Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ἀπέστειλε πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμο καί τά μέλη τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν ἀκόλουθη ἐπιστολή.
Ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Πατέρες,
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Άνέστη!
Ὅταν ἐμφανίζεται νέα αἵρεσις, πού δημιουργεῖ σύγχυσιν στά τῆς πίστεως, οἱ ποιμένες κάθε ἐποχῆς, ἐπιβεβαιοῦντες ὅσα κατά τήν χειροτονία τους ὑποσχέθηκαν, προβαίνουν στήν ἀντιμετώπισιν αὐτῆς τῆς αἱρέσεως, διά νά περιχαρακώσουν καί ὁριοθετήσουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ὥστε νά διακρίνεται ἀπό τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπό τήν λύμη τῆς κακοδοξίας. Στίς ἡμέρες μας, Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε καί Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί, ἐμφανίσθηκε ὡς ἕνα ἀπό τά σημεῖα τῶν ἐσχάτων καιρῶν και ὡς «λύκος βαρύς μή φειδόμενος τοῦ ποιμνίου»[1] ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διά τόν λόγον αὐτόν, ἐκφράζοντες τήν ἀγωνία μας, ἀπευθυνόμεθα πρός Σᾶς, τό Σεπτόν Σῶμα τῶν Ἁγιωτάτων Ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς τό ἀνώτατο καί ἁρμόδιο διοικητικό ὄργανο τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἱκετευτικῶς καί ταπεινῶς παροτρύνοντας καί προτείνοντας ὅπως ἐμεῖς, οἱ Ἐπίσκοποι-ποιμένες, εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου, Ζωοποιοῦ καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ ἐν τρισί ὑποστάσεσι Ζῶντος Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναλάβωμεν τάς εὐθύνας μας ἔναντι Αὐτοῦ καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Tου καί ἀρθῶμεν στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί συγκαλέσωμε Τοπική Σύνοδο, ἡ ὁποία καθηκόντως ὀφείλει νά προχωρήσει στήν ἐπίσημο συνοδική καταδίκη τῆς εἰρημένης κακοδοξίας καί δεινῆς αἱρέσεως.
Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι καθιστοῦν ἀδήριτη τήν ἀνάγκη συγκλήσεως τοιαύτης Τοπικῆς Συνόδου, περιγράφονται κατωτέρω :
Ὁ Οἰκουμενισμός, ὡς γνωστόν, ἔχει καταγνωστεῖ ὡς παναίρεση ὑπό τοῦ συγχρόνου ἁγίου γέροντος τῆς ἀδελφῆς Ἁγιοσαββιτικῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος στό ἐξαίρετο σύγγραμμά του «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» σημειώνει : «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[2].
Πηγή καί μήτρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τυγχάνει ἡ Μασωνία, πού προωθεῖ δι’ αὐτοῦ τήν παγκόσμια θρησκεία τοῦ Ἐωσφορισμοῦ, ὅπως καί τῆς Μασωνίας πηγή καί μήτρα εἶναι ὁ φρικώδης διεθνής Σιωνισμός[3] ὁ ὁποῖος μετήλλαξε τόν θεϊσμόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῶν Προφητῶν σέ αἴσχιστο Ἑωσφορισμό μέ τήν διαμονική Καμπαλά καί τό χυδαῖο Ταλμούδ, ἔργα τῶν διαμονιώντων Ραββίνων τοῦ ἐκπεσόντος Ἰουδαϊσμοῦ καί τῆς ἰδεοληψίας τους περί τῆς διά τοῦ ἀναμενομένου εἰσέτι ψευδομεσσίου παγκοσμίου κυριαρχίας καί διακυβερνήσης.
Ὁ Οἰκουμενισμός κινεῖται σέ δύο ἐπίπεδα˙ σέ διαχριστιανικό καί σέ διαθρησκειακό. Ἔτσι, διαμορφώνεται ὁ διαχριστιανικός οἰκουμενισμός καί ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δύο ἀπό τίς βασικές κατευθύνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μέν διαχριστιανικός οἰκουμενισμός προωθεῖ τήν ἕνωση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν αἱρέσεων (Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Ἀγγλικανῶν, Μονοφυσιτῶν) μέ τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία μέ τό κριτήριο τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαχριστιανικοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ» οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἁπλῶς τυπικές παραδόσεις καί πρέπει νά παρακάμπτωνται γιά τό καλό τῆς ἑνότητας τῆς «Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέ τήν ποικιλία διαφόρων μορφῶν καί θέσεων. Ὁ δέ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, θεωρώντας ὅτι σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα, προωθεῖ τήν ἕνωση μεταξύ αὐτῶν καί κυρίως μεταξύ τῶν λεγομένων τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, δηλ. προωθεῖ τήν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ» πρέπει νά προβάλλωνται τά δῆθεν «κοινά θεολογικά σημεῖα», πού ὑπάρχουν σέ ὅλες τίς «μονοθεϊστικές θρησκεῖες», ὥστε νά οἰκοδομηθῆ ἡ θρησκευτική ἑνότητα τῆς Οἰκουμένης.
