Ιερέως Ιωάννου Σουρλίγγα
Πλήθος κόσμου, πολιτικών και πολιτειακών αρχόντων, εκπροσώπων των στρατιωτικών μονάδων του Νομού μας, των σωμάτων ασφαλείας και η Φιλαρμονικής του Δήμου Τριπόλεως, παρέστησαν στις ως άνω εκδηλώσεις τιμώντας έτσι την μνήμη των Ηρώων αλλά και το χωριό Πάπαρι.
Το χορευτικό συγκρότημα του Συλλόγου των Απανταχού Παπαραίων έδωσε μια ξεχωριστή αίγλη στη εκδήλωσή αυτή, τέλος προσφέρθηκαν γλυκίσματα και αναψυκτικά σε όλους τους συμμετέχοντες σε αυτή την ξεχωριστή εκδήλωση.
Νά πῶς περιγράφει ὁ ἱστορικός Σπῦρος Μελλᾶς στό βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μωριᾶ» τό γεγονός αὐτό.
«Μετά τό σκόρπισμα τῆς Πιάνας καί τό ντουφεκίδι τῆς Ἁλωνίσταινας ὁ Κολοκοτρώνης μέ τό Δεληγιάννη, τόν Τουρκοβασίλη και τούς λίγους ἄνδρες πού τούς εἶχαν ἀπομείνει περπατώντας ὅλη τή νύχτα ξημερώθηκαν στό Πάπαρι. Τί γύρευαν ἐκεῖ; Νά φτιάξουν Στρατόπεδο. Γιατί αὐτό εἶναι τό μεγάλο γέλασμα πού ἔχει πάθει ὁ Τοῦρκος. Χτυπάει ἐδῶ, χτυπάει ἐκεῖ νά διαλύσει τά ἐπαναστατικά Στρατόπεδα τῶν Ἑλλήνων καί δέν ξέρει πώς ὑπάρχει ἕνα Στρατόπεδο πού δεν χτυπιέται καί δέν σκορπίζεται κι’ αὐτό εἶναι ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἔρχεται στό Πάπαρι στίς 6 Ἀπριλίου, εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα καί μάλιστα Μεγάλη Τετάρτη ὁ κόσμος νηστεύει, μά και οἱ ἀγωνιστές εἶναι τόσο πεινασμένοι πού δέν μποροῦν νά σταθοῦν στά πόδια τους. Ὁ Κολοκοτρώνης μπαίνοντας στό χωριό πρωΐ πρωΐ καλεῖ τόν Ἱερέα τοῦ χωριοῦ, Κωνσταντῖνον Παπαδόπουλον καί δίδει ἐντολήν νά σφάξουν τά ἀρνιά πού ἔχουν γιά τό Πάσχα νά τά ψήσουν γιά νά χορτάσουν τήν πείνα τους οἱ Κλέφτες. Ἔτσι καί γίνεται καί ὁ παπᾶς πού ξέρει τή σημασία τοῦ ἀγῶνα καί τήν ἀνάγκη τῶν ἀγωνιστῶν δίδει τήν συγχώρησι γιά τήν κατάλυσι τῆς Νηστείας στήν καρδιά τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ξέρει νά παραμερίζει τούς τύπους μπροστά στήν ἀνάγκη και καταλήγει ὁ Κολοκοτρώνης μέ ἀνακούφισι «καί ἔφαγαν τά παλληκάρια καί στηλωθήκαμε». Κοντά στις φωτιές στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τοῦ κουμπάρου του Παυλοπανάγου φωνάζει τό γραμματικό του, το Ζαφειρόπουλο καί τοῦ ὑπαγορεύει γράμματα στόν Ἀναγνωσταρᾶ, τό Μούρτζινο, τον Παπαφλέσσα, τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, τό Μαυρομιχάλη καί τούς γράφει· «Ζυγῶστε στήν Τριπολιτσᾶ, ἐλᾶτε νά μέ βρῆτε στό Πάπαρι». Στό κάλεσμα τοῦ Κολοκοτρώνη ἔρχονται ὁ Κονδάκης μέ τούς Ἁγιοπετρίτες καί τούς Δολιανίτες, ὁ Ἐπίσκοπος Βρεσθένης καί ὁ Μπαρμπιτσιώτης μέ τούς Μπαρμπιτσιῶτες καί τους Ἀραχωβίτες, ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης μέ τούς Μανιάτες του,ὁ Νικολόπουλος μέ τριακόσιους Μυστριῶτες, ὁ Πλαπούτας, ὁ Νικηταρᾶς, ὁ Ἀρβάλης καί ὁ Μπιλίδας καπεταναῖοι τῆς Τριπολιτσᾶς, οἱ Πετιμεζαῖοι καί ἄλλοι πολλοί και αὐτό τό μάζωμα στό Πάπαρι ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή τοῦ σχεδίου του νά συσταθῆ βασικό Στρατόπεδο τρεῖς τέσσερες ὧρες ἀπόστασι ἀπό τήν Τριπολιτσᾶ. Μέσα σ’ αὐτό τόν ἀναβρασμό τοῦ συγκεντρωμένου μεγάλου πλήθους τῶν Κλεφτῶν ὁ Κολοκοτρώνης νιώθει χαρά γιατί πέτυχε να συστήσει αὐτό τό Στρατόπεδο στο Πάπαρι ἀλλά αἰσθάνεται καί ἀνησυχία γιατί θέλει ἑνότητα στή διοίκησι καί στήν ἐνέργεια. Τήν ὥρα αὐτή τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀγωνίας τοῦ Κολοκοτρώνη στό Πάπαρι, να πού φθάνουν ἐκεῖ ἀπό τή Ζάκυνθο τά δύο παιδιά τοῦ Κολοκοτρώνη ὁ Πᾶνος καί ὁ Γιάννης αὐτός πού θάπαιρνε σέ λίγο μέσα στίς φλόγες τοῦ πολέμου τό δοξασμένο παρατσούκλι τοῦ Γενναίου. Τρομάζει να τά γνωρίσει τά λιονταράκια του. Καβάλλα φτάνουν τά παιδιά· εἶναι μαυρισμένα, μπαρουτοκαπνισμένα θά λέγαμε γιατί μόλις βγῆκαν στην Ἠλεία πιάσανε τό ντουφέκι καί τό μάτωσαν στόν ἀγῶνα. Ὁ ἕνας μόλις μπορεῖ νά πεῖ κανείς εἶναι παλληκαράκι ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι ὁλότελα παιδόπουλο. Ὁ Γέρος τ’ ἀγκαλιάζει τά φιλεῖ μέ δάκρυα καί τά καμαρώνει. Γιά τρᾶβα τό γιαταγάνι βρέ Γιάννη, λέει τοῦ μικροῦ νά ἰδῶ ἄν σώνει τό χέρι σου νά το ξεθηκαρώσεις; καί ὁ μικρός ἀπαντάει· θά το ἰδῆς πατέρα σάν πιάσουμε τόν πόλεμο, καί κοκκινίζει, ὡς τ’ αὐτιά. Δέκα μέρες μονάχα φτάσανε στόν Κολοκοτρώνη νά φτιάξει τέλειο Στρατόπεδο, νά τό ὀργανώσει, νά τό ἐφοδιάσει, νά τό πειθαρχήσει, νά τό γυμνάσει, νά τοῦ φυσήξει το ὑψηλότερο φρόνημα καί νά ἑτοιμάσει τήν πρώτη μεγάλη νίκη τῶν Ἑλλήνων στό Βαλτέτσι, πού ἀπεφάσισε τή λευτεριά μας. Ἡ ἀρχιστρατηγία πού τού ἔδωσαν στή Σύναξη αὐτή τούχει λύσει τά χέρια, τώρα μπορεῖ νά δουλέψει καί νά δείξει τι εἶναι ἄξιος νά κάνει».
Τίς πληροφορίες γιά τή συγκρότησι τοῦ Στρατοπέδου στοῦ Πάπα-
ρι μᾶς τίς ἀναφέρουν οἱ ἀγωνιστές τοῦ 1821 στά ἀπομνημονεύματά
τους ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του, ὡς ἑξῆς·
1. ΡΗΓΑΣ ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ.
Σχεδίασμα Ἱστορίας τῆς
Ἐπαναστάσεως (Μνημοσύνη
1968-1969).
