Ο πολιός Αρχιμανδρίτης π. Δανιήλ Αεράκης με άρθρο του στο περιοδικό που εκδίδει (Μάρτιος 2012 ) και ο εμβριθέστατος Καθηγητής κ. Αριστείδης Πανώτης με το κείμενό του «Το πρότυπο του Επισκόπου κατά τον μακαριστό φίλο μου Επιφάνιο (Ετεοκλή) Θεοδωρόπουλο» συνηγορούν μετ’ επιτάσεως στην προσπάθεια φερομένων εκσυγχρονιστών της αμωμήτου ημών πίστεως και χρησιμοποιούντες πλάγιον λόγον αποπειρώνται να απομειώσουν τα αυτονόητα.
Ειδικώτερα ο πρώτος με αφορμή ασφαλώς την Ημερίδα της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς: «Πατερική Θεολογία και μεταπατερική αίρεση» με το γνωστό του «χαριτωμένο» ύφος αποσιωπώντας επιδεικτικά τα σαφέστατα επιχειρήματα εγκρίτων και ειδικών ακαδημαϊκών θεολόγων κληρικών και λαϊκών επιχειρεί ενασχολούμενος μόνον με την λέξη «αίρεση» να ασκήση κριτική στην ουσία.
Ασφαλώς δεν αγνοεί ο δόκιμος διδάσκαλος του θείου λόγου, ότι η δημοσία αμφισβήτιση των θεοφόρων αγίων Πατέρων των απλανώς θεολογούντων κατά μετοχήν των στην άκτιστη αγιότητα του Θεού και η προβολή θέσεων ότι δήθεν ο μετ’ επιφοίτησι του Παναγίου Πνεύματος διϊστορικός λόγος των χρειάζεται μετασχηματισμό, διόρθωσι η υπέρβασι δια της συναφειακής θεωρήσεως, τη στιγμή που η συνείδησι της Εκκλησίας δια των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων αλλά και αι Θεοσημείαι του ουρανού δια της μυροβλυσίας των αγίων λειψάνων των, τους έχει ανακηρύξει στύλους και εδραιώματα της ανά τους αιώνας αληθείας, δεν αποτελεί την δεινοτέρα αίρεσι και μάλιστα κατεγνωσμένη υπό των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων; Εις την Θεολογική ημερίδα της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς δεν κατεγνώσθησαν νέοι αιρετικοί αλλά ενημερώθη ο λαός του Θεού υπό ειδημόνων να κωφεύση και να μην αποδεχθή την αμφισβήτησι των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας που αναποδράστως οδηγεί στην αποδόμησι και σχετικοποίησι της υγιαινούσης διδσκαλίας (Α Τιμ. 1:10) και ακολούθως στην άρνησι της αγιότητος της Εκκλησίας και του αλαθήτου των Οικουμενικών Αυτής Συνόδων και του Παναγίου Πνεύματος του θεώσαντος δια των ακτίστων Αυτού ενεργειών τους θεοφόρους Πατέρας. Το μήνυμα της Ημερίδος δεν ήτο η έκθεσις προσώπων ως αιρετικών αλλά η πρόσκλησις πάντων να θεολογούν και να πολιτεύωνται «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι». Άλλωστε η συνείδησις και η πράξις της Εκκλησίας δεν θεωρεί αιρετικούς τους αστοχούντας στην διατύπωσι θεολογικών θέσεων αλλά τους δαιμονικώς εμμένοντας σε αυτές.
