ αυτών». Η «κλάσις του άρτου» μια συνήθης πράξη μεταξύ του Κυρίου και των μαθητών του πριν από το Πάθος γίνεται η αφορμή ώστε οι δύο μαθητές να αντιληφθούν ότι αυτός που βρισκόταν τόση ώρα μαζί τους ήταν ο Διδάσκαλός τους. «Και αναστάντες αυτή τη ώρα υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ, και εύρον συνηθροισμένους τους ένδεκα και τους συν αυτοίς, λέγοντες ότι ηγέρθη ο Κύριος όντως και ώφθη Σίμωνι. Και αυτοί εξηγούντο τα εν τη οδώ και ως εγνώσθη αυτοίς εν τη κλάσει του άρτου» (Λουκ. 24, 13-35).
Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο περιστατικό αυτό κατά την πορεία των δυο μαθητών στους Εμμαούς μας πληροφορεί ότι ο Κύριος ήδη είχε εμφανιστεί στον Πέτρο: «και ώφθη Σίμωνι». Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει και ο Απόστολος Παύλος: «ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα» (Α΄ Κορ. 15, 4-5). Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή του Αποστόλου Παύλου ο Αναστάς Κύριος εμφανίστηκε πρώτα στον Απόστολο Πέτρο και έπειτα στους υπόλοιπους Αποστόλους. Η επισήμανση της προτεραιότητας του Αποστόλου Πέτρου αποσκοπεί στο να καταδείξει ότι ο Πέτρος μετά την άρνηση του Διδασκάλου και τη μεταμέλειά του έχει συγχωρεθεί από τον Κύριο και παραμένει στο αποστολικό αξίωμα.
Ο Απόστολος Παύλος μνημονεύει ξεχωριστά την εμφάνιση του Κυρίου στον απόστολο Ιάκωβο τον αδελφόθεο: «έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν» (Α΄ Κορ. 15,7). Ο Απόστολος Παύλος θέλει να τονίσει στο σημείο αυτό την ιδιαίτερη αγάπη και τιμή που είχε ο Κύριος αλλά και όλοι οι Απόστολοι στον αδελφόθεο Ιάκωβο εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Κύριο, καθώς ήταν ένας από τους γιους του Ιωσήφ του Μνήστορος.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί και για μια άλλη εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου σε επτά μαθητές του που βρίσκονταν στη λίμνη της Τιβεριάδος. Οι μαθητές αυτοί ήταν ο Σίμων Πέτρος, ο Θωμάς, ο Ναθαναήλ, ο Ιάκωβος και Ιωάννης και δυο άλλοι που δεν κατονομάζονται. Οι μαθητές με την προτροπή του Πέτρου πηγαίνουν στη λίμνη για ψάρεμα, αλλά «εν εκείνη τη νυκτί επίασαν ουδέν». Όταν πλέον ξημέρωσε εμφανίστηκε ο Κύριος στο γιαλό, αλλά οι μαθητές δεν τον αναγνώρισαν και τους ερωτά: «παιδία, μη τι προσφάγιον έχετε;» για να λάβει αρνητική απάντηση. Ο Κύριος τους προτρέπει να ρίξουν τα δίχτυα στη δεξιά μεριά του πλοίου και έτσι θα πιάσουν ψάρια. Οι μαθητές υπάκουσαν και «ουκέτι αυτό ελκύσαι ίσχυσαν από του πλήθους των ιχθύων». Τότε ο Ιωάννης, ενθυμούμενος το παρόμοιο γεγονός της θαυμαστής αλιείας, όταν πρωτογνώρισαν τον Κύριο στη λίμνη της Γεννησαρέτ (Λουκ. 5, 1-11), λέγει στον Πέτρο: «ο Κύριος εστί». Τότε ο Πέτρος πέφτει στη θάλασσα και πορεύεται προς τον Κύριο. Στη συνέχεια οι μαθητές συντρώγουν με τον Αναστημένο πλέον Διδάσκαλό τους (Ιω. 21, 1-14).
Η τελευταία εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου στους μαθητές του στο χρονικό διάστημα από την Ανάστασή του μέχρι και την Ανάληψή του πραγματοποιείται ακριβώς κατά την ημέρα της Ανάληψης. Τις σχετικές μαρτυρίες τις εντοπίζουμε στους ευαγγελιστές Μάρκο και Λουκά, στις Πράξεις των Αποστόλων και στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Ο Αναστάς Κύριος συναντά το πλήθος των μαθητών του και όχι μόνο το στενό κύκλο των δώδεκα στην Ιερουσαλήμ και αφού τους οδήγησε έξω από την πόλη μέχρι τη Βηθανία: «επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς, και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ΄ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν» (Λουκ. 24, 50-52). Οι μαθητές από αυτή την ώρα αρχίζουν ουσιαστικά το έργο της μαρτυρίας της Ανάστασης του Κυρίου: «εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων» (Μάρκ. 16, 19-20). Με τη βοήθεια και ενίσχυση του Κυρίου και με την επιβεβαίωση της αλήθειας του κηρύγματός τους με το πλήθος των θαυμάτων που επιτελούσαν άρχισαν τον ευαγγελισμό της οικουμένης.
