Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ένα σημαντικό δίλημμα, που απασχολεί ιδιαίτερα την εποχή μας, αποτυπώνει η σύγκρουση ανάμεσα στους ελληνόφωνους και τους εβραιόφωνους πιστούς της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας, σχετικά με την φροντίδα των αναξιοπαθούντων ως προς την διανομή τροφίμων. «Δεν είναι σωστό εμείς ν’ αφήνουμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού και να ασχολούμαστε με διανομές τροφίμων», λένε οι Απόστολοι. «Ουκ αρεστόν εστίν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις» (Πράξ. 6, 2). Τι έχει μεγαλύτερη σημασία για την Εκκλησία; Ο λόγος του Θεού ή η υλική φιλανθρωπία; Αυτό το ερώτημα συνέχισε να απασχολεί την Εκκλησία ανά τους αιώνες και, βεβαίως, σήμερα, σε ένα περιβάλλον μεγάλης κρίσης, όπου πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται υπερβολικά, το ερώτημα τίθεται ακόμη και από εκείνους που δεν θέλουν να πιστεύουν στο Θεό, δεν θέλουν να ανήκουν στην Εκκλησία.
Τα επιχειρήματα πολλά. Τα λόγια πετούνε, τα έργα μένουν. Όσο διδάσκει κανείς με τα έργα του, δεν μπορεί να διδάξει με τα λόγια του. Η Εκκλησία έχει περιουσία, την οποία καλείται να διανείμει στους φτωχούς. Χορτάσαμε από λόγια, θέλουμε έργα αγάπης. Αγάπη σημαίνει να δίνουμε ελεημοσύνη και να ασκούμε φιλανθρωπία. Ένας ολόκληρος προπαγανδιστικός εναντίον της Εκκλησίας μηχανισμός σπεύδει να αξιοποιήσει αυτές τις σκέψεις και να εμποτίσει το λαό με δηλητήριο, και μάλιστα, άφθονο, το οποίο στην ουσία αμφισβητεί την ίδια την αυθεντική ζωή και υπόσταση της Εκκλησίας.
Τα λόγια των Αποστόλων όμως θέτουν το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις.
Πρώτον δείχνουν ότι στην Εκκλησία υπάρχει η διάκριση των χαρισμάτων, με βάση τα οποία κάποιος διακονεί τον άνθρωπο και τον κόσμο. Είναι άλλοι εκείνοι οι οποίοι διακονούν τον λόγο του Θεού και την προσευχή, δηλαδή την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και των πιστών και άλλοι εκείνοι οι οποίοι βοηθούν υλικά, συγκεντρώνουν τρόφιμα και άλλα είδη προς ανακούφιση όλων εκείνων που υποφέρουν και, παρεμπιπτόντως, αποτελούν ενεργά μέλη της Εκκλησίας, όχι προσκολλώμενους επαίτες ή εκμεταλλευτές της αγάπης των πιστών, αλλά ανθρώπους, οι οποίοι είναι μέλη του σώματος του Χριστού και δεν μπορούν να καλύψουν από μόνοι τους τις βιοτικές τους ανάγκες (αν θέλαμε να είμαστε ακριβείς στην αυθεντική παράδοση της Εκκλησίας μας θα έπρεπε να ήμασταν πολύ σκεπτικοί έναντι όλων εκείνων σήμερα που χωρίς να θέλουν να έχουν κάποια εκκλησιολογική και εκκλησιαστική σχέση με την Ενορία και τη ζωή της πίστης, σπεύδουν, απαιτούν και φωνασκούν για να λάβουν υλική βοήθεια και έχουν από πίσω τους υποστηρικτές οι οποίοι χωρίς να γνωρίζουν, υπερασπίζονται το δικαίωμα στη βοήθεια σε όλους ανεξαιρέτως, χωρίς από την μεριά των βοηθουμένων να υπάρχει καμία διάθεση ανταπόδοσης πνευματικής έστω στα όσα λαμβάνουν. Η αποθέωση της υποκρισίας).
