Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που έρχονται στη ζωή μας είναι και το πότε βρίσκεται ο Θεός μαζί μας, πότε τα έργα μας είναι σύμφωνα με το θέλημά Του, πότε έχουμε την ευλογία Του στη ζωή μας. Μετά το μαρτύριο του αρχιδιακόνου Στεφάνου, στα χρόνια της πρώτης Εκκλησίας, οι χριστιανοί είχαν διασκορπιστεί από τα Ιεροσόλυμα, για να αποφύγουν τον διωγμό και μπόρεσαν μέσα στην θλίψη τους να διαδώσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου στους ειδωλολατρικούς τόπους στους οποίους βρέθηκαν. Αλλά και στην Αντιόχεια, όπου βρίσκονταν ελληνόφωνοι Ιουδαίοι, διακηρύχτηκε το μήνυμα του Χριστού και πολλοί πίστεψαν και δέχτηκαν τον Ιησού ως τον Κύριό τους. Ο ευαγγελιστής Λουκάς παρατηρεί: «και ην χειρ Κυρίου μετ’ αυτών» που κήρυτταν το Ευαγγέλιο (Πράξ. 11, 21).
Η δύναμη του Θεού, το χέρι του Κυρίου λοιπόν βρίσκεται με όσους διακηρύττουν το Ευαγγέλιο. Δεν έχει σημασία αν γνωρίζουν διωγμούς, συκοφαντία, απόρριψη, εξορία από τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν. Η ιεραποστολή, ο ευαγγελισμός του κόσμου είναι έργο στο οποίο υπάρχει η ευλογία και η παρουσία του Θεού. Όμως για τους περισσότερους χριστιανούς ο προβληματισμός δεν σταματά εδώ. Μόνο στο έργο αυτό αναπαύεται ο Θεός και επευλογεί τους ανθρώπους που διακονούν το μήνυμα της σωτηρίας; Τι γίνεται με την καθημερινότητά μας; Έχουμε άραγε εκεί την ευλογία του Θεού ή δεν ασχολείται με μας;
Ο δυτικός προτεσταντικός κόσμος ανέπτυξε την αντίληψη ότι ο πλούτος αποτελεί απόδειξη της ευλογίας, της παρουσίας της χειρός του Κυρίου στους ανθρώπους που τον έχουν. Σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο, που αναφέρει ότι δύσκολα αυτοί που έχουν χρήματα θα μπορέσουν να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού, οι προτεστάντες θεώρησαν ότι ο Κύριος ανταμείβει όλους εκείνους που Τον αγαπούνε, προσφέροντάς τους τα υλικά αγαθά. Καλλιέργησαν ένα υλιστικό πνεύμα λοιπόν, χτίζοντας έναν πολιτισμό που μέτρο του είχε το χρήμα και τα αγαθά, ως την ευλογία του Θεού. Οι φτωχοί, οι περιφρονημένοι, οι ανήμποροι έπρεπε να μετανοήσουν και να θεωρούν ότι ο Θεός δεν τους ευλογεί ή δεν τους ευλογεί τόσο όσο εκείνους που έχουν ή αποκτούν αγαθά. Ο μόνος κίνδυνος γι’ αυτούς είναι η αλαζονεία και γι’ αυτό καλούνταν και καλούνται οι κάθε λογής ευλογημένοι πλούσιοι από το Θεό να κάνουν φιλανθρωπίες, ώστε να μην προσελκύσουν την μήνη του Θεού και κινδυνεύσουν να χάσουν τα αγαθά τους. Έτσι, κάθε άλλο ηθικό παράπτωμα ή η εκμετάλλευση των ανθρώπων μόνο και μόνο για να αυξάνεται ο πλούτος των εθνών όχι μόνο προσπεράστηκε και προσπερνιέται, αλλά και θεωρείται ένδειξη και απόδειξη ότι η χειρ του Κυρίου είναι με τος έχοντες και κατέχοντες.