Όσον αφορά στον σεβάσμιο και εγκρατέστατο καθηγητή Αριστείδη Πανώτη, που «αναμιμνήσκεται» του αοιδίμου αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου για να ειρηνεύση την ασφαλώς διαμαρτυρομένη συνείδησί του για την εμμονή του στο αποδεδειγμένα αποτυχημένο εγχείρημα των δήθεν ειρηνοποιών μακαριστού Πατριάρχου Αθηναγόρου και μακαρίτη Πάπα Παύλου του Στ ἐμφανίζων δίχα αποδείξεων τον ακραιφνέστατο της Ορθοδοξίας Κανονολόγο και διαπρύσιο κήρυκα της αληθείας Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον ως θαυμαστή ενός μυθιστορηματικού προσώπου της κατεγνωσμένης Παπικής αιρέσεως που δημιούργησε η εξαιρετική γραφίδα του Β. Ουγκώ, λες και δεν γέμει η ακαινοτόμητος και αδιαίρετος Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησίας μεγαλειωδών μορφών και αιωνίων προτύπων αγιότητος, υψίστης ανθρωπίνης ποιότητος ως ο ιερός της Ζακύνθου έφορος και Προστάτης άγιος Διονύσιος ο Σιγούρος ο τιμηθείς υπό του αιωνίου Θεού δια της υψίστης δωρεάς της αφθαρσίας, ο και συγχωρήσας τον φονέα του αδελφού του, ας μας προσκομίσει από το ανεξάντλητο αρχείο του, γραπτό κείμενο του γερ. Επιφανίου εγκωμιαστικό για την Ρωμαιοκαθολική παρασυναγωγή η φωτογραφικό υλικό συμπροσευχής του η συναγελασμού του με πραγματικούς και όχι φανταστικούς «συναδέλφους» του λατίνου Επισκόπου Μυριήλ των Αθλίων.
Την απάντηση στον ιστοριοδίφη κ. Α. Πανώτη για το αν είναι «σεβασμία» η Ρωμαιοκαθολική παρασυναγωγή και όχι Εκκλησία, δεν θα την δώσουν οι «μανιακοί κορύβαντες των ημερών μας» ούτε οι «έξαλλοι φανφαρόνοι του αδιάβαστου ψευτοζηλωτισμού, που μας διασύρουν στην οικουμένη με τους δικολαβίστικους ακροβατισμούς τους», «ούτε η φθηνή αλαζονεία του αβδηριτισμού» (sic) αλλά την δίδουν δυστυχώς γι’ αυτόν με εξόχως φρικώδη τρόπο η συμπολίτευση και αντιπολίτευση του κοινοβούλιου της Ολλανδίας προσφάτως του οποίου ανεξάρτητος επιτροπή γνωμοδότησε για 28.000 εγκλήματα παιδεραστίας στα τελευταία 60 χρόνια που διεπράχθησαν από τους λειτουργούς της «σεβασμίας Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» στη χώρα τους, καθώς και η συμπολίτευσι και αντιπολίτευσι του Κοινοβουλίου της Ρωμαιοκαθολικής Ιρλανδίας που με κοινό ψήφισμά τους στο Δουβλίνο και δια στόματος του Πρωθυπουργού Έντα Κένι διεκήρυξαν κατά δημοσίευση της εγκρίτου εφημερίδος Gurdian ότι η «σεβασμία Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» συνεκάλυψε αναισχύντως χιλιάδες κακουργηματικές πράξεις παιδεραστίας στη χώρα τους και ότι: «δυστυχώς αποκαλύφθηκαν η δυσλειτουργία, ο ελιτισμός και ο ναρκισσισμός που κυριαρχούν στην κουλτούρα του Βατικανού» που έσπευσε να αγιοποιήση τον μεθοδικώς επιδοθέντα στην παγκόσμια συγκάλυψη των κακουργημάτων παιδεραστίας Ιωάννη Παύλο τον Β . Τη δίδουν ακόμη τα ανά τον κόσμο εκατοντάδες χιλιάδες θύματα των «σεβασμίων» Ρωμαιοκαθολικών λειτουργών.
Όσον αφορά τέλος στην δήθεν θεομαχία και στην δήθεν αγνωμοσύνη και επειδή περί Πατέρων ο λόγος του αφιερώνουμε ως φιλίστορες και φιλάγιοι και εμείς ως ο ίδιος το συναξάριο του αγίου ιερομάρτυρος Αθανασίου του Λιθουανού που εορτάζει την 5 Σεπτεμβρίου.
«Ο άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Βίλνα (σημερινή πρωτεύουσα της Λιθουανίας) της Μικρορωσίας το 1596, τον ίδιο χρόνο που έγινε στο Μπρέστ - Λιτόβσκ η ψευδοένωσις μεταξύ της Ρώμης και ωρισμένων Ρώσων επισκόπων. Υιός ευγενούς στην καταγωγή Λιθουανού, αρκετά πτωχού παρά ταύτα, έλαβε ευρεία και σπάνια μόρφωσι για την εποχή του.