Ὁ Οἰκουμενισμός, διά νά ὑλοποιήση τούς στόχους του, ἐφευρίσκει διάφορες θεωρίες, ὅπως τίς κακοδοξίες περί «Διευρημένης Ἐκκλησίας, ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, βαπτισματικῆς θεολογίας, Παγκοσμίου ἀοράτου Ἐκκλησίας, τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καί μαξιμαλισμοῦ, τῆς μεταπατερικῆς, νεοπατερικῆς, συναφειακῆς αἱρέσεως, τῆς εὐχαριστηριακῆς θεολογίας, τῆς μετασυνοδικῆς θεολογίας, τῶν ἐλλειματικῶν καί μή πλήρων «Ἐκκλησιῶν», τῆς περιεκτικότητος, τῆς ἐλλειματικῆς καί μή πλήρους μυστηριολογίας, τῆς μετατροπῆς τῆς οἰκονομίας σέ ἀκρίβεια καί δόγμα», οἱ ὁποῖες, βεβαίως, τυγχάνουν ξένες καί ἀλλότριες τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς διδασκαλίας καί θεολογίας[4].
Ὁ Οἰκουμενισμός προβάλλει τούς συγχρόνους μεθοδευμένους καί ἐπιτηδευμένους ἀτέρμονες οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους, στούς ὁποίους κυριαρχεῖ ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας ἡ ἀπόκρυψη καί ἡ παραποίηση τῶν Γραφικῶν χωρίων ἰδίᾳ τοῦ κατά Ἰωάννην «ἵνα ἕν ὧσιν καθώς ἡμεῖς» (Ἰω. ΙΖ΄ 11), ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης, Χάριτος, μυστηρίων, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὅροις, ἡ ἀμνήστευση, ἀθώωση καί ἐπιβράβευση τοῦ Δούρειου Ἴππου τοῦ Παπισμοῦ, τῆς ἐπαράτου καί δαιμονικῆς Οὐνίας, ἡ συμμετοχή στό παμπροτεσταντικό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον τῶν αἱρέσεων, ἡ ὑπογραφή κοινῶν ἀντορθοδόξων ἀνακοινωθέντων, δηλώσεων καί κειμένων δίχα Συνοδικῆς διαγνώμης καί ἀποφάσεως, ὡς ἀπεδείχθη στήν τακτική ΙΣΙ τοῦ Ὀκτωβρίου 2009 (π.χ. Λίμα Περοῦ Νοτίου Ἀμερικῆς 1982, Balamand Λιβάνου 1993, Σαμπεζύ Ἐλβετίας 1994, PortoAlegre Βραζιλίας 2006, Ραβέννας 2007 κ.ἄ.) καί οἱ συμπροσευχές[5].
Ὁ Οἰκουμενισμός υἱοθετεῖ καί νομιμοποιεῖ ὅλες τίς αἱρέσεις ὡς «Ἐκκλησίες» καί προσβάλλει τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Άγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Άναπτύσσει, διδάσκει καί ἐπιβάλλει νέο δόγμα περί Ἐκκλησίας, νέα ἐκκλησιολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία καμμία Ἐκκλησία δέν δικαιοῦται νά διεκδικήση ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό της τόν χαρακτήρα τῆς Καθολικῆς καί ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Κάθε μία εἷναι ἕνα κομμάτι, ἕνα μέρος, ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅλες μαζί ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία. Μέ τόν τρόπο, ὅμως, αὐτό γκρεμίζει τά ὅρια μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης, Ὀρθοδοξίας και αἱρέσεως καί ἐπιδίδεται ἄριστα στό ἀγώνισμα τῆς κατεδαφίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες μέ τήν μοναδική, θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπό τόν Ἀναστάντα Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία καί κατά Χριστόν ζωή. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἀναιρεῖ τό δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῶ κόσμω σωτηριώδους ἀποκαλύψεως καί οἰκονομίας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καί τῆς ἐν συνεχεία πραγματώσεως τοῦ σωτηριώδους Αὐτοῦ ἔργου ἀπό τήν Μία καί Μοναδική, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διά τοῦ ἐνεργοῦντος σέ Αὐτή Ἁγίου Πνεύματος. Ὡς ἐκ τούτου συνεπάγεται ἀναμφιβόλως ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός καθίσταται στίς ἡμέρες μας ἡ μεγαλυτέρα ἐκκλησιολογική αἵρεσις ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες καί τίς πίστεις[6].
