Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Κων/λεως (1911- 2012).
Ὁ Ἀθανάσιος Καραμάνης γεννήθηκε τὸ 1911 στὴν Κρηνίδα ἢ Βιτάστα Σερρῶν, χωριὸ ποὺ βρίσκεται στοὺς πρόποδες τοῦ Παγγαίου. Εἶναι ὀρφανὸ παιδὶ πολυμελοῦς οἰκογένειας –τὸ ἕβδομο ἀπὸ το ἑπτὰ- καὶ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία παράλληλα μὲ τὰ πρῶτα του γράμματα στὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ του διακρίθηκε γιὰ τὴν καλλιφωνία του καὶ τὴν ἔφεση στὰ ἱερὰ γράμματα.
Πρῶτος του διδάσκαλος στὴν Βυζαντινὴ Μουσικὴ ὑπῆρξε ὁ ἱερεὺς καὶ διδάσκαλος τοῦ χωριοῦ π. Ἐμμανοὴλ Πιπεριᾶς. Στὴν συνέχεια, μαθήτευσε στὸν πρωτοψάλτη Ἀθανάσιο Μπουρλέτσικα καὶ στὸν μουσικοδιδάσκαλο Χρῆστο Παρασχίδη.
Μυήθηκε στὴν Κωνσταντινουπολίτικη ψαλτικὴ τέχνη καὶ παράδοση ἀπὸ τὸν περίφημο Κωνσταντινουπολίτη Χαράλαμπο Ἀνεστιάδη πρωτοψάλτου τοῦ Ἱ. Μητρ. Ναοῦ Δράμας στὸν ὁποῖο προσελήφθη τὸ 1933 ὡς Δομέστικος. Ὑπῆρξε ἐπίσης ἀκροατὴς τοῦ Κων. Πρίγγου, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο πολλὰ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὶς ἐκτελέσεις του.
Νωρίτερα καὶ συγκεκριμένα τὸ 1927 σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν ἄρχισε ἡ ἐπίσημη σταδιοδρομία του στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Παρασκευῆς Πρώτης Σερρῶν. Ἔψαλλε κατόπιν σὲ ναοὺς διαφόρων πόλεων ὅπως Δράμας, Καβάλας, Βέροιας, Θεσ/νίκης, Πύργου Ἠλείας γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ 1952 Πρωτοψάλτης καὶ χοράρχης τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Θεσ/νίκη ἀπ’ ὅπου παραιτήθηκε συνταξιοδοτηθεὶς τὸ 1983.
Χάρις στὴν μεγάλη θεωρητική του κατάρτιση, τὸ ὑπέροχο φωνητικὸ τάλαντο καὶ τὸν εὐγενῆ χαρακτήρα του, πέραν τῆς μυσταγωγικῆς καὶ κατανυκτικῆς ἀτμόσφαιρας ποὺ δημιουργοῦσε στὸν Ναό, ἀπ’ ὅπου καὶ ἂν πέρασε ἄφησε πλῆθος μαθητῶν -ἴσως τοὺς περισσότερους ἐκ τῶν διδασκάλων-. Ὑπῆρξε συνιδρυτὴς μὲ τοὺς Ἀβρ. Εὐθυμιάδη, Χρύσ. Θεοδοσόπουλο καὶ Χαρ. Ταλιαδῶρο τοῦ Φροντιστηρίου «Ἅγιος Δημήτριος» στὸ ὁποῖο ἐδίδαξε γιὰ πολλὰ χρόνια τὴν Μουσικὴ καὶ βγάζοντας ἐπίσης πολλοὺς μαθητές.
Συνεργάστηκε γιὰ ἕνα ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα μὲ τὸν ἐπίσης μεγάλο πρωτοψάλτη Ἀθαν. Παναγιωτίδη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα πολὺ σοβαρὸ ἔργο ψαλτικοῦ ὕφους ποὺ ἐπικράτησε στὴν Θεσ/νίκη καὶ διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Ὑπῆρξε χοράρχης τῆς περίφημης χορωδίας τοῦ Σωματείου Ἱεροψαλτῶν Θεσ/νίκης μὲ τὴν ὁποία ἔχει δώσει πολλὲς καὶ ἱστορικὲς ἐμφανίσεις, διακριθεὶς κατ’ ἐπανάληψη, καθὼς καὶ χοράρχης σὲ ἄλλες χορωδίες ἀλλὰ καὶ μὲ μαθητές του καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸ Μακεδονικό, στὸ ὁποῖο σημείωσε ἰδιαίτερη ἐπίδοση.
Ἀπὸ τὸ 1955 ἔρχισε νὰ ἐπιδίδεται στὸ συγγραφικὸ ἔργο τὸ ὁποῖο περάτωσε μέσα σὲ διάστημα λίγων ἐτῶν μὲ τὴν κυκλοφορία 7 τόμων ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο «ΝΕΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ» καὶ «ΝΕΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ», οἱ ὁποῖοι περιλαμβάνουν ὅλη τὴν ἀσματικὴ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ πρωτότυπες καὶ μοναδικὲς γιὰ τὰ τότε δεδομένα μουσικὲς ἀναλύσεις. Ὁ ἴδιος λέει μεταξὺ ἄλλων γιὰ τὸ ἔργο του: «Αὐτὴ τὴν ζώσα παράδοση θέλησα νὰ καταγράψω γιατὶ εἶναι σαφῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν γραπτή. Δὲν ἦταν ὅμως εὔκολο. Ἤθελε πάνω ἀπ’ ὅλα τόλμη. Ἀπόδειξη εἶναι ὅτι ἄλλοι δὲν τὸ τολμήσανε».
Τὸ ἐγχείρημα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἦταν πράγματι τόλμημα καὶ ἡ ἱστορία τὸν δικαίωσε.
Ὁ Ἀθανάσιος Καραμάνης τιμήθηκε γιὰ τὴν πολυσχιδὴ προσφορά του στὴν Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ ψαλτικὴ τέχνη ὅσο κανείς. Ἔλαβε πολλὰ διπλώματα, διακρίσεις καὶ μετάλλια ἀπὸ Συλλόγους καὶ Σωματεῖα ἱεροψαλτῶν, ἀπὸ Μητροπόλεις, Δήμους καὶ Κοινότητες.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴν μεγάλη του προσφορὰ διὰ χειρῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου τοῦ ἀπένειμε τὸ 1981 τὸ ὀφφίκιο τοῦ «Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Κων/πόλεως». Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ εἰδικὴ Συνεδρία τῆς 21ης Μαΐου τοῦ 1977 ἐξέδωσε Συνοδικὴ Ἀπόφαση μὲ τὴν ὁποία τοῦ ἐκφράζει «τὴν ἄκραν Αὐτῆς εὐαρέσκειαν καὶ τὸν δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας ἔπαινον». Τέλος, ἡ Πολιτεία διὰ τῶν Ὑπουργῶν Πολιτισμοῦ καὶ Οἰκονομικῶν τὸν τίμησε τὸ 1979 μὲ ἰσόβια μηνιαία σύνταξη.
Σήμερα ὁ Ἀθαν. Καραμάνης ἡσυχάζει στὸν πόλη τῆς Θεσ/νίκης, μὴ φειδόμενος κάπου κάθε φορὰ ποῦ τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ μιλᾶ γιὰ τὴν Μουσική.
Πρῶτος του διδάσκαλος στὴν Βυζαντινὴ Μουσικὴ ὑπῆρξε ὁ ἱερεὺς καὶ διδάσκαλος τοῦ χωριοῦ π. Ἐμμανοὴλ Πιπεριᾶς. Στὴν συνέχεια, μαθήτευσε στὸν πρωτοψάλτη Ἀθανάσιο Μπουρλέτσικα καὶ στὸν μουσικοδιδάσκαλο Χρῆστο Παρασχίδη.
Μυήθηκε στὴν Κωνσταντινουπολίτικη ψαλτικὴ τέχνη καὶ παράδοση ἀπὸ τὸν περίφημο Κωνσταντινουπολίτη Χαράλαμπο Ἀνεστιάδη πρωτοψάλτου τοῦ Ἱ. Μητρ. Ναοῦ Δράμας στὸν ὁποῖο προσελήφθη τὸ 1933 ὡς Δομέστικος. Ὑπῆρξε ἐπίσης ἀκροατὴς τοῦ Κων. Πρίγγου, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο πολλὰ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὶς ἐκτελέσεις του.
Νωρίτερα καὶ συγκεκριμένα τὸ 1927 σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν ἄρχισε ἡ ἐπίσημη σταδιοδρομία του στὸν Ἱ. Ναὸ Ἁγ. Παρασκευῆς Πρώτης Σερρῶν. Ἔψαλλε κατόπιν σὲ ναοὺς διαφόρων πόλεων ὅπως Δράμας, Καβάλας, Βέροιας, Θεσ/νίκης, Πύργου Ἠλείας γιὰ νὰ ἀναλάβει τὸ 1952 Πρωτοψάλτης καὶ χοράρχης τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴν Θεσ/νίκη ἀπ’ ὅπου παραιτήθηκε συνταξιοδοτηθεὶς τὸ 1983.