Μετά δύο ἡμέρας ὁ Ἠλίας Σαλαφαντίνος καί ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἦλθαν εἰς τά Βρουστοχώρια, ἔνθεν ἔγραψαν τόν Ἠλίαν καί τόν Δικαῖον (Παπαφλέσσα) νά ἔλθουν εἰς το χωρίον Πάπαρι, ὅπου εἶχαν συνέλθει καί ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Κων. Μαυρομιχάλης, ὁ Κανέλλος καί Νικόλαος Δεληγιανναῖοι διά να συσκεφθῶσιν. Ἐλθόντες δέ ἀπεφάσισαν παμψηφεί νά προσκαλέσουντόν Πέτρον Μαυρομιχάλην δι’ ἀρχιστράτηγον τῆς Πελοποννήσου, γενομένης δέ καί ὑπογραφείσης τῆς ἀποφάσεως, ἔστειλαν 10 ἀντίγραφα αὐτῆς εἰς τάς διαφόρους ἐπαρχίας, διά νά ὑπογράψωσι πολιτικοί καί στρατιωτικοί καί νά τά δείξουν πρός τόν Μαυρομιχάλην, ὥστε νά δυνηθῶσι νά τακτοποιήσουν τά πράγματα εἰς τήν ἀνεξαρτησίαν τους. Ἀπεφασίσθη πρός τούτοις νά συγκροτηθῆ γενικόν στρατόπεδον εἰς Βαλτέτσι, εἰς καταλληλότερον μέρος διά τήν πολιορκίαν τῆς Τριπόλεως καί κατασκόπευσιν τῶν ἐχθρικῶν κινημάτων.
2. ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ
Ἀπομνημονεύματα.
«Ἐγώ δέ μετά τοῦ Παπατσώνη, Θ. Κολοκοτρώνη, Ν. Μπούκουρα, Λάμπρου Ροϊλοῦ, ἀπεφασίσθη να ἀπέλθωμεν εἰς τοῦ Πάπαρι ὅπου τότε ἦταν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ oἱ δύο Μαυρομιχάλαι, Ἀντωνάκης καί Ἠλίας, ὁ Γεωργάκης Γιατράκας, ὁ Ἀντώνης Νικολόπουλος ἀπό την Λογκάστραν, ὁ Βενετσανάκος ἀπό τήν Καστανιά, ὁ Ἀναγνωσταράς, Φλέσιας, Κεφάλας καί ἄλλοι καπετανίσκοι μέ ἐπέκεινα τῶν 1.500, διά νά ὁμιλήσωμεν περί τῆς καταστάσεως τῆς πατρίδος, ἐπειδή βλέπομεν δειλίαν τινά εἰς τούς συμπολίτας μας, νά στείλωμεν μίαν πρεσβείαν εἰς τόν Πετρόμπεην να τόν προσκαλέσωμεν ὅτι ἐάν δύναται νά βγάλη τουλάχιστον 1.000 Μανιάτας ὡς ἐμπειροπολέμους να δώσουν τό παράδειγμα τῆς εὐτολμίας εἰς τούς Πελοποννησίους, ὡς πρωτοπείρους νά ἔβγῃ καί ὁ ἴδιος εἰς τό Λεοντάρι νά σχηματίσωμεν ἕνα Γενικόν στρατόπεδον καί ἄν τοῦτο τό κάμῃ θέλομεν τόν ἀποφασίσει ἀρχιστράτηγον καί ἡγεμόνα τῆς Πελοποννήσου. Περί τό μεσονύκτιον ἀνεχώρησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπό τήν Ἁλωνίσταιναν (ἀφοῦ τήν κατεπυρπόλησαν) καί ὑπέστρεψαν εἰς Τριπολιτσάν. Ἀνεχωρήσαμεν καί ἡμεῖς ἀμέσως καί ἀπερνῶντες τό Λιμποβίσι, το Ἀρκουδόρευμα, καί τήν Λαγκάδαν διά νυκτός τρέχοντες πεζοί ἐφθάσαμεν τήν πρωΐαν εἰς τύυς Ἀραχαμῖτες, ἀλλά δέν εὕρομεν οὐδένα νἄνθρωπον ἐκ τῶν κατοίκων, παρά μόνους τόν Νικηταράν καί ἕνα Τουρκολεκιώτην, κοιμωμένους και ξηρούς ἐκ τῆς μέθης. Ἀπερνῶντες τήν νύκταν εἰς τό Ραπούνι ἐκρύβη ὁ Λάμπρος Ροϊλός καί ἀπῆλθεν εἰς τήν ἐν Στεμνίτσῃ οἰκίαν του. Ἀπήλθαμεν εἰς τοῦ Καντρέβα, ἀλλ’ οὐδέ ἐκεῖ εὕρομεν κανένα· ἐτραβήξαμεν λοιπόν νήστεις καί πεζοί, τρεῖς σχεδόν ἡμέρας, καί τήν Μεγάλην Τετράδην 6 Ἀπριλίου ἐφθάσαμεν εἰς τοῦ Πάπαρι, ὅπου εὕρομεν συναγμένους τούς ἄνω εἰρημένους. Ὡμιλήσαμεν μετ’ αὐτῶν, ἐκάμαμεν ἀρκετάς φιλονικίας, ἀλλά τό κατεπεῖγον τοῦ καιροῦ μᾶς ἐβίαζε διά νά ἐπιστρέψωμεν ἕκαστος εἰς τά ἴδια, ἐπειδή ἅπαντες ἐγνώριζαν, ὅτι τάς ἑορτάς τοῦ Πάσχα ἦτον ἑπόμενον νά κάμουν oἱ Τοῦρκοι ἐπιδρομάς εἰς διάφορα μέρη νά τά καταστρέψουν. Ἐσυμφωνήσαμεν λοιπόν ὅλοι οἱ ἐκεῖ παραυρεθέντες καί διωρίσαμεν μίαν πρεσβείαν συγκειμένην ἀπό τόν Δ. Παπατσώνην, τόν Σπ. Σπηλιωτόπουλον και Πέτρον Σαλαμόναν ἐκ Λεονταρίου, ἐκάμαμεν καί τό, ὡς εἵρηται, ἔγγραφον καί τό ὑπεγράψαμεν, καί ἀνεχώρησαν διά τήν Καλαμάταν. Οἱ ἐναπολειφθέντες ἐσυμφωνήσαμεν ὡς ἑξῆς: Ὁ γέρων Ἀντώνης Νικολόπουλος καί ὁ Βενετσανάκης, ὁπλαρχηγοί μέ τούς περί αὐτῶν 400, και ὁ Κυριακούλης μέ ἄλλους τόσους νά ὑπάγουν νά καταλάβουν την Βλαχοκερασιάν, νά ὁχυρωθοῦν εἰς δύο θέσεις, καί ἄν τό Πάσχα ὁρμήσουν ἐκεῖ οἱ ἐχθροί νά δώσῃ ἐπικουρίον ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον. Ὁ Ἀντωνάκης, Ἠλίας καί Ἰωάννης Μαυρομιχάλαι, ὁ Γεωργάκης Γιατράκος, Κεφάλας καί ἄλλοι νά καταλάβουν τά Βέρβαινα μέ χίλιους σχεδόν στρατιώτας, οἱ δέ Φλεσαῖοι, Ἀναγνωσταρᾶς, Θ. Κολοκοτρώνης, Πέτροβας νά ἀπέλθουν εἰς τό Λεοντάρι νά ἐμπορέσουν νά στρατολογήσουν καί τούς τοῦ κάμπου τῆς Καρυταίνης κατοίκους, και τήν δευτέραν τοῦ Πάσχα νά προφθάσουν νά καταλάβουν τοῦ Δούκα τήν σίκαλιν εἰς τήν Λαγκάδαν. Ἐγώ δέ ν’ ἀπέλθω εἰς τάς κωμοπόλεις καί χωρία τῆς ἐπαρχίας μου να κάμω γενικήν στρατολογίαν. Καί πιό κάτω καταλήγει, «Αὐτά τά διατρέξαντα καί ὅλας τάς πράξεις καί ἀποφάσεις μας εἰς τοῦ Πάπαρι τάς ἐκοινοποίησα ἐσπευσμένως εἰς τέ τόν Ζαΐμην, Χαραλάμπην, Φωτήλαν, Σισίνην, Κ. Πετιμεζᾶν καί τόν ἀρχιερέα Μεθώνης, δι’ ἐπίτηδες ἀπεσταλμένων ἅμα ἔφθασα εἰς Λαγκάδια, γράψας πρός αὐτούς νά μᾶς γνωστοποιήσουν καί αὐτοί τάς ἐδικάς των διά νά φωτιζώμεθα ἀμοιβαίως, να ἠξεύρωμεν τί γίνεται εἰς ὅλων τῶν μερῶν τά στρατόπεδα νά τρέχωμεν ἐν γνώσει. Οἱ δέ Ἀναγνωσταρᾶς, Κολοκοτρώνης καί συντροφία ἀπῆλθον εἰς τήν Πολιανήν καί Τουρκολέκα διά νά κάμουν τό Πάσχα, ὅπου ἦτον ξενιτευμένοι τόσους χρόνους.»
3. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΠΗΛΙΑΔΗΣ,
Ἀπομνημονεύματα.
«Καί ὁ μέν Κολοκοτρώνης προυχώρησεν εἰς Καρύταιναν ὁ δέ Νικηταράς, διαβάς ἀπό Λεοντάρι, ἔφθασεν εἰς Πάπαρι, χωρίον ἀπέχον τρεῖς ὥρας καί ἡμίσειαν ἀπό Τριπολιτσάν, καί προσπαθεῖ νά συ γκεντρώση δύναμιν, προκαλῶν εἰς τά ὅπλα τούς Ἕλληνας. Καί πιό κάτω· Ὁ δέ Ἀναγνώστης Ζαφειρόπουλος ἀπό τό Ζυγοβίστι Καρυταίνης τόν χρησιμεύει ὡς γραμματεύς συναγωνιζόμενος, καί δέν παύει γράφων πρός τούς διάφορους ἀρχηγούς καί ἤδη συνεννοοῦνται ὅλοι νά συνδράμωσιν ὅσον τάχους εἰς τήν παλιόρκησιν τῆς Τρι πολιτσᾶς, καί τέως συνέρχονται ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Ἠλίας Μαυρομιχάλης, ὁ Δημήτριος Παπατσιώνης, ὁ Παναγιώτης Κεφάλας καί Μητροπέτροβα εἰς Πάπαρι χωρίον ἀπέχον τῆς Πρωτευούσης τρεῖς ὥρας καί ἡμισείαν. Αὐτόθι συνῆλθε καί ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπου ἐδέχθη τούς υἱούς του ἐλθόντας ἀπό τόν Πύργον. Ὑπό τήν ὁδηγίαν τούτων ὅλων διατελοῦσιν ἕως τρεῖς χιλιά δες Ἑλλήνων ὁ δέ Νικηταρᾶς καταλαμβάνει πάλιν τό Καλογεροβούνι μίαν ὥραν ἀπέχον ἀπό τοῦ Πάπαρι πρός τήν πρωτεύουσαν ὡς προσθοφυλακή. Ἔρχεται δέ ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ὁ γέρων Ἀντώνιος Νικολόπουλος ἀπό Λογκάστρα καί ὁ Παναγάκος Βενετσανάκης ἀπό Καστάνισταν, καί στρατοπεδεύουσι μέ πεντακόσιους εἰς Πάπαρι
4. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΜΩΝ.
Δοκίμιον ἱστορικόν περί τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως.«Τότε ὁ Νικήτας, ἐπαναστάτης τῆς ἐπαρχίας, κατέλαβε τό χωρίον Πάπαρι, ἀπέχον ὥρας τρεῖς κάι ἡμίσειαν», καί σχολιάζει ὁ Φιλήμων· Ταχέως δέ ἀπό ἐπαρχιῶν πολλῶν συνέρρευσαν ὅπλα περί την Τρίπολιν, καί ἐτοποθετήθησαν ἐν μέν τῷ Πάπαρι τρισχίλιοι Γορτύνιοι, Λάκωνες, Λακεδαιμόνιοι καί Μεσσήνιοι ὑπό τόν Κολοκοτρώνην, Κανέλλον Δεληνιάννην, Ἠλίαν Μαυρομιχάλην, Παναγιώτην Ἰατράκον καί Ἀναγνωσταρᾶν μετά Κεφάλα, Μητροπέτροβα, Παπατσώνου καί Νικήτα· ἐν δέ τῇ Βλαχοκερασιᾷ πεντακόσιοι Λάκωνες καί Λακεδαιμόνιοι ὑπό τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί Ἀντώνιον Νικολόπουλον· ἐν δέ τῷ Διασέλῳ τοῦ Ἐλισσόντος ἕτεροι πεντακόσιοι Γορτύνιοι ὑπό τόν Δημήτριον Πλαπούταν· ἐν δέ τοῖς Βερβένοις περί τούς χίλιους πεντακόσιους Λακεδαιμόνι οι μέν ὑπό τόν Κρεββατᾶν καί ἐπί σκοπον Θεοδώρητον, Κυνουριεῖς δέ(Ἁγιοπετρῖται) ὑπό τόν Ἰωάννην (ἤ Ἀναγνώστην) Κονδάκην καί Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον (Ἄκουρον). Ἀπεῖχον δέ τῆς Τριπόλεως ὥρας τό μέν Πάπαρι τρεῖς, ἡ δέ Βλαχοκερασιά ἰσαρίθμους, τό δε Διάσελον τεσσάρας καί τά Βερβενα ὡσαύτως. Διά τούς λόγους αὐτούς ὁ Κολοκοτρώνης ἐθυσίασε μᾶλλον τήν θέσιν ὑπέρ τοῦ ἀριθμοῦ, θέλων ὀλιγωτέρας, ἀλλά πολυπροσωποτέρας τάς συγκεντρώσεις· ὅταν δέ ἔμαθεν ἀποσπασθέντας μετά πεντακοσίων ἀπό τοῦ ἐν Βερβένοις στρατοπέδου καί στρατοπεδεύσαντας ἐν τῇ Βλαχοκερασιᾷ τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί Ἀντώνιον Νικολόπουλον, ἔγραψε παρατηρῶν αὐτοῖς τό ἐπίκαιρον τῆς θέσεως καί τόν κίνδυνον, ὅν τρέχουσιν ὡς ὁλίγοι· προέτρεψε δ’ ἑπομένως, ὅπως ἑνωθῶσι κἄν μετά τοῦ ἐν Πάπαρισώματος, ἀφ’ οὗ ἅπαξ ἀπεχώρησαν τῆς δυνατῆς θέσεως τῶν Βερβένων, ἐνισχυθείσης τότε καί διά τεσσάρων ἐγερθέντων πύργων. Ἀλλ’ οὗτοι ἠπήντησαν: «Καλό πόστο τεσσάρων κρατοῦμεν καί ἄν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι ἐπάνω μας νά μᾶς ἐλθῆτε μεντάτι. Ἔγραψεν ἐπί τούτοις ὁ Κυριακούλης πρός τούς ἐν Τριπόλει ἀγάδας ἀπαιτῶν, ἵνα ἀποστείλωσιν αὐτῷ τόν Ἀναστάσιον Μαυρομιχάλην μετά τῶν ἀρχιερέων καί προκρίτων, ὡς ἐφορμήσων ἄλλως κατά τῆς πόλεως, μεθ’ οὗ φέρει στρατοῦ δεκατετρακισχιλίων. Καί ἀρχή καί ἰδιῶται, οἱ ἐν Τριπόλει Τοῦρκοι ἤρξαντο σκέπτεσθαι κατά πρῶτον, τό μέγα τοῦ Κυριακούλου βλέποντες θάρρος καί τάς ἄλλας ἐν Πάπαρι, Λεβιδίῳ καί Βερβένοις μανθάνοντες πολυαρίθμους συγκεντρώσεις. Πονηρευόμενοι δέ ἐμέθυσαν τόν χωρικόν γραμματο κομιστήν τοῦ Κυριακούλου, και οὕτω βεβαιωθέντες παρ’ αὐτοῦ την πραγματικήν δύναμιν τῆς Βλαχοκερασιᾶς, εὐθύς ἐξεστράτευσαν περί τούς τρισχιλίους, ἅμα διέφαυσεν ἡ ἡμέρα τῆς 10 Ἀπριλίου. Και αὐτοί, ὡς καί οἱ ἐν Ναυπλίᾳ καί ἐν Πύλῳ Τοῦρκοι, ἐγνώριζον, ὅτι κατά τήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα οἱ Ἕλληνες ἐπιδίδονται πρῶτον πρός τά θρησκευτικά καθήκοντα αὐτῶν, καί ἔπειτα οἱ κοινοί ἐκ τούτων τρέπονται εἰς τήν οἰνοποσίαν. Καί πιό κάτω γράφει ὁ Φιλήμων· Δι’ ὅλας τάς περιστάσεις ταύτας ὑπεχρεώθησαν ὅτε Κολοκοτρώνης καί Κανέλλος Δεληγιάννης, ὅπως συγκαλέσωσιν ἐν τῷ Πάπαρι διαφόρους τῶν ὁπλαρχηγῶν