Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Όταν κλείσουν οι πόρτες της κατασκήνωσης και ο καθένας επιστρέψει στον αληθινό τόπο του αμέσως ξαναγυρνά στην προτέρα ζωή του. Γρήγορα συνηθίζει να ζει χωρίς τα άλλα πρόσωπα που επί μέρες μοιράστηκε το σπιτάκι του, την τραπεζαρία, το γήπεδο, το προσκυνητάρι, τη βόλτα, τις καλές και τις κακές στιγμές, την ψυχαγωγία, την κοινωνία. Κάποιοι και κάποιες κρατούν την ανάμνηση όλο το χειμώνα, αλλά αν τους ρωτήσεις τι τους άρεσε θα σου πούνε πολλά και κυρίως το ότι ήταν μαζί. Υπάρχουν και κάποιοι που δεν μπορούν να προσαρμοστούν μακριά από τους γονείς, τις ανέσεις, να αφήσουν κατά μέρος το « εγώ» και το άτομό τους, αλλά αυτοί είναι οι λιγότεροι. Οι περισσότεροι ξαναέρχονται, για δύο, τρία ή και περισσότερα χρόνια, νικώντας ειρωνείες, προκαταλήψεις, ακόμη και τον εαυτό τους που θέλει να τους πει ότι μεγάλωσε και δεν είναι για παιχνίδια, αλλά πρέπει να κάνει σχέσεις και να πάει διακοπές με το κορίτσι του ή το αγόρι της.
Πολλές φιλίες χτίζονται μέσα από την κατασκήνωση. Τώρα που είναι της μόδας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook κτλ. ), η επικοινωνία δε χάνεται εύκολα. Όμως ο χώρος δεν ανταλλάσσεται με τίποτα. Παραμένει το σημείο αναφοράς. Η αρχή και, την ίδια στιγμή, το τέλος της ου-τοπίας. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Η κατασκήνωση είναι δομημένη σ’ αυτό που ονομάζουμε κοινοτικό πνεύμα. Αυτό που διασώζεται σήμερα στα μοναστήρια, τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που κάποιες ενορίες που λειτουργούν ως οικογένειες φέρουν, αυτό που κάποιες παρέες θέλουν να κρατήσουν. Κι αυτό το πνεύμα είναι από μόνο του ουτοπικό. Προϋποθέτει κάποιος να εξασφαλίσει τα βασικά αγαθά για την επιβίωση. Τροφή, ενδυμασία, κατοικία, για να υπάρχει η ελευθερία από το άγχος. Στην κατασκήνωση τα παρέχει η Εκκλησία. Από το περίσσευμα ή το υστέρημα της περιουσίας που δεν είναι κτήμα της, αλλά την διαχειρίζεται χάρις στην αγάπη των ανθρώπων που την πρόσφεραν σ’ Εκείνη για να μπορεί να εκπληρώνει τους σκοπούς της. Και μέσα σ’ αυτούς δεν είναι μόνο η διάσωση της παράδοσης και του πολιτισμού σε μουσειακή διάσταση και προοπτική, ούτε η επιβίωση (ενίοτε και η καλοπέραση) των ταγών της, ούτε η προσφορά αξιών και ιδεών που αποσκοπούν στη σωτηρία των ανθρώπων. Είναι, κυρίως, μέσα από τη βίωση της ου-τοπίας, η γνωριμία των ανθρώπων με την Αγάπη, τη Χαρά, το Χριστό. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος από το κοινοτικό πνεύμα.