Ήταν κάτοχος πολλών ξένων και αρχαίων γλωσσών και βαθύς γνώστης τόσο των Πατέρων της Εκκλησίας, όσο και των φιλοσόφων και θεολόγων της Δύσεως.
Για λίγα χρόνια ο άγιος εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος, ώσπου το 1627 εκάρη μοναχός στην μονή του Χουτίν, κοντά στην Όρσα της Μικρορωσίας (σημερ. Λευκορωσία).
Το προπύργιο αυτό της Ορθοδοξίας, που έμεινε απείρακτο από τις πολωνικές δυνάμεις κατοχής, διεδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στο να αντισταθή ο ορθόδοξος λαός κατά της ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Εν συνεχεία ο Αθανάσιος συμπλήρωσε την μοναχική του κατάρτισι και σε άλλα ονομαστά μοναστήρια.
Όταν χειροτονήθηκε ιε ρευς, ο μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1596-1647) του ανέθεσε την ανακαίνισι της μονής του Κουπυάτιτσκ.
Μετά από θεία αποκάλυψι, έκανε ε να επικίνδυνο ταξίδι στην Μόσχα, διασχίζοντας εδάφη κατεχόμενα από Πολωνούς, με σκοπό να εκθέση στον τσάρο την κακή στάσι των τοπικών αρ χων έναντι των ορθοδόξων στις βορειοδυτικές περιοχές της Ρωσίας και να ζητήση συνδρο μη για την ανακαίνησι της μονής του. Με την βοήθεια της Παναγίας επέτυχε στην αποστολή του και άρχισε τις εργασίες.
Δύο χρόνια όμως αργότερα αναγκάσθηκε να τις εγκαταλείψη, διότι εξελέγη ηγούμενος της μονής του οσίου Συμε ων του Στυλίτου στο Μπρέστ-Λιτόβσκ.
Από τότε αποδύθηκε σε νέο και ακαταπόνητο αγώνα εναντίον της Ουνίας, του προσηλυτιστικού αυτού τρόπου των Λατίνων που είναι συγκεκαλυμμένος με ορθόδοξα λειτουργικά τυπικά και συνήθειες.
Επί οκτώ χρόνια ο άγιος με την προσευχή, το κήρυγμα και τα συγγράμματά του στηλίτευε και απέρριπτε την ψευδοένωσι της Μπρέστ, επανέφερε δε τους πλανηθέντας στην ποίμνη του Χριστού.
Οι Πολωνοί στρατιώτες και έποικοι βασάνιζαν τους ορθοδόξους πληθυσμούς των κατεχομένων περιοχών με βαρβαρική ωμότητα, αλλά και οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι δεν εδίσταζαν να χρησιμοποιήσουν τις πιο απάνθρωπες μεθόδους, προκει μένου να στερεώσουν την δική τους πίστι στην Μικρορωσία.
Ο άγιος αποφάσισε να μεταβή στον βασιλέα της Πολωνίας Βλαδίσλαο Δ (1632-1648), για να μεσολαβήση, ώστε οι ορθόδοξοι να έχουν πιο ανθρώπινη μεταχείρισι.
Ο βασιλεύς κάμφθηκε από την παράκλησί του και με διάταγμα έθετε τέρμα σε αυτές τις καταχρήσεις της εξου σίας, αλλά οι δημόσιοι λειτουργοί του δεν το εφήρμοσαν.
Στην Βαρσοβία η κατάστασις των ορθοδόξων ήταν ακόμα χειρότερη. Σε εορτάσιμες ημέρες οι Πολωνοί και οι ουνίτες έβαζαν φωτιά σε ορθόδοξες εκκλησίες γεμάτες πιστούς, όπως και αλ λοτε κατά την εποχή των μεγάλων διωγμών.
Μόνος στον αγώνα, με μόνη παρηγοριά την Παναγία, ο Αθανάσιος συνέχισε τις προσπάθειές του. Το 1643, ύστερα από μία νέα θεία αποκάλυψι, κατέφυγε για δεύτερη φορά στο Συμβούλιο Επικρατείας της Πολωνίας.
