1. Σήμερα, αδελφοί μου χριστιανοί, τελούμε μνημόσυνο του πνευματικού ημών πατρός και διδασκάλου, Επισκόπου πατρός Αυγουστίνου. Ο καλός ποιμήν της Επαρχίας αυτής, Μητροπολίτης πατήρ Θεόκλητος, όρισε την ταπεινότητά μου να ομιλήσω.
Το θέμα της ομιλίας μου θα είναι η μορφή του πατρός Αυγουστίνου.
Παρά την δυσκολία μου, διότι εγώ δεν υπήρξα πιστό τέκνο του Γέροντος και παρά το ότι θα ομιλήσω σε σας που γνωρίζετε κάλλιον εμού τον πατέρα Αυγουστίνο και παρά την τρίτη ακόμη δυσκολία ότι εκείνος ομιλεί καλώς περί ενός προσώπου, που έχει τα χαρίσματα του προσώπου αυτού, διότι ο άγιος καταλαβαίνει τον άγιο, όμως δι᾽ ευχών του Ποιμενάρχου πατρός και των άλλων Αρχιερέων και πατέρων ιερέων, αλλά και όλων υμών, θα τολμήσω, αδελφοί μου χριστιανοί, να ομιλήσω περί της ιεράς μορφής του πατρός Αυγουστίνου, του νεωτέρου αυτού πατρός και διδασκάλου της Εκκλησίας μας.
2.(α) Ο πατήρ Αυγουστίνος, όπως τον εγνώρισα κατά την μαθητεία μου παρ᾽ Αυτώ, αγαπούσε πολύ, μά πάρα πολύ αγαπούσε, τον λόγο του Θεού, το ιερό κήρυγμα. Πίστευε το κήρυγμα ως ιερουργία και κηρύττοντας ένοιωθε ο ακροατής του ότι αυτός ο κήρυκας ζει ένα μυστήριο, ότι η καρδιά του πάσχει και ότι συνέχεται ολόκληρος από αυτά τα οποία κηρύττει. Πίστευε ως πανίσχυρο και παντοδύναμο τον λόγο του Θεού ο πατήρ Αυγουστίνος, όπως έτσι τον παριστάνει κάπου ο προφήτης Αμώς:
«Ο Κύριος ελάλησε», λέγει ο προφήτης• «μαραίνονται τα βοσκοτόπια και ξηραίνεται η κορυφή του καρμήλου» (1, 2).
(β) Ερωτώντας μας, όπως συνήθιζε να κάνει, για να διαγνώσει αν μελετούμε την Αγία Γραφή, μας έλεγε να του πούμε ποιές είναι οι εικόνες του λόγου του Θεού στην Αγία Γραφή. Και ήθελε ιδιαιτέρως να του λέγουμε απέξω εκείνο το χωρίο του αποστόλου Παύλου της προς Εβραίους επιστολής του, στο 4ο κεφ. στον 12 στίχ., ότι ο λόγος του Θεού ομοιάζει με μάχαιρα: «Ζών γαρ ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (στίχ. 12).
Την Αγία Γραφή ο πατήρ Αυγουστίνος την ήθελε ως το κύριο ανάγνωσμα των χριστιανών, ιδιαίτερα δε των κληρικών και των φοιτητών θεολογίας, των κηρύκων του θείου λόγου. Γι᾽ αυτό και συνεχώς και επίμονα μας έλεγε να μελετούμε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και έλεγε ωραία χωρία και από τις δύο αυτές Διαθήκες, ρωτώντας μας έπειτα πού, σε ποιό βιβλίο της Αγίας Γραφής, ευρίσκονται τα χωρία αυτά. Πόσο ταρασσόταν, θυμάμαι, όταν μας συνελάμβανε αγνοούντας την Αγία Γραφή και μας έλεγε με θυμό: «Τι θεολόγοι θα γίνετε εσείς, τί κήρυκες του λόγου του Θεού θα γίνετε, αφού δεν ξέρετε την Αγία Γραφή;». Η οργή αυτή του αγίου Γέροντος ήταν προφητική, διότι έβλεπε με το ενοικούν εις αυτόν Πνεύμα το σημερινό κατάντημά μας, όπου όχι μόνο από το κήρυγμα, αλλά και από την όλη ποιμαντική της Εκκλησίας έφυγε η βιβλική θεολογία. Και οι χριστιανοί μας σήμερα διαβάζουν άλλα βιβλία, θρησκευτικά βέβαια βιβλία και περιοδικά, αλλά όχι αυτήν ταύτην την Αγίαν Γραφήν.