Μέ πόνο καί θλίψη διαπιστώνεται ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει αἰχμαλωτίσει μέ ἁλυσίδες καί δεσμά ὅλες σχεδόν τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τίς Ἱεραρχίες τους, οἱ ὁποῖες λατινοφρονοῦν καί οἰκουμενίζουν μέ φωτεινές ἐξαιρέσεις τά Σεπτά Πατριαρχεῖα τῆς Γεωργίας καί τῆς Βουλγαρίας, ὅπως ἐν τοῖς πράγμασι ἀποδεικνύουν ἀνήκουστες, ἀνιστόρητες, πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς οἰκουμενιστικές πράξεις καί ἐνέργειες, πραχθέντα καί λεχθέντα τους[7].
Τό τραγελαφικόν ὅμως γιά τούς Ὀρθοδόξους οἰκουμενιστάς εἶναι ὅτι ἐνῶ ἀποδίδουν τίτλους ἐκκλησιαστικότητας στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς δέν τολμοῦν, συνεπεῖς πρός τίς διακηρύξεις τους, τήν μαζί τους μυστηριακή διακοινωνία γιατί γνωρίζουν ὅτι ἀπ’ ἐκείνης τῆς στιγμῆς θά ἀπωλέσουν ἄμεσα τήν ἐκκλησιαστική τους ἰδιότητα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύουν τίς ἀπαράδεκτες καί προκλητικές τους διακηρύξεις ἄς τό τολμήσουν λοιπόν γιατί ἄλλως ἀποδεικνύουν μέ τήν στάση τους τήν ἀνυπαρξία τῶν τίτλων ἐκκλησιαστικότητος, πού ἀποδίδουν στούς ψευδεπισκόπους τῶν κακοδόξων.
Ὁ Οἰκουμενισμός, δυστυχῶς, ἐπέτυχε ἐσχάτως τήν ἀθρόα μεταβολή τῆς μακραίωνης καί δισχιλιετοῦς ἁγιοπατερικῆς καί ἱεροκανονικῆς πορείας τόσο τῆς Μητρός ἡμῶν Ἐκκλησίας, τοῦ Σεπτοῦ Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς εὐσεβοῦς πηγῆς τοῦ Γένους, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[8] (ἀπό τό 1964) ὅσων καί ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν σέ οἰκουμενιστική στάση ζωῆς. Ἀλλά, καί ἡ Κιβωτός τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τό Ἅγιον Ὄρος δέν παρέμεινε ἀλώβητο καί ἀνεπηρέαστο.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει διαβρώσει καί τίς Θεολογικές Σχολές, στίς ὁποίες δέν διδάσκεται πλέον ἡ Ὀρθοδοξοπατερική Θεολογία, ἀλλά ἑδραιώνεται ἀνοικτά, πλέον, μέ τόν πιό πανηγυρικό καί ἐπίσημο τρόπο ἡ οἰκουμενιστική θεολογία.
Ὁ Οἰκουμενισμός εἰσχώρησε καί στά νέα θρησκευτικά βιβλία τοῦ Δημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου καί εἷναι ὁ κύριος ὑπεύθυνος διά τήν ἐφαρμογή τοῦ νέου πιλοτικοῦ προγράμματος σπουδῶν στήν ἐκπαίδευση, ἀπαιτώντας τήν ἀλλαγή τοῦ κατηχητικοῦ καί ὁμολογιακοῦ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογικό καί πανθρησκειακό.
Ἡ ἐξάρτηση ἀπό τόν Οἰκουμενισμό συνεχίζει νά αὐξάνεται, διότι ὑπάρχει α) ἀπουσία κατηχήσεως τῶν πιστῶν σέ θέματα πίστεως, β) τρομερή ἔλλειψη μέσων γνησίας καί ἀντικειμενικῆς ἐνημερώσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί γ) ἐκκοσμίκευση κλήρου καί λαοῦ[9].
Ὁ Οἰκουμενισμός ἀμφισβητεῖ ἔμπρακτα τήν ὀρθοδοξοπατερική μας παράδοσι καί Πίστι, σπέρνει τήν ἀμφιβολία καί τήν σύγχυση στίς καρδιές τοῦ ποιμνίου καί κλονίζει πολλούς φιλοθέους ἀδελφούς, ὁδηγώντας σέ διαιρέσεις καί σχίσματα (π.χ. παλαιοημερολογιτισμός, ἀποτείχιση) καί παρασύρει ἕνα μέρος τοῦ ποιμνίου στήν πλάνη καί δι’ αὐτῆς στόν πνευματικό ὄλεθρο[10].
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐντέλει ἀποτελεῖ μέγιστο ποιμαντικό καί σωτηριολογικό πρόβλημα, διότι κλονίζει συνθέμελα, ἀκυρώνει τήν σωτηρία καί τήν κατά Χάρη θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ κίνδυνος, βεβαίως δέν ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν πρόκειται νά καταστραφῆ, ἀφοῦ εἷναι Σῶμα Χριστοῦ, ἔχει Κεφαλή τόν Χριστό, εἶναι ὁ Χριστός ὁ εἰς τούς αἰώνας ἐπεκτεινόμενος «καί πύλαι Ἅδου, οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[11], ἀλλά στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι κινδυνεύουν νά χαθοῦν, ὅταν χαθεῖ ἡ ὀρθή πίστη, ἡ Ὀρθοδοξία, καί ἐπικρατήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη[12].