Όσοι συμμετέχουν στη ζωή της κατασκήνωσης εργάζονται. Ακολουθούν ένα πρόγραμμα. Προσφέρουν στην καθαριότητα του σπιτιού ή της σκηνής τους. Προσφέρουν στην καθαριότητα όλης της κατασκήνωσης. Βοηθούν στην παρασκευή της τροφής και την μοιράζουν σε όλους εξίσου. Συνεισφέρουν στη χαρά και την ψυχαγωγία όλων. Εργάζονται την προσευχή και τη λατρεία του Θεού. Συνεισφέρουν στον καταρτισμό όλων με τη συμμετοχή τους σε συζητήσεις. Κατασκευάζουν, παίζουν, νικούν τη μοναξιά τους και βοηθούν και τους άλλους να νικούν την δική τους. Για την οικονομοκρατούμενη εποχή μας όλα αυτά είναι λίαν αντιπαραγωγικά. Δεν παράγουν πλούτο, ούτε λειτουργούν στην ανταλλακτική λογική των αγαθών. Δεν εξασφαλίζουν την ατομική ευμάρεια και δεν έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα στο κατά κεφαλήν εισόδημα του καθενός. Για την οικονομοκρατούμενη εποχή μας οι κατασκηνώσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά τόποι διακοπών για τον άνθρωπο, για να πάρει κουράγιο και να συνεχίσει να εργάζεται, να συνεχίσει να είναι παραγωγικός. Ίσως είναι και μια πολυτέλεια που επειδή ακριβώς λειτουργεί στα πλαίσια μιας ου-τοπίας, παραπλανά τον άνθρωπο, ενώ η ζωή είναι σκληρή.
Πολλοί από τους γονείς που επισκέπτονται την κατασκήνωση, βλέποντας την ου-τοπία που ζούνε τα παιδιά τους, προτείνουν με καημό να γίνει μία κατασκήνωση για μεγάλους ή εύχονται να μπορούσαν να είναι παιδιά. Μπορεί από συναίσθημα, μπορεί για να ξεφύγουν από τις δυσκολίες της ζωής, ίσως όμως στο βάθος για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τον ατομοκεντρικό τρόπο της ζωής, από την αδυναμία να μοιραστούν. Εδώ είναι που διαπιστώνουμε με λύπη την απουσία δομών στην κοινωνία ή και στην ίδια την εκκλησιαστική ζωή που να φέρνουν στην επιφάνεια τον τρόπο ζωής του μοιράσματος, την Αγάπη, τη Χαρά, το Χριστό.
Γιατί αυτός τελικά ο κοινοτικός τρόπος είναι γνήσιος όχι όταν στηρίζεται στην αλληλεγγύη, την αναρχία, την ελεύθερη παράδοση στα πάθη και το γκρέμισμα της κακής κοινωνίας, όπως συμβαίνει σε άλλες ου-τοπικές προσπάθειες, αλλά όταν στηρίζεται στην ελεύθερη επιλογή να αγαπάς, να μοιράζεσαι και να χαίρεσαι που μπορείς να προσφέρεις και να προσφερθείς, όταν στηρίζεται σ’ αυτό που ονομάζουμε σχέση με το Χριστό. Αυτή η σχέση δεν είναι απλώς νοσταλγία. Είναι μία πραγματικότητα που βιώνεται σε όλα όσα περιγράψαμε, αλλά, κυρίως, τη στιγμή της κοινωνίας του Σώματος και του Αίματός Του, η οποία καθιστά την ου-τοπία βίωμα και πραγματικότητα που υπερβαίνει το χρόνο.
Στην εποχή της κρίσης η Εκκλησία προβληματίζεται για το τι μέλλει γενέσθαι για τα ιδρύματά της. Προβληματίζεται για το νεανικό έργο και την κατήχηση, για την ανάγκη επανευαγγελισμού των ανθρώπων. Ας τολμήσει να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού τις κατασκηνώσεις το καλοκαίρι, να χτίσει καινούριες όπου δεν υπάρχουν και ας προσπαθήσει να εμπνεύσει να λειτουργούν ενορίες που θα έχουν μέσα τους αυτό το ου-τοπικό και ταυτόχρονα Χριστοκεντρικό που γίνεται πραγματικότητα ήθος. Κι Εκείνος θα βοηθήσει να ξεπεραστούν τα άγχη της επιβίωσης.