3. (α) Τήν Αγία Γραφή ο πατήρ Αυγουστίνος την ήθελε με την ορθόδοξη ερμηνεία της, που την κάνουν οι άγιοι Πατέρες. Γι᾽ αυτό, όπως ενθυμούμαι, δεν μιλούσε μόνο για την αγάπη στην Αγία Γραφή, αλλά και για την μελέτη των Αγίων Πατέρων. Συχνά έλεγε τον λόγο, «ὁ θεολόγος γεννάται εις τας Γραφάς, όπως αυτάς ηρμήνευσαν οι άγιοι Πατέρες»! Είχε δε στο νου και στην καρδιά του δυνατή την επιθυμία να δημιουργήσει μια σχολή πατερικών μελετών στον άγιο Σάββα στην Κάζα και θυμάμαι ότι με απειλούσε λέγοντάς μου: «Εκεί θα σε κλειδώσω εσένα»! Η χειροτονία του όμως σε Επίσκοπο του ανέκοψε την ωραία του αυτή επιθυμία.
(β) Εξ όλων των Πατέρων ο Σεβασμιώτατος Γέροντας αγαπούσε, υπεραγαπούσε, τον ιερό Χρυσόστομο. Δεν εκοιμάτο, αν δεν έπινε «μια κούπα γάλα» από τον Χρυσόστομο, όπως συνήθιζε να λέγει. «Αλλ᾽ ω Χρυσόστομε, δεν θέλω να σ᾽ αφήσω», έλεγε άλλοτε. Ο δε μακαριστός πατήρ Επιφάνιος, άλλος αυτός ιερώτατος πατήρ και σεπτός Γέροντας, έλεγε για τον πατέρα Αυγουστίνο ότι είναι «επιμελέστατος μαθητής του ιερού Χρυσοστόμου».
4. Ως γνώστης της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων ο πατήρ Αυγουστίνος ήταν θεολόγος. Αγαπούσε ο Γέροντας την θεολογία και τις θεολογικές μελέτες και ετέρπετο και εθέλγετο, όταν συζητούσε για θεολογικά θέματα. Και απαιτούσε οι θεολόγοι να καταγίνονται με τοιαύτα θέματα. Αντίθετα ταρασσόταν και οργιζόταν όταν έβλεπε τους πτυχιούχους θεολόγους να είναι αδιάφοροι για τα θεολογικά γράμματα, μη έχοντας την επιθυμία να διαβάσουν Αγία Γραφή και Αγίους Πατέρες, και είπε, ενθυμούμαι κάποτε, στους μη θεολόγους μέλη της αδελφότητας: «αν βλέπετε θεολόγους να φλυαρούν και να χάνουν τον καιρό τους σε αδιάφορα πράγματα, να παίρνετε ένα ξύλο και να τους χτυπάτε. Σας το λέγω εγώ ο Αυγουστίνος»!
