Στις 4–6 Ιουνίου έγινε ο όγδοος κατά σειράν Διαθρησκειακός Διάλογος στη Θεσσαλονίκη μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ορθοδοξίας. Το φετινό θέμα του διαλόγου ήταν: «Το πνευματικό και φυσικό περιβάλλον: σεβασμός προς τον κόσμο, σεβασμός προς αλλήλους». Όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ» (16-6-2013), στη συνάντηση έλαβαν μέρος υψηλόβαθμοι κληρικοί και καθηγητές τόσο Ορθόδοξοι, όσο και Ιουδαίοι. Προεξάρχων ο μητροπολίτης Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, ο οποίος κόμισε τις ευλογίες και μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος τόνισε πως «η σχέση μεταξύ ανθρώπων και η σχέση της ανθρωπότητος με την φύση δεν μπορούν να αποσυνδεθούν. Η καταστροφή του περιβάλλοντος και η κοινωνική αδικία, είναι όψεις της ιδίας αμαρτίας, συνιστούν την ίδια βλασφημία». Στη συνάντηση αυτή, πάντα κατά την εφημερίδα, έγιναν μακρές συζητήσεις για τις σχέσεις μεταξύ της πολιτικής και της θρησκείας και τα παρεπόμενά τους. Έγινε συζήτηση για τη θεωρία «περί της συγκρούσεως των πολιτισμών» του Samuel Huntington, όπου οι πολιτισμοί εξισώνονται με τις θρησκείες και πως οι θρησκείες, μέσω των φανατικών εξωθούν σε πράξεις βίας και τρομοκρατίας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι στη συνάντηση έγινε λόγος από θεολόγους και κληρικούς για την απάλειψη από τα ιερά κείμενα, τόσο της Ορθοδοξίας, όσον και του Ιουδαϊσμού, αντιχριστιανικών και αντισημιτικών αναφορών. Ωστόσο οι προτάσεις για μια τέτοια ενέργεια απορρίφτηκαν και από τις δύο πλευρές ως ανέφικτες, διότι προφανώς αυτό «θα ωφελούσε τους εκατέρωθεν εξτρεμιστές»! Και συνεχίζει η εφημερίδα το σημαντικότερο: «οι καταρτισμένοι ιεράρχες (σ.σ. ομιλεί εδώ μόνο για την ορθόδοξη χριστιανική πλευρά) μπορούν να επιλέγουν (σ.σ. με ποιά κριτήρια;) τα ιερά κείμενα κατ’ οικονομίαν, ανάλογα με το εκάστοτε κοινό»!
Σχετικά με το Συνέδριο αυτό και την θεματολογία του θα θέλαμε, να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις, για την ενημέρωση του πιστού λαού της μητροπολιτικής περιφέρειάς μας:
Παρατηρούμε με λύπη και ανησυχία τα τελευταία χρόνια έναν «πληθωρισμό» Διαθρησκειακών Συνεδρίων. Τα Συνέδρια αυτά, όπως είναι γνωστόν, προωθούνται και χρηματοδοτούνται εδώ και δεκαετίες από ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες, από τα υπόγεια και σκοτεινά ρεύματα της Νέας Εποχής υπό το πρόσχημα της καταπολεμήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας, της προστασίας του περιβάλλοντος, της αντιμετωπίσεως της κοινωνικής αδικίας και άλλων διεθνών κοινωνικών προβλημάτων και της προωθήσεως της παγκόσμιας ειρήνης. Ο πραγματικός όμως στόχος αυτών είναι η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας θρησκευτικής συνειδήσεως, της Πανθρησκείας, την οποίαν επιδιώκουν, να πραγματοποιήσουν με την προώθηση και ενίσχυση του θρησκευτικού συγκρητισμού και την ανοικοδόμηση του πολυπολιτισμικού μοντέλου της Νέας Εποχής. Τους σκοτεινούς αυτούς στόχους της Νέας Εποχής άριστα εξυπηρετεί σε θρησκευτικό επίπεδο όπως είναι γνωστόν η παναίρεση του Οικουμενισμού, Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού.