Άλλοι πάλι θεωρούν ότι η χειρ του Κυρίου είναι με όσους τηρούν εξωτερικά, επιφανειακά τις εντολές του Θεού, ιδίως όσες έχουν να κάνουν με το «φαίνεσθαι». Είναι πρόθυμοι να κατακρίνουν όλους όσους λατρεύουν το Θεό στο όρος Γαριζίν και όχι στο ναό των Ιεροσολύμων, όπως έκαναν οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες, ή να δικαιώσουν τους εαυτούς τους ως συνεπείς με τις εντολές του Θεού, ανεξαρτήτως αν η αγάπη για το Θεό και τον πλησίον απουσιάζει από το βάθος της ύπαρξης. Το σχήμα, η φόρμα, το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος είναι που μετράει και όχι η προσωπική σχέση με το Θεό, η εκζήτηση της κοινωνίας μαζί Του. Γι’ αυτό ακόμη και η συμμετοχή στην θεία κοινωνία θεωρείται ως ανταμοιβή από το Θεό για τους κόπους και τις προσπάθειές τους και η έννοια της δικαίωσης πρυτανεύει στη νοοτροπία αυτών των ανθρώπων. Έτσι, είναι αδιανόητη η όποια δοκιμασία, μικρότερη ή μεγαλύτερη, θα επιτρέψει ο Θεός να συμβεί στους ίδιους ή στους οικείους τους. Ο σταυρός συνεπάγεται και την εσωτερική τους κατάρρευση ή το ακόμη μεγαλύτερο κλείσιμο στον εαυτό τους ή η σκληρότητα και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πορεία της ζωής τους χωρίς να επιτρέπουν στα συναισθήματά τους να εκδηλωθούν.
Και οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων λειτουργούν σε ατομοκεντρικό επίπεδο. Βλέπουν τη σχέση με το Θεό στην λογική του μισθού, της ανταπόδοσης και όχι στη λογική της αγάπης και της αποδοχής του θελήματος του Θεού, όποιο κι αν είναι αυτό. Συνήθως θριαμβεύει η εγωκεντρική αυταρέσκεια και απουσιάζει η ταπείνωση. Απουσιάζει όμως και το εκκλησιοκεντρικό φρόνημα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί να μην βλέπουν την πορεία τους μέσα στο σώμα του Χριστού, με ήθος ευαγγελισμού, αλλά και με μοίρασμα αγάπης με τους άλλους. Ταυτόχρονα, ερμηνεύουν τον κόσμο με βάση το τι θα ήθελαν να κάνει ο Θεός γι’ αυτούς ή το τι πιστεύουν ότι κάνει, σα να πρόκειται για τους αυθεντικούς ερμηνευτές της βούλησης του Θεού, σα να βρίσκονται στη σκέψη του Θεού.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων. Είναι εκείνοι που αποδίδουν στο Θεό κάθε τι, ακόμη και τα δικά τους λάθη. Δεν θέλουν να δούνε πού έγκειται η ευθύνη τους για τη ζωή, τα προβλήματα, τις επιλογές τους και σπεύδουν να ισχυριστούνε και να πιστέψουν ότι ο Θεός τους ξέχασε. Ανάλογα, και στις χαρές ξεχνούνε πάλι το Θεό και αποδίδουν τα πάντα στον εαυτό τους και τα χαρίσματά τους ή αναγνωρίζουν ελάχιστα την παρουσία του Θεού και προτιμούν να μείνουν στο καθαυτό γεγονός της χαράς. Είναι αυτοί οι οποίοι δεν βλέπουν τις δικές τους αμαρτίες, δεν βλέπουν ότι δεν τηρούν τις εντολές του Θεού, αλλά έχουν την απαίτηση όμως ο Θεός να είναι μαζί τους και διαμαρτύρονται για ό,τι θα έπρεπε να είναι δική τους ευθύνη.