5. Δεν ήθελε όμως την θεολογία ο πατήρ Αυγουστίνος ως απράγμονα και επαγγελματική ή επιστημονική. Θυμάμαι, όταν φοιτητής της θεολογίας, διάβαζα κάποτε την Αγία Γραφή, μου είπε: «Τώρα πώς την διαβάζεις την Αγία Γραφή, για επιστημονικό λόγο ή για την ωφέλεια της ψυχής σου;». Ήθελε την θεολογία πάσχουσα για τον ευαγγελισμό των ψυχών• ήθελε να είναι μιά θεολογία ιεραποστολική και αγωνιζομένη και μαχομένη, για να κυριαρχήσει ο Χριστός, για να έρθει η Χριστοκρατία στην κοινωνία των ανθρώπων. Πολλές φορές μας έλεγε και επανελάμβανε: «Θεολογία η οποία δεν μάχεται να κατισχύσει το Ευαγγέλιο του Χριστού, είναι σατανική»! Και μας προέτρεπε, εμάς τους νεωτέρους τότε, να αποδείξουμε «ότι η θεολογία μάχεται και δεν είναι σατανική»!
6. (α) Αφού ο πατήρ Αυγουστίνος ήθελε αγωνιστική και πάσχουσα την θεολογία, ήθελε οι κληρικοί ιδιαίτερα και οι κήρυκες του θείου λόγου να έχουν πνεύμα θυσιαστικό και να καλλιεργούν μέσα τους τον πόθο για το μαρτύριο. Συχνά μας τόνιζε ο μακαριστός Γέροντας την αλήθεια αυτή σε ’μας τους φοιτητάς που ποθούσαμε το κήρυγμα. «Τότε θα είμαστε σωστοί ιεροκήρυκες», μας έλεγε, «όταν θα είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε γι᾽ αυτά που κηρύττουμε». Συχνά δε μας επανελάμβανε τον ωραίο αυτό λόγο του ιερού Χρυσοστόμου: «Το κήρυγμα δείται ανδρός γενναίου, φερεπόνου και ετοίμου προς θάνατον»! Και επίσης μας ετόνιζε εκείνο το «κακοπάθησον» του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τιμόθεο (Β´ Τιμ. 2, 3) και μας συνιστούσε να το ζήσουμε σαν κήρυκες του λόγου του Θεού, αν θέλουμε να είμαστε καλοί ιεροκήρυκες. Μας έλεγε δε και το άλλο, το ωραίο εκείνο ιεραποστολικό δίστιχο: Να μη ζητάμε, μας έλεγε, από την Εκκλησία δόξες και τιμές και απολαύσεις, αλλά να ζητάμε «ένα βαρύ σταυρό, κομμάτι κρίθινο ψωμί και μακρυνόνε δρόμο»! Μας πρόβαλε δε ο πατήρ Αυγουστίνος σαν ένα τέτοιον πάσχοντα ιεροκήρυκα τον Παπουλάκο, που για την μαρτυρία του Ιησού Χριστού έφθασε μέχρι το δικαστήριο. Στον πατέρα Αυγουστίνο άρεσε πολύ η σκηνή του παπουλάκου στο δικαστήριο. Ο άθεος δικαστής του είπε με αυθάδεια:
«Δικηγόρο έχεις;». Και ο Παπουλάκος απάντησε με φωνή που έσεισε όλο το δικαστήριο: «Δικηγόρο –είπε- που θα με αθωώσει την ημέρα της Κρίσεως, διορίζω τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν»!!!