Ωστόσο αυτής της μορφής οι Διάλογοι με αυτού του είδους την θεματολογία, που επιστρατεύονται, για να υπηρετήσουν πολιτικές, ή άλλες σκοπιμότητες και μάλιστα με κοινή συνεργασία με άλλα θρησκεύματα, όπως στην προκειμένη περίπτωση με τον Ιουδαϊσμό, δεν μπορούν να έχουν καμία θέση στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι είναι ξένοι προς την πίστη, την διδασκαλία της Εκκλησίας μας και την πατερική μας παράδοση. Οι θρησκείες του κόσμου μπορούν να κάμουν όσους διαλόγους επιθυμούν, άλλωστε τις ενώνει η ομοείδεια. Η Εκκλησία μας όμως είναι ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο να συμφύρεται και να εξομοιώνεται με τις άλλες θρησκείες και να επιστρατεύεται, για να υπηρετήσει τέτοιου είδους σκοπιμότητες, σαν να ήταν ένας ειρηνευτικός οργανισμός, ή ένα πολιτιστικό σωματείο, διότι απλούστατα, η Εκκλησία δεν είναι καν θρησκεία, αλλά καινή κτίσις: «Ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β΄Κορ.5,17), η φανέρωση του τριαδικού τρόπου ζωής στον κόσμο, νέα κοινωνία των εν Χριστώ σεσωσμένων, ξέχωρη από τις δυνάμεις του κόσμου. Η Εκκλησία μας δεν γνωρίζει άλλη μορφή Διαλόγου με τους Εβραίους παρά μόνο αυτήν, η οποία έχει μία και μοναδική θεματολογία: Να μεταδώσει σ’ αυτούς την αλήθεια του ευαγγελίου και να τους προσκαλέσει στην μετάνοια, στην αποδοχή της Ορθοδόξου πίστεως, και στην απάρνηση της πλάνης του Ιουδαϊσμού. Ματαίως προσπαθούν οι οπαδοί του Οικουμενισμού, να βρουν κοινά σημεία πίστεως με τις άλλες θρησκείες, και στην προκειμένη περίπτωση με τον Ιουδαϊσμό, και να οικοδομήσουν γέφυρες επικοινωνίας και συνεργασίας, όπως νομίζουν, μεταξύ ημών και αυτών. Αποτελεί δε βλασφημία η αντίληψη, ότι δήθεν όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Πως είναι δυνατόν οι Εβραίοι να έχουν τον ίδιο Θεό με τους Ορθοδόξους, αφού δεν πιστεύουν σε Τριαδικό Θεό, αλλά σε ένα θεό μονοϋπόστατο και μονοπρόσωπο; Αφού απορρίπτουν την ενανθρώπιση του Υιού του Θεού, την Θεότητα του Ιησού Χριστού και του αγίου Πνεύματος; Και πώς είναι δυνατόν, να υπάρχει σωτηρία σ’ αυτούς, όταν ο απόστολος Πέτρος μας βεβαιώνει ότι «ουκ έστιν εν ουδενί άλλω η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα έστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθείναι υμάς»; (Πραξ. 4,12). Οι Εβραίοι ήταν κάποτε ο περιούσιος λαός του Θεού στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, στη συνέχεια όμως αποδείχθηκε ανάξιος αυτής της εκλογής, διότι απέρριψε τον Μεσσία Χριστόν και τον εσταύρωσε, αν και στο πρόσωπό Του πραγματοποιήθηκαν όλες οι μεσσιανικές προφητείες των προφητών. Την θέση του εβραϊκού λαού κατέλαβε ο νέος Ισραήλ της Χάριτος, η Εκκλησία, ο δε παλαιός Ισραήλ αποδοκιμάσθηκε από τον ίδιο τον Χριστό: «Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος» (Ματθ.23,38), «διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ’ υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής» (Ματθ.21,43). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον πρώτο «Κατά Ιουδαίων» λόγο του σημειώνει: «Και βέβαια θα ισχυριστούν, ότι και αυτοί προσκυνούν τον Θεό. Αλλά αυτό να μην το πει κανένας. Γιατί κανένας Ιουδαίος δεν προσκυνεί τον Θεό. Ποιός τα λέγει αυτά; Ο Υιός του Θεού: ‘Εάν γνωρίζατε’, λέγει, ‘τον Πατέρα μου, θα γνωρίζατε και εμένα. Αλλ’ ούτε εμένα γνωρίζετε, ούτε τον Πατέρα μου’».[1] Πως θα χαρακτήριζαν άραγε σήμερα οι Οικουμενιστές τον μεγάλο αυτόν Πατέρα, αν ζούσε στην εποχή μας και τολμούσε να πει όλα τα παρά πάνω;