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι,
Μετά τήν ἀνωτέρω παρουσίαση τοῦ φαινομένου τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῶν κινδύνων καί τῶν τραγικῶν συνεπειῶν του τόσο στήν δογματική ὅσο καί στήν σωτηριολογική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διαπιστώνομε ὅτι ὄντως τώρα κινδυνεύει σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία. Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ ὅσο τό δυνατόν συντομότερα σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά ἐξετάση καί ἐρευνήση τά ἀνωτέρω καυτά καί φλέγοντα θέματα, πάντοτε ὑπό τό φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καί Ἱεροκανονικῆς διδασκαλίας καί παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, νά λάβη καταδικαστική ἀπόφαση ἐναντίον τόσο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅσο καί τῶν ἀκολουθούντων, διδασκόντων καί μεταλαμπαδευόντων τήν παναίρεση αὐτή γιά νά παύσουν τά σκάνδαλα καί ἡ σύγχυση κλήρου καί λαοῦ. Τοῦτο ἄλλωστε θά ἀποδείξει ὅτι παραμένωμε ἐπί τῶν ἐπάλξεων καί εἴμεθα συνεπεῖς στούς φρικτούς ὅρκους πού ἐδώσαμε κατά τήν χειροτονία μας, ἐφαρμόζοντας στήν πράξη τήν σχετική ἀπόφαση, πού ἔχομε λάβει στίς συνεδρίες τῆς 15ης - 16ης Ὀκτωβρίου 2009.
Ὅθεν, Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Συνεπίσκοποι, οὕτω ποιοῦντες μέγα καλό θά προξενήσωμε στήν Ἁγία Ὀρθοδοξία μας, στό Ἔθνος μας, στόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ καί μεγάλη χαρά θά γίνη στόν Οὐρανό καί στήν γῆ. Τό δέ μνημόσυνο μας θέλει μείνει στόν αἰῶνα, τῶν ὀνομάτων μας γραφομένων ἐν Βίβλῳ Ζωῆς, συγχωρουμένων τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἄς βαδίσουμε ἑνωμένοι στόν ἀγῶνα τῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως καί εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός «οὐ» κατισχύσει τῆς Ἐκκλησίας, κατά την ἀψευδῆ ρῆσιν τοῦ Κυρίου μας, «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἄς τολμήσουμε, Μακαριώτατε Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι καί περιπόθητοι ἅγιοι Ἀδελφοί, νά σπάσωμε τά οἰκουμενιστικά δεσμά, νά βγοῦμε ἀπό τήν οἰκουμενιστική φυλακή καί νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆ θεία δυνάμει καί Χάριτι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Διά ταῦτα ταπεινῶς προτείνομε νά ἀποστείλητε σχετική αἴτηση ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Ἱεραρχίας καί νά τήν ὑποβάλητε στόν Μακαριώτατο Πρόεδρο τῆς ΔΙΣ ὥστε κατά τάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 6, ἐδαφ. 1 τοῦ Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» Αὕτη νά προβῆ σέ ἔκτακτη σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν Συνοδική κατάγνωση καί καταδίκη τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς δεινῆς αὐτῆς παναιρέσεως τῶν συγχρόνων καιρῶν.
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀδελφός
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ
[1] Πράξ. 20, 29.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
[3] ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013, ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Οἱκουμενισμός χωρίς μάσκα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα 1988, σσ. 43-45, 107-108, ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Διακήρυξις διά τήν Μασονίαν,http://www.impantokratoros.gr/67D9F5DF.el.aspx.
[4]ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013.
[5] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 11-18.
[6] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009, σσ. 23-24.
[7] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία», Θεοδρομία Θ1(Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007) 94-98.
[8]ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Οἰκουμενισμός», ἐνΟἰκουμενισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικά διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν ΑΠΘ, τ. Α΄, ἐκδ. Θεοδρομία, σσ. 233-250.
[9]Ὅ.π. σσ. 124-126.
[10] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009, σσ. 25-26.
[11]Ματθ. 16,18
[12] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία», Θεοδρομία Θ1(Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007) 89-94.
Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Άνέστη!