(β) Για να γίνουμε τοιούτοι κήρυκες του λόγου του Θεού, κήρυκες δηλαδή που να μην αρνηθούμε και το μαρτύριο, όταν μας λάχει, μας μάθαινε και μας κατάρτιζε ο πατήρ Αυγουστίνος να ζούμε από νεαροί ασκητικά, να μην αγαπούμε δηλαδή την άνεση και την καλοπέραση. Και ως παραδείγματα για το μάθημα αυτό μας έφερνε όχι μόνο από τους ασκητές και μάρτυρες της Εκλησίας μας, αλλά και από τους αγωνιστές της πατρίδος. «Καλό βόλι», μας έλεγε, «έλεγαν ο ένας στον άλλο οι στρατιώτες στον πόλεμο»! «Οι στρατιώτες στην Αλβανία –μας έλεγε άλλοτε- έτρωγαν κούμαρα• και όταν φυλάγαν σκοπιά, επειδή είχαν ημερόνυχτα να κοιμηθούν, με βελόνες κεντούσαν το κορμί τους για να μένουν άγρυπνοι». Του άρεσε δε το εθνικό τραγούδι:
«Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι»! Και τον είδα να συνταράσσεται και να δακρύζει, όταν ο τότε διευθυντής του οικοτροφείου μας και νυν Μητροπολίτης της Φλώρινας πατήρ Θεόκλητος τραγουδούσε με την από τότε καλλικέλαδο φωνή του: «Τον έσφαξαν τον Γρεβενών, τον άφοβο Δεσπότη, τον έσφαξαν τον άξιο του γένους πατριώτη». Με τέτοια παραδείγματα ασκητικότητας και κακοπέρασης ο πατήρ Αυγουστίνος ήθελε να μας διδάξει κι εμείς, ως κληρικοί και κήρυκες του Ευαγγελίου, να ζούμε ασκητικά και να μη σκανδαλίζουμε τον λαό με την καλοπέραση και την άνετη ζωή.
7. Τέλος, αδελφοί μου χριστιανοί, θέλω νας σας πώ δύο σύντομους λόγους του πατρός Αυγουστίνου από τα κηρύγματά του, που εκφράζουν την ψυχή του και που με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα όταν τους άκουσα.
(α) Σε κάποιο εσπερινό κήρυγμά του στον άγιο Κωνσταντίνο Ομονοίας, κατά το 1960, νομίζω, οργισμένος για το μελετώμενο από την κυβέρνηση κακό να στήσουν το άγαλμα του Ποσειδώνα στο λιμάνι του Πειραιά είπε στο πολυπληθέστατο ακροατήριο: «Το ακούσατε το άλλο; Έρχονται τα καράβια από μακρυά στο λιμάνι της πατρίδας μας. Και αντί να βλέπουν ερχόμενα την εικόνα της Παναγιάς και του αγίου Νικολάου, θέλουν να στήσουν το άγαλμα του Ποσειδώνα, του ψεύτικου θεού της αρχαιότητας. Εάν κάνουν κάτι τέτοιο, θα πάρω εκατό νέους και θα το τινάξουμε στον αέρα»!!! Όλο το ακροατήριο, θυμάμαι, ξέσπασε συγκινημένο σε ηχηρά χειροκτοτήματα. Που᾽ σαι πάτερ Αυγουστίνε τώρα, να φωνάξεις και να μας φανατίσεις και να μας συγκεντρώσεις όλους, για να κονιορτοποιήσουμαι τα σύγχρονα ειδωλολατρικά κατασκευάσματα που έκαναν και μελετούν και άλλα να μας κάνουν στην πατρίδα μας. Χριστιανοί μου, πατήρ Αυγουστίνος «απήν». Αλλά λέγει κάπου ο Χρυσόστομος, «καν Παύλος απήν, το Πνεύμα παρήν»! Και αυτό το Άγιο Πνεύμα που ανέδειξε στην Εκκλησία πατέρα Αυγουστίνο, με την ευχή αυτού, από τα νέα παιδιά, από την νέα γενεά, θα δώσει ο Χριστός και η Παναγιά να βγούν ιερείς και αρχιερείς με το πνεύμα του πατρός Αυγουστίνου.
(β) Και ένα άλλο δυνατό λόγο του Γέροντος θέλω να πω τελειώνοντας. Επηρεασμένος φαίνεται ο πατήρ Αυγουστίνος από το παιχνίδι «πατώ», που θα το έπαιζαν και στα δικά του παιδικά χρόνια, είπε κάποτε σφραγίζοντας ένα κήρυγμά του: «Τον κόσμο πατώ, τον κόσμο πατώ, το Ευαγγέλιο δεν το πατώ».