Η εποχή μας παραδόθηκε στην οικονομία, στις αγορές, στα αγαθά, στο πνεύμα της κατανάλωσης. Θεοποίησε την παραγωγή και απελευθέρωσε τα ανθρώπινα πάθη, βάζοντας το άτομο ως το κέντρο του κόσμου. Αυτός ο πολιτισμός στην ουσία του καταρρέει. Η κρίση αποκάλυψε τα πήλινα πόδια του. Το σύστημα βεβαίως θα προσπαθήσει, έστω και με τεχνητές αναπνοές οι οποίες στηρίζονται στο ότι οι άνθρωποι εκπαιδευτήκαμε μέσα από το ήθος που εκφράζει να το θεωρούμε μοναδικό για τη ζωή μας, να διατηρήσει τις βασικές γραμμές του. Από την άλλη, διαπιστώνοντας όλοι μας τα αδιέξοδα, τα οποία έχουν να κάνουν μ’ αυτό που ονομάζουμεψυχή, ας μην περιφρονούμε πλέον τις μικρότερες ή μεγαλύτερες «ου-τοπίες» που μας κάνουν να μπορούμε να βρίσκουμε αυτά που οδηγούν και εμάς και τα παιδιά μας πέρα από την επιβίωση: την Αγάπη, τη Χαρά, το Χριστό! Αυτό τελικά μπορεί να διακηρύξει και πρέπει να το κάνει η Εκκλησία!
Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στα στελέχη της Δ’ Κατασκηνωτικής περιόδου και τα παιδιά που για δέκα χρόνια ζούμε στην Κασσιώπη την δική μας πραγματική ου-τοπία!
Στην Κασσιώπη της Κέρκυρας ζήσαμε για μία ακόμη χρονιά την μικρή καλοκαιρινή μας ουτοπία. Όπου Κασσιώπη, μπορείτε να βάλετε οποιοδήποτε άλλον τόπου όπου γίνονται εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις.
Με μικρότερες ή μεγαλύτερες παραλλαγές, όσοι και όσες, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, ζούνε 10 με 15 ημέρες το καλοκαίρι στις κατασκηνώσεις της Εκκλησίας θα έχουν να σας διηγηθούν αντίστοιχες ιστορίες ου-τοπίας. Γιατί αυτός ο τόπος, όπου βιώνεται ένας αλλιώτικος τρόπος ζωής, δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα μέσα στην κοινωνία του κόσμου. Γεννά μόνο μία συνεχή νοσταλγία, που δεν περιορίζεται στο συναίσθημα, για δύο έννοιες και, στο βάθος, ένα Πρόσωπο που κρύβεται πίσω από αυτές. Αγάπη, Χαρά, Χριστός.Ξεχασμένες λέξεις, έννοιες, Πρόσωπο στις δυσκολίες της εποχής. Ου-τοπία.
Όταν κλείσουν οι πόρτες της κατασκήνωσης και ο καθένας επιστρέψει στον αληθινό τόπο του αμέσως ξαναγυρνά στην προτέρα ζωή του. Γρήγορα συνηθίζει να ζει χωρίς τα άλλα πρόσωπα που επί μέρες μοιράστηκε το σπιτάκι του, την τραπεζαρία, το γήπεδο, το προσκυνητάρι, τη βόλτα, τις καλές και τις κακές στιγμές, την ψυχαγωγία, την κοινωνία. Κάποιοι και κάποιες κρατούν την ανάμνηση όλο το χειμώνα, αλλά αν τους ρωτήσεις τι τους άρεσε θα σου πούνε πολλά και κυρίως το ότι ήταν μαζί. Υπάρχουν και κάποιοι που δεν μπορούν να προσαρμοστούν μακριά από τους γονείς, τις ανέσεις, να αφήσουν κατά μέρος το « εγώ» και το άτομό τους, αλλά αυτοί είναι οι λιγότεροι. Οι περισσότεροι ξαναέρχονται, για δύο, τρία ή και περισσότερα χρόνια, νικώντας ειρωνείες, προκαταλήψεις, ακόμη και τον εαυτό τους που θέλει να τους πει ότι μεγάλωσε και δεν είναι για παιχνίδια, αλλά πρέπει να κάνει σχέσεις και να πάει διακοπές με το κορίτσι του ή το αγόρι της.