Η χείρ του Κυρίου βρίσκεται στην αγάπη, γιατί ο Θεός αγάπη εστί. Και η αγάπη έχει να κάνει με την αιώνια προοπτική του ανθρώπου, αλλά και με την επιθυμία του Θεού όλοι οι άνθρωποι να σωθούνε και να έρθουν σε επίγνωση αληθείας. Επομένως κάθε τι το οποίο έρχεται ως ευλογία στη ζωή μας, χρειάζεται να αποτυπώνει αυτήν την προοπτική, της σωτηρίας και της αιωνιότητας. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει μόνο με το Θεό. Έχει να κάνει και με τους ανθρώπους. Αν οι άνθρωποι δεν ερμηνεύουμε το καλό και το κακό, το σταυρό και την ανάσταση, τη χαρά και τη λύπη ως ευκαιρία σωτηρίας και αιωνιότητας, ως ευκαιρία αγάπης, ως ευκαιρία γνήσιας κοινωνίας με το Θεό, τότε θα λειτουργούμε ατομοκεντρικά και αλαζονικά με τις χαρές και τα αγαθά και με απογοήτευση, απελπισία και οργή για τις δυσκολίες. Ταυτόχρονα, εάν δεν αισθανόμαστε ευθύνη να προσφέρουμε ό,τι μπορούμε και για την σωτηρία των άλλων και για την απόκτηση και καλλιέργεια σχέσης τους με το Θεό, μέσα από την προσευχή, τον λόγο, τα έργα της αγάπης, τότε κι εμείς θα λειτουργούμε στην ατομοκεντρική λογική να κρατάμε το Θεό μόνο για τον εαυτό μας.
Ο δυτικός κόσμος και πολιτισμός έτσι έχουν επιλέξει. Το διαπιστώνουμε στην κρίση. Αυτάρκεια, αίσθηση οικονομικής παντοδυναμίας, αίσθηση ότι μόνο οι δυνατοί δικαιούνται να ρυθμίζουν τη ζωή των άλλων, μακροχρόνια προεργασία υποτέλειας των λιγότερο ισχυρών, καλλιέργεια της καταναλωτικής βουλιμίας και αίσθηση ταυτόχρονα ότι ο Θεός ευλογεί αυτόν τον κόσμο και τον πολιτισμό και ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αυτή όμως η αλαζονεία δεν μπορεί να θεραπευθεί άμεσα ούτε με κατά μέτωπον επίθεση. Χρειάζεται αναπροσανατολισμό της ζωής, να ξαναδούμε τις αμαρτίες μας και , κυρίως, να στοχεύσουμε με ειλικρίνεια και αλήθεια στην αγάπη και στη σωτηρία μας. Και να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας ώστε η ζωή μας να είναι σύμφωνη με τις εντολές του Θεού. Και Εκείνος γνωρίζει τελικά τι θα μας ωφελήσει και τι όχι και θα επιτρέψει ή θα άρει τις όποιες δοκιμασίες μας. Αρκεί να τον λατρεύουμε εν Πνεύματι και αληθεία και εκ της καρδίας μας.
Η δύναμη του Θεού, το χέρι του Κυρίου λοιπόν βρίσκεται με όσους διακηρύττουν το Ευαγγέλιο. Δεν έχει σημασία αν γνωρίζουν διωγμούς, συκοφαντία, απόρριψη, εξορία από τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν. Η ιεραποστολή, ο ευαγγελισμός του κόσμου είναι έργο στο οποίο υπάρχει η ευλογία και η παρουσία του Θεού. Όμως για τους περισσότερους χριστιανούς ο προβληματισμός δεν σταματά εδώ. Μόνο στο έργο αυτό αναπαύεται ο Θεός και επευλογεί τους ανθρώπους που διακονούν το μήνυμα της σωτηρίας; Τι γίνεται με την καθημερινότητά μας; Έχουμε άραγε εκεί την ευλογία του Θεού ή δεν ασχολείται με μας;
Ο δυτικός προτεσταντικός κόσμος ανέπτυξε την αντίληψη ότι ο πλούτος αποτελεί απόδειξη της ευλογίας, της παρουσίας της χειρός του Κυρίου στους ανθρώπους που τον έχουν. Σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο, που αναφέρει ότι δύσκολα αυτοί που έχουν χρήματα θα μπορέσουν να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού, οι προτεστάντες θεώρησαν ότι ο Κύριος ανταμείβει όλους εκείνους που Τον αγαπούνε, προσφέροντάς τους τα υλικά αγαθά. Καλλιέργησαν ένα υλιστικό πνεύμα λοιπόν, χτίζοντας έναν πολιτισμό που μέτρο του είχε το χρήμα και τα αγαθά, ως την ευλογία του Θεού. Οι φτωχοί, οι περιφρονημένοι, οι ανήμποροι έπρεπε να μετανοήσουν