Για τον πατέρα Αυγουστίνο η κρίση του αμαρτωλού κόσμου ήταν σαν ένα βρωμερό πουκάμισο, που πρέπει κανείς να το βγάλει από πάνω του και να το πετάξει στο ρέμα.
«Τον κόσμο πατώ, το Ευαγγέλιο δεν το πατώ»! Αυτός ήταν ο πατήρ Αυγουστίνος, ο σωστός αγωνιστής Ιεράρχης. Ας έχουμε την ευχή Του και προσωπικώς του ζητώ συγγνώμην εις ό,τι τον ελύπησα.
2.(α) Ο πατήρ Αυγουστίνος, όπως τον εγνώρισα κατά την μαθητεία μου παρ᾽ Αυτώ, αγαπούσε πολύ, μά πάρα πολύ αγαπούσε, τον λόγο του Θεού, το ιερό κήρυγμα. Πίστευε το κήρυγμα ως ιερουργία και κηρύττοντας ένοιωθε ο ακροατής του ότι αυτός ο κήρυκας ζει ένα μυστήριο, ότι η καρδιά του πάσχει και ότι συνέχεται ολόκληρος από αυτά τα οποία κηρύττει. Πίστευε ως πανίσχυρο και παντοδύναμο τον λόγο του Θεού ο πατήρ Αυγουστίνος, όπως έτσι τον παριστάνει κάπου ο προφήτης Αμώς:
«Ο Κύριος ελάλησε», λέγει ο προφήτης• «μαραίνονται τα βοσκοτόπια και ξηραίνεται η κορυφή του καρμήλου» (1, 2).
(β) Ερωτώντας μας, όπως συνήθιζε να κάνει, για να διαγνώσει αν μελετούμε την Αγία Γραφή, μας έλεγε να του πούμε ποιές είναι οι εικόνες του λόγου του Θεού στην Αγία Γραφή. Και ήθελε ιδιαιτέρως να του λέγουμε απέξω εκείνο το χωρίο του αποστόλου Παύλου της προς Εβραίους επιστολής του, στο 4ο κεφ. στον 12 στίχ., ότι ο λόγος του Θεού ομοιάζει με μάχαιρα: «Ζών γαρ ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (στίχ. 12).
Την Αγία Γραφή ο πατήρ Αυγουστίνος την ήθελε ως το κύριο ανάγνωσμα των χριστιανών, ιδιαίτερα δε των κληρικών και των φοιτητών θεολογίας, των κηρύκων του θείου λόγου. Γι᾽ αυτό και συνεχώς και επίμονα μας έλεγε να μελετούμε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και έλεγε ωραία χωρία και από τις δύο αυτές Διαθήκες, ρωτώντας μας έπειτα πού, σε ποιό βιβλίο της Αγίας Γραφής, ευρίσκονται τα χωρία αυτά. Πόσο ταρασσόταν, θυμάμαι, όταν μας συνελάμβανε αγνοούντας την Αγία Γραφή και μας έλεγε με θυμό: «Τι θεολόγοι θα γίνετε εσείς, τί κήρυκες του λόγου του Θεού θα γίνετε, αφού δεν ξέρετε την Αγία Γραφή;». Η οργή αυτή του αγίου Γέροντος ήταν προφητική, διότι έβλεπε με το ενοικούν εις αυτόν Πνεύμα το σημερινό κατάντημά μας, όπου όχι μόνο από το κήρυγμα, αλλά και από την όλη ποιμαντική της Εκκλησίας έφυγε η βιβλική θεολογία. Και οι χριστιανοί μας σήμερα διαβάζουν άλλα βιβλία, θρησκευτικά βέβαια βιβλία και περιοδικά, αλλά όχι αυτήν ταύτην την Αγίαν Γραφήν.
