Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος...᾽ Θά ἐπιχειρήσουμε νά προσεγγίσουμε τό πανάχραντο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέσα ἀπό τόν εἰρμό τῆς πρώτης ὠδῆς τοῦ κανόνα τοῦ ᾽Ακαθίστου ῞Υμνου. Ὡς γνωστόν ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση ἤδη ἀπό τόν 8ο μ.Χ. αἰ. καθιέρωσε ὡς τρόπο ἔκφρασης τό εἶδος πού λέγεται κανόνας καί πού ἀποτελεῖται ἀπό ἐννέα ὠδές. Κι ἡ κάθε ὠδή ξεκινάει μέ τόν εἰρμό, πού ὀνομάζεται ἔτσι, γιατί
εἴρει, δηλ. συνδέει στόν τρόπο ψαλμωδίας καί τά ὑπόλοιπα τροπάρια τῆς ὠδῆς. Ὁ πρῶτος λοιπόν εἰρμός ἀναφέρει: ῾᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί, καί ὀφθήσομαι φαιδρῶς πανηγυρίζων καί ἄσω γηθόμενος ταύτης τά θαύματα᾽. Δηλ. : Θά ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίσει ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί θά πῶ λόγο γιά τή βασίλισσα Μητέρα, καί θά φανῶ φαιδρός πανηγυριστής καί θά τραγουδήσω μέ χαρά τά θαύματά της.
Ὁ ὑμνωδός μᾶς λέει ὅτι θά μιλήσει, θά φωνάξει γιά τήν Παναγία, πού εἶναι ἡ βασίλισσα Μητέρα. Στή θέση τοῦ ψαλμωδοῦ βρισκόμαστε ἀκριβῶς κι ἐμεῖς κάθε φορά πού συναζόμαστε γιά νά ψάλουμε τά Χαῖρε πρός αὐτήν.
Ὁ λόγος τοῦ ὑμνωδοῦ ἔτσι δέν εἶναι ἀτομικός του λόγος. Γίνεται λόγος ἐκκλησιαστικός, λόγος ὅλων μας. Τά συναισθήματα γιά τήν Παναγία ὠθοῦνται στήν καρδιά τοῦ ὑμνωδοῦ, ὅπως ὠθοῦνται γιά νά ἐκφραστοῦν καί σέ ὅλους τούς πιστούς. Τί θά πεῖ ὅμως γιά τήν Παναγία ὁ ὑμνωδός; Τί λόγο θά ἐκφράσει ἀπό τό στόμα του; ῎Αρα τί λόγο καλούμαστε κι ἐμεῖς νά ἔχουμε γιά τή Μεγάλη Μητέρα μας;
Ξεκαθαρίζει τά πράγματα ὁ ὑμνωδός:
(1) Ὁ λόγος του δέν θά εἶναι κάποιος πρόχειρος λόγος. Οἱ προχειρότητες ταιριάζουν γιά ἐκεῖνα τά πράγματα τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἄνευ σημασίας.
(2) Οὔτε ὅμως μπορεῖ ὁ λόγος του νά εἶναι κάποιος ἀνθρώπινος στοχασμός, ἔστω καί σοφός. Μπροστά στήν Παναγία ὁ ἀνθρώπινος λόγος χάνει τήν ὅποια δύναμή του.
(3) Ὁ λόγος του, σημειώνει, θά εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος.῾᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος᾽. Μόνον ὁ ἐμφορούμενος ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά δεῖ ὀρθά καί νά μιλήσει σωστά γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Κατά κάποιο τρόπο πρέπει νά εἶναι κανείς στό ἐπίπεδο τοῦ προφήτη ἤ τοῦ ἀποστόλου, γιά νά μπορέσει νά μιλήσει γιά τήν Παναγία. Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ Παναγία δέν εἶναι ἕνα ἁπλό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό λόγω τῆς ἀπέραντης ὑπακοῆς της νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, γι᾽ αὐτό καί μόνον ὅποιος ἔχει μετασκευασμένα ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα τά μάτια του μπορεῖ νά τήν θεωρήσει σωστά. ᾽Ισχύει τό ἴδιο μέ αὐτό πού συνέβη μέ τήν ᾽Ελισάβετ. Τήν εἶδε μετά τόν Εὐαγγελισμό μέ σωστό τρόπο, γιατί ῾ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί᾽. Μόνον λοιπόν ὁ ἐν Πνεύματι εὑρισκόμενος ἔχει ὀρθή θεώρηση τῆς Παναγίας.