Ενώ κέρδισε την προστασία του κράτους υπέρ του ορθοδόξου ποιμνίου του, ωρισμένοι ορθόδοξοι γαιοκτήμονες, φοβούμενοι μήπως ζημιωθούν τα συμφέροντά τους, διέδωσαν ότι ήταν τρελλός και κατόρθωσαν να του αφαιρεθή το αξίωμα, να καθαιρεθή από την ιερωσύνη και να σταλή στο Κίεβο για εξέτασι.
Παρά τις κακόβουλες προσπάθειές τους ο άγιος δικαιώθηκε και επέστρεψε ως ηγούμενος στο μοναστήρι του, αλλά δεν έμεινε ήσυχος για πολύ· σύντομα ξανάρχισαν οι διωγμοί κατά των ορθοδόξων.
Ενώ ετοίμαζε μία αναφορά προς τον βασιλέα της Πολωνίας, συνελήφθη και φυλακίσθηκε προτού την ολοκληρώση. Αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από τρία χρόνια, αλλά το 1648 ο διωγμός συνεχίσθηκε σφοδρότερος. Ήταν τόσο αιματηρός, ώστε ο λαός της Μικρορωσίας εξεγέρθηκε και απαίτησε την αποχώρησι των πολωνολιθουανικών δυνάμεων και την απόδοσι των ρωσικών εδαφών στον τσάρο.
Οι πολωνικές αρχές συνέλαβαν αμέσως τους αρχηγούς του κινήματος και τους επιφανεστέρους εκκλησιαστικούς ηγέτες.
Ο Αθανάσιος φυλακίσθηκε και, παρά τις παντός είδους σωματικές και ηθικές κακώσεις που υπέστη, τόσο εκ μέρους των δεσμοφυλάκων, όσο και των καθολικών εκκλησιαστικών αρχών, συνέχισε να ελέγχη τους ενωτικούς και να αναθεματίζη την ένωσι.
Τον βασάνισαν βάζοντας στο σώμα του αναμμένα κάρβουνα, τον έγδαραν και τον έκαψαν ζωντανό.
Επειδή ακόμη ανέπνεε, τον τουφέκισαν, νεκρό τον απο κεφάλισαν και έρριξαν το σώμα του σε ένα λάκκο.
Το τίμιο λείψανό του βρέθηκε αργότερα άφθαρτο, ευωδιάζον και μέχρι σήμερα επιτελεί θαύματα.
Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
(Από τον Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας του ιερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, τομ. Α Σεπτέμβριος, εκδ. Ίνδικτος 2001, σσ. 62-64)
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Ασφαλώς δεν αγνοεί ο δόκιμος διδάσκαλος του θείου λόγου, ότι η δημοσία αμφισβήτιση των θεοφόρων αγίων Πατέρων των απλανώς θεολογούντων κατά μετοχήν των στην άκτιστη αγιότητα του Θεού και η προβολή θέσεων ότι δήθεν ο μετ’ επιφοίτησι του Παναγίου Πνεύματος διϊστορικός λόγος των χρειάζεται μετασχηματισμό, διόρθωσι η υπέρβασι δια της συναφειακής θεωρήσεως, τη στιγμή που η συνείδησι της Εκκλησίας δια των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων αλλά και αι Θεοσημείαι του ουρανού δια της μυροβλυσίας των αγίων λειψάνων των, τους έχει ανακηρύξει στύλους και εδραιώματα της ανά τους αιώνας αληθείας, δεν αποτελεί την δεινοτέρα αίρεσι και μάλιστα κατεγνωσμένη υπό των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων; Εις την Θεολογική ημερίδα της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς δεν κατεγνώσθησαν νέοι αιρετικοί αλλά ενημερώθη ο λαός του Θεού υπό ειδημόνων να κωφεύση και να μην αποδεχθή την αμφισβήτησι των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας που αναποδράστως οδηγεί στην αποδόμησι και σχετικοποίησι της υγιαινούσης διδσκαλίας (Α Τιμ. 1:10) και ακολούθως στην άρνησι της αγιότητος της Εκκλησίας και του αλαθήτου των Οικουμενικών Αυτής Συνόδων και του Παναγίου Πνεύματος του θεώσαντος δια των ακτίστων Αυτού ενεργειών τους θεοφόρους Πατέρας. Το μήνυμα της Ημερίδος δεν ήτο η έκθεσις προσώπων ως αιρετικών αλλά η πρόσκλησις πάντων να θεολογούν και να πολιτεύωνται «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι». Άλλωστε η συνείδησις και η πράξις της Εκκλησίας δεν θεωρεί αιρετικούς τους αστοχούντας στην διατύπωσι θεολογικών θέσεων αλλά τους δαιμονικώς εμμένοντας σε αυτές.