3. (α) Τήν Αγία Γραφή ο πατήρ Αυγουστίνος την ήθελε με την ορθόδοξη ερμηνεία της, που την κάνουν οι άγιοι Πατέρες. Γι᾽ αυτό, όπως ενθυμούμαι, δεν μιλούσε μόνο για την αγάπη στην Αγία Γραφή, αλλά και για την μελέτη των Αγίων Πατέρων. Συχνά έλεγε τον λόγο, «ὁ θεολόγος γεννάται εις τας Γραφάς, όπως αυτάς ηρμήνευσαν οι άγιοι Πατέρες»! Είχε δε στο νου και στην καρδιά του δυνατή την επιθυμία να δημιουργήσει μια σχολή πατερικών μελετών στον άγιο Σάββα στην Κάζα και θυμάμαι ότι με απειλούσε λέγοντάς μου: «Εκεί θα σε κλειδώσω εσένα»! Η χειροτονία του όμως σε Επίσκοπο του ανέκοψε την ωραία του αυτή επιθυμία.
(β) Εξ όλων των Πατέρων ο Σεβασμιώτατος Γέροντας αγαπούσε, υπεραγαπούσε, τον ιερό Χρυσόστομο. Δεν εκοιμάτο, αν δεν έπινε «μια κούπα γάλα» από τον Χρυσόστομο, όπως συνήθιζε να λέγει. «Αλλ᾽ ω Χρυσόστομε, δεν θέλω να σ᾽ αφήσω», έλεγε άλλοτε. Ο δε μακαριστός πατήρ Επιφάνιος, άλλος αυτός ιερώτατος πατήρ και σεπτός Γέροντας, έλεγε για τον πατέρα Αυγουστίνο ότι είναι «επιμελέστατος μαθητής του ιερού Χρυσοστόμου».
4. Ως γνώστης της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων ο πατήρ Αυγουστίνος ήταν θεολόγος. Αγαπούσε ο Γέροντας την θεολογία και τις θεολογικές μελέτες και ετέρπετο και εθέλγετο, όταν συζητούσε για θεολογικά θέματα. Και απαιτούσε οι θεολόγοι να καταγίνονται με τοιαύτα θέματα. Αντίθετα ταρασσόταν και οργιζόταν όταν έβλεπε τους πτυχιούχους θεολόγους να είναι αδιάφοροι για τα θεολογικά γράμματα, μη έχοντας την επιθυμία να διαβάσουν Αγία Γραφή και Αγίους Πατέρες, και είπε, ενθυμούμαι κάποτε, στους μη θεολόγους μέλη της αδελφότητας: «αν βλέπετε θεολόγους να φλυαρούν και να χάνουν τον καιρό τους σε αδιάφορα πράγματα, να παίρνετε ένα ξύλο και να τους χτυπάτε. Σας το λέγω εγώ ο Αυγουστίνος»!
5. Δεν ήθελε όμως την θεολογία ο πατήρ Αυγουστίνος ως απράγμονα και επαγγελματική ή επιστημονική. Θυμάμαι, όταν φοιτητής της θεολογίας, διάβαζα κάποτε την Αγία Γραφή, μου είπε: «Τώρα πώς την διαβάζεις την Αγία Γραφή, για επιστημονικό λόγο ή για την ωφέλεια της ψυχής σου;». Ήθελε την θεολογία πάσχουσα για τον ευαγγελισμό των ψυχών• ήθελε να είναι μιά θεολογία ιεραποστολική και αγωνιζομένη και μαχομένη, για να κυριαρχήσει ο Χριστός, για να έρθει η Χριστοκρατία στην κοινωνία των ανθρώπων. Πολλές φορές μας έλεγε και επανελάμβανε: «Θεολογία η οποία δεν μάχεται να κατισχύσει το Ευαγγέλιο του Χριστού, είναι σατανική»! Και μας προέτρεπε, εμάς τους νεωτέρους τότε, να αποδείξουμε «ότι η θεολογία μάχεται και δεν είναι σατανική»!