Πολλές φιλίες χτίζονται μέσα από την κατασκήνωση. Τώρα που είναι της μόδας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook κτλ. ), η επικοινωνία δε χάνεται εύκολα. Όμως ο χώρος δεν ανταλλάσσεται με τίποτα. Παραμένει το σημείο αναφοράς. Η αρχή και, την ίδια στιγμή, το τέλος της ου-τοπίας. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Η κατασκήνωση είναι δομημένη σ’ αυτό που ονομάζουμε κοινοτικό πνεύμα. Αυτό που διασώζεται σήμερα στα μοναστήρια, τηρουμένων των αναλογιών, αυτό που κάποιες ενορίες που λειτουργούν ως οικογένειες φέρουν, αυτό που κάποιες παρέες θέλουν να κρατήσουν. Κι αυτό το πνεύμα είναι από μόνο του ουτοπικό. Προϋποθέτει κάποιος να εξασφαλίσει τα βασικά αγαθά για την επιβίωση. Τροφή, ενδυμασία, κατοικία, για να υπάρχει η ελευθερία από το άγχος. Στην κατασκήνωση τα παρέχει η Εκκλησία. Από το περίσσευμα ή το υστέρημα της περιουσίας που δεν είναι κτήμα της, αλλά την διαχειρίζεται χάρις στην αγάπη των ανθρώπων που την πρόσφεραν σ’ Εκείνη για να μπορεί να εκπληρώνει τους σκοπούς της. Και μέσα σ’ αυτούς δεν είναι μόνο η διάσωση της παράδοσης και του πολιτισμού σε μουσειακή διάσταση και προοπτική, ούτε η επιβίωση (ενίοτε και η καλοπέραση) των ταγών της, ούτε η προσφορά αξιών και ιδεών που αποσκοπούν στη σωτηρία των ανθρώπων. Είναι, κυρίως, μέσα από τη βίωση της ου-τοπίας, η γνωριμία των ανθρώπων με την Αγάπη, τη Χαρά, το Χριστό. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος από το κοινοτικό πνεύμα.
Όσοι συμμετέχουν στη ζωή της κατασκήνωσης εργάζονται. Ακολουθούν ένα πρόγραμμα. Προσφέρουν στην καθαριότητα του σπιτιού ή της σκηνής τους. Προσφέρουν στην καθαριότητα όλης της κατασκήνωσης. Βοηθούν στην παρασκευή της τροφής και την μοιράζουν σε όλους εξίσου. Συνεισφέρουν στη χαρά και την ψυχαγωγία όλων. Εργάζονται την προσευχή και τη λατρεία του Θεού. Συνεισφέρουν στον καταρτισμό όλων με τη συμμετοχή τους σε συζητήσεις. Κατασκευάζουν, παίζουν, νικούν τη μοναξιά τους και βοηθούν και τους άλλους να νικούν την δική τους. Για την οικονομοκρατούμενη εποχή μας όλα αυτά είναι λίαν αντιπαραγωγικά. Δεν παράγουν πλούτο, ούτε λειτουργούν στην ανταλλακτική λογική των αγαθών. Δεν εξασφαλίζουν την ατομική ευμάρεια και δεν έχουν μετρήσιμα αποτελέσματα στο κατά κεφαλήν εισόδημα του καθενός. Για την οικονομοκρατούμενη εποχή μας οι κατασκηνώσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά τόποι διακοπών για τον άνθρωπο, για να πάρει κουράγιο και να συνεχίσει να εργάζεται, να συνεχίσει να είναι παραγωγικός. Ίσως είναι και μια πολυτέλεια που επειδή ακριβώς λειτουργεί στα πλαίσια μιας ου-τοπίας, παραπλανά τον άνθρωπο, ενώ η ζωή είναι σκληρή.
