Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Μετά την κλήση των πρώτων μαθητών, ο Χριστός περιόδευε όλη τη Γαλιλαία. Δίδασκε στις συναγωγές των Ιουδαίων, κήρυττε το χαρμόσυνο μήνυμα για τον ερχομό της Βασιλείας του Θεού και γιάτρευε τους ανθρώπους από κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία (Ματθ. 4, 18-23). Ο Χριστός κήρυττε σε συγκεκριμένο τόπο. Οι συναγωγές για τους Ιουδαίους ήταν κάτι αντίστοιχο με τους σημερινούς ναούς για μας. Η ιουδαϊκή λατρεία στη συναγωγή περιελάμβανε την υμνωδία στο Θεό, αλλά , κυρίως, την διδαχή του λόγου του Θεού. Διαβάζονταν η Βίβλος και ερμηνεύονταν το θέλημα του Θεού, με βάση το οποίο οι Ιουδαίοι καλούνταν να πορευθούν στη ζωή τους. Ο Χριστός αξιοποιεί τον χώρο, την παράδοση, τον τρόπο με τον οποίο οι Ιουδαίοι είχαν οργανώσει την θρησκευτική τους ζωή, για να κομίσει σ’ αυτούς το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, αλλά και να θεραπεύσει εκεί που γνώριζε ότι συγκεντρώνονταν οι άνθρωποι, όλους εκείνους που είχαν ανάγκη, να τους δείξει δηλαδή το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού. Δεν καταργεί ο Χριστός τον τρόπο των Ιουδαίων, ούτε τον τόπο. Τους προετοιμάζει όμως, και μαζί μ’ αυτούς και όλο τον κόσμο, για την μεγάλη αλλαγή: η λατρεία του Θεού δεν θα είναι μόνο υμνωδία ή κήρυγμα, αλλά θα περιλαμβάνει και την προσφορά του Ιδίου του Θεού , ο Οποίος μάλιστα αυτοπροσφέρεται ως η σωτηρία του κόσμου και η Αγάπη, ώστε ο κάθε πιστός να Τον λάβει εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον.
Η Εκκλησία και ο ναός αποτελούν λοιπόν στην πορεία της πίστης την νέα συναγωγή. Και εδώ χρειάζεται να προβληματιστούμε για το τι ζητούμε από τον Θεό κάθε φορά που εισερχόμαστε στο ναό Του. Τι ζητούμε από την Εκκλησία, όταν υποστηρίζουμε ότι ανήκουμε σ’ αυτήν.
Έχουμε την αίσθηση ότι, ιδίως σήμερα, η Εκκλησία λειτουργεί ως αφορμή επιδίωξης ιδιοτέλειας για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως για όσους δεν εισέρχονται συνειδητά σ’ αυτήν. Θέλουν, επιθυμούν, επιδιώκουν την κάλυψη των όποιων αναγκών τους, κυρίως υλικών. Εισέρχονται σ’ αυτήν με κακούς λογισμούς για τους διακονούντας. Άλλοι ζητούν από την Εκκλησία να αλλάξει, να γίνει πιο σύγχρονη, και μέχρι να γίνει αυτό, επιλέγουν την αποχή ή την περιστασιακή παρουσία τους εντός της. Άλλοι βλέπουν την Εκκλησία ως φορέα πολιτισμού, παράδοσης και ιστορίας. Την θέλουν να λειτουργεί ως ένα μουσείο του παρελθόντος, το οποίο δεν θα στηρίζεται στις σχέσεις τις οποίες καλλιεργεί στους και με τους ανθρώπους, αλλά θα διαφυλάσσει κειμήλια, τελετές, εικόνες μιας άλλης εποχής. Άλλοι, οι οποίοι ζούνε από την Εκκλησία, θέλουν την δικαίωσή τους από αυτήν. Παρασυρμένοι από την φιλοδοξία τους, έχουν την αίσθηση ότι εάν η Εκκλησία δεν έχει την ίδια άποψη με αυτή που έχουν εκείνοι, δεν κάνει τις επιλογές που θέλουν αυτοί, τότε μπορούν να απορρίπτουν τους πάντες και τα πάντα και να καθιστούν τον εαυτό τους το κριτήριο και το κέντρο του κόσμου. Άλλοι βλέπουν στην Εκκλησία εχθρούς της πίστης. Λειτουργώντας φαρισαϊκά, έχουν την αίσθηση ότι αυτοί είναι το κριτήριο της ορθοδοξίας, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε άλλη στάση να αποτελεί αφορμή για απόρριψη προσώπων και θεσμών.