Όσον αφορά στον σεβάσμιο και εγκρατέστατο καθηγητή Αριστείδη Πανώτη, που «αναμιμνήσκεται» του αοιδίμου αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου για να ειρηνεύση την ασφαλώς διαμαρτυρομένη συνείδησί του για την εμμονή του στο αποδεδειγμένα αποτυχημένο εγχείρημα των δήθεν ειρηνοποιών μακαριστού Πατριάρχου Αθηναγόρου και μακαρίτη Πάπα Παύλου του Στ ἐμφανίζων δίχα αποδείξεων τον ακραιφνέστατο της Ορθοδοξίας Κανονολόγο και διαπρύσιο κήρυκα της αληθείας Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον ως θαυμαστή ενός μυθιστορηματικού προσώπου της κατεγνωσμένης Παπικής αιρέσεως που δημιούργησε η εξαιρετική γραφίδα του Β. Ουγκώ, λες και δεν γέμει η ακαινοτόμητος και αδιαίρετος Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησίας μεγαλειωδών μορφών και αιωνίων προτύπων αγιότητος, υψίστης ανθρωπίνης ποιότητος ως ο ιερός της Ζακύνθου έφορος και Προστάτης άγιος Διονύσιος ο Σιγούρος ο τιμηθείς υπό του αιωνίου Θεού δια της υψίστης δωρεάς της αφθαρσίας, ο και συγχωρήσας τον φονέα του αδελφού του, ας μας προσκομίσει από το ανεξάντλητο αρχείο του, γραπτό κείμενο του γερ. Επιφανίου εγκωμιαστικό για την Ρωμαιοκαθολική παρασυναγωγή η φωτογραφικό υλικό συμπροσευχής του η συναγελασμού του με πραγματικούς και όχι φανταστικούς «συναδέλφους» του λατίνου Επισκόπου Μυριήλ των Αθλίων.
Την απάντηση στον ιστοριοδίφη κ. Α. Πανώτη για το αν είναι «σεβασμία» η Ρωμαιοκαθολική παρασυναγωγή και όχι Εκκλησία, δεν θα την δώσουν οι «μανιακοί κορύβαντες των ημερών μας» ούτε οι «έξαλλοι φανφαρόνοι του αδιάβαστου ψευτοζηλωτισμού, που μας διασύρουν στην οικουμένη με τους δικολαβίστικους ακροβατισμούς τους», «ούτε η φθηνή αλαζονεία του αβδηριτισμού» (sic) αλλά την δίδουν δυστυχώς γι’ αυτόν με εξόχως φρικώδη τρόπο η συμπολίτευση και αντιπολίτευση του κοινοβούλιου της Ολλανδίας προσφάτως του οποίου ανεξάρτητος επιτροπή γνωμοδότησε για 28.000 εγκλήματα παιδεραστίας στα τελευταία 60 χρόνια που διεπράχθησαν από τους λειτουργούς της «σεβασμίας Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας» στη χώρα τους, καθώς και η συμπολίτευσι και αντιπολίτευσι του Κοινοβουλίου της Ρωμαιοκαθολικής Ιρλανδίας που με κοινό ψήφισμά τους στο Δουβλίνο και δια στόματος του Πρωθυπουργού Έντα Κένι διεκήρυξαν κατά δημοσίευση της εγκρίτου εφημερίδος Gurdian ότι η «σεβασμία Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» συνεκάλυψε αναισχύντως χιλιάδες κακουργηματικές πράξεις παιδεραστίας στη χώρα τους και ότι: «δυστυχώς αποκαλύφθηκαν η δυσλειτουργία, ο ελιτισμός και ο ναρκισσισμός που κυριαρχούν στην κουλτούρα του Βατικανού» που έσπευσε να αγιοποιήση τον μεθοδικώς επιδοθέντα στην παγκόσμια συγκάλυψη των κακουργημάτων παιδεραστίας Ιωάννη Παύλο τον Β . Τη δίδουν ακόμη τα ανά τον κόσμο εκατοντάδες χιλιάδες θύματα των «σεβασμίων» Ρωμαιοκαθολικών λειτουργών.