και να θεωρούν ότι ο Θεός δεν τους ευλογεί ή δεν τους ευλογεί τόσο όσο εκείνους που έχουν ή αποκτούν αγαθά. Ο μόνος κίνδυνος γι’ αυτούς είναι η αλαζονεία και γι’ αυτό καλούνταν και καλούνται οι κάθε λογής ευλογημένοι πλούσιοι από το Θεό να κάνουν φιλανθρωπίες, ώστε να μην προσελκύσουν την μήνη του Θεού και κινδυνεύσουν να χάσουν τα αγαθά τους. Έτσι, κάθε άλλο ηθικό παράπτωμα ή η εκμετάλλευση των ανθρώπων μόνο και μόνο για να αυξάνεται ο πλούτος των εθνών όχι μόνο προσπεράστηκε και προσπερνιέται, αλλά και θεωρείται ένδειξη και απόδειξη ότι η χειρ του Κυρίου είναι με τος έχοντες και κατέχοντες.
Άλλοι πάλι θεωρούν ότι η χειρ του Κυρίου είναι με όσους τηρούν εξωτερικά, επιφανειακά τις εντολές του Θεού, ιδίως όσες έχουν να κάνουν με το «φαίνεσθαι». Είναι πρόθυμοι να κατακρίνουν όλους όσους λατρεύουν το Θεό στο όρος Γαριζίν και όχι στο ναό των Ιεροσολύμων, όπως έκαναν οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτες, ή να δικαιώσουν τους εαυτούς τους ως συνεπείς με τις εντολές του Θεού, ανεξαρτήτως αν η αγάπη για το Θεό και τον πλησίον απουσιάζει από το βάθος της ύπαρξης. Το σχήμα, η φόρμα, το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος είναι που μετράει και όχι η προσωπική σχέση με το Θεό, η εκζήτηση της κοινωνίας μαζί Του. Γι’ αυτό ακόμη και η συμμετοχή στην θεία κοινωνία θεωρείται ως ανταμοιβή από το Θεό για τους κόπους και τις προσπάθειές τους και η έννοια της δικαίωσης πρυτανεύει στη νοοτροπία αυτών των ανθρώπων. Έτσι, είναι αδιανόητη η όποια δοκιμασία, μικρότερη ή μεγαλύτερη, θα επιτρέψει ο Θεός να συμβεί στους ίδιους ή στους οικείους τους. Ο σταυρός συνεπάγεται και την εσωτερική τους κατάρρευση ή το ακόμη μεγαλύτερο κλείσιμο στον εαυτό τους ή η σκληρότητα και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πορεία της ζωής τους χωρίς να επιτρέπουν στα συναισθήματά τους να εκδηλωθούν.
Και οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων λειτουργούν σε ατομοκεντρικό επίπεδο. Βλέπουν τη σχέση με το Θεό στην λογική του μισθού, της ανταπόδοσης και όχι στη λογική της αγάπης και της αποδοχής του θελήματος του Θεού, όποιο κι αν είναι αυτό. Συνήθως θριαμβεύει η εγωκεντρική αυταρέσκεια και απουσιάζει η ταπείνωση. Απουσιάζει όμως και το εκκλησιοκεντρικό φρόνημα, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί να μην βλέπουν την πορεία τους μέσα στο σώμα του Χριστού, με ήθος ευαγγελισμού, αλλά και με μοίρασμα αγάπης με τους άλλους. Ταυτόχρονα, ερμηνεύουν τον κόσμο με βάση το τι θα ήθελαν να κάνει ο Θεός γι’ αυτούς ή το τι πιστεύουν ότι κάνει, σα να πρόκειται για τους αυθεντικούς ερμηνευτές της βούλησης του Θεού, σα να βρίσκονται στη σκέψη του Θεού.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων. Είναι εκείνοι που αποδίδουν στο Θεό κάθε τι, ακόμη και τα δικά τους λάθη. Δεν θέλουν να δούνε πού έγκειται η ευθύνη τους για τη ζωή, τα προβλήματα, τις επιλογές τους και σπεύδουν να ισχυριστούνε και να πιστέψουν ότι ο Θεός τους ξέχασε. Ανάλογα, και στις χαρές ξεχνούνε πάλι το Θεό και αποδίδουν τα πάντα στον εαυτό τους και τα χαρίσματά τους ή αναγνωρίζουν ελάχιστα την παρουσία του Θεού και προτιμούν να μείνουν στο καθαυτό γεγονός της χαράς. Είναι αυτοί οι οποίοι δεν βλέπουν τις δικές τους αμαρτίες, δεν βλέπουν ότι δεν τηρούν τις εντολές του Θεού, αλλά έχουν την απαίτηση όμως ο Θεός να είναι μαζί τους και διαμαρτύρονται για ό,τι θα έπρεπε να είναι δική τους ευθύνη.
Η χείρ του Κυρίου βρίσκεται στην αγάπη, γιατί ο Θεός αγάπη εστί. Και η αγάπη έχει να κάνει με την αιώνια προοπτική του ανθρώπου, αλλά και με την επιθυμία του Θεού όλοι οι άνθρωποι να σωθούνε και να έρθουν σε επίγνωση αληθείας. Επομένως κάθε τι το οποίο έρχεται ως ευλογία στη ζωή μας, χρειάζεται να αποτυπώνει αυτήν την προοπτική, της σωτηρίας και της αιωνιότητας. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει μόνο με το Θεό. Έχει να κάνει και με τους ανθρώπους. Αν οι άνθρωποι δεν ερμηνεύουμε το καλό και το κακό, το σταυρό και την ανάσταση, τη χαρά και τη λύπη ως ευκαιρία σωτηρίας και αιωνιότητας, ως ευκαιρία αγάπης, ως ευκαιρία γνήσιας κοινωνίας με το Θεό, τότε θα λειτουργούμε ατομοκεντρικά και αλαζονικά με τις χαρές και τα αγαθά και με απογοήτευση, απελπισία και οργή για τις δυσκολίες. Ταυτόχρονα, εάν δεν αισθανόμαστε ευθύνη να προσφέρουμε ό,τι μπορούμε και για την σωτηρία των άλλων και για την απόκτηση και καλλιέργεια σχέσης τους με το Θεό, μέσα από την προσευχή, τον λόγο, τα έργα της αγάπης, τότε κι εμείς θα λειτουργούμε στην ατομοκεντρική λογική να κρατάμε το Θεό μόνο για τον εαυτό μας.
Ο δυτικός κόσμος και πολιτισμός έτσι έχουν επιλέξει. Το διαπιστώνουμε στην κρίση. Αυτάρκεια, αίσθηση οικονομικής παντοδυναμίας, αίσθηση ότι μόνο οι δυνατοί δικαιούνται να ρυθμίζουν τη ζωή των άλλων, μακροχρόνια προεργασία υποτέλειας των λιγότερο ισχυρών, καλλιέργεια της καταναλωτικής βουλιμίας και αίσθηση ταυτόχρονα ότι ο Θεός ευλογεί αυτόν τον κόσμο και τον πολιτισμό και ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αυτή όμως η αλαζονεία δεν μπορεί να θεραπευθεί άμεσα ούτε με κατά μέτωπον επίθεση. Χρειάζεται αναπροσανατολισμό της ζωής, να ξαναδούμε τις αμαρτίες μας και , κυρίως, να στοχεύσουμε με ειλικρίνεια και αλήθεια στην αγάπη και στη σωτηρία μας. Και να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας ώστε η ζωή μας να είναι σύμφωνη με τις εντολές του Θεού. Και Εκείνος γνωρίζει τελικά τι θα μας ωφελήσει και τι όχι και θα επιτρέψει ή θα άρει τις όποιες δοκιμασίες μας. Αρκεί να τον λατρεύουμε εν Πνεύματι και αληθεία και εκ της καρδίας μας.
themistoklismourtzanos.blogspot.com