Ο Χριστός εισερχόταν στις συναγωγές. Συζητούσε με τους Ιουδαίους, έβλεπε τους λογισμούς τους και τους έδινε απαντήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, αλλά και σε κάθε εποχή, με την Εκκλησία. Αποστολή της Εκκλησίας είναι όσους έρχονται σ’ αυτήν να τους κατηχεί και να τους αποκαλύπτει τον λόγο της Αληθείας, που είναι ο Χριστός, να τους δίδει την χαρά να ακούνε και να βιώνουν το Ευαγγέλιο, δηλαδή το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, η οποία « εντός ημών εστί», αλλά και να τους θεραπεύει από κάθε αδυναμία ψυχική, πνευματική, αλλά και σωματική, δια της θαυματουργίας της πίστης, της δύναμης που οι Άγιοί της μας προσφέρουν, της αγάπης που διακηρύττεται σε κάθε σύναξη.
Αληθινός χριστιανός είναι αυτός που ζητά τον λόγο και, πρωτίστως, τον Λόγο. Είναι αυτός που θέλει να ζήσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και νιώθει την χαρά της βασιλείας του Θεού, ακόμη κι αν ο κόσμος βρίσκεται σε κρίση. Είναι αυτός ο οποίος βρίσκει στην Εκκλησία το λίγο ή το πολύ είτε το υλικό είτε το πνευματικό και γίνεται και ο ίδιος προσφέρων και προσφερόμενος. Αληθινός χριστιανός είναι αυτός που επεξεργάζεται τα μηνύματα της πίστης, τα συζητά, προβληματίζεται, ζητά η Εκκλησία να είναι ζωντανή, αλλά επ’ ουδενί αποκόπτεται, επ’ ουδενί απορρίπτει τα πρόσωπα και τους θεσμούς. Προσεύχεται και ζητά, αλλά σέβεται τους αλιείς των ανθρώπων.
Αληθινός χριστιανός τελικά είναι αυτός ο οποίος γίνεται ο ίδιος συναγωγή για να κατοικήσει ο Χριστός. Η καρδιά του, η ύπαρξή του, ο νους του, κάθε τι, προσφέρεται στο Χριστό, ώστε ολόκληρη η ζωή του να μετατρέπεται από το « βάλλειν αμφίβληστρον» προς βρώσιν υλικήν στο «βάλλειν αρχήν μετανοίας και αγάπης» προς βρώσιν πνευματικήν. Και τότε γίνεται ύπαρξη που αγαπά, συγχωρεί και ανοίγεται όχι μόνο προσευχητικά, αλλά και στην επιείκεια και την φροντίδα για τους άλλους. Ακόμη κι αν εκείνοι παραμένουν στην ιδιοτέλειά τους. Ο Χριστός θυσιάστηκε για όλους τους ανθρώπους, για όλες τις εικόνες του Θεού, ακόμη και για εκείνους που γνώριζε ότι θα παραμείνουν στην ιδιοτέλεια, την πτώση, την αμαρτία. Ουδέποτε όμως έπαψε να διακηρύττει την αλήθεια, η οποία ελευθερώνει.
Αυτό καλείται να κάνει και σήμερα η Εκκλησία, όχι περιχαρακωμένη στους ναούς, αλλά δίδοντας μαρτυρία στις κάθε λογής συναγωγές του κόσμου, όπως και στην καρδιακή συναγωγή του κάθε ανθρώπου. Περισσότερο παρά ποτέ καλούμαστε να ρίξουμε το πνευματικό αμφίβληστρο, την σαγήνη της μετανοίας και της αγάπης σήμερα. Για να έχει νόημα η Πεντηκοστή και η αγιότητα που ζούμε εντός της Εκκλησίας και για μας και για τον κόσμο.
Η Εκκλησία και ο ναός αποτελούν λοιπόν στην πορεία της πίστης την νέα συναγωγή. Και εδώ χρειάζεται να προβληματιστούμε για το τι ζητούμε από τον Θεό κάθε φορά που εισερχόμαστε στο ναό Του. Τι ζητούμε από την Εκκλησία, όταν υποστηρίζουμε ότι ανήκουμε σ’ αυτήν.