Ὅταν ἐμφανίζεται νέα αἵρεσις, πού δημιουργεῖ σύγχυσιν στά τῆς πίστεως, οἱ ποιμένες κάθε ἐποχῆς, ἐπιβεβαιοῦντες ὅσα κατά τήν χειροτονία τους ὑποσχέθηκαν, προβαίνουν στήν ἀντιμετώπισιν αὐτῆς τῆς αἱρέσεως, διά νά περιχαρακώσουν καί ὁριοθετήσουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ὥστε νά διακρίνεται ἀπό τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπό τήν λύμη τῆς κακοδοξίας. Στίς ἡμέρες μας, Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε καί Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀδελφοί, ἐμφανίσθηκε ὡς ἕνα ἀπό τά σημεῖα τῶν ἐσχάτων καιρῶν και ὡς «λύκος βαρύς μή φειδόμενος τοῦ ποιμνίου»[1] ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διά τόν λόγον αὐτόν, ἐκφράζοντες τήν ἀγωνία μας, ἀπευθυνόμεθα πρός Σᾶς, τό Σεπτόν Σῶμα τῶν Ἁγιωτάτων Ἐπισκόπων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς τό ἀνώτατο καί ἁρμόδιο διοικητικό ὄργανο τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἱκετευτικῶς καί ταπεινῶς παροτρύνοντας καί προτείνοντας ὅπως ἐμεῖς, οἱ Ἐπίσκοποι-ποιμένες, εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου, Ζωοποιοῦ καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ ἐν τρισί ὑποστάσεσι Ζῶντος Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναλάβωμεν τάς εὐθύνας μας ἔναντι Αὐτοῦ καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Tου καί ἀρθῶμεν στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί συγκαλέσωμε Τοπική Σύνοδο, ἡ ὁποία καθηκόντως ὀφείλει νά προχωρήσει στήν ἐπίσημο συνοδική καταδίκη τῆς εἰρημένης κακοδοξίας καί δεινῆς αἱρέσεως.
Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι καθιστοῦν ἀδήριτη τήν ἀνάγκη συγκλήσεως τοιαύτης Τοπικῆς Συνόδου, περιγράφονται κατωτέρω :
Ὁ Οἰκουμενισμός, ὡς γνωστόν, ἔχει καταγνωστεῖ ὡς παναίρεση ὑπό τοῦ συγχρόνου ἁγίου γέροντος τῆς ἀδελφῆς Ἁγιοσαββιτικῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου Ὁσίου καί Θεοφόρου Πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος στό ἐξαίρετο σύγγραμμά του «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός» σημειώνει : «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[2].
Πηγή καί μήτρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τυγχάνει ἡ Μασωνία, πού προωθεῖ δι’ αὐτοῦ τήν παγκόσμια θρησκεία τοῦ Ἐωσφορισμοῦ, ὅπως καί τῆς Μασωνίας πηγή καί μήτρα εἶναι ὁ φρικώδης διεθνής Σιωνισμός[3] ὁ ὁποῖος μετήλλαξε τόν θεϊσμόν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῶν Προφητῶν σέ αἴσχιστο Ἑωσφορισμό μέ τήν διαμονική Καμπαλά καί τό χυδαῖο Ταλμούδ, ἔργα τῶν διαμονιώντων Ραββίνων τοῦ ἐκπεσόντος Ἰουδαϊσμοῦ καί τῆς ἰδεοληψίας τους περί τῆς διά τοῦ ἀναμενομένου εἰσέτι ψευδομεσσίου παγκοσμίου κυριαρχίας καί διακυβερνήσης.
Ὁ Οἰκουμενισμός κινεῖται σέ δύο ἐπίπεδα˙ σέ διαχριστιανικό καί σέ διαθρησκειακό. Ἔτσι, διαμορφώνεται ὁ διαχριστιανικός οἰκουμενισμός καί ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν δύο ἀπό τίς βασικές κατευθύνσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ μέν διαχριστιανικός οἰκουμενισμός προωθεῖ τήν ἕνωση τῶν διαφόρων χριστιανικῶν αἱρέσεων (Παπικῶν, Προτεσταντῶν, Ἀγγλικανῶν, Μονοφυσιτῶν) μέ τήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία μέ τό κριτήριο τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαχριστιανικοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ» οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ αἱρετικῶν καί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἁπλῶς τυπικές παραδόσεις καί πρέπει νά παρακάμπτωνται γιά τό καλό τῆς ἑνότητας τῆς «Ἐκκλησίας», ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέ τήν ποικιλία διαφόρων μορφῶν καί θέσεων. Ὁ δέ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός, θεωρώντας ὅτι σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα, προωθεῖ τήν ἕνωση μεταξύ αὐτῶν καί κυρίως μεταξύ τῶν λεγομένων τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, δηλ. προωθεῖ τήν λεγομένη «πανθρησκεία». Σύμφωνα μέ τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τοῦ «διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ» πρέπει νά προβάλλωνται τά δῆθεν «κοινά θεολογικά σημεῖα», πού ὑπάρχουν σέ ὅλες τίς «μονοθεϊστικές θρησκεῖες», ὥστε νά οἰκοδομηθῆ ἡ θρησκευτική ἑνότητα τῆς Οἰκουμένης.
Ὁ Οἰκουμενισμός, διά νά ὑλοποιήση τούς στόχους του, ἐφευρίσκει διάφορες θεωρίες, ὅπως τίς κακοδοξίες περί «Διευρημένης Ἐκκλησίας, ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, βαπτισματικῆς θεολογίας, Παγκοσμίου ἀοράτου Ἐκκλησίας, τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ καί μαξιμαλισμοῦ, τῆς μεταπατερικῆς, νεοπατερικῆς, συναφειακῆς αἱρέσεως, τῆς εὐχαριστηριακῆς θεολογίας, τῆς μετασυνοδικῆς θεολογίας, τῶν ἐλλειματικῶν καί μή πλήρων «Ἐκκλησιῶν», τῆς περιεκτικότητος, τῆς ἐλλειματικῆς καί μή πλήρους μυστηριολογίας, τῆς μετατροπῆς τῆς οἰκονομίας σέ ἀκρίβεια καί δόγμα», οἱ ὁποῖες, βεβαίως, τυγχάνουν ξένες καί ἀλλότριες τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς διδασκαλίας καί θεολογίας[4].
Ὁ Οἰκουμενισμός προβάλλει τούς συγχρόνους μεθοδευμένους καί ἐπιτηδευμένους ἀτέρμονες οἰκουμενιστικούς θεολογικούς διαλόγους, στούς ὁποίους κυριαρχεῖ ἡ ἔλλειψη ὀρθοδόξου ὁμολογίας, ἡ ἔλλειψη εἰλικρινείας τῶν ἑτεροδόξων, ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης καί ὁ ὑποτονισμός τῆς ἀληθείας ἡ ἀπόκρυψη καί ἡ παραποίηση τῶν Γραφικῶν χωρίων ἰδίᾳ τοῦ κατά Ἰωάννην «ἵνα ἕν ὧσιν καθώς ἡμεῖς» (Ἰω. ΙΖ΄ 11), ἡ πρακτική τοῦ νά μή συζητοῦνται αὐτά, πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά, πού ἑνώνουν, ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων, ἡ ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος, ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης, Χάριτος, μυστηρίων, ὁ διάλογος ἐπί ἴσοις ὅροις, ἡ ἀμνήστευση, ἀθώωση καί ἐπιβράβευση τοῦ Δούρειου Ἴππου τοῦ Παπισμοῦ, τῆς ἐπαράτου καί δαιμονικῆς Οὐνίας, ἡ συμμετοχή στό παμπροτεσταντικό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον τῶν αἱρέσεων, ἡ ὑπογραφή κοινῶν ἀντορθοδόξων ἀνακοινωθέντων, δηλώσεων καί κειμένων δίχα Συνοδικῆς διαγνώμης καί ἀποφάσεως, ὡς ἀπεδείχθη στήν τακτική ΙΣΙ τοῦ Ὀκτωβρίου 2009 (π.χ. Λίμα Περοῦ Νοτίου Ἀμερικῆς 1982, Balamand Λιβάνου 1993, Σαμπεζύ Ἐλβετίας 1994, PortoAlegre Βραζιλίας 2006, Ραβέννας 2007 κ.ἄ.) καί οἱ συμπροσευχές[5].
Ὁ Οἰκουμενισμός υἱοθετεῖ καί νομιμοποιεῖ ὅλες τίς αἱρέσεις ὡς «Ἐκκλησίες» καί προσβάλλει τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Άγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Άναπτύσσει, διδάσκει καί ἐπιβάλλει νέο δόγμα περί Ἐκκλησίας, νέα ἐκκλησιολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία καμμία Ἐκκλησία δέν δικαιοῦται νά διεκδικήση ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό της τόν χαρακτήρα τῆς Καθολικῆς καί ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Κάθε μία εἷναι ἕνα κομμάτι, ἕνα μέρος, ὄχι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅλες μαζί ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία. Μέ τόν τρόπο, ὅμως, αὐτό γκρεμίζει τά ὅρια μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης, Ὀρθοδοξίας και αἱρέσεως καί ἐπιδίδεται ἄριστα στό ἀγώνισμα τῆς κατεδαφίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες μέ τήν μοναδική, θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπό τόν Ἀναστάντα Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία καί κατά Χριστόν ζωή. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἀναιρεῖ τό δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῶ κόσμω σωτηριώδους ἀποκαλύψεως καί οἰκονομίας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καί τῆς ἐν συνεχεία πραγματώσεως τοῦ σωτηριώδους Αὐτοῦ ἔργου ἀπό τήν Μία καί Μοναδική, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διά τοῦ ἐνεργοῦντος σέ Αὐτή Ἁγίου Πνεύματος. Ὡς ἐκ τούτου συνεπάγεται ἀναμφιβόλως ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός καθίσταται στίς ἡμέρες μας ἡ μεγαλυτέρα ἐκκλησιολογική αἵρεσις ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐπειδή ἐξισώνει ὅλες τίς θρησκεῖες καί τίς πίστεις[6].