Δεύτερον, το ουσιώδες στη ζωή και την διακονία της Εκκλησίας είναι η πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων, η ακρόαση και η βίωση του λόγου του Θεού και η μετοχή στην ευχαριστιακή και λατρευτική ζωή της πίστης. Από εκεί ξεκινά το νόημα της χριστιανικής ζωής. Πρωτίστως καλούμαστε να μεριμνήσουμε να θρέψουμε την ύπαρξή μας με την παρουσία του Χριστού, ακούγοντας τον λόγο του Ευαγγελίου, ζώντας την πνευματική ζωή, παλεύοντας εναντίον των παθών μας, ενεργοποιώντας τις πνευματικές μας δυνάμεις, έχοντας γνώμη για τη ζωή και τον κόσμο και μη όντας παθητικά μέλη μιας κοινωνίας, η οποία λειτουργεί απάνθρωπα και υπονομευτικά στην ελευθερία μας, έχοντας ως κέντρο της πίστης μας την αγάπη για το Θεό και την σωτηρία του καθενός ανθρώπου. Αν δεν ισχύει αυτή η απαραίτητη προϋπόθεση, τότε ξεγελούμε ουσιαστικά τον εαυτό μας, ότι έχουμε βρει νόημα και σκοπό στη ζωή μας ασχολούμενοι με τα βιοτικά, με τα πάθη μας, με την εκπλήρωση των στόχων μας, κάνοντας και παράλληλα λίγη ελεημοσύνη για να θεραπεύσουμε τις ενοχές μας ή για να εκπληρώσουμε κάποια ανθρωπιστικά μας καθήκοντα, διότι χωρίς τροφή της ψυχής, τα υλικά έρχονται και παρέρχονται.
Τρίτον, η Εκκλησία δεν περιφρονεί την υλική υπόσταση του ανθρώπου. Καλεί σε συσστράτευση αλληλεγγύης και αγάπης για όλες τις ανθρώπινες ανάγκες, τις οποίες μπορεί να διακονήσει, χωρίς αποκλεισμούς και περιθωριοποιήσεις, αλλά με δικαιοσύνη, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός και ανάλογα με τις δυνατότητες που η ίδια έχει. Ορίζει λοιπόν εντεταλμένους γι’ αυτή την εργασία, όμως δεν την θεοποιεί, δεν την βάζει σε προτεραιότητα. Την θεωρεί απότοκο του πνευματικού της έργου. Πρωτίστως εργάζεται γι’ αυτό και έχοντας εμπνεύσει την πνευματική μεταμόρφωση και αλλαγή των πιστών, συνδιακονεί και τις βιοτικές μέριμνες, ιδίως για εκείνους που δεν μπορούν να τις καλύψουν με τον δικό τους κόπο για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με την επιθυμία τους για εργασία (ασθενείς, άνεργοι, χήρες). Η έννοια της δικαιοσύνης και της αναλογικότητας εδώ διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο. Δεν μπορεί η Εκκλησία να δίδει εξίσου σε όλους, ενώ υπάρχουν κάποιες ευπαθείς ομάδες ανθρώπων που έχουν περισσότερη ανάγκη. Βέβαια, ο ανθρώπινος εγωισμός, ενίοτε και η οκνηρία, κάνουν πολλούς να διαμαρτύρονται ότι η Εκκλησία οφείλει εξίσου να βλέπει όλους. Μερικοί μάλιστα διεκδικούν, χωρίς να έχουν συναίσθηση ότι ενώ μπορούν να βρούνε μόνοι τους κάποια αγαθά, δεν το πράττουν, αδικώντας έτσι άλλους που πιθανόν να έχουν περισσότερη ανάγκη.
Το τέταρτο σημείο έχει να κάνει με το ποιος πρέπει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας να διακονεί, τόσο τον λόγο και τον αγιασμό των ανθρώπων, όσο και τις υλικές ανάγκες. Η Εκκλησία έχει ορίσει τους ποιμένες της, οι οποίοι λαμβάνουν το χάρισμα από τα χέρια των Αποστόλων στην πρώτη περίοδο (Πράξ. 6,6) και από τα χέρια των Επισκόπων μετέπειτα, για να δίδουν όλο τους τον εαυτό στις διακονίες αυτές. Όμως όλοι οι πιστοί καλούνται να συνεισφέρουν τόσο με τον λόγο τους (ενεργοποίηση του προφητικού αξιώματος που λαμβάνουμε κατά την είσοδο μας στην Εκκλησία με το Βάπτισμα και το Χρίσμα), όσο και με την υλική προσφορά στην αποστολή της Εκκλησίας. Δεν είναι μόνο ο κλήρος ο οποίος καλείται να παλέψει για τον αγιασμό, την σωτηρία και την προαγωγή των πιστών, αλλά όλο το σώμα του Χριστού.