Αυτό δε σημαίνει βεβαίως ότι δεν περιμένουμε τη μετάνοια του ισραηλιτικού λαού και την αναγνώριση στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, τον αναμενόμενο Μεσσία της Παλαιάς Διαθήκης. Σύμφωνα με την προφητική ρήση του αποστόλου των εθνών Παύλου, «Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ᾿ ἑαυτοῖς φρόνιμοι, ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ ᾿Ισραὴλ γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ, καὶ οὕτω πᾶς ᾿Ισραὴλ σωθήσεται, καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ρυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ ᾿Ιακώβ· καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ᾿ ἐμοῦ διαθήκη, ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι᾿ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας» (Ρωμ.11,25-28). Ως πρόσωπα οφείλουμε να αγαπούμε, και αγαπάμε, ανεξαιρέτως όλους τους ανθρώπους, και εν προκειμένω τους πιστούς της Ιουδαϊκής θρησκείας, και να προσευχόμαστε για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Ειδικά για τους συνέλληνες Ιουδαίους στο θρήσκευμα δείξαμε ως ορθόδοξοι πιστοί τα καλλίτερα δείγματα αγάπης και αλληλεγγύης, όταν ο θηριώδης και απάνθρωπος ναζισμός εκτελούσε την γενοκτονία εναντίον τους. Και αν χρειασθεί (το απευχόμαστε), θα το επαναλάβουμε. Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να μην στηλιτεύουμε την πλάνη, όπου υπάρχει.
Πέραν αυτών σε τι ωφέλησαν οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαθρησκειακοί Διάλογοι; Επέτυχαν να εξαλείψουν, ή έστω να περιορίσουν, τις αιματοχυσίες και τους πολέμους, την κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση, την συσσώρευση του πλούτου στα χέρια ολίγων ισχυρών, την καταπολέμηση της φτώχειας, ή να «φρενάρουν» την περιβόητη και αμφισβητούμενη θεωρία «της συγκρούσεως των πολιτισμών»; Ούτε στο ελάχιστο δεν μπόρεσαν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση αυτή. Μάλλον η βία, η τρομοκρατία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός γιγαντώνεται τελευταία! Μια ματιά στα σχετικά πρόσφατα γεγονότα του αιματηρού εμφυλίου πολέμου στη Συρία επιβεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές. Επί καθημερινής βάσεως πληροφορούμεθα από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο τον εξελισσόμενο απηνή διωγμό, τον οποίον υφίστανται οι Χριστιανοί από τους εξτρεμιστές μουσουλμάνους με ανελέητες σφαγές, βιασμούς, και βανδαλισμούς. Παρόμοιο διωγμό υφίστανται οι Χριστιανοί σ’ όλα τα αραβικά κράτη της Μέσης Ανατολής και σ’ όλα τα κράτη της Βορείου Αφρικής, όπου κυριαρχεί ο Μουσουλμανισμός. Επίσης ο ισχυρισμός όσων υποστηρίζουν τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, ότι δήθεν δίνουμε την Ορθόδοξη μαρτυρία μας στους αλλοθρήσκους δεν ευσταθεί, διότι οι Σύνεδροι δεν έρχονται «αδιάβαστοι» στα συνέδρια και ως εκ τούτου γνωρίζουν κάλλιστα την πίστη μας. Ακόμη, κανένας ποτέ ως τώρα αλλόθρησκος Σύνεδρος δεν ασπάσθηκε την Ορθοδοξία, πειθόμενος από τα επιχειρήματα των ιδικών μας Ορθοδόξων συνέδρων.
Εις ό, τι αφορά το συζητηθέν στο εν λόγω Συνέδριο της απαλείψεως «αντιχριστιανικών και αντισημιτικών» αναφορών από τα ