Το φαινόμενο του φανατισμού σήμερα παρουσιάζει μεγάλη έξαρση. Και δεν είναι μόνο ο χώρος του Ισλάμ που εκ φύσεως εκτρέφει φανατισμένες συνειδήσεις, αλλά ακόμα και στο χώρο της Εκκλησίας συναντά κανείς μικρόνοες που ζουν την εξαλλοσύνη μιας παραποιημένης ιδέας κι έχουν την ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, με τις ακρότητες και τη βία επιτελούν θεάρεστο έργο.
Αιτία και πηγή του φανατισμού είναι ο εγωισμός. Ο φανατικός επιβάλλει με κάθε μέσο και τρόπο το δικό του πιστεύω αγνοώντας την ελευθερία των άλλων προσώπων. Η μεγαλομανία και ο εγωκεντρισμός τον οδηγούν σε κρίσεις και αντιθέσεις προς το περιβάλλον του. Η επιμονή του δεν είναι ζήλος, αλλά έλλειψη γνησίου χριστιανικού πνεύματος, που βασίζεται στο λόγο του Κυρίου: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν…».
Βλέπει κανείς εκδηλώσεις φανατισμού και απορεί πώς υπάρχουν άνθρωποι που γίνονται πιόνια στα χέρια των δημαγωγών, ποδοπατώντας το δώρο της ελευθερίας που μας χάρισε ο Θεός. Και το τραγικό σ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι μόνο η επιμονή τους σε μία ιδέα, αλλά η επιβολή της με τη βία στους άλλους. Ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός γι’ αυτούς είναι εκείνος που δίνει το απόφθεγμα: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δυστύχημα από τη συνάντηση ενός ηλίθιου με μια ιδέα».
Τελικά οι φανατικοί δεν είναι μόνο φαρισαίοι και εγωκεντρικοί, αλλά και παρανοϊκοί. Οι πατέρες της Εκκλησίας τους ονομάζουν «ψευδοπροφήτες». Είναι μία αρρώστια που αν δεν αντιμετωπισθεί με τα φάρμακα της αγάπης και της μακροθυμίας κινδυνεύει να προκαλέσει ανεπανόρθωτα τραύματα στο σώμα της κοινωνίας.
Η Εκκλησία βλέπει με κατανόηση αυτό το απόστημα και για τη θεραπεία του δεν ακολουθεί τα άκρα, αλλά με μητρική σύνεση και κατανόηση ανέχεται και μακροθυμεί. Εξάλλου ο οργανισμός της Εκκλησίας από μόνος του αποβάλλει κάθε περιττό που δεν ακολουθεί την όλη λειτουργία του. Όλοι μέσα στην Εκκλησία ενωμένοι πορευόμαστε το δρόμο του αγιασμού και κανείς δεν διεκδικεί το αλάθητο και το αναμάρτητο. Και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει, ότι μέσα από την αμαρτία μπορεί να ξεπηδήσει η αρετή και ότι μέσα από τη φαινομενική αρετή να εμφανιστεί η αμαρτία. Εκείνος που απεργάζεται τη σωτηρία είναι ο Ιησούς Χριστός. Βέβαια ο ένθεος ζήλος και ο ενθουσιασμός δεν αποκλείονται από την Εκκλησία, όταν προέρχονται από μία ταπεινή καρδιά.
Ο ζήλος ενός συνειδητού χριστιανού δεν έχει καμία σχέση με τον φανατισμό, διότι ο πιστός που έχει γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα, γνωρίζει να υποχωρεί, να ταπεινώνεται και να υπακούει. Πάνω απ’ όλα εμπιστεύεται τα πάντα στα χέρια του Θεού.
Ο θρησκευτικός φανατισμός διαφέρει και γίνεται περισσότερο επικίνδυνος από τους άλλους, πολιτικούς, φυλετικούς κ.α., ότι δίνει την ψευδαίσθηση της νομιμότητας και της ηθικότητας, ότι δηλ. ο αγώνας γίνεται για την αλήθεια και την ηθική.
Υπάρχει όμως αλήθεια και ηθική εκεί όπου δεν υπάρχει ταπείνωση και αγάπη; Εδώ χρειάζεται προσοχή.
Ο Θεός θέλει να συνοδεύονται ο ενθουσιασμός και ο ζήλος μας από την αγάπη και τη συναίσθηση ότι κι αν εμείς σήμερα στέκουμε, δεν αποκλείεται αύριο να συντριβούμε. «Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση».
π .γ. στ.
Αιτία και πηγή του φανατισμού είναι ο εγωισμός. Ο φανατικός επιβάλλει με κάθε μέσο και τρόπο το δικό του πιστεύω αγνοώντας την ελευθερία των άλλων προσώπων. Η μεγαλομανία και ο εγωκεντρισμός τον οδηγούν σε κρίσεις και αντιθέσεις προς το περιβάλλον του. Η επιμονή του δεν είναι ζήλος, αλλά έλλειψη γνησίου χριστιανικού πνεύματος, που βασίζεται στο λόγο του Κυρίου: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν…».
Βλέπει κανείς εκδηλώσεις φανατισμού και απορεί πώς υπάρχουν άνθρωποι που γίνονται πιόνια στα χέρια των δημαγωγών, ποδοπατώντας το δώρο της ελευθερίας που μας χάρισε ο Θεός. Και το τραγικό σ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι μόνο η επιμονή τους σε μία ιδέα, αλλά η επιβολή της με τη βία στους άλλους. Ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός γι’ αυτούς είναι εκείνος που δίνει το απόφθεγμα: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δυστύχημα από τη συνάντηση ενός ηλίθιου με μια ιδέα».
Τελικά οι φανατικοί δεν είναι μόνο φαρισαίοι και εγωκεντρικοί, αλλά και παρανοϊκοί. Οι πατέρες της Εκκλησίας τους ονομάζουν «ψευδοπροφήτες». Είναι μία αρρώστια που αν δεν αντιμετωπισθεί με τα φάρμακα της αγάπης και της μακροθυμίας κινδυνεύει να προκαλέσει ανεπανόρθωτα τραύματα στο σώμα της κοινωνίας.
Η Εκκλησία βλέπει με κατανόηση αυτό το απόστημα και για τη θεραπεία του δεν ακολουθεί τα άκρα, αλλά με μητρική σύνεση και κατανόηση ανέχεται και μακροθυμεί. Εξάλλου ο οργανισμός της Εκκλησίας από μόνος του αποβάλλει κάθε περιττό που δεν ακολουθεί την όλη λειτουργία του. Όλοι μέσα στην Εκκλησία ενωμένοι πορευόμαστε το δρόμο του αγιασμού και κανείς δεν διεκδικεί το αλάθητο και το αναμάρτητο. Και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει, ότι μέσα από την αμαρτία μπορεί να ξεπηδήσει η αρετή και ότι μέσα από τη φαινομενική αρετή να εμφανιστεί η αμαρτία. Εκείνος που απεργάζεται τη σωτηρία είναι ο Ιησούς Χριστός. Βέβαια ο ένθεος ζήλος και ο ενθουσιασμός δεν αποκλείονται από την Εκκλησία, όταν προέρχονται από μία ταπεινή καρδιά.
Ο ζήλος ενός συνειδητού χριστιανού δεν έχει καμία σχέση με τον φανατισμό, διότι ο πιστός που έχει γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα, γνωρίζει να υποχωρεί, να ταπεινώνεται και να υπακούει. Πάνω απ’ όλα εμπιστεύεται τα πάντα στα χέρια του Θεού.
Ο θρησκευτικός φανατισμός διαφέρει και γίνεται περισσότερο επικίνδυνος από τους άλλους, πολιτικούς, φυλετικούς κ.α., ότι δίνει την ψευδαίσθηση της νομιμότητας και της ηθικότητας, ότι δηλ. ο αγώνας γίνεται για την αλήθεια και την ηθική.
Υπάρχει όμως αλήθεια και ηθική εκεί όπου δεν υπάρχει ταπείνωση και αγάπη; Εδώ χρειάζεται προσοχή.
Ο Θεός θέλει να συνοδεύονται ο ενθουσιασμός και ο ζήλος μας από την αγάπη και τη συναίσθηση ότι κι αν εμείς σήμερα στέκουμε, δεν αποκλείεται αύριο να συντριβούμε. «Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση».
π .γ. στ.
Πηγή εδώ