῎Ετσι μπροστά σέ ᾽Εκείνην κρίνεται ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως, πού σημαίνει ἀποκαλυπτόμαστε ὀρθόδοξοι ἤ αἱρετικοί. Κι ἀκόμη περισσότερο: μπορεῖ νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἰουδαϊκή πιθανόν τοποθέτησή μας. Ἡ Παναγία δηλ. ἀποτελεῖ κριτήριο ὀρθοδοξίας. Κατά συνέπεια αὐτοί πού ὑβρίζουν τήν Παναγία, σάν τούς Γιεχωβάδες, βρίσκονται στή θέση τῶν ᾽Ιουδαίων: ἐκεῖνοι τήν ἔκριναν μέ τίς πιό ἀκατανόμαστες ὕβρεις. Αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά ἁπλή γυναίκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, φανερώνουν τήν αἵρεσή τους, σάν τούς αἱρετικούς Προτεστάντες. Αὐτοί πού ὑπερτιμοῦν ἀπό τήν ἄλλη τήν Παναγία ἀναβιβάζοντάς την στό ἐπίπεδο τῆς θεότητος, σάν τούς Ρωμαιοκαθολικούς, φανερώνουν τή δεξιά ἀπόκλιση τῆς πλάνης. Γιά τούς ᾽Ορθοδόξους ὅμως ἡ Παναγία εἶναι αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά της: Παν-αγία, δηλ. ὑπεράνω ὅλων τῶν ἁγίων, μά ἄνθρωπος. Γεμάτη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουμε τήν ἀνθρώπινη προοπτική: νά θεωθοῦμε, ἐννοώντας ὡς θέωση τήν ἕνωσή μας μέ τόν Κύριο, παραμένοντας ὅμως πάντοτε ἄνθρωποι.
Κι ὁ ὑμνογράφος καταλήγει: σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει λόγο γιά νά μιλήσουμε γιά τήν Παναγία, χαιρόμαστε καί πανηγυρίζουμε. Δέν μποροῦμε νά θυμηθοῦμε τήν Παναγία καί νά μή φαιδρύνει ἡ ψυχή μας, νά μήν πλησθοῦμε εὐφροσύνης. Γιατί βλέπουμε σ᾽ Αὐτήν τήν περίσσεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Κι ἡ χάρη εἶναι πάντοτε χαρά. Μόνον ὁ διάβολος σκυθρωπάζει καί καίγεται ἀπό τήν ἀναφορά στήν Παναγία.
Οἱ συνάξεις μας κάθε φορά ἐπί τῇ μνήμῃ τῆς Παναγίας ἀποδεικνύουν ὅτι κι ἐμεῖς ἐμφορούμαστε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Λίγο ἤ πολύ ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἱκανώνει νά προσερχόμαστε τήν ᾽Εκκλησία καί νά ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ εὐθύνη μας εἶναι διπλή: νά κρατᾶμε τή χάρη αὐτή, δηλ. νά βρισκόμαστε σ᾽ ἐκείνη κάθε φορά τήν ἑτοιμότητα γιά νά τιμᾶμε τήν Παναγία, καί νά ἀγωνιζόμαστε νά τήν αὐξάνουμε. Καί διακράτηση καί αὔξηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια εἶχε καί ἔχει ἡ Παναγία, σημαίνει: νά ὑποτασσόμαστε κάθε φορά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό ῾ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου᾽ τῆς Παναγίας νά γίνεται καί ἡ δική μας ἀπάντηση στήν ὅποια πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀπευθύνει τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.
εἴρει, δηλ. συνδέει στόν τρόπο ψαλμωδίας καί τά ὑπόλοιπα τροπάρια τῆς ὠδῆς. Ὁ πρῶτος λοιπόν εἰρμός ἀναφέρει: ῾᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί, καί ὀφθήσομαι φαιδρῶς πανηγυρίζων καί ἄσω γηθόμενος ταύτης τά θαύματα᾽. Δηλ. : Θά ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίσει ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί θά πῶ λόγο γιά τή βασίλισσα Μητέρα, καί θά φανῶ φαιδρός πανηγυριστής καί θά τραγουδήσω μέ χαρά τά θαύματά της.
Ὁ ὑμνωδός μᾶς λέει ὅτι θά μιλήσει, θά φωνάξει γιά τήν Παναγία, πού εἶναι ἡ βασίλισσα Μητέρα. Στή θέση τοῦ ψαλμωδοῦ βρισκόμαστε ἀκριβῶς κι ἐμεῖς κάθε φορά πού συναζόμαστε γιά νά ψάλουμε τά Χαῖρε πρός αὐτήν.
Ὁ λόγος τοῦ ὑμνωδοῦ ἔτσι δέν εἶναι ἀτομικός του λόγος. Γίνεται λόγος ἐκκλησιαστικός, λόγος ὅλων μας. Τά συναισθήματα γιά τήν Παναγία ὠθοῦνται στήν καρδιά τοῦ ὑμνωδοῦ, ὅπως ὠθοῦνται γιά νά ἐκφραστοῦν καί σέ ὅλους τούς πιστούς. Τί θά πεῖ ὅμως γιά τήν Παναγία ὁ ὑμνωδός; Τί λόγο θά ἐκφράσει ἀπό τό στόμα του; ῎Αρα τί λόγο καλούμαστε κι ἐμεῖς νά ἔχουμε γιά τή Μεγάλη Μητέρα μας;
Ξεκαθαρίζει τά πράγματα ὁ ὑμνωδός:
(1) Ὁ λόγος του δέν θά εἶναι κάποιος πρόχειρος λόγος. Οἱ προχειρότητες ταιριάζουν γιά ἐκεῖνα τά πράγματα τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἄνευ σημασίας.