Μέ πόνο καί θλίψη διαπιστώνεται ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει αἰχμαλωτίσει μέ ἁλυσίδες καί δεσμά ὅλες σχεδόν τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τίς Ἱεραρχίες τους, οἱ ὁποῖες λατινοφρονοῦν καί οἰκουμενίζουν μέ φωτεινές ἐξαιρέσεις τά Σεπτά Πατριαρχεῖα τῆς Γεωργίας καί τῆς Βουλγαρίας, ὅπως ἐν τοῖς πράγμασι ἀποδεικνύουν ἀνήκουστες, ἀνιστόρητες, πρωτοφανεῖς καί καινοφανεῖς οἰκουμενιστικές πράξεις καί ἐνέργειες, πραχθέντα καί λεχθέντα τους[7].
Τό τραγελαφικόν ὅμως γιά τούς Ὀρθοδόξους οἰκουμενιστάς εἶναι ὅτι ἐνῶ ἀποδίδουν τίτλους ἐκκλησιαστικότητας στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς δέν τολμοῦν, συνεπεῖς πρός τίς διακηρύξεις τους, τήν μαζί τους μυστηριακή διακοινωνία γιατί γνωρίζουν ὅτι ἀπ’ ἐκείνης τῆς στιγμῆς θά ἀπωλέσουν ἄμεσα τήν ἐκκλησιαστική τους ἰδιότητα. Αὐτό δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύουν τίς ἀπαράδεκτες καί προκλητικές τους διακηρύξεις ἄς τό τολμήσουν λοιπόν γιατί ἄλλως ἀποδεικνύουν μέ τήν στάση τους τήν ἀνυπαρξία τῶν τίτλων ἐκκλησιαστικότητος, πού ἀποδίδουν στούς ψευδεπισκόπους τῶν κακοδόξων.
Ὁ Οἰκουμενισμός, δυστυχῶς, ἐπέτυχε ἐσχάτως τήν ἀθρόα μεταβολή τῆς μακραίωνης καί δισχιλιετοῦς ἁγιοπατερικῆς καί ἱεροκανονικῆς πορείας τόσο τῆς Μητρός ἡμῶν Ἐκκλησίας, τοῦ Σεπτοῦ Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς εὐσεβοῦς πηγῆς τοῦ Γένους, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου[8] (ἀπό τό 1964) ὅσων καί ἄλλων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν σέ οἰκουμενιστική στάση ζωῆς. Ἀλλά, καί ἡ Κιβωτός τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τό Ἅγιον Ὄρος δέν παρέμεινε ἀλώβητο καί ἀνεπηρέαστο.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει διαβρώσει καί τίς Θεολογικές Σχολές, στίς ὁποίες δέν διδάσκεται πλέον ἡ Ὀρθοδοξοπατερική Θεολογία, ἀλλά ἑδραιώνεται ἀνοικτά, πλέον, μέ τόν πιό πανηγυρικό καί ἐπίσημο τρόπο ἡ οἰκουμενιστική θεολογία.
Ὁ Οἰκουμενισμός εἰσχώρησε καί στά νέα θρησκευτικά βιβλία τοῦ Δημοτικοῦ καί τοῦ Γυμνασίου καί εἷναι ὁ κύριος ὑπεύθυνος διά τήν ἐφαρμογή τοῦ νέου πιλοτικοῦ προγράμματος σπουδῶν στήν ἐκπαίδευση, ἀπαιτώντας τήν ἀλλαγή τοῦ κατηχητικοῦ καί ὁμολογιακοῦ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογικό καί πανθρησκειακό.
Ἡ ἐξάρτηση ἀπό τόν Οἰκουμενισμό συνεχίζει νά αὐξάνεται, διότι ὑπάρχει α) ἀπουσία κατηχήσεως τῶν πιστῶν σέ θέματα πίστεως, β) τρομερή ἔλλειψη μέσων γνησίας καί ἀντικειμενικῆς ἐνημερώσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί γ) ἐκκοσμίκευση κλήρου καί λαοῦ[9].
Ὁ Οἰκουμενισμός ἀμφισβητεῖ ἔμπρακτα τήν ὀρθοδοξοπατερική μας παράδοσι καί Πίστι, σπέρνει τήν ἀμφιβολία καί τήν σύγχυση στίς καρδιές τοῦ ποιμνίου καί κλονίζει πολλούς φιλοθέους ἀδελφούς, ὁδηγώντας σέ διαιρέσεις καί σχίσματα (π.χ. παλαιοημερολογιτισμός, ἀποτείχιση) καί παρασύρει ἕνα μέρος τοῦ ποιμνίου στήν πλάνη καί δι’ αὐτῆς στόν πνευματικό ὄλεθρο[10].