6. (α) Αφού ο πατήρ Αυγουστίνος ήθελε αγωνιστική και πάσχουσα την θεολογία, ήθελε οι κληρικοί ιδιαίτερα και οι κήρυκες του θείου λόγου να έχουν πνεύμα θυσιαστικό και να καλλιεργούν μέσα τους τον πόθο για το μαρτύριο. Συχνά μας τόνιζε ο μακαριστός Γέροντας την αλήθεια αυτή σε ’μας τους φοιτητάς που ποθούσαμε το κήρυγμα. «Τότε θα είμαστε σωστοί ιεροκήρυκες», μας έλεγε, «όταν θα είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε γι᾽ αυτά που κηρύττουμε». Συχνά δε μας επανελάμβανε τον ωραίο αυτό λόγο του ιερού Χρυσοστόμου: «Το κήρυγμα δείται ανδρός γενναίου, φερεπόνου και ετοίμου προς θάνατον»! Και επίσης μας ετόνιζε εκείνο το «κακοπάθησον» του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τιμόθεο (Β´ Τιμ. 2, 3) και μας συνιστούσε να το ζήσουμε σαν κήρυκες του λόγου του Θεού, αν θέλουμε να είμαστε καλοί ιεροκήρυκες. Μας έλεγε δε και το άλλο, το ωραίο εκείνο ιεραποστολικό δίστιχο: Να μη ζητάμε, μας έλεγε, από την Εκκλησία δόξες και τιμές και απολαύσεις, αλλά να ζητάμε «ένα βαρύ σταυρό, κομμάτι κρίθινο ψωμί και μακρυνόνε δρόμο»! Μας πρόβαλε δε ο πατήρ Αυγουστίνος σαν ένα τέτοιον πάσχοντα ιεροκήρυκα τον Παπουλάκο, που για την μαρτυρία του Ιησού Χριστού έφθασε μέχρι το δικαστήριο. Στον πατέρα Αυγουστίνο άρεσε πολύ η σκηνή του παπουλάκου στο δικαστήριο. Ο άθεος δικαστής του είπε με αυθάδεια:
«Δικηγόρο έχεις;». Και ο Παπουλάκος απάντησε με φωνή που έσεισε όλο το δικαστήριο: «Δικηγόρο –είπε- που θα με αθωώσει την ημέρα της Κρίσεως, διορίζω τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν»!!!
(β) Για να γίνουμε τοιούτοι κήρυκες του λόγου του Θεού, κήρυκες δηλαδή που να μην αρνηθούμε και το μαρτύριο, όταν μας λάχει, μας μάθαινε και μας κατάρτιζε ο πατήρ Αυγουστίνος να ζούμε από νεαροί ασκητικά, να μην αγαπούμε δηλαδή την άνεση και την καλοπέραση. Και ως παραδείγματα για το μάθημα αυτό μας έφερνε όχι μόνο από τους ασκητές και μάρτυρες της Εκλησίας μας, αλλά και από τους αγωνιστές της πατρίδος. «Καλό βόλι», μας έλεγε, «έλεγαν ο ένας στον άλλο οι στρατιώτες στον πόλεμο»! «Οι στρατιώτες στην Αλβανία –μας έλεγε άλλοτε- έτρωγαν κούμαρα• και όταν φυλάγαν σκοπιά, επειδή είχαν ημερόνυχτα να κοιμηθούν, με βελόνες κεντούσαν το κορμί τους για να μένουν άγρυπνοι». Του άρεσε δε το εθνικό τραγούδι:
«Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι»! Και τον είδα να συνταράσσεται και να δακρύζει, όταν ο τότε διευθυντής του οικοτροφείου μας και νυν Μητροπολίτης της Φλώρινας πατήρ Θεόκλητος τραγουδούσε με την από τότε καλλικέλαδο φωνή του: «Τον έσφαξαν τον Γρεβενών, τον άφοβο Δεσπότη, τον έσφαξαν τον άξιο του γένους πατριώτη». Με τέτοια παραδείγματα ασκητικότητας και κακοπέρασης ο πατήρ Αυγουστίνος ήθελε να μας διδάξει κι εμείς, ως κληρικοί και κήρυκες του Ευαγγελίου, να ζούμε ασκητικά και να μη σκανδαλίζουμε τον λαό με την καλοπέραση και την άνετη ζωή.