Μια άλλη εμφάνιση του Αναστάντος Κυρίου, όπως ήδη αναφέραμε, συμβαίνει μετά την Πεντηκοστή. Αποδέκτης αυτής της εμφάνισης είναι ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Αναφέρει ο ίδιος στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή του: «έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί» (Α΄ Κορ. 15,8). Στο ίδιο σημείο της Επιστολής του ο Απόστολος Παύλος μνημονεύει και άλλες εμφανίσεις του Αναστάντος Κυρίου: «ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα• έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ… έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν». Η παράθεση των εμφανίσεων αυτών και κυρίως η αναφορά στην εμφάνιση πέραν των πεντακοσίων ανθρώπων θέλει να καταδείξει το αδιαμφισβήτητο των εμφανίσεων του Αναστάντος Κυρίου. Το μεγάλο πλήθος των ανθρώπων που είδαν τον Αναστημένο Κύριο βεβαιώνει ότι η Ανάσταση είναι γεγονός πραγματικό και όχι μια απλή φαντασία των μαθητών. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι η εμφάνιση του Κυρίου στον Απόστολο Παύλο δεν είχε την ίδια διάσταση με τις υπόλοιπες εμφανίσεις, καθώς αυτή γίνεται όπως ήδη αναφέραμε μετά την Πεντηκοστή, άρα ο Κύριος ήδη αναλήφθηκε στους ουρανούς. Σε όλες τις προηγούμενες εμφανίσεις ο Κύριος παρουσιάζεται σωματικά στους μαθητές του, ενώ στην περίπτωση αυτή ο Απόστολος Παύλος βλέπει φως, το οποίο και τον τυφλώνει και ακούει τη φωνή του Κυρίου.
Ο Απόστολος Παύλος ήταν φανατικά προσκολλημένος στην Ιουδαϊκή θρησκεία και καταδίωκε μανιωδώς τους χριστιανούς. Λέγει χαρακτηριστικά και πάλιν ο ίδιος: «ουκ ειμί ικανός καλείσθαι απόστολος, διότι εδίωξα την εκκλησίαν του Θεού» (Α΄ Κορ. 15,9). Ο φοβερός διώκτης όμως της Εκκλησίας έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος κήρυκας του ευαγγελίου μετά την μεταστροφή του στην αληθινή πίστη. Πορευόμενος λοιπόν ο διώκτης Σαούλ στη Δαμασκώ για να συνεχίσει το αντίθεο έργο του: «περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού, και πεσών επί την γην ήκουσε φωνήν λέγουσαν αυτώ, Σαούλ Σαούλ, τι με διώκεις; είπε δε τις ει, Κύριε; ο δε Κύριος είπεν, εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις» (Πραξ. 9,3-4). Η εμπειρία του αυτή στάθηκε η αιτία της μετατροπής του από φοβερό διώκτη σε φλογερό κήρυκα της Ανάστασης του Ιησού Χριστού.
Οι εμφανίσεις αυτές του Αναστάντος Κυρίου που μαρτυρούνται μέσα στην Καινή Διαθήκη είχαν διπλό σκοπό, αφενός μεν για να βεβαιωθούν και πειστούν πέραν πάσης αμφιβολίας οι μαθητές ότι ο Κύριος «ανέστη όντως» και αφετέρου να λάβουν από τον ίδιο τον Αναστάντα Κύριο την εντολή, αλλά και τη δύναμη να κηρύξουν στα πέρατα της οικουμένης το ευαγγέλιο. Βέβαια αυτό δε σημαίνει ότι ο Κύριος μετά την Ανάληψή του εγκαταλείπει την Εκκλησία, αφού η Εκκλησία ουσιαστικά είναι το αναστημένο Σώμα του Κυρίου. Ο Αναστάς Κύριος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας που κατευθύνει την πορεία της μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Και ενώ η Εκκλησία κινείται και πορεύεται μέσα στα σχήματα του κόσμου τούτου και του χρόνου, την ίδια στιγμή ξεπερνά το χρόνο και δίνει την εσχατολογική διάσταση του Αναστάσιμου μηνύματος. Ο Αναστάς Κύριος συνέτριψε τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου και άνοιξε τις πύλες της αιώνιας και ατελεύτητης βασιλείας του. Αυτή τη χαρμόσυνη και ελπιδοφόρα αλήθεια βιώνουμε σε κάθε θεία λειτουργία, κατά την οποία ο Κύριος είναι παρών και η Ανάστασή του είναι μια πραγματικότητα. Λέγει χαρακτηριστικά η ευχή της θείας λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου: «Έσχομεν του θανάτου σου την μνήμην• είδομεν της αναστάσεώς σου τον τύπον• ενεπλήσθημεν της ατελευτήτου ζωής…».