Αυτές οι αλήθειες δίδουν τελικά απάντηση από την πλευρά της Εκκλησίας στο ερώτημα των ανθρώπων τι προηγείται ή σε τι συνίσταται η αποστολή των χριστιανών. Πρώτιστο έργο η ακρόαση και βίωση του λόγου του Θεού και ο αγιασμός. Παρεπόμενο του αγιασμού η διακονία των υλικών αναγκών των ανθρώπων. Όπως το πρώτο χωρίς το δεύτερο μένει σε θεωρητικό επίπεδο, έτσι και το δεύτερο χωρίς το πρώτο αποτελεί μετατροπή της Εκκλησίας σε φιλανθρωπικό σωματείο, το οποίο ανακουφίζει, αλλά δεν σώζει. Οι ιδιοτέλειες των ανθρώπων επιδιώκουν μία Εκκλησία που να έχει αποκλειστική μέριμνά της το δεύτερο έργο και, βεβαίως, ουδέποτε θα μείνουν ευχαριστημένοι, γιατί ποτέ δεν θα εξαντληθούν οι υλικές ανάγκες. Η σωφροσύνη όμως επιβάλλει η Εκκλησία να χαράζει την αποστολή της ξεκινώντας από το έργο της σωτηρίας και του αγιασμού, αφήνοντας κατά μέρος θρηνητικές κραυγές και υποκριτικές υποδείξεις από όλους εκείνους οι οποίοι δεν ζούνε αληθινά τη ζωή της, αλλά προτάσσουν την ιδιοτελή στάση να επιρρίπτουν στην Εκκλησία την ευθύνη για την υλική προαγωγή του κόσμου και να αμφισβητούν την αποστολή της στον κόσμο. Όσοι ζητούνε μία χρήσιμη στις υλικές ανάγκες των ανθρώπων Εκκλησία, τελικά παραθεωρούν ότι η Εκκλησία υπάρχει για να χορτάσει την πνευματική πείνα των ανθρώπων για νόημα ζωής, Θεό, Ανάσταση και αιωνιότητα. Ας μην τους κάνουμε το χατίρι.
Τα επιχειρήματα πολλά. Τα λόγια πετούνε, τα έργα μένουν. Όσο διδάσκει κανείς με τα έργα του, δεν μπορεί να διδάξει με τα λόγια του. Η Εκκλησία έχει περιουσία, την οποία καλείται να διανείμει στους φτωχούς. Χορτάσαμε από λόγια, θέλουμε έργα αγάπης. Αγάπη σημαίνει να δίνουμε ελεημοσύνη και να ασκούμε φιλανθρωπία. Ένας ολόκληρος προπαγανδιστικός εναντίον της Εκκλησίας μηχανισμός σπεύδει να αξιοποιήσει αυτές τις σκέψεις και να εμποτίσει το λαό με δηλητήριο, και μάλιστα, άφθονο, το οποίο στην ουσία αμφισβητεί την ίδια την αυθεντική ζωή και υπόσταση της Εκκλησίας.
Τα λόγια των Αποστόλων όμως θέτουν το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις.