Όσον αφορά τέλος στην δήθεν θεομαχία και στην δήθεν αγνωμοσύνη και επειδή περί Πατέρων ο λόγος του αφιερώνουμε ως φιλίστορες και φιλάγιοι και εμείς ως ο ίδιος το συναξάριο του αγίου ιερομάρτυρος Αθανασίου του Λιθουανού που εορτάζει την 5 Σεπτεμβρίου.
«Ο άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Βίλνα (σημερινή πρωτεύουσα της Λιθουανίας) της Μικρορωσίας το 1596, τον ίδιο χρόνο που έγινε στο Μπρέστ - Λιτόβσκ η ψευδοένωσις μεταξύ της Ρώμης και ωρισμένων Ρώσων επισκόπων. Υιός ευγενούς στην καταγωγή Λιθουανού, αρκετά πτωχού παρά ταύτα, έλαβε ευρεία και σπάνια μόρφωσι για την εποχή του.
Ήταν κάτοχος πολλών ξένων και αρχαίων γλωσσών και βαθύς γνώστης τόσο των Πατέρων της Εκκλησίας, όσο και των φιλοσόφων και θεολόγων της Δύσεως.
Για λίγα χρόνια ο άγιος εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος, ώσπου το 1627 εκάρη μοναχός στην μονή του Χουτίν, κοντά στην Όρσα της Μικρορωσίας (σημερ. Λευκορωσία).
Το προπύργιο αυτό της Ορθοδοξίας, που έμεινε απείρακτο από τις πολωνικές δυνάμεις κατοχής, διεδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στο να αντισταθή ο ορθόδοξος λαός κατά της ρωμαιοκαθολικής προπαγάνδας. Εν συνεχεία ο Αθανάσιος συμπλήρωσε την μοναχική του κατάρτισι και σε άλλα ονομαστά μοναστήρια.
Όταν χειροτονήθηκε ιε ρευς, ο μητροπολίτης Κιέβου Πέτρος Μογίλας (1596-1647) του ανέθεσε την ανακαίνισι της μονής του Κουπυάτιτσκ.
Μετά από θεία αποκάλυψι, έκανε ε να επικίνδυνο ταξίδι στην Μόσχα, διασχίζοντας εδάφη κατεχόμενα από Πολωνούς, με σκοπό να εκθέση στον τσάρο την κακή στάσι των τοπικών αρ χων έναντι των ορθοδόξων στις βορειοδυτικές περιοχές της Ρωσίας και να ζητήση συνδρο μη για την ανακαίνησι της μονής του. Με την βοήθεια της Παναγίας επέτυχε στην αποστολή του και άρχισε τις εργασίες.
Δύο χρόνια όμως αργότερα αναγκάσθηκε να τις εγκαταλείψη, διότι εξελέγη ηγούμενος της μονής του οσίου Συμε ων του Στυλίτου στο Μπρέστ-Λιτόβσκ.
Από τότε αποδύθηκε σε νέο και ακαταπόνητο αγώνα εναντίον της Ουνίας, του προσηλυτιστικού αυτού τρόπου των Λατίνων που είναι συγκεκαλυμμένος με ορθόδοξα λειτουργικά τυπικά και συνήθειες.
Επί οκτώ χρόνια ο άγιος με την προσευχή, το κήρυγμα και τα συγγράμματά του στηλίτευε και απέρριπτε την ψευδοένωσι της Μπρέστ, επανέφερε δε τους πλανηθέντας στην ποίμνη του Χριστού.