Χάρις στὴν μεγάλη θεωρητική του κατάρτιση, τὸ ὑπέροχο φωνητικὸ τάλαντο καὶ τὸν εὐγενῆ χαρακτήρα του, πέραν τῆς μυσταγωγικῆς καὶ κατανυκτικῆς ἀτμόσφαιρας ποὺ δημιουργοῦσε στὸν Ναό, ἀπ’ ὅπου καὶ ἂν πέρασε ἄφησε πλῆθος μαθητῶν -ἴσως τοὺς περισσότερους ἐκ τῶν διδασκάλων-. Ὑπῆρξε συνιδρυτὴς μὲ τοὺς Ἀβρ. Εὐθυμιάδη, Χρύσ. Θεοδοσόπουλο καὶ Χαρ. Ταλιαδῶρο τοῦ Φροντιστηρίου «Ἅγιος Δημήτριος» στὸ ὁποῖο ἐδίδαξε γιὰ πολλὰ χρόνια τὴν Μουσικὴ καὶ βγάζοντας ἐπίσης πολλοὺς μαθητές.
Συνεργάστηκε γιὰ ἕνα ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα μὲ τὸν ἐπίσης μεγάλο πρωτοψάλτη Ἀθαν. Παναγιωτίδη μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργηθεῖ ἕνα πολὺ σοβαρὸ ἔργο ψαλτικοῦ ὕφους ποὺ ἐπικράτησε στὴν Θεσ/νίκη καὶ διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Ὑπῆρξε χοράρχης τῆς περίφημης χορωδίας τοῦ Σωματείου Ἱεροψαλτῶν Θεσ/νίκης μὲ τὴν ὁποία ἔχει δώσει πολλὲς καὶ ἱστορικὲς ἐμφανίσεις, διακριθεὶς κατ’ ἐπανάληψη, καθὼς καὶ χοράρχης σὲ ἄλλες χορωδίες ἀλλὰ καὶ μὲ μαθητές του καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸ Μακεδονικό, στὸ ὁποῖο σημείωσε ἰδιαίτερη ἐπίδοση.
Ἀπὸ τὸ 1955 ἔρχισε νὰ ἐπιδίδεται στὸ συγγραφικὸ ἔργο τὸ ὁποῖο περάτωσε μέσα σὲ διάστημα λίγων ἐτῶν μὲ τὴν κυκλοφορία 7 τόμων ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο «ΝΕΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ» καὶ «ΝΕΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΥΨΕΛΗ», οἱ ὁποῖοι περιλαμβάνουν ὅλη τὴν ἀσματικὴ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ πρωτότυπες καὶ μοναδικὲς γιὰ τὰ τότε δεδομένα μουσικὲς ἀναλύσεις. Ὁ ἴδιος λέει μεταξὺ ἄλλων γιὰ τὸ ἔργο του: «Αὐτὴ τὴν ζώσα παράδοση θέλησα νὰ καταγράψω γιατὶ εἶναι σαφῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν γραπτή. Δὲν ἦταν ὅμως εὔκολο. Ἤθελε πάνω ἀπ’ ὅλα τόλμη. Ἀπόδειξη εἶναι ὅτι ἄλλοι δὲν τὸ τολμήσανε».
Τὸ ἐγχείρημα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἦταν πράγματι τόλμημα καὶ ἡ ἱστορία τὸν δικαίωσε.
Ὁ Ἀθανάσιος Καραμάνης τιμήθηκε γιὰ τὴν πολυσχιδὴ προσφορά του στὴν Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ ψαλτικὴ τέχνη ὅσο κανείς. Ἔλαβε πολλὰ διπλώματα, διακρίσεις καὶ μετάλλια ἀπὸ Συλλόγους καὶ Σωματεῖα ἱεροψαλτῶν, ἀπὸ Μητροπόλεις, Δήμους καὶ Κοινότητες.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο γιὰ τὴν μεγάλη του προσφορὰ διὰ χειρῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου τοῦ ἀπένειμε τὸ 1981 τὸ ὀφφίκιο τοῦ «Ἄρχοντος Πρωτοψάλτου τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Κων/πόλεως». Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ εἰδικὴ Συνεδρία τῆς 21ης Μαΐου τοῦ 1977 ἐξέδωσε Συνοδικὴ Ἀπόφαση μὲ τὴν ὁποία τοῦ ἐκφράζει «τὴν ἄκραν Αὐτῆς εὐαρέσκειαν καὶ τὸν δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας ἔπαινον». Τέλος, ἡ Πολιτεία διὰ τῶν Ὑπουργῶν Πολιτισμοῦ καὶ Οἰκονομικῶν τὸν τίμησε τὸ 1979 μὲ ἰσόβια μηνιαία σύνταξη.
Σήμερα ὁ Ἀθαν. Καραμάνης ἡσυχάζει στὸν πόλη τῆς Θεσ/νίκης, μὴ φειδόμενος κάπου κάθε φορὰ ποῦ τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ μιλᾶ γιὰ τὴν Μουσική.