Πολλοί από τους γονείς που επισκέπτονται την κατασκήνωση, βλέποντας την ου-τοπία που ζούνε τα παιδιά τους, προτείνουν με καημό να γίνει μία κατασκήνωση για μεγάλους ή εύχονται να μπορούσαν να είναι παιδιά. Μπορεί από συναίσθημα, μπορεί για να ξεφύγουν από τις δυσκολίες της ζωής, ίσως όμως στο βάθος για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τον ατομοκεντρικό τρόπο της ζωής, από την αδυναμία να μοιραστούν. Εδώ είναι που διαπιστώνουμε με λύπη την απουσία δομών στην κοινωνία ή και στην ίδια την εκκλησιαστική ζωή που να φέρνουν στην επιφάνεια τον τρόπο ζωής του μοιράσματος, την Αγάπη, τη Χαρά, το Χριστό.
Γιατί αυτός τελικά ο κοινοτικός τρόπος είναι γνήσιος όχι όταν στηρίζεται στην αλληλεγγύη, την αναρχία, την ελεύθερη παράδοση στα πάθη και το γκρέμισμα της κακής κοινωνίας, όπως συμβαίνει σε άλλες ου-τοπικές προσπάθειες, αλλά όταν στηρίζεται στην ελεύθερη επιλογή να αγαπάς, να μοιράζεσαι και να χαίρεσαι που μπορείς να προσφέρεις και να προσφερθείς, όταν στηρίζεται σ’ αυτό που ονομάζουμε σχέση με το Χριστό. Αυτή η σχέση δεν είναι απλώς νοσταλγία. Είναι μία πραγματικότητα που βιώνεται σε όλα όσα περιγράψαμε, αλλά, κυρίως, τη στιγμή της κοινωνίας του Σώματος και του Αίματός Του, η οποία καθιστά την ου-τοπία βίωμα και πραγματικότητα που υπερβαίνει το χρόνο.
Στην εποχή της κρίσης η Εκκλησία προβληματίζεται για το τι μέλλει γενέσθαι για τα ιδρύματά της. Προβληματίζεται για το νεανικό έργο και την κατήχηση, για την ανάγκη επανευαγγελισμού των ανθρώπων. Ας τολμήσει να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού τις κατασκηνώσεις το καλοκαίρι, να χτίσει καινούριες όπου δεν υπάρχουν και ας προσπαθήσει να εμπνεύσει να λειτουργούν ενορίες που θα έχουν μέσα τους αυτό το ου-τοπικό και ταυτόχρονα Χριστοκεντρικό που γίνεται πραγματικότητα ήθος. Κι Εκείνος θα βοηθήσει να ξεπεραστούν τα άγχη της επιβίωσης.
Η εποχή μας παραδόθηκε στην οικονομία, στις αγορές, στα αγαθά, στο πνεύμα της κατανάλωσης. Θεοποίησε την παραγωγή και απελευθέρωσε τα ανθρώπινα πάθη, βάζοντας το άτομο ως το κέντρο του κόσμου. Αυτός ο πολιτισμός στην ουσία του καταρρέει. Η κρίση αποκάλυψε τα πήλινα πόδια του. Το σύστημα βεβαίως θα προσπαθήσει, έστω και με τεχνητές αναπνοές οι οποίες στηρίζονται στο ότι οι άνθρωποι εκπαιδευτήκαμε μέσα από το ήθος που εκφράζει να το θεωρούμε μοναδικό για τη ζωή μας, να διατηρήσει τις βασικές γραμμές του. Από την άλλη, διαπιστώνοντας όλοι μας τα αδιέξοδα, τα οποία έχουν να κάνουν μ’ αυτό που ονομάζουμεψυχή, ας μην περιφρονούμε πλέον τις μικρότερες ή μεγαλύτερες «ου-τοπίες» που μας κάνουν να μπορούμε να βρίσκουμε αυτά που οδηγούν και εμάς και τα παιδιά μας πέρα από την επιβίωση: την Αγάπη, τη Χαρά, το Χριστό! Αυτό τελικά μπορεί να διακηρύξει και πρέπει να το κάνει η Εκκλησία!
Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στα στελέχη της Δ’ Κατασκηνωτικής περιόδου και τα παιδιά που για δέκα χρόνια ζούμε στην Κασσιώπη την δική μας πραγματική ου-τοπία!