7. Τέλος, αδελφοί μου χριστιανοί, θέλω νας σας πώ δύο σύντομους λόγους του πατρός Αυγουστίνου από τα κηρύγματά του, που εκφράζουν την ψυχή του και που με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα όταν τους άκουσα.
(α) Σε κάποιο εσπερινό κήρυγμά του στον άγιο Κωνσταντίνο Ομονοίας, κατά το 1960, νομίζω, οργισμένος για το μελετώμενο από την κυβέρνηση κακό να στήσουν το άγαλμα του Ποσειδώνα στο λιμάνι του Πειραιά είπε στο πολυπληθέστατο ακροατήριο: «Το ακούσατε το άλλο; Έρχονται τα καράβια από μακρυά στο λιμάνι της πατρίδας μας. Και αντί να βλέπουν ερχόμενα την εικόνα της Παναγιάς και του αγίου Νικολάου, θέλουν να στήσουν το άγαλμα του Ποσειδώνα, του ψεύτικου θεού της αρχαιότητας. Εάν κάνουν κάτι τέτοιο, θα πάρω εκατό νέους και θα το τινάξουμε στον αέρα»!!! Όλο το ακροατήριο, θυμάμαι, ξέσπασε συγκινημένο σε ηχηρά χειροκτοτήματα. Που᾽ σαι πάτερ Αυγουστίνε τώρα, να φωνάξεις και να μας φανατίσεις και να μας συγκεντρώσεις όλους, για να κονιορτοποιήσουμαι τα σύγχρονα ειδωλολατρικά κατασκευάσματα που έκαναν και μελετούν και άλλα να μας κάνουν στην πατρίδα μας. Χριστιανοί μου, πατήρ Αυγουστίνος «απήν». Αλλά λέγει κάπου ο Χρυσόστομος, «καν Παύλος απήν, το Πνεύμα παρήν»! Και αυτό το Άγιο Πνεύμα που ανέδειξε στην Εκκλησία πατέρα Αυγουστίνο, με την ευχή αυτού, από τα νέα παιδιά, από την νέα γενεά, θα δώσει ο Χριστός και η Παναγιά να βγούν ιερείς και αρχιερείς με το πνεύμα του πατρός Αυγουστίνου.
(β) Και ένα άλλο δυνατό λόγο του Γέροντος θέλω να πω τελειώνοντας. Επηρεασμένος φαίνεται ο πατήρ Αυγουστίνος από το παιχνίδι «πατώ», που θα το έπαιζαν και στα δικά του παιδικά χρόνια, είπε κάποτε σφραγίζοντας ένα κήρυγμά του: «Τον κόσμο πατώ, τον κόσμο πατώ, το Ευαγγέλιο δεν το πατώ».
Για τον πατέρα Αυγουστίνο η κρίση του αμαρτωλού κόσμου ήταν σαν ένα βρωμερό πουκάμισο, που πρέπει κανείς να το βγάλει από πάνω του και να το πετάξει στο ρέμα.
«Τον κόσμο πατώ, το Ευαγγέλιο δεν το πατώ»! Αυτός ήταν ο πατήρ Αυγουστίνος, ο σωστός αγωνιστής Ιεράρχης. Ας έχουμε την ευχή Του και προσωπικώς του ζητώ συγγνώμην εις ό,τι τον ελύπησα.