καί συσκεφθῶσι περί τῶν ληπτέων καταλληλότερων μέτρων. Τοιοῦτοι ἀπεστάλησαν ἄλλοι ἀλλαχόθεν καί ἐκ τῶν Βερβένων ὁ ‘Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος (α). Πρό πάσης δέ ἄλλης προταθείσης γνώμης ἀπεφασίσθη ἡ ἐκ τῶν Καλαμῶν πρόσκλησις τοῦ Πέτρου Μαυρομιχάλου ὑπό τόν τίτλον τοῦ ἀρχιστράτηγου τῆς Πελοποννήσου. Ἐν ταῖς δεινοτέραις τῶν περιστάσεων πολλήν τά ὀνόματα ἠθικήν ἐπιρροήν ἔχουσι, καί ὡς ἐπί πολύ ἀντιζυγίζουσιν αὐτάς ἐπί πολύν ἤ ὀλίγον χρόνον. Ἐντεῦθεν παρεκλήθη κοινῶς ὁ Μαυρομιχάλης, ὅπως ἀναβῇ τάχιον εἰς τήν Ἀρκαδίαν, μεθ’ ὅσων δυνηθῇ πλειοτέρων Λακώνων, ὧν ὑπισχνοῦντο oἱ Πελοποννήσιοι τήν τροφήν καί μισθοδοσίαν. Τήν ἀρχιστρατηγίαν ταύτην τοῦ Μαυρομιχάλου ἑτοίμως ὑπέγραψαν καί οἱ Ἀχαιοί. Ἡ τοιαύτη τοῦ Μαυρομιχάλου θέσις ὑπισχνεῖτο, οὐχί εὐκινησίαν καί προσωπικην διεύθυνσιν ἐνεργόν, ἀλλά δύο τινά, ὧν οἱ Πελοποννήσιοι εἶχον πρωτίστην ἀνάγκην· πρῶτον μεγάλην ἐμψύχωσιν ἠθικήν, καί δεύτερον μᾶλλον ἐλπιζομένην τήν διατήρησιν τῶν στρατοπέδων διά τῆς πολυπροσώπου οἰκογενείας αὐτοῦ καί τῶν Λακώνων μισθοφορουμένων. Συγχρόνως ἐλήφθησαν ἐν τῷ Πάπαρι καί μέτρα αὐστηρά πρός στρατολογίαν νέαν ἐκ διαφόρων ἐπαρχιῶν. Ἰδίως δέ εἰς τήν Γόρτυνα ἐπέμφθησαν ὁ ἴδιος Δεληγιάννης καί Πάνος Κολοκοτρώνης, ἀπόλυτον φέροντες ἄδειαν τοῦ τιμωρεῖν καί καίειν τήν οἰκίαν παντός μή στρατολογουμένου χωρικοῦ. ‘Αμέσως δ’ ἐπήνεγκεν ἡ δραστηριότης αὐτή ἀποτέλεσμα ἀγαθόν, διότι καί ἐκ τῆς Γόρτυνος καί ἐκ τῆς Λακεδαίμονος καί ἐκ τῆς Μεσσηνίας δισχίλιοι προέφθασαν ἔνοπλοι νέοι, ἐνισχύσαντε.ς οὐσιωδῶς τά περί τήν Τρίπολιν στρατόπεδα.
5. ΦΩΤΙΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟ-
ΠΟΥΛΟΣ ἤ ΦΩΤΑΚΟΣ,
Ἀπομνημονεύματα Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως.
«Ἐπειδή δέ δέν ἠμπόρεσαν οἱ Τοῦρκοι νά περάσουν τό Διάσελον ἐγύρισαν ὀπίσω καί ἐπῆγαν πάλιν εἰς τήν Τριπολιτσᾶν. Ὁ δέ Κολοκοτρώνης, Κ. Δεληγιάννης καί Β. Δημητρακόπουλος ἐκεῖθεν ἐτράβηξαν διά τόν κάμπον τῆς Καρύταινας καί ἐκεῖθεν αὐθημερόν εὑρέθησαν εἰς τό χωρίον Πάπαρι. Ἐκεῖ ἐσυνάχθησαν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι καί οἱ ἄλλοι καπεταναῖοι καί αὐτοῦ ἦλθαν ἀπό Ζάκυνθον τότε καί τά παιδιά τοῦ Κολοκοτρώνη, ὁ Πάνος καί ὁ Ἰωάννης ὁ μετά ταῦτα ὀνομασθείς Γενναῖος. Ἀπό ἐδῶ ὁ Κολοκοτρώνης ἔστειλεν ἀμέσως τόν Πάνον εἰς τά χωριά τῆς Καρύταινας μέ γραπτήν διαταγήν του νά βγάλῃ ὅλους τούς
Καρυτινούς εἰς τά ἄρματα καί να ἔλθουν εἰς τήν Πιάναν, Χρυσοβίτσι καί Διάσελον διά νά συστήσουν ἐκεῖ τό στρατόπεδον· εἶχε δε τήν ἄδειαν ὁ Πάνος νά σκοτώνῃ, νά καίῃ τά σπίτιά των καί νά δημεύῃ τά πράγματά των πρός ὄφελος τῶν στρατιωτῶν, ἄν κανένας ἤθελε παρακούσει. Ἀφοῦ ἐσκέφθησαν μαζύ εἰς το Πάπαρι διά νά πιάσουν τάς θέσεις Χρυσοβίτσι, Διάσελον καί Βαλτέτσι, ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ ἄλλοι ἐπῆγαν εἰς τό Βαλτέτσι, ὁ δέ Κανέλ. Δεληγιάννης ἐτράβηξε διά τά Λαγκάδια τήν πατρίδα του και ἐπῆρε μαζύ του καί τόν Ἠ. Τσα-
λαφατῖνον μέ ὀλίγους Μανιάτας.»
6. ΙΩΣΗΦ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ἱερομόναχος, Οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Προύχοντες ἐντός τῆς ἐν Τριπόλει φυλακῆς. «Μετά τήν ἀπό τό Διάσελον τῆς Ἁλωνισταίνης ὑποχώρησιν τῶν Ὀθωμανῶν οἱ ἀρχηγοί συνῆλθον εἰς Πάπαρι, ἵνα συσκεφθῶσι περί τῆς στενωτέρας πολιορκίας τῆς Τριπόλεως, δηλαδή πότε ἤθελον ἀρχίσει αὐτήν καί τίνα θέσιν ὤφειλεν ἕκαστος νά καταλάβῃ καί φυλάξῃ. Σκέψεως δέ γενομένης ὁ Κανέλλος Δελιγιάννης παραλαβών, μετέβη πάραυτα εἰς τάς κωμοπόλεις τῆς Καρυταίνης (Γόρτυνος) καί ἐμψυχώσας τούς πολίτας συνήθροισε τούς διασκορπισθέντας.»
Η Κυριακή των Βαΐων είναι η Κυριακή προ του Πάσχα, και ονομάζεται έτσι επειδή συνδέεται με την ανάμνηση της Θριαμβευτικής Εισόδου του Ιησού
Χριστού στα Ιεροσόλυμα, κατά την οποία ο λαός τον υποδέχθηκε με επευφημίες και με "βαΐα φοινίκων"
Χριστού στα Ιεροσόλυμα, κατά την οποία ο λαός τον υποδέχθηκε με επευφημίες και με "βαΐα φοινίκων"
Την Κυριακή των Βαΐων, 8ην Απριλίου 2012, στο χωρίο Πάπαρι Αρκαδίας, πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η εκδήλωση εις ανάμνηση του γεγονότος της συγκροτήσεως του πρώτου Ελληνικού Στρατοπέδου στο σημείο της Βρύσης, στο χωριό Πάπαρι, από τον Πολέμαρχο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τους συμπολεμιστές αυτού και πάντας τους Αρχιερείς και Προκρίτους, την 6ην Απριλίου 1821 με σκοπό την ανασυγκρότηση και την εμψύχωση των αγωνιστών για την συνέχιση της μάχης στο Βαλτέτσι τα Τρίκορφα την Τροπολιτσά και του γένους μας.