Έχουμε την αίσθηση ότι, ιδίως σήμερα, η Εκκλησία λειτουργεί ως αφορμή επιδίωξης ιδιοτέλειας για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως για όσους δεν εισέρχονται συνειδητά σ’ αυτήν. Θέλουν, επιθυμούν, επιδιώκουν την κάλυψη των όποιων αναγκών τους, κυρίως υλικών. Εισέρχονται σ’ αυτήν με κακούς λογισμούς για τους διακονούντας. Άλλοι ζητούν από την Εκκλησία να αλλάξει, να γίνει πιο σύγχρονη, και μέχρι να γίνει αυτό, επιλέγουν την αποχή ή την περιστασιακή παρουσία τους εντός της. Άλλοι βλέπουν την Εκκλησία ως φορέα πολιτισμού, παράδοσης και ιστορίας. Την θέλουν να λειτουργεί ως ένα μουσείο του παρελθόντος, το οποίο δεν θα στηρίζεται στις σχέσεις τις οποίες καλλιεργεί στους και με τους ανθρώπους, αλλά θα διαφυλάσσει κειμήλια, τελετές, εικόνες μιας άλλης εποχής. Άλλοι, οι οποίοι ζούνε από την Εκκλησία, θέλουν την δικαίωσή τους από αυτήν. Παρασυρμένοι από την φιλοδοξία τους, έχουν την αίσθηση ότι εάν η Εκκλησία δεν έχει την ίδια άποψη με αυτή που έχουν εκείνοι, δεν κάνει τις επιλογές που θέλουν αυτοί, τότε μπορούν να απορρίπτουν τους πάντες και τα πάντα και να καθιστούν τον εαυτό τους το κριτήριο και το κέντρο του κόσμου. Άλλοι βλέπουν στην Εκκλησία εχθρούς της πίστης. Λειτουργώντας φαρισαϊκά, έχουν την αίσθηση ότι αυτοί είναι το κριτήριο της ορθοδοξίας, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε άλλη στάση να αποτελεί αφορμή για απόρριψη προσώπων και θεσμών.
Ο Χριστός εισερχόταν στις συναγωγές. Συζητούσε με τους Ιουδαίους, έβλεπε τους λογισμούς τους και τους έδινε απαντήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, αλλά και σε κάθε εποχή, με την Εκκλησία. Αποστολή της Εκκλησίας είναι όσους έρχονται σ’ αυτήν να τους κατηχεί και να τους αποκαλύπτει τον λόγο της Αληθείας, που είναι ο Χριστός, να τους δίδει την χαρά να ακούνε και να βιώνουν το Ευαγγέλιο, δηλαδή το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, η οποία « εντός ημών εστί», αλλά και να τους θεραπεύει από κάθε αδυναμία ψυχική, πνευματική, αλλά και σωματική, δια της θαυματουργίας της πίστης, της δύναμης που οι Άγιοί της μας προσφέρουν, της αγάπης που διακηρύττεται σε κάθε σύναξη.
Αληθινός χριστιανός είναι αυτός που ζητά τον λόγο και, πρωτίστως, τον Λόγο. Είναι αυτός που θέλει να ζήσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και νιώθει την χαρά της βασιλείας του Θεού, ακόμη κι αν ο κόσμος βρίσκεται σε κρίση. Είναι αυτός ο οποίος βρίσκει στην Εκκλησία το λίγο ή το πολύ είτε το υλικό είτε το πνευματικό και γίνεται και ο ίδιος προσφέρων και προσφερόμενος. Αληθινός χριστιανός είναι αυτός που επεξεργάζεται τα μηνύματα της πίστης, τα συζητά, προβληματίζεται, ζητά η Εκκλησία να είναι ζωντανή, αλλά επ’ ουδενί αποκόπτεται, επ’ ουδενί απορρίπτει τα πρόσωπα και τους θεσμούς. Προσεύχεται και ζητά, αλλά σέβεται τους αλιείς των ανθρώπων.
Αληθινός χριστιανός τελικά είναι αυτός ο οποίος γίνεται ο ίδιος συναγωγή για να κατοικήσει ο Χριστός. Η καρδιά του, η ύπαρξή του, ο νους του, κάθε τι, προσφέρεται στο Χριστό, ώστε ολόκληρη η ζωή του να μετατρέπεται από το « βάλλειν αμφίβληστρον» προς βρώσιν υλικήν στο «βάλλειν αρχήν μετανοίας και αγάπης» προς βρώσιν πνευματικήν. Και τότε γίνεται ύπαρξη που αγαπά, συγχωρεί και ανοίγεται όχι μόνο προσευχητικά, αλλά και στην επιείκεια και την φροντίδα για τους άλλους. Ακόμη κι αν εκείνοι παραμένουν στην ιδιοτέλειά τους. Ο Χριστός θυσιάστηκε για όλους τους ανθρώπους, για όλες τις εικόνες του Θεού, ακόμη και για εκείνους που γνώριζε ότι θα παραμείνουν στην ιδιοτέλεια, την πτώση, την αμαρτία. Ουδέποτε όμως έπαψε να διακηρύττει την αλήθεια, η οποία ελευθερώνει.
Αυτό καλείται να κάνει και σήμερα η Εκκλησία, όχι περιχαρακωμένη στους ναούς, αλλά δίδοντας μαρτυρία στις κάθε λογής συναγωγές του κόσμου, όπως και στην καρδιακή συναγωγή του κάθε ανθρώπου. Περισσότερο παρά ποτέ καλούμαστε να ρίξουμε το πνευματικό αμφίβληστρο, την σαγήνη της μετανοίας και της αγάπης σήμερα. Για να έχει νόημα η Πεντηκοστή και η αγιότητα που ζούμε εντός της Εκκλησίας και για μας και για τον κόσμο.