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐντέλει ἀποτελεῖ μέγιστο ποιμαντικό καί σωτηριολογικό πρόβλημα, διότι κλονίζει συνθέμελα, ἀκυρώνει τήν σωτηρία καί τήν κατά Χάρη θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ κίνδυνος, βεβαίως δέν ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δέν πρόκειται νά καταστραφῆ, ἀφοῦ εἷναι Σῶμα Χριστοῦ, ἔχει Κεφαλή τόν Χριστό, εἶναι ὁ Χριστός ὁ εἰς τούς αἰώνας ἐπεκτεινόμενος «καί πύλαι Ἅδου, οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[11], ἀλλά στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι κινδυνεύουν νά χαθοῦν, ὅταν χαθεῖ ἡ ὀρθή πίστη, ἡ Ὀρθοδοξία, καί ἐπικρατήσουν ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη[12].
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί Σύνεδροι,
Μετά τήν ἀνωτέρω παρουσίαση τοῦ φαινομένου τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῶν κινδύνων καί τῶν τραγικῶν συνεπειῶν του τόσο στήν δογματική ὅσο καί στήν σωτηριολογική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διαπιστώνομε ὅτι ὄντως τώρα κινδυνεύει σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία. Ταπεινῶς φρονοῦμε ὅτι ἐπιβάλλεται ἡ ὅσο τό δυνατόν συντομότερα σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά ἐξετάση καί ἐρευνήση τά ἀνωτέρω καυτά καί φλέγοντα θέματα, πάντοτε ὑπό τό φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καί Ἱεροκανονικῆς διδασκαλίας καί παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, νά λάβη καταδικαστική ἀπόφαση ἐναντίον τόσο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὅσο καί τῶν ἀκολουθούντων, διδασκόντων καί μεταλαμπαδευόντων τήν παναίρεση αὐτή γιά νά παύσουν τά σκάνδαλα καί ἡ σύγχυση κλήρου καί λαοῦ. Τοῦτο ἄλλωστε θά ἀποδείξει ὅτι παραμένωμε ἐπί τῶν ἐπάλξεων καί εἴμεθα συνεπεῖς στούς φρικτούς ὅρκους πού ἐδώσαμε κατά τήν χειροτονία μας, ἐφαρμόζοντας στήν πράξη τήν σχετική ἀπόφαση, πού ἔχομε λάβει στίς συνεδρίες τῆς 15ης - 16ης Ὀκτωβρίου 2009.
Ὅθεν, Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Συνεπίσκοποι, οὕτω ποιοῦντες μέγα καλό θά προξενήσωμε στήν Ἁγία Ὀρθοδοξία μας, στό Ἔθνος μας, στόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ καί μεγάλη χαρά θά γίνη στόν Οὐρανό καί στήν γῆ. Τό δέ μνημόσυνο μας θέλει μείνει στόν αἰῶνα, τῶν ὀνομάτων μας γραφομένων ἐν Βίβλῳ Ζωῆς, συγχωρουμένων τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἄς βαδίσουμε ἑνωμένοι στόν ἀγῶνα τῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως καί εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός «οὐ» κατισχύσει τῆς Ἐκκλησίας, κατά την ἀψευδῆ ρῆσιν τοῦ Κυρίου μας, «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἄς τολμήσουμε, Μακαριώτατε Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι καί περιπόθητοι ἅγιοι Ἀδελφοί, νά σπάσωμε τά οἰκουμενιστικά δεσμά, νά βγοῦμε ἀπό τήν οἰκουμενιστική φυλακή καί νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆ θεία δυνάμει καί Χάριτι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι».
Διά ταῦτα ταπεινῶς προτείνομε νά ἀποστείλητε σχετική αἴτηση ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Ἱεραρχίας καί νά τήν ὑποβάλητε στόν Μακαριώτατο Πρόεδρο τῆς ΔΙΣ ὥστε κατά τάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 6, ἐδαφ. 1 τοῦ Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» Αὕτη νά προβῆ σέ ἔκτακτη σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν Συνοδική κατάγνωση καί καταδίκη τοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς δεινῆς αὐτῆς παναιρέσεως τῶν συγχρόνων καιρῶν.
Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ Ἀναστάντι ἀδελφός
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ
[1] Πράξ. 20, 29.
[2] ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
[3] ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013, ΑΡΧΙΜ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ Οἱκουμενισμός χωρίς μάσκα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα 1988, σσ. 43-45, 107-108, ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Διακήρυξις διά τήν Μασονίαν,http://www.impantokratoros.gr/67D9F5DF.el.aspx.
[4]ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2013.
[5] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 11-18.
[6] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009, σσ. 23-24.
[7] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία», Θεοδρομία Θ1(Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007) 94-98.
[8]ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Οἰκουμενισμός», ἐνΟἰκουμενισμός˙ Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικά διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου, Αἴθουσα Τελετῶν ΑΠΘ, τ. Α΄, ἐκδ. Θεοδρομία, σσ. 233-250.
[9]Ὅ.π. σσ. 124-126.
[10] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009, σσ. 25-26.
[11]Ματθ. 16,18
[12] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Κινδυνεύει τώρα σοβαρά ἡ Ὀρθοδοξία», Θεοδρομία Θ1(Ἰανουάριος-Μάρτιος 2007) 89-94.