Η εκδήλωση μνήμης και τιμής για τους Ήρωες της Πατρίδος μας, άνοιξε με Αρχιερατική Θεία Λειτουργία που τέλεσε ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πάπαρι. Ο Πρωτοσύγκελος μας, οι Ιερείς και ο Διάκονος, πλαισίωσαν τον Σεβ. Μητροπολίτην μας στην Θ. Λειτουργία, συμμετέχοντας και στις υπόλοιπες εκδηλώσεις που ακολούθησαν.
Μετά το πέρας της Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας τελέσθηκε επιμνημόσυνη δέηση στο μνημείο στη θέση Βρύση, εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας και κατατέθηκαν στεφάνια εκ των εκπροσώπων των φορέων του Νομού μας.
Μετά το πέρας της Αρχιερατικής Θείας Λειτουργίας τελέσθηκε επιμνημόσυνη δέηση στο μνημείο στη θέση Βρύση, εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας και κατατέθηκαν στεφάνια εκ των εκπροσώπων των φορέων του Νομού μας.
Τό στρατόπεδο τῶν Ἀγωνιστῶν
στό χωριό Πάπαρι τό 1821
Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μαντινείας καὶ Κυνουρίας
κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Νά πῶς περιγράφει ὁ ἱστορικός Σπῦρος Μελλᾶς στό βιβλίο του «Ὁ γέρος τοῦ Μωριᾶ» τό γεγονός αὐτό.
«Μετά τό σκόρπισμα τῆς Πιάνας καί τό ντουφεκίδι τῆς Ἁλωνίσταινας ὁ Κολοκοτρώνης μέ τό Δεληγιάννη, τόν Τουρκοβασίλη και τούς λίγους ἄνδρες πού τούς εἶχαν ἀπομείνει περπατώντας ὅλη τή νύχτα ξημερώθηκαν στό Πάπαρι. Τί γύρευαν ἐκεῖ; Νά φτιάξουν Στρατόπεδο. Γιατί αὐτό εἶναι τό μεγάλο γέλασμα πού ἔχει πάθει ὁ Τοῦρκος. Χτυπάει ἐδῶ, χτυπάει ἐκεῖ νά διαλύσει τά ἐπαναστατικά Στρατόπεδα τῶν Ἑλλήνων καί δέν ξέρει πώς ὑπάρχει ἕνα Στρατόπεδο πού δεν χτυπιέται καί δέν σκορπίζεται κι’ αὐτό εἶναι ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἔρχεται στό Πάπαρι στίς 6 Ἀπριλίου, εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα καί μάλιστα Μεγάλη Τετάρτη ὁ κόσμος νηστεύει, μά και οἱ ἀγωνιστές εἶναι τόσο πεινασμένοι πού δέν μποροῦν νά σταθοῦν στά πόδια τους. Ὁ Κολοκοτρώνης μπαίνοντας στό χωριό πρωΐ πρωΐ καλεῖ τόν Ἱερέα τοῦ χωριοῦ, Κωνσταντῖνον Παπαδόπουλον καί δίδει ἐντολήν νά σφάξουν τά ἀρνιά πού ἔχουν γιά τό Πάσχα νά τά ψήσουν γιά νά χορτάσουν τήν πείνα τους οἱ Κλέφτες. Ἔτσι καί γίνεται καί ὁ παπᾶς πού ξέρει τή σημασία τοῦ ἀγῶνα καί τήν ἀνάγκη τῶν ἀγωνιστῶν δίδει τήν συγχώρησι γιά τήν κατάλυσι τῆς Νηστείας στήν καρδιά τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ξέρει νά παραμερίζει τούς τύπους μπροστά στήν ἀνάγκη και καταλήγει ὁ Κολοκοτρώνης μέ ἀνακούφισι «καί ἔφαγαν τά παλληκάρια καί στηλωθήκαμε». Κοντά στις φωτιές στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ τοῦ κουμπάρου του Παυλοπανάγου φωνάζει τό γραμματικό του, το Ζαφειρόπουλο καί τοῦ ὑπαγορεύει γράμματα στόν Ἀναγνωσταρᾶ, τό Μούρτζινο, τον Παπαφλέσσα, τόν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, τό Μαυρομιχάλη καί τούς γράφει· «Ζυγῶστε στήν Τριπολιτσᾶ, ἐλᾶτε νά μέ βρῆτε στό Πάπαρι». Στό κάλεσμα τοῦ Κολοκοτρώνη ἔρχονται ὁ Κονδάκης μέ τούς Ἁγιοπετρίτες καί τούς Δολιανίτες, ὁ Ἐπίσκοπος Βρεσθένης καί ὁ Μπαρμπιτσιώτης μέ τούς Μπαρμπιτσιῶτες καί τους Ἀραχωβίτες, ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης μέ τούς Μανιάτες του,ὁ Νικολόπουλος μέ τριακόσιους Μυστριῶτες, ὁ Πλαπούτας, ὁ Νικηταρᾶς, ὁ Ἀρβάλης καί ὁ Μπιλίδας καπεταναῖοι τῆς Τριπολιτσᾶς, οἱ Πετιμεζαῖοι καί ἄλλοι πολλοί και αὐτό τό μάζωμα στό Πάπαρι ἀποτελεῖ τήν ἀπαρχή τοῦ σχεδίου του νά συσταθῆ βασικό Στρατόπεδο τρεῖς τέσσερες ὧρες ἀπόστασι ἀπό τήν Τριπολιτσᾶ. Μέσα σ’ αὐτό τόν ἀναβρασμό τοῦ συγκεντρωμένου μεγάλου πλήθους τῶν Κλεφτῶν ὁ Κολοκοτρώνης νιώθει χαρά γιατί πέτυχε να συστήσει αὐτό τό Στρατόπεδο στο Πάπαρι ἀλλά αἰσθάνεται καί ἀνησυχία γιατί θέλει ἑνότητα στή διοίκησι καί στήν ἐνέργεια. Τήν ὥρα αὐτή τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀγωνίας τοῦ Κολοκοτρώνη στό Πάπαρι, να πού φθάνουν ἐκεῖ ἀπό τή Ζάκυνθο τά δύο παιδιά τοῦ Κολοκοτρώνη ὁ Πᾶνος καί ὁ Γιάννης αὐτός πού θάπαιρνε σέ λίγο μέσα στίς φλόγες τοῦ πολέμου τό δοξασμένο παρατσούκλι τοῦ Γενναίου. Τρομάζει να τά γνωρίσει τά λιονταράκια του. Καβάλλα φτάνουν τά παιδιά· εἶναι μαυρισμένα, μπαρουτοκαπνισμένα θά λέγαμε γιατί μόλις βγῆκαν στην Ἠλεία πιάσανε τό ντουφέκι καί τό μάτωσαν στόν ἀγῶνα. Ὁ ἕνας μόλις μπορεῖ νά πεῖ κανείς εἶναι παλληκαράκι ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι ὁλότελα παιδόπουλο. Ὁ Γέρος τ’ ἀγκαλιάζει τά φιλεῖ μέ δάκρυα καί τά καμαρώνει. Γιά τρᾶβα τό γιαταγάνι βρέ Γιάννη, λέει τοῦ μικροῦ νά ἰδῶ ἄν σώνει τό χέρι σου νά το ξεθηκαρώσεις; καί ὁ μικρός ἀπαντάει· θά το ἰδῆς πατέρα σάν πιάσουμε τόν πόλεμο, καί κοκκινίζει, ὡς τ’ αὐτιά. Δέκα μέρες μονάχα φτάσανε στόν Κολοκοτρώνη νά φτιάξει τέλειο Στρατόπεδο, νά τό ὀργανώσει, νά τό ἐφοδιάσει, νά τό πειθαρχήσει, νά τό γυμνάσει, νά τοῦ φυσήξει το ὑψηλότερο φρόνημα καί νά ἑτοιμάσει τήν πρώτη μεγάλη νίκη τῶν Ἑλλήνων στό Βαλτέτσι, πού ἀπεφάσισε τή λευτεριά μας. Ἡ ἀρχιστρατηγία πού τού ἔδωσαν στή Σύναξη αὐτή τούχει λύσει τά χέρια, τώρα μπορεῖ νά δουλέψει καί νά δείξει τι εἶναι ἄξιος νά κάνει».