Οι Πολωνοί στρατιώτες και έποικοι βασάνιζαν τους ορθοδόξους πληθυσμούς των κατεχομένων περιοχών με βαρβαρική ωμότητα, αλλά και οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι δεν εδίσταζαν να χρησιμοποιήσουν τις πιο απάνθρωπες μεθόδους, προκει μένου να στερεώσουν την δική τους πίστι στην Μικρορωσία.
Ο άγιος αποφάσισε να μεταβή στον βασιλέα της Πολωνίας Βλαδίσλαο Δ (1632-1648), για να μεσολαβήση, ώστε οι ορθόδοξοι να έχουν πιο ανθρώπινη μεταχείρισι.
Ο βασιλεύς κάμφθηκε από την παράκλησί του και με διάταγμα έθετε τέρμα σε αυτές τις καταχρήσεις της εξου σίας, αλλά οι δημόσιοι λειτουργοί του δεν το εφήρμοσαν.
Στην Βαρσοβία η κατάστασις των ορθοδόξων ήταν ακόμα χειρότερη. Σε εορτάσιμες ημέρες οι Πολωνοί και οι ουνίτες έβαζαν φωτιά σε ορθόδοξες εκκλησίες γεμάτες πιστούς, όπως και αλ λοτε κατά την εποχή των μεγάλων διωγμών.
Μόνος στον αγώνα, με μόνη παρηγοριά την Παναγία, ο Αθανάσιος συνέχισε τις προσπάθειές του. Το 1643, ύστερα από μία νέα θεία αποκάλυψι, κατέφυγε για δεύτερη φορά στο Συμβούλιο Επικρατείας της Πολωνίας.
Ενώ κέρδισε την προστασία του κράτους υπέρ του ορθοδόξου ποιμνίου του, ωρισμένοι ορθόδοξοι γαιοκτήμονες, φοβούμενοι μήπως ζημιωθούν τα συμφέροντά τους, διέδωσαν ότι ήταν τρελλός και κατόρθωσαν να του αφαιρεθή το αξίωμα, να καθαιρεθή από την ιερωσύνη και να σταλή στο Κίεβο για εξέτασι.
Παρά τις κακόβουλες προσπάθειές τους ο άγιος δικαιώθηκε και επέστρεψε ως ηγούμενος στο μοναστήρι του, αλλά δεν έμεινε ήσυχος για πολύ· σύντομα ξανάρχισαν οι διωγμοί κατά των ορθοδόξων.
Ενώ ετοίμαζε μία αναφορά προς τον βασιλέα της Πολωνίας, συνελήφθη και φυλακίσθηκε προτού την ολοκληρώση. Αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από τρία χρόνια, αλλά το 1648 ο διωγμός συνεχίσθηκε σφοδρότερος. Ήταν τόσο αιματηρός, ώστε ο λαός της Μικρορωσίας εξεγέρθηκε και απαίτησε την αποχώρησι των πολωνολιθουανικών δυνάμεων και την απόδοσι των ρωσικών εδαφών στον τσάρο.
Οι πολωνικές αρχές συνέλαβαν αμέσως τους αρχηγούς του κινήματος και τους επιφανεστέρους εκκλησιαστικούς ηγέτες.
Ο Αθανάσιος φυλακίσθηκε και, παρά τις παντός είδους σωματικές και ηθικές κακώσεις που υπέστη, τόσο εκ μέρους των δεσμοφυλάκων, όσο και των καθολικών εκκλησιαστικών αρχών, συνέχισε να ελέγχη τους ενωτικούς και να αναθεματίζη την ένωσι.
Τον βασάνισαν βάζοντας στο σώμα του αναμμένα κάρβουνα, τον έγδαραν και τον έκαψαν ζωντανό.
Επειδή ακόμη ανέπνεε, τον τουφέκισαν, νεκρό τον απο κεφάλισαν και έρριξαν το σώμα του σε ένα λάκκο.
Το τίμιο λείψανό του βρέθηκε αργότερα άφθαρτο, ευωδιάζον και μέχρι σήμερα επιτελεί θαύματα.
Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
(Από τον Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας του ιερομ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, τομ. Α Σεπτέμβριος, εκδ. Ίνδικτος 2001, σσ. 62-64)
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