(2) Οὔτε ὅμως μπορεῖ ὁ λόγος του νά εἶναι κάποιος ἀνθρώπινος στοχασμός, ἔστω καί σοφός. Μπροστά στήν Παναγία ὁ ἀνθρώπινος λόγος χάνει τήν ὅποια δύναμή του.
(3) Ὁ λόγος του, σημειώνει, θά εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος.῾᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος᾽. Μόνον ὁ ἐμφορούμενος ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά δεῖ ὀρθά καί νά μιλήσει σωστά γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Κατά κάποιο τρόπο πρέπει νά εἶναι κανείς στό ἐπίπεδο τοῦ προφήτη ἤ τοῦ ἀποστόλου, γιά νά μπορέσει νά μιλήσει γιά τήν Παναγία. Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ Παναγία δέν εἶναι ἕνα ἁπλό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό λόγω τῆς ἀπέραντης ὑπακοῆς της νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, γι᾽ αὐτό καί μόνον ὅποιος ἔχει μετασκευασμένα ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα τά μάτια του μπορεῖ νά τήν θεωρήσει σωστά. ᾽Ισχύει τό ἴδιο μέ αὐτό πού συνέβη μέ τήν ᾽Ελισάβετ. Τήν εἶδε μετά τόν Εὐαγγελισμό μέ σωστό τρόπο, γιατί ῾ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί᾽. Μόνον λοιπόν ὁ ἐν Πνεύματι εὑρισκόμενος ἔχει ὀρθή θεώρηση τῆς Παναγίας.
῎Ετσι μπροστά σέ ᾽Εκείνην κρίνεται ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως, πού σημαίνει ἀποκαλυπτόμαστε ὀρθόδοξοι ἤ αἱρετικοί. Κι ἀκόμη περισσότερο: μπορεῖ νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἰουδαϊκή πιθανόν τοποθέτησή μας. Ἡ Παναγία δηλ. ἀποτελεῖ κριτήριο ὀρθοδοξίας. Κατά συνέπεια αὐτοί πού ὑβρίζουν τήν Παναγία, σάν τούς Γιεχωβάδες, βρίσκονται στή θέση τῶν ᾽Ιουδαίων: ἐκεῖνοι τήν ἔκριναν μέ τίς πιό ἀκατανόμαστες ὕβρεις. Αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά ἁπλή γυναίκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, φανερώνουν τήν αἵρεσή τους, σάν τούς αἱρετικούς Προτεστάντες. Αὐτοί πού ὑπερτιμοῦν ἀπό τήν ἄλλη τήν Παναγία ἀναβιβάζοντάς την στό ἐπίπεδο τῆς θεότητος, σάν τούς Ρωμαιοκαθολικούς, φανερώνουν τή δεξιά ἀπόκλιση τῆς πλάνης. Γιά τούς ᾽Ορθοδόξους ὅμως ἡ Παναγία εἶναι αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά της: Παν-αγία, δηλ. ὑπεράνω ὅλων τῶν ἁγίων, μά ἄνθρωπος. Γεμάτη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουμε τήν ἀνθρώπινη προοπτική: νά θεωθοῦμε, ἐννοώντας ὡς θέωση τήν ἕνωσή μας μέ τόν Κύριο, παραμένοντας ὅμως πάντοτε ἄνθρωποι.
Κι ὁ ὑμνογράφος καταλήγει: σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει λόγο γιά νά μιλήσουμε γιά τήν Παναγία, χαιρόμαστε καί πανηγυρίζουμε. Δέν μποροῦμε νά θυμηθοῦμε τήν Παναγία καί νά μή φαιδρύνει ἡ ψυχή μας, νά μήν πλησθοῦμε εὐφροσύνης. Γιατί βλέπουμε σ᾽ Αὐτήν τήν περίσσεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Κι ἡ χάρη εἶναι πάντοτε χαρά. Μόνον ὁ διάβολος σκυθρωπάζει καί καίγεται ἀπό τήν ἀναφορά στήν Παναγία.
Οἱ συνάξεις μας κάθε φορά ἐπί τῇ μνήμῃ τῆς Παναγίας ἀποδεικνύουν ὅτι κι ἐμεῖς ἐμφορούμαστε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Λίγο ἤ πολύ ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἱκανώνει νά προσερχόμαστε τήν ᾽Εκκλησία καί νά ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ εὐθύνη μας εἶναι διπλή: νά κρατᾶμε τή χάρη αὐτή, δηλ. νά βρισκόμαστε σ᾽ ἐκείνη κάθε φορά τήν ἑτοιμότητα γιά νά τιμᾶμε τήν Παναγία, καί νά ἀγωνιζόμαστε νά τήν αὐξάνουμε. Καί διακράτηση καί αὔξηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια εἶχε καί ἔχει ἡ Παναγία, σημαίνει: νά ὑποτασσόμαστε κάθε φορά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό ῾ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου᾽ τῆς Παναγίας νά γίνεται καί ἡ δική μας ἀπάντηση στήν ὅποια πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀπευθύνει τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.
pgdorbas.blogspot.com