Τίς πληροφορίες γιά τή συγκρότησι τοῦ Στρατοπέδου στοῦ Πάπα-
ρι μᾶς τίς ἀναφέρουν οἱ ἀγωνιστές τοῦ 1821 στά ἀπομνημονεύματά
τους ὁ καθένας μέ τόν τρόπο του, ὡς ἑξῆς·
1. ΡΗΓΑΣ ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ.
Σχεδίασμα Ἱστορίας τῆς
Ἐπαναστάσεως (Μνημοσύνη
1968-1969).
Μετά δύο ἡμέρας ὁ Ἠλίας Σαλαφαντίνος καί ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἦλθαν εἰς τά Βρουστοχώρια, ἔνθεν ἔγραψαν τόν Ἠλίαν καί τόν Δικαῖον (Παπαφλέσσα) νά ἔλθουν εἰς το χωρίον Πάπαρι, ὅπου εἶχαν συνέλθει καί ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Κων. Μαυρομιχάλης, ὁ Κανέλλος καί Νικόλαος Δεληγιανναῖοι διά να συσκεφθῶσιν. Ἐλθόντες δέ ἀπεφάσισαν παμψηφεί νά προσκαλέσουντόν Πέτρον Μαυρομιχάλην δι’ ἀρχιστράτηγον τῆς Πελοποννήσου, γενομένης δέ καί ὑπογραφείσης τῆς ἀποφάσεως, ἔστειλαν 10 ἀντίγραφα αὐτῆς εἰς τάς διαφόρους ἐπαρχίας, διά νά ὑπογράψωσι πολιτικοί καί στρατιωτικοί καί νά τά δείξουν πρός τόν Μαυρομιχάλην, ὥστε νά δυνηθῶσι νά τακτοποιήσουν τά πράγματα εἰς τήν ἀνεξαρτησίαν τους. Ἀπεφασίσθη πρός τούτοις νά συγκροτηθῆ γενικόν στρατόπεδον εἰς Βαλτέτσι, εἰς καταλληλότερον μέρος διά τήν πολιορκίαν τῆς Τριπόλεως καί κατασκόπευσιν τῶν ἐχθρικῶν κινημάτων.
2. ΚΑΝΕΛΛΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ
Ἀπομνημονεύματα.
«Ἐγώ δέ μετά τοῦ Παπατσώνη, Θ. Κολοκοτρώνη, Ν. Μπούκουρα, Λάμπρου Ροϊλοῦ, ἀπεφασίσθη να ἀπέλθωμεν εἰς τοῦ Πάπαρι ὅπου τότε ἦταν συγκεντρωμένοι ἐκεῖ oἱ δύο Μαυρομιχάλαι, Ἀντωνάκης καί Ἠλίας, ὁ Γεωργάκης Γιατράκας, ὁ Ἀντώνης Νικολόπουλος ἀπό την Λογκάστραν, ὁ Βενετσανάκος ἀπό τήν Καστανιά, ὁ Ἀναγνωσταράς, Φλέσιας, Κεφάλας καί ἄλλοι καπετανίσκοι μέ ἐπέκεινα τῶν 1.500, διά νά ὁμιλήσωμεν περί τῆς καταστάσεως τῆς πατρίδος, ἐπειδή βλέπομεν δειλίαν τινά εἰς τούς συμπολίτας μας, νά στείλωμεν μίαν πρεσβείαν εἰς τόν Πετρόμπεην να τόν προσκαλέσωμεν ὅτι ἐάν δύναται νά βγάλη τουλάχιστον 1.000 Μανιάτας ὡς ἐμπειροπολέμους να δώσουν τό παράδειγμα τῆς εὐτολμίας εἰς τούς Πελοποννησίους, ὡς πρωτοπείρους νά ἔβγῃ καί ὁ ἴδιος εἰς τό Λεοντάρι νά σχηματίσωμεν ἕνα Γενικόν στρατόπεδον καί ἄν τοῦτο τό κάμῃ θέλομεν τόν ἀποφασίσει ἀρχιστράτηγον καί ἡγεμόνα τῆς Πελοποννήσου. Περί τό μεσονύκτιον ἀνεχώρησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπό τήν Ἁλωνίσταιναν (ἀφοῦ τήν κατεπυρπόλησαν) καί ὑπέστρεψαν εἰς Τριπολιτσάν. Ἀνεχωρήσαμεν καί ἡμεῖς ἀμέσως καί ἀπερνῶντες τό Λιμποβίσι, το Ἀρκουδόρευμα, καί τήν Λαγκάδαν διά νυκτός τρέχοντες πεζοί ἐφθάσαμεν τήν πρωΐαν εἰς τύυς Ἀραχαμῖτες, ἀλλά δέν εὕρομεν οὐδένα νἄνθρωπον ἐκ τῶν κατοίκων, παρά μόνους τόν Νικηταράν καί ἕνα Τουρκολεκιώτην, κοιμωμένους και ξηρούς ἐκ τῆς μέθης. Ἀπερνῶντες τήν νύκταν εἰς τό Ραπούνι ἐκρύβη ὁ Λάμπρος Ροϊλός καί ἀπῆλθεν εἰς τήν ἐν Στεμνίτσῃ οἰκίαν του. Ἀπήλθαμεν εἰς τοῦ Καντρέβα, ἀλλ’ οὐδέ ἐκεῖ εὕρομεν κανένα· ἐτραβήξαμεν λοιπόν νήστεις καί πεζοί, τρεῖς σχεδόν ἡμέρας, καί τήν Μεγάλην Τετράδην 6 Ἀπριλίου ἐφθάσαμεν εἰς τοῦ Πάπαρι, ὅπου εὕρομεν συναγμένους τούς ἄνω εἰρημένους. Ὡμιλήσαμεν μετ’ αὐτῶν, ἐκάμαμεν ἀρκετάς φιλονικίας, ἀλλά τό κατεπεῖγον τοῦ καιροῦ μᾶς ἐβίαζε διά νά ἐπιστρέψωμεν ἕκαστος εἰς τά ἴδια, ἐπειδή ἅπαντες ἐγνώριζαν, ὅτι τάς ἑορτάς τοῦ Πάσχα ἦτον ἑπόμενον νά κάμουν oἱ Τοῦρκοι ἐπιδρομάς εἰς διάφορα μέρη νά τά καταστρέψουν. Ἐσυμφωνήσαμεν λοιπόν ὅλοι οἱ ἐκεῖ παραυρεθέντες καί διωρίσαμεν μίαν πρεσβείαν συγκειμένην ἀπό τόν Δ. Παπατσώνην, τόν Σπ. Σπηλιωτόπουλον και Πέτρον Σαλαμόναν ἐκ Λεονταρίου, ἐκάμαμεν καί τό, ὡς εἵρηται, ἔγγραφον καί τό ὑπεγράψαμεν, καί ἀνεχώρησαν διά τήν Καλαμάταν. Οἱ ἐναπολειφθέντες ἐσυμφωνήσαμεν ὡς ἑξῆς: Ὁ γέρων Ἀντώνης Νικολόπουλος καί ὁ Βενετσανάκης, ὁπλαρχηγοί μέ τούς περί αὐτῶν 400, και ὁ Κυριακούλης μέ ἄλλους τόσους νά ὑπάγουν νά καταλάβουν την Βλαχοκερασιάν, νά ὁχυρωθοῦν εἰς δύο θέσεις, καί ἄν τό Πάσχα ὁρμήσουν ἐκεῖ οἱ ἐχθροί νά δώσῃ ἐπικουρίον ὁ εἷς πρός τόν ἄλλον. Ὁ Ἀντωνάκης, Ἠλίας καί Ἰωάννης Μαυρομιχάλαι, ὁ Γεωργάκης Γιατράκος, Κεφάλας καί ἄλλοι νά καταλάβουν τά Βέρβαινα μέ χίλιους σχεδόν στρατιώτας, οἱ δέ Φλεσαῖοι, Ἀναγνωσταρᾶς, Θ. Κολοκοτρώνης, Πέτροβας νά ἀπέλθουν εἰς τό Λεοντάρι νά ἐμπορέσουν νά στρατολογήσουν καί τούς τοῦ κάμπου τῆς Καρυταίνης κατοίκους, και τήν δευτέραν τοῦ Πάσχα νά προφθάσουν νά καταλάβουν τοῦ Δούκα τήν σίκαλιν εἰς τήν Λαγκάδαν. Ἐγώ δέ ν’ ἀπέλθω εἰς τάς κωμοπόλεις καί χωρία τῆς ἐπαρχίας μου να κάμω γενικήν στρατολογίαν. Καί πιό κάτω καταλήγει, «Αὐτά τά διατρέξαντα καί ὅλας τάς πράξεις καί ἀποφάσεις μας εἰς τοῦ Πάπαρι τάς ἐκοινοποίησα ἐσπευσμένως εἰς τέ τόν Ζαΐμην, Χαραλάμπην, Φωτήλαν, Σισίνην, Κ. Πετιμεζᾶν καί τόν ἀρχιερέα Μεθώνης, δι’ ἐπίτηδες ἀπεσταλμένων ἅμα ἔφθασα εἰς Λαγκάδια, γράψας πρός αὐτούς νά μᾶς γνωστοποιήσουν καί αὐτοί τάς ἐδικάς των διά νά φωτιζώμεθα ἀμοιβαίως, να ἠξεύρωμεν τί γίνεται εἰς ὅλων τῶν μερῶν τά στρατόπεδα νά τρέχωμεν ἐν γνώσει. Οἱ δέ Ἀναγνωσταρᾶς, Κολοκοτρώνης καί συντροφία ἀπῆλθον εἰς τήν Πολιανήν καί Τουρκολέκα διά νά κάμουν τό Πάσχα, ὅπου ἦτον ξενιτευμένοι τόσους χρόνους.»
3. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΠΗΛΙΑΔΗΣ,
Ἀπομνημονεύματα.
«Καί ὁ μέν Κολοκοτρώνης προυχώρησεν εἰς Καρύταιναν ὁ δέ Νικηταράς, διαβάς ἀπό Λεοντάρι, ἔφθασεν εἰς Πάπαρι, χωρίον ἀπέχον τρεῖς ὥρας καί ἡμίσειαν ἀπό Τριπολιτσάν, καί προσπαθεῖ νά συ γκεντρώση δύναμιν, προκαλῶν εἰς τά ὅπλα τούς Ἕλληνας. Καί πιό κάτω· Ὁ δέ Ἀναγνώστης Ζαφειρόπουλος ἀπό τό Ζυγοβίστι Καρυταίνης τόν χρησιμεύει ὡς γραμματεύς συναγωνιζόμενος, καί δέν παύει γράφων πρός τούς διάφορους ἀρχηγούς καί ἤδη συνεννοοῦνται ὅλοι νά συνδράμωσιν ὅσον τάχους εἰς τήν παλιόρκησιν τῆς Τρι πολιτσᾶς, καί τέως συνέρχονται ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, ὁ Ἠλίας Μαυρομιχάλης, ὁ Δημήτριος Παπατσιώνης, ὁ Παναγιώτης Κεφάλας καί Μητροπέτροβα εἰς Πάπαρι χωρίον ἀπέχον τῆς Πρωτευούσης τρεῖς ὥρας καί ἡμισείαν. Αὐτόθι συνῆλθε καί ὁ Κολοκοτρώνης, ὅπου ἐδέχθη τούς υἱούς του ἐλθόντας ἀπό τόν Πύργον. Ὑπό τήν ὁδηγίαν τούτων ὅλων διατελοῦσιν ἕως τρεῖς χιλιά δες Ἑλλήνων ὁ δέ Νικηταρᾶς καταλαμβάνει πάλιν τό Καλογεροβούνι μίαν ὥραν ἀπέχον ἀπό τοῦ Πάπαρι πρός τήν πρωτεύουσαν ὡς προσθοφυλακή. Ἔρχεται δέ ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ὁ γέρων Ἀντώνιος Νικολόπουλος ἀπό Λογκάστρα καί ὁ Παναγάκος Βενετσανάκης ἀπό Καστάνισταν, καί στρατοπεδεύουσι μέ πεντακόσιους εἰς Πάπαρι
4. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΜΩΝ.
Δοκίμιον ἱστορικόν περί τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως.«Τότε ὁ Νικήτας, ἐπαναστάτης τῆς ἐπαρχίας, κατέλαβε τό χωρίον Πάπαρι, ἀπέχον ὥρας τρεῖς κάι ἡμίσειαν», καί σχολιάζει ὁ Φιλήμων· Ταχέως δέ ἀπό ἐπαρχιῶν πολλῶν συνέρρευσαν ὅπλα περί την Τρίπολιν, καί ἐτοποθετήθησαν ἐν μέν τῷ Πάπαρι τρισχίλιοι Γορτύνιοι, Λάκωνες, Λακεδαιμόνιοι καί Μεσσήνιοι ὑπό τόν Κολοκοτρώνην, Κανέλλον Δεληνιάννην, Ἠλίαν Μαυρομιχάλην, Παναγιώτην Ἰατράκον καί Ἀναγνωσταρᾶν μετά Κεφάλα, Μητροπέτροβα, Παπατσώνου καί Νικήτα· ἐν δέ τῇ Βλαχοκερασιᾷ πεντακόσιοι Λάκωνες καί Λακεδαιμόνιοι ὑπό τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί Ἀντώνιον Νικολόπουλον· ἐν δέ τῷ Διασέλῳ τοῦ Ἐλισσόντος ἕτεροι πεντακόσιοι Γορτύνιοι ὑπό τόν Δημήτριον Πλαπούταν· ἐν δέ τοῖς Βερβένοις περί τούς χίλιους πεντακόσιους Λακεδαιμόνι οι μέν ὑπό τόν Κρεββατᾶν καί ἐπί σκοπον Θεοδώρητον, Κυνουριεῖς δέ(Ἁγιοπετρῖται) ὑπό τόν Ἰωάννην (ἤ Ἀναγνώστην) Κονδάκην καί Παναγιώτην Ζαφειρόπουλον (Ἄκουρον). Ἀπεῖχον δέ τῆς Τριπόλεως ὥρας τό μέν Πάπαρι τρεῖς, ἡ δέ Βλαχοκερασιά ἰσαρίθμους, τό δε Διάσελον τεσσάρας καί τά Βερβενα ὡσαύτως. Διά τούς λόγους αὐτούς ὁ Κολοκοτρώνης ἐθυσίασε μᾶλλον τήν θέσιν ὑπέρ τοῦ ἀριθμοῦ, θέλων ὀλιγωτέρας, ἀλλά πολυπροσωποτέρας τάς συγκεντρώσεις· ὅταν δέ ἔμαθεν ἀποσπασθέντας μετά πεντακοσίων ἀπό τοῦ ἐν Βερβένοις στρατοπέδου καί στρατοπεδεύσαντας ἐν τῇ Βλαχοκερασιᾷ τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί Ἀντώνιον Νικολόπουλον, ἔγραψε παρατηρῶν αὐτοῖς τό ἐπίκαιρον τῆς θέσεως καί τόν κίνδυνον, ὅν τρέχουσιν ὡς ὁλίγοι· προέτρεψε δ’ ἑπομένως, ὅπως ἑνωθῶσι κἄν μετά τοῦ ἐν Πάπαρισώματος, ἀφ’ οὗ ἅπαξ ἀπεχώρησαν τῆς δυνατῆς θέσεως τῶν Βερβένων, ἐνισχυθείσης τότε καί διά τεσσάρων ἐγερθέντων πύργων. Ἀλλ’ οὗτοι ἠπήντησαν: «Καλό πόστο τεσσάρων κρατοῦμεν καί ἄν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι ἐπάνω μας νά μᾶς ἐλθῆτε μεντάτι. Ἔγραψεν ἐπί τούτοις ὁ Κυριακούλης πρός τούς ἐν Τριπόλει ἀγάδας ἀπαιτῶν, ἵνα ἀποστείλωσιν αὐτῷ τόν Ἀναστάσιον Μαυρομιχάλην μετά τῶν ἀρχιερέων καί προκρίτων, ὡς ἐφορμήσων ἄλλως κατά τῆς πόλεως, μεθ’ οὗ φέρει στρατοῦ δεκατετρακισχιλίων. Καί ἀρχή καί ἰδιῶται, οἱ ἐν Τριπόλει Τοῦρκοι ἤρξαντο σκέπτεσθαι κατά πρῶτον, τό μέγα τοῦ Κυριακούλου βλέποντες θάρρος καί τάς ἄλλας ἐν Πάπαρι, Λεβιδίῳ καί Βερβένοις μανθάνοντες πολυαρίθμους συγκεντρώσεις. Πονηρευόμενοι δέ ἐμέθυσαν τόν χωρικόν γραμματο κομιστήν τοῦ Κυριακούλου, και οὕτω βεβαιωθέντες παρ’ αὐτοῦ την πραγματικήν δύναμιν τῆς Βλαχοκερασιᾶς, εὐθύς ἐξεστράτευσαν περί τούς τρισχιλίους, ἅμα διέφαυσεν ἡ ἡμέρα τῆς 10 Ἀπριλίου. Και