Πρώτον δείχνουν ότι στην Εκκλησία υπάρχει η διάκριση των χαρισμάτων, με βάση τα οποία κάποιος διακονεί τον άνθρωπο και τον κόσμο. Είναι άλλοι εκείνοι οι οποίοι διακονούν τον λόγο του Θεού και την προσευχή, δηλαδή την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και των πιστών και άλλοι εκείνοι οι οποίοι βοηθούν υλικά, συγκεντρώνουν τρόφιμα και άλλα είδη προς ανακούφιση όλων εκείνων που υποφέρουν και, παρεμπιπτόντως, αποτελούν ενεργά μέλη της Εκκλησίας, όχι προσκολλώμενους επαίτες ή εκμεταλλευτές της αγάπης των πιστών, αλλά ανθρώπους, οι οποίοι είναι μέλη του σώματος του Χριστού και δεν μπορούν να καλύψουν από μόνοι τους τις βιοτικές τους ανάγκες (αν θέλαμε να είμαστε ακριβείς στην αυθεντική παράδοση της Εκκλησίας μας θα έπρεπε να ήμασταν πολύ σκεπτικοί έναντι όλων εκείνων σήμερα που χωρίς να θέλουν να έχουν κάποια εκκλησιολογική και εκκλησιαστική σχέση με την Ενορία και τη ζωή της πίστης, σπεύδουν, απαιτούν και φωνασκούν για να λάβουν υλική βοήθεια και έχουν από πίσω τους υποστηρικτές οι οποίοι χωρίς να γνωρίζουν, υπερασπίζονται το δικαίωμα στη βοήθεια σε όλους ανεξαιρέτως, χωρίς από την μεριά των βοηθουμένων να υπάρχει καμία διάθεση ανταπόδοσης πνευματικής έστω στα όσα λαμβάνουν. Η αποθέωση της υποκρισίας).
Δεύτερον, το ουσιώδες στη ζωή και την διακονία της Εκκλησίας είναι η πνευματική ωφέλεια των ανθρώπων, η ακρόαση και η βίωση του λόγου του Θεού και η μετοχή στην ευχαριστιακή και λατρευτική ζωή της πίστης. Από εκεί ξεκινά το νόημα της χριστιανικής ζωής. Πρωτίστως καλούμαστε να μεριμνήσουμε να θρέψουμε την ύπαρξή μας με την παρουσία του Χριστού, ακούγοντας τον λόγο του Ευαγγελίου, ζώντας την πνευματική ζωή, παλεύοντας εναντίον των παθών μας, ενεργοποιώντας τις πνευματικές μας δυνάμεις, έχοντας γνώμη για τη ζωή και τον κόσμο και μη όντας παθητικά μέλη μιας κοινωνίας, η οποία λειτουργεί απάνθρωπα και υπονομευτικά στην ελευθερία μας, έχοντας ως κέντρο της πίστης μας την αγάπη για το Θεό και την σωτηρία του καθενός ανθρώπου. Αν δεν ισχύει αυτή η απαραίτητη προϋπόθεση, τότε ξεγελούμε ουσιαστικά τον εαυτό μας, ότι έχουμε βρει νόημα και σκοπό στη ζωή μας ασχολούμενοι με τα βιοτικά, με τα πάθη μας, με την εκπλήρωση των στόχων μας, κάνοντας και παράλληλα λίγη ελεημοσύνη για να θεραπεύσουμε τις ενοχές μας ή για να εκπληρώσουμε κάποια ανθρωπιστικά μας καθήκοντα, διότι χωρίς τροφή της ψυχής, τα υλικά έρχονται και παρέρχονται.
Τρίτον, η Εκκλησία δεν περιφρονεί την υλική υπόσταση του ανθρώπου. Καλεί σε συσστράτευση αλληλεγγύης και αγάπης για όλες τις ανθρώπινες ανάγκες, τις οποίες μπορεί να διακονήσει, χωρίς αποκλεισμούς και περιθωριοποιήσεις, αλλά με δικαιοσύνη, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός και ανάλογα με τις δυνατότητες που η ίδια έχει. Ορίζει λοιπόν εντεταλμένους γι’ αυτή την εργασία, όμως δεν την θεοποιεί, δεν την βάζει σε προτεραιότητα. Την θεωρεί απότοκο του πνευματικού της έργου. Πρωτίστως εργάζεται γι’ αυτό και έχοντας εμπνεύσει την πνευματική μεταμόρφωση και αλλαγή των πιστών, συνδιακονεί και τις βιοτικές μέριμνες, ιδίως για εκείνους που δεν μπορούν να τις καλύψουν με τον δικό τους κόπο για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με την επιθυμία τους για εργασία (ασθενείς, άνεργοι, χήρες). Η έννοια της δικαιοσύνης και της αναλογικότητας εδώ διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο. Δεν μπορεί η Εκκλησία να δίδει εξίσου σε όλους, ενώ υπάρχουν κάποιες ευπαθείς ομάδες ανθρώπων που έχουν περισσότερη ανάγκη. Βέβαια, ο ανθρώπινος εγωισμός, ενίοτε και η οκνηρία, κάνουν πολλούς να διαμαρτύρονται ότι η Εκκλησία οφείλει εξίσου να βλέπει όλους. Μερικοί μάλιστα διεκδικούν, χωρίς να έχουν συναίσθηση ότι ενώ μπορούν να βρούνε μόνοι τους κάποια αγαθά, δεν το πράττουν, αδικώντας έτσι άλλους που πιθανόν να έχουν περισσότερη ανάγκη.
Το τέταρτο σημείο έχει να κάνει με το ποιος πρέπει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας να διακονεί, τόσο τον λόγο και τον αγιασμό των ανθρώπων, όσο και τις υλικές ανάγκες. Η Εκκλησία έχει ορίσει τους ποιμένες της, οι οποίοι λαμβάνουν το χάρισμα από τα χέρια των Αποστόλων στην πρώτη περίοδο (Πράξ. 6,6) και από τα χέρια των Επισκόπων μετέπειτα, για να δίδουν όλο τους τον εαυτό στις διακονίες αυτές. Όμως όλοι οι πιστοί καλούνται να συνεισφέρουν τόσο με τον λόγο τους (ενεργοποίηση του προφητικού αξιώματος που λαμβάνουμε κατά την είσοδο μας στην Εκκλησία με το Βάπτισμα και το Χρίσμα), όσο και με την υλική προσφορά στην αποστολή της Εκκλησίας. Δεν είναι μόνο ο κλήρος ο οποίος καλείται να παλέψει για τον αγιασμό, την σωτηρία και την προαγωγή των πιστών, αλλά όλο το σώμα του Χριστού.
Αυτές οι αλήθειες δίδουν τελικά απάντηση από την πλευρά της Εκκλησίας στο ερώτημα των ανθρώπων τι προηγείται ή σε τι συνίσταται η αποστολή των χριστιανών. Πρώτιστο έργο η ακρόαση και βίωση του λόγου του Θεού και ο αγιασμός. Παρεπόμενο του αγιασμού η διακονία των υλικών αναγκών των ανθρώπων. Όπως το πρώτο χωρίς το δεύτερο μένει σε θεωρητικό επίπεδο, έτσι και το δεύτερο χωρίς το πρώτο αποτελεί μετατροπή της Εκκλησίας σε φιλανθρωπικό σωματείο, το οποίο ανακουφίζει, αλλά δεν σώζει. Οι ιδιοτέλειες των ανθρώπων επιδιώκουν μία Εκκλησία που να έχει αποκλειστική μέριμνά της το δεύτερο έργο και, βεβαίως, ουδέποτε θα μείνουν ευχαριστημένοι, γιατί ποτέ δεν θα εξαντληθούν οι υλικές ανάγκες. Η σωφροσύνη όμως επιβάλλει η Εκκλησία να χαράζει την αποστολή της ξεκινώντας από το έργο της σωτηρίας και του αγιασμού, αφήνοντας κατά μέρος θρηνητικές κραυγές και υποκριτικές υποδείξεις από όλους εκείνους οι οποίοι δεν ζούνε αληθινά τη ζωή της, αλλά προτάσσουν την ιδιοτελή στάση να επιρρίπτουν στην Εκκλησία την ευθύνη για την υλική προαγωγή του κόσμου και να αμφισβητούν την αποστολή της στον κόσμο. Όσοι ζητούνε μία χρήσιμη στις υλικές ανάγκες των ανθρώπων Εκκλησία, τελικά παραθεωρούν ότι η Εκκλησία υπάρχει για να χορτάσει την πνευματική πείνα των ανθρώπων για νόημα ζωής, Θεό, Ανάσταση και αιωνιότητα. Ας μην τους κάνουμε το χατίρι.