Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
«Τι είναι αίρεση» είναι ένα ερώτημα το οποίο πολλές φορές απασχολεί όσους ανήκουμε στη ζωή της Εκκλησίας.
Η απάντηση μπορεί να δοθεί ουσιαστικά μόνο από την ίδια την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, ως σύνολο, ως σύνοδο, αυτό όμως δεν εμποδίζει τον καθέναν μας να έχει άποψη. Χρειάζεται όμως να κατανοούμε το αληθινό νόημα της έννοιας και
να μην σπεύδουμε να πάρουμε θέση έναντι συνανθρώπων μας που έχουν κάποια άποψη διαφορετική από την παραδεδομένη, που θεωρούν ότι υπάρχουν θέματα στη ζωή του κόσμου και στη ζωή της Εκκλησίας που χρειάζονται διαφορετικές ερμηνείες ή προσαρμογές στην πραγματικότητα. Δεν μιλούμε για άρνηση των δογματικών αληθειών της πίστης. Εκεί, εφόσον υφίσταται, δεν υπάρχει άλλος χαρακτηρισμός παρά αυτός της αίρεσης, του καταλογισμού δηλαδή προτίμησης δηλαδή κάποιων αληθειών και της απόρριψης κάποιων άλλων. Συνήθως η αίρεση έχει να κάνει με τον ορθολογισμό. Έχει να κάνει όμως και με τις εμμονές σε παραδοσιακές νοοτροπίες, οι οποίες συνδέονται με δεισιδαιμονίες. Έχει να κάνει και με εσφαλμένη κατανόηση της αλήθειας ή των αληθειών της πίστης, εξαιτίας πολιτισμικών ή γλωσσικών αδυναμιών. Πρωτίστως όμως η αίρεση έχει να κάνει με την δίψα του ανθρώπου για εξουσία και κυριαρχία, με την αίσθηση ότι κατέχει ο ίδιος την αλήθεια και όσοι τον ακολουθούν αποτελούν την αγαθή μερίδα. Επειδή, μάλιστα, η αλήθεια έχει σωτηριολογικό, κατ’ ανάγκην, περιεχόμενο, δηλαδή φέρνει τον άνθρωπο στο Θεό ή τον αποκόπτει από την κοινωνία μαζί Του, αυτός που ισχυρίζεται ότι την κατέχει, κρατά στα χέρια του τα κλειδιά της σωτηρίας των ανθρώπων.
Η αίρεση διαπιστώνεται από την Εκκλησία εν Συνόδω. Αυτό εορτάζουμε μάλιστα την Έβδομη Κυριακή από του Πάσχα, τους θεοφόρους Πατέρες που συγκρότησαν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια το 325 μ. Χ. , η οποία αντιμετώπισε την αίρεση του Αρείου. Πριν συσταθεί η Σύνοδος κάποιοι διαπιστώνουν το πρόβλημα. Διαπιστώνουν το πόσο επικίνδυνη μπορεί να καταστεί μία διδασκαλία για την σωτηρία των πιστών. Πόσο επικίνδυνος μπορεί να χαρακτηριστεί και να είναι ο λόγος ενός ανθρώπου που δεν βλέπει την αλήθεια ή την προσαρμόζει στα μέτρα του. «Λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου» είναι, κατά τον απόστολο Παύλο όσοι λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση (Πράξ. 20, 29). Μοιάζουν με εκείνα τα θηρία που αρπάζουν ό,τι βρούνε στο πέρασμά τους, προκειμένου να χορτάσουν την πείνα τους. Μόνο που εδώ οι λύκοι έχουν να κάνουν τόσο με την δική τους πείνα για εξουσία, αποδοχή από τους άλλους και δύναμη, όσο και με την σχέση τους με τον πειρασμό, ο οποίος θέλει να αποκόψει τους ανθρώπους από το σώμα του Χριστού, από τη σχέση τους με τον Κύριο.
Οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο τόσο να υποδείξουν στους άλλους ποιοι είναι οι αιρετικοί και γιατί λειτουργούν ως πατέρες πνευματικοί. Γιατί μόνο εκείνος που είναι αληθινός πατέρας ενδιαφέρεται τα παιδιά του να γνωρίζουν την αλήθεια, ενδιαφέρεται τα παιδιά του να έχουν νόημα και σκοπό ζωής, ενδιαφέρεται να είναι ενταγμένα στο σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία και να μην πορεύονται εική και ως έτυχε, εκτεθειμένα στον κίνδυνο των αιρέσεων και των αιρετικών. Και είναι επώδυνο το να είναι κανείς πατέρας. Γιατί όταν υποδεικνύει την αλήθεια, δεν είναι πάντοτε ή σχεδόν ποτέ ευχάριστος. Συνήθως οι αιρετικοί απευθύνονται σε ό,τι ευχαριστεί το θυμικό και την επιφανειακή λογική των ανθρώπων, ενώ τα λεγόμενά τους παρουσιάζουν αληθοφάνεια, καθώς όσοι τους ακούνε δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν την λεπτότητα των συλλογισμών που χρειάζονται για να διακριβωθεί η αλήθεια. Θα λέγαμε ότι ο αιρετικός λειτουργεί ως ο σύγχρονος δημαγωγός και λαϊκιστής. Αγγίζει το θυμικό των ανθρώπων και την κατ’ όψιν κρίση τους και τους προτείνει εύκολους και ευκολοκατανόητους συλλογισμούς, με αποτέλεσμα να παρασύρει πολλούς σε έναν δρόμο όμως που δεν έχει σωτηρία και αφίσταται του Θεού και της πίστης.
Δεν είναι ο αγώνας για τις λέξεις, αλλά για τα πράγματα, για την ουσία, για την αλήθεια. Αυτός είναι ένας βασικός πατερικός λόγος, ο οποίος έχει μεγάλη αξία και σε κάθε εποχή και στο σήμερα. Οι Πατέρες δεν είχαν ως σκοπό τους να μείνουν σε λεκτικές διατυπώσεις της αλήθειας, μολονότι πάντοτε ήταν προσεκτικοί. Ενδιαφέρονταν η διατύπωση να έχει να κάνει με το βίωμα, τα όσα δηλαδή πίστευαν και ζούσαν για το Θεό και την Εκκλησία. Δεν προηγούνταν η διατύπωση. Δεν ήταν λεξιμαχία ο αγώνας εναντίον των αιρέσεων. Προηγούνταν η αλήθεια, η πραγματικότητα και έπονταν η διατύπωση. Όμως τίποτε στην Εκκλησία δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη του. Οι Πατέρες πάλευαν για την ερμηνεία του μυστηρίου της πίστης που οδηγεί στην αλήθεια και γι’ αυτό επέμεναν στις λεπτομέρειες. Είχαν όμως να κάνουν και με το σώμα του Χριστού που ένιωθε και αποδέχονταν την αλήθεια. Αναζητούσε, προβληματιζόταν, παρακολουθούσε τα επιχειρήματα. Γιατί η πίστη ήταν η ζωή και το φως των ανθρώπων και όχι απλώς μία παράμετρος. Παράλληλα, οι Πατέρες ακολουθούσαν την ιστορία της Εκκλησίας, αυτό που ονομάζουμε παράδοση, όχι τόσο τις συνήθειες και τα έθιμα, γιατί αυτά ποικίλουν κατά τόπο και λαό, όσο την ερμηνεία σε θέματα πίστης που έδωσαν οι προηγούμενοι και που έγινε αποδεκτή από το σύνολο του Σώματος του Χριστού, κλήρο και λαό.
Έτσι, βίωμα, ιστορία, αλλά και προσωπικός αγώνας γίνονται τα κύρια χαρακτηριστικά της πατερικής ζωής και διδασκαλίας, που νικούν τους βαρείς λύκους.
Καθώς σήμερα ζούμε σε μία εποχή μεγάλης σύγχυσης, επειδή δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να δούμε τις λεπτομέρειες των πραγμάτων (και αυτό φαίνεται σε όλες μας τις δραστηριότητες, στην πολιτική, στην οικονομία, στην τέχνη και τον πολιτισμό, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις), αρκούμαστε σε μία επιφανειακή θεώρηση των πάντων. Παρασυρόμαστε, λοιπόν, εύκολα από τις υποσχέσεις τόσο των αιρετικών, όσο και των κάθε λογής δημαγωγών, αρκεί να υπάρχει αληθοφάνεια και να αγγίζουν οι λέξεις τους το θυμικό και την κατ’ όψιν θεώρηση του κόσμου. Πολλοί χριστιανοί πέφτουν βορά στα δόντια των σύγχρονων λύκων, οι οποίοι μιλούν για το Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, την ανταπόδοση, την ευτυχία, την Αγία Γραφή, χωρίς να τα ζούνε όλα αυτά στην Εκκλησία, εν Συνόδω και μέσα από την ιστορική συνέχεια. Άλλοι πάλι πάσχουν από την φοβία για αίρεση. Χωρίς να εμπιστεύονται την Εκκλησία, αναζητούν εχθρούς σε όσους διατυπώνουν διαφορετικές ερμηνείες στην καθημερινότητα της ζωής της Εκκλησίας και παλεύουν για προσαρμογή των λέξεων στις ανάγκες της εποχής. Και σπεύδουν να αναλάβουν ρόλο πατερικό, όχι για να διαφωτίσουν για την αλήθεια, αλλά για να την ταυτίσουν με τα πρόσωπά τους και να διεκδικήσουν εξουσιαστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων που τους ακολουθούν. Δεν είναι γνώμονάς τους στην ουσία ο Χριστός και η σχέση μαζί Του, αλλά ο εαυτός τους που αυτοαναγορεύεται σε αυθεντία. Άλλοι πάλι, στην αγωνία τους για την ιεραποστολή, προχωρούν σε βήματα τα οποία λειτουργούν αμφιλεγόμενα και νιώθουν την ανάγκη να θεωρούνται καινοτόμοι, με αμφίβολα αποτελέσματα.
Και όλη αυτή η νοοτροπία αντανακλά την ευρύτερη στάση ζωής της κοινωνίας. Καθώς μας λείπει η ιστορική θεώρηση, η ανάγκη δηλαδή να διδαχθούμε από την πείρα των χρόνων και των ανθρώπων που έζησαν πριν από εμάς, καθώς μας λείπει το βίωμα, δηλαδή η ανάγκη να ζήσουμε σε βάθος αυτά για τα οποία μιλούμε και αποφασίζουμε, δηλαδή η αγάπη όχι μόνο για τον εαυτό μας , αλλά και για το σύνολο, καθώς μας λείπει ο προσωπικός αγώνας, η έγνοια μας δηλαδή να δούμε τις συνέπειες των λόγων και των έργων μας, δηλαδή το αν θα παραδοθούμε σε μία ατομοκεντρική προσέγγιση του παρόντος ή θα δούμε τη ζωή μας σε κοινωνιοκεντρική πορεία και σε προοπτική αιωνιότητας, εύκολα αποδεχόμαστε όσους μας υπόσχονται άκοπες λύσεις, όσους φορτώνουν τα βάρη στους άλλους, όσους δεν νιώθουν ότι η αλήθεια έχει κόστος, αλλά μόνο αυτή καθαίρει αληθινά και οδηγεί σε γνήσια ζωή. Γι’ αυτό και η κρίση που διερχόμαστε δύσκολα θα ξεπεραστεί.
Λείπουν από την εποχή μας Πατέρες. Λείπουν εκείνοι που θα αγαπήσουν αληθινά τον λαό του Θεού και θα δώσουν τη ζωή τους για την αλήθεια. Και είναι χρέος της Εκκλησίας να αναδείξει τουλάχιστον τον θησαυρό της ιστορίας της, όχι μόνο για να προφυλάξει τους πιστούς από τη αίρεση, αλλά και για να εμπνεύσει ίσως στο παρόν και στο μέλλον εκείνους που θα μπορούν μέσα από το βίωμα και τον προσωπικό αγώνα να λειτουργήσουν ως οδοδείκτες ζωής. Είναι χρέος όμως όλων μας να μην αποδεχόμαστε ελαφρά τη καρδία και χωρίς έρευνα και κόπο οτιδήποτε μας παρουσιάζεται ως αλήθεια, τόσο στην πίστη όσο και στη ζωή μας. Για να λειτουργούμε ως αληθινό σώμα, το οποίο θέλει να είναι κατά πάντα υγιές. Διότι αν ένα μέλος ασθενεί, τότε όλο το σώμα ασθενεί. Κι αυτή είναι μία αλήθεια που μάλλον μας διαφεύγει.
Η απάντηση μπορεί να δοθεί ουσιαστικά μόνο από την ίδια την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, ως σύνολο, ως σύνοδο, αυτό όμως δεν εμποδίζει τον καθέναν μας να έχει άποψη. Χρειάζεται όμως να κατανοούμε το αληθινό νόημα της έννοιας και
να μην σπεύδουμε να πάρουμε θέση έναντι συνανθρώπων μας που έχουν κάποια άποψη διαφορετική από την παραδεδομένη, που θεωρούν ότι υπάρχουν θέματα στη ζωή του κόσμου και στη ζωή της Εκκλησίας που χρειάζονται διαφορετικές ερμηνείες ή προσαρμογές στην πραγματικότητα. Δεν μιλούμε για άρνηση των δογματικών αληθειών της πίστης. Εκεί, εφόσον υφίσταται, δεν υπάρχει άλλος χαρακτηρισμός παρά αυτός της αίρεσης, του καταλογισμού δηλαδή προτίμησης δηλαδή κάποιων αληθειών και της απόρριψης κάποιων άλλων. Συνήθως η αίρεση έχει να κάνει με τον ορθολογισμό. Έχει να κάνει όμως και με τις εμμονές σε παραδοσιακές νοοτροπίες, οι οποίες συνδέονται με δεισιδαιμονίες. Έχει να κάνει και με εσφαλμένη κατανόηση της αλήθειας ή των αληθειών της πίστης, εξαιτίας πολιτισμικών ή γλωσσικών αδυναμιών. Πρωτίστως όμως η αίρεση έχει να κάνει με την δίψα του ανθρώπου για εξουσία και κυριαρχία, με την αίσθηση ότι κατέχει ο ίδιος την αλήθεια και όσοι τον ακολουθούν αποτελούν την αγαθή μερίδα. Επειδή, μάλιστα, η αλήθεια έχει σωτηριολογικό, κατ’ ανάγκην, περιεχόμενο, δηλαδή φέρνει τον άνθρωπο στο Θεό ή τον αποκόπτει από την κοινωνία μαζί Του, αυτός που ισχυρίζεται ότι την κατέχει, κρατά στα χέρια του τα κλειδιά της σωτηρίας των ανθρώπων.
Η αίρεση διαπιστώνεται από την Εκκλησία εν Συνόδω. Αυτό εορτάζουμε μάλιστα την Έβδομη Κυριακή από του Πάσχα, τους θεοφόρους Πατέρες που συγκρότησαν την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια το 325 μ. Χ. , η οποία αντιμετώπισε την αίρεση του Αρείου. Πριν συσταθεί η Σύνοδος κάποιοι διαπιστώνουν το πρόβλημα. Διαπιστώνουν το πόσο επικίνδυνη μπορεί να καταστεί μία διδασκαλία για την σωτηρία των πιστών. Πόσο επικίνδυνος μπορεί να χαρακτηριστεί και να είναι ο λόγος ενός ανθρώπου που δεν βλέπει την αλήθεια ή την προσαρμόζει στα μέτρα του. «Λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου» είναι, κατά τον απόστολο Παύλο όσοι λειτουργούν προς αυτή την κατεύθυνση (Πράξ. 20, 29). Μοιάζουν με εκείνα τα θηρία που αρπάζουν ό,τι βρούνε στο πέρασμά τους, προκειμένου να χορτάσουν την πείνα τους. Μόνο που εδώ οι λύκοι έχουν να κάνουν τόσο με την δική τους πείνα για εξουσία, αποδοχή από τους άλλους και δύναμη, όσο και με την σχέση τους με τον πειρασμό, ο οποίος θέλει να αποκόψει τους ανθρώπους από το σώμα του Χριστού, από τη σχέση τους με τον Κύριο.
Οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο τόσο να υποδείξουν στους άλλους ποιοι είναι οι αιρετικοί και γιατί λειτουργούν ως πατέρες πνευματικοί. Γιατί μόνο εκείνος που είναι αληθινός πατέρας ενδιαφέρεται τα παιδιά του να γνωρίζουν την αλήθεια, ενδιαφέρεται τα παιδιά του να έχουν νόημα και σκοπό ζωής, ενδιαφέρεται να είναι ενταγμένα στο σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία και να μην πορεύονται εική και ως έτυχε, εκτεθειμένα στον κίνδυνο των αιρέσεων και των αιρετικών. Και είναι επώδυνο το να είναι κανείς πατέρας. Γιατί όταν υποδεικνύει την αλήθεια, δεν είναι πάντοτε ή σχεδόν ποτέ ευχάριστος. Συνήθως οι αιρετικοί απευθύνονται σε ό,τι ευχαριστεί το θυμικό και την επιφανειακή λογική των ανθρώπων, ενώ τα λεγόμενά τους παρουσιάζουν αληθοφάνεια, καθώς όσοι τους ακούνε δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν την λεπτότητα των συλλογισμών που χρειάζονται για να διακριβωθεί η αλήθεια. Θα λέγαμε ότι ο αιρετικός λειτουργεί ως ο σύγχρονος δημαγωγός και λαϊκιστής. Αγγίζει το θυμικό των ανθρώπων και την κατ’ όψιν κρίση τους και τους προτείνει εύκολους και ευκολοκατανόητους συλλογισμούς, με αποτέλεσμα να παρασύρει πολλούς σε έναν δρόμο όμως που δεν έχει σωτηρία και αφίσταται του Θεού και της πίστης.
Δεν είναι ο αγώνας για τις λέξεις, αλλά για τα πράγματα, για την ουσία, για την αλήθεια. Αυτός είναι ένας βασικός πατερικός λόγος, ο οποίος έχει μεγάλη αξία και σε κάθε εποχή και στο σήμερα. Οι Πατέρες δεν είχαν ως σκοπό τους να μείνουν σε λεκτικές διατυπώσεις της αλήθειας, μολονότι πάντοτε ήταν προσεκτικοί. Ενδιαφέρονταν η διατύπωση να έχει να κάνει με το βίωμα, τα όσα δηλαδή πίστευαν και ζούσαν για το Θεό και την Εκκλησία. Δεν προηγούνταν η διατύπωση. Δεν ήταν λεξιμαχία ο αγώνας εναντίον των αιρέσεων. Προηγούνταν η αλήθεια, η πραγματικότητα και έπονταν η διατύπωση. Όμως τίποτε στην Εκκλησία δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη του. Οι Πατέρες πάλευαν για την ερμηνεία του μυστηρίου της πίστης που οδηγεί στην αλήθεια και γι’ αυτό επέμεναν στις λεπτομέρειες. Είχαν όμως να κάνουν και με το σώμα του Χριστού που ένιωθε και αποδέχονταν την αλήθεια. Αναζητούσε, προβληματιζόταν, παρακολουθούσε τα επιχειρήματα. Γιατί η πίστη ήταν η ζωή και το φως των ανθρώπων και όχι απλώς μία παράμετρος. Παράλληλα, οι Πατέρες ακολουθούσαν την ιστορία της Εκκλησίας, αυτό που ονομάζουμε παράδοση, όχι τόσο τις συνήθειες και τα έθιμα, γιατί αυτά ποικίλουν κατά τόπο και λαό, όσο την ερμηνεία σε θέματα πίστης που έδωσαν οι προηγούμενοι και που έγινε αποδεκτή από το σύνολο του Σώματος του Χριστού, κλήρο και λαό.
Έτσι, βίωμα, ιστορία, αλλά και προσωπικός αγώνας γίνονται τα κύρια χαρακτηριστικά της πατερικής ζωής και διδασκαλίας, που νικούν τους βαρείς λύκους.
Καθώς σήμερα ζούμε σε μία εποχή μεγάλης σύγχυσης, επειδή δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να δούμε τις λεπτομέρειες των πραγμάτων (και αυτό φαίνεται σε όλες μας τις δραστηριότητες, στην πολιτική, στην οικονομία, στην τέχνη και τον πολιτισμό, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις), αρκούμαστε σε μία επιφανειακή θεώρηση των πάντων. Παρασυρόμαστε, λοιπόν, εύκολα από τις υποσχέσεις τόσο των αιρετικών, όσο και των κάθε λογής δημαγωγών, αρκεί να υπάρχει αληθοφάνεια και να αγγίζουν οι λέξεις τους το θυμικό και την κατ’ όψιν θεώρηση του κόσμου. Πολλοί χριστιανοί πέφτουν βορά στα δόντια των σύγχρονων λύκων, οι οποίοι μιλούν για το Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, την ανταπόδοση, την ευτυχία, την Αγία Γραφή, χωρίς να τα ζούνε όλα αυτά στην Εκκλησία, εν Συνόδω και μέσα από την ιστορική συνέχεια. Άλλοι πάλι πάσχουν από την φοβία για αίρεση. Χωρίς να εμπιστεύονται την Εκκλησία, αναζητούν εχθρούς σε όσους διατυπώνουν διαφορετικές ερμηνείες στην καθημερινότητα της ζωής της Εκκλησίας και παλεύουν για προσαρμογή των λέξεων στις ανάγκες της εποχής. Και σπεύδουν να αναλάβουν ρόλο πατερικό, όχι για να διαφωτίσουν για την αλήθεια, αλλά για να την ταυτίσουν με τα πρόσωπά τους και να διεκδικήσουν εξουσιαστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων που τους ακολουθούν. Δεν είναι γνώμονάς τους στην ουσία ο Χριστός και η σχέση μαζί Του, αλλά ο εαυτός τους που αυτοαναγορεύεται σε αυθεντία. Άλλοι πάλι, στην αγωνία τους για την ιεραποστολή, προχωρούν σε βήματα τα οποία λειτουργούν αμφιλεγόμενα και νιώθουν την ανάγκη να θεωρούνται καινοτόμοι, με αμφίβολα αποτελέσματα.
Και όλη αυτή η νοοτροπία αντανακλά την ευρύτερη στάση ζωής της κοινωνίας. Καθώς μας λείπει η ιστορική θεώρηση, η ανάγκη δηλαδή να διδαχθούμε από την πείρα των χρόνων και των ανθρώπων που έζησαν πριν από εμάς, καθώς μας λείπει το βίωμα, δηλαδή η ανάγκη να ζήσουμε σε βάθος αυτά για τα οποία μιλούμε και αποφασίζουμε, δηλαδή η αγάπη όχι μόνο για τον εαυτό μας , αλλά και για το σύνολο, καθώς μας λείπει ο προσωπικός αγώνας, η έγνοια μας δηλαδή να δούμε τις συνέπειες των λόγων και των έργων μας, δηλαδή το αν θα παραδοθούμε σε μία ατομοκεντρική προσέγγιση του παρόντος ή θα δούμε τη ζωή μας σε κοινωνιοκεντρική πορεία και σε προοπτική αιωνιότητας, εύκολα αποδεχόμαστε όσους μας υπόσχονται άκοπες λύσεις, όσους φορτώνουν τα βάρη στους άλλους, όσους δεν νιώθουν ότι η αλήθεια έχει κόστος, αλλά μόνο αυτή καθαίρει αληθινά και οδηγεί σε γνήσια ζωή. Γι’ αυτό και η κρίση που διερχόμαστε δύσκολα θα ξεπεραστεί.
Λείπουν από την εποχή μας Πατέρες. Λείπουν εκείνοι που θα αγαπήσουν αληθινά τον λαό του Θεού και θα δώσουν τη ζωή τους για την αλήθεια. Και είναι χρέος της Εκκλησίας να αναδείξει τουλάχιστον τον θησαυρό της ιστορίας της, όχι μόνο για να προφυλάξει τους πιστούς από τη αίρεση, αλλά και για να εμπνεύσει ίσως στο παρόν και στο μέλλον εκείνους που θα μπορούν μέσα από το βίωμα και τον προσωπικό αγώνα να λειτουργήσουν ως οδοδείκτες ζωής. Είναι χρέος όμως όλων μας να μην αποδεχόμαστε ελαφρά τη καρδία και χωρίς έρευνα και κόπο οτιδήποτε μας παρουσιάζεται ως αλήθεια, τόσο στην πίστη όσο και στη ζωή μας. Για να λειτουργούμε ως αληθινό σώμα, το οποίο θέλει να είναι κατά πάντα υγιές. Διότι αν ένα μέλος ασθενεί, τότε όλο το σώμα ασθενεί. Κι αυτή είναι μία αλήθεια που μάλλον μας διαφεύγει.