αὐτοί, ὡς καί οἱ ἐν Ναυπλίᾳ καί ἐν Πύλῳ Τοῦρκοι, ἐγνώριζον, ὅτι κατά τήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα οἱ Ἕλληνες ἐπιδίδονται πρῶτον πρός τά θρησκευτικά καθήκοντα αὐτῶν, καί ἔπειτα οἱ κοινοί ἐκ τούτων τρέπονται εἰς τήν οἰνοποσίαν. Καί πιό κάτω γράφει ὁ Φιλήμων· Δι’ ὅλας τάς περιστάσεις ταύτας ὑπεχρεώθησαν ὅτε Κολοκοτρώνης καί Κανέλλος Δεληγιάννης, ὅπως συγκαλέσωσιν ἐν τῷ Πάπαρι διαφόρους τῶν ὁπλαρχηγῶν καί συσκεφθῶσι περί τῶν ληπτέων καταλληλότερων μέτρων. Τοιοῦτοι ἀπεστάλησαν ἄλλοι ἀλλαχόθεν καί ἐκ τῶν Βερβένων ὁ ‘Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος (α). Πρό πάσης δέ ἄλλης προταθείσης γνώμης ἀπεφασίσθη ἡ ἐκ τῶν Καλαμῶν πρόσκλησις τοῦ Πέτρου Μαυρομιχάλου ὑπό τόν τίτλον τοῦ ἀρχιστράτηγου τῆς Πελοποννήσου. Ἐν ταῖς δεινοτέραις τῶν περιστάσεων πολλήν τά ὀνόματα ἠθικήν ἐπιρροήν ἔχουσι, καί ὡς ἐπί πολύ ἀντιζυγίζουσιν αὐτάς ἐπί πολύν ἤ ὀλίγον χρόνον. Ἐντεῦθεν παρεκλήθη κοινῶς ὁ Μαυρομιχάλης, ὅπως ἀναβῇ τάχιον εἰς τήν Ἀρκαδίαν, μεθ’ ὅσων δυνηθῇ πλειοτέρων Λακώνων, ὧν ὑπισχνοῦντο oἱ Πελοποννήσιοι τήν τροφήν καί μισθοδοσίαν. Τήν ἀρχιστρατηγίαν ταύτην τοῦ Μαυρομιχάλου ἑτοίμως ὑπέγραψαν καί οἱ Ἀχαιοί. Ἡ τοιαύτη τοῦ Μαυρομιχάλου θέσις ὑπισχνεῖτο, οὐχί εὐκινησίαν καί προσωπικην διεύθυνσιν ἐνεργόν, ἀλλά δύο τινά, ὧν οἱ Πελοποννήσιοι εἶχον πρωτίστην ἀνάγκην· πρῶτον μεγάλην ἐμψύχωσιν ἠθικήν, καί δεύτερον μᾶλλον ἐλπιζομένην τήν διατήρησιν τῶν στρατοπέδων διά τῆς πολυπροσώπου οἰκογενείας αὐτοῦ καί τῶν Λακώνων μισθοφορουμένων. Συγχρόνως ἐλήφθησαν ἐν τῷ Πάπαρι καί μέτρα αὐστηρά πρός στρατολογίαν νέαν ἐκ διαφόρων ἐπαρχιῶν. Ἰδίως δέ εἰς τήν Γόρτυνα ἐπέμφθησαν ὁ ἴδιος Δεληγιάννης καί Πάνος Κολοκοτρώνης, ἀπόλυτον φέροντες ἄδειαν τοῦ τιμωρεῖν καί καίειν τήν οἰκίαν παντός μή στρατολογουμένου χωρικοῦ. ‘Αμέσως δ’ ἐπήνεγκεν ἡ δραστηριότης αὐτή ἀποτέλεσμα ἀγαθόν, διότι καί ἐκ τῆς Γόρτυνος καί ἐκ τῆς Λακεδαίμονος καί ἐκ τῆς Μεσσηνίας δισχίλιοι προέφθασαν ἔνοπλοι νέοι, ἐνισχύσαντε.ς οὐσιωδῶς τά περί τήν Τρίπολιν στρατόπεδα.
5. ΦΩΤΙΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟ-
ΠΟΥΛΟΣ ἤ ΦΩΤΑΚΟΣ,
Ἀπομνημονεύματα Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως.
«Ἐπειδή δέ δέν ἠμπόρεσαν οἱ Τοῦρκοι νά περάσουν τό Διάσελον ἐγύρισαν ὀπίσω καί ἐπῆγαν πάλιν εἰς τήν Τριπολιτσᾶν. Ὁ δέ Κολοκοτρώνης, Κ. Δεληγιάννης καί Β. Δημητρακόπουλος ἐκεῖθεν ἐτράβηξαν διά τόν κάμπον τῆς Καρύταινας καί ἐκεῖθεν αὐθημερόν εὑρέθησαν εἰς τό χωρίον Πάπαρι. Ἐκεῖ ἐσυνάχθησαν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι καί οἱ ἄλλοι καπεταναῖοι καί αὐτοῦ ἦλθαν ἀπό Ζάκυνθον τότε καί τά παιδιά τοῦ Κολοκοτρώνη, ὁ Πάνος καί ὁ Ἰωάννης ὁ μετά ταῦτα ὀνομασθείς Γενναῖος. Ἀπό ἐδῶ ὁ Κολοκοτρώνης ἔστειλεν ἀμέσως τόν Πάνον εἰς τά χωριά τῆς Καρύταινας μέ γραπτήν διαταγήν του νά βγάλῃ ὅλους τούς
Καρυτινούς εἰς τά ἄρματα καί να ἔλθουν εἰς τήν Πιάναν, Χρυσοβίτσι καί Διάσελον διά νά συστήσουν ἐκεῖ τό στρατόπεδον· εἶχε δε τήν ἄδειαν ὁ Πάνος νά σκοτώνῃ, νά καίῃ τά σπίτιά των καί νά δημεύῃ τά πράγματά των πρός ὄφελος τῶν στρατιωτῶν, ἄν κανένας ἤθελε παρακούσει. Ἀφοῦ ἐσκέφθησαν μαζύ εἰς το Πάπαρι διά νά πιάσουν τάς θέσεις Χρυσοβίτσι, Διάσελον καί Βαλτέτσι, ὁ Κολοκοτρώνης καί οἱ ἄλλοι ἐπῆγαν εἰς τό Βαλτέτσι, ὁ δέ Κανέλ. Δεληγιάννης ἐτράβηξε διά τά Λαγκάδια τήν πατρίδα του και ἐπῆρε μαζύ του καί τόν Ἠ. Τσα-
λαφατῖνον μέ ὀλίγους Μανιάτας.»
6. ΙΩΣΗΦ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ἱερομόναχος, Οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Προύχοντες ἐντός τῆς ἐν Τριπόλει φυλακῆς. «Μετά τήν ἀπό τό Διάσελον τῆς Ἁλωνισταίνης ὑποχώρησιν τῶν Ὀθωμανῶν οἱ ἀρχηγοί συνῆλθον εἰς Πάπαρι, ἵνα συσκεφθῶσι περί τῆς στενωτέρας πολιορκίας τῆς Τριπόλεως, δηλαδή πότε ἤθελον ἀρχίσει αὐτήν καί τίνα θέσιν ὤφειλεν ἕκαστος νά καταλάβῃ καί φυλάξῃ. Σκέψεως δέ γενομένης ὁ Κανέλλος Δελιγιάννης παραλαβών, μετέβη πάραυτα εἰς τάς κωμοπόλεις τῆς Καρυταίνης (Γόρτυνος) καί ἐμψυχώσας τούς πολίτας συνήθροισε τούς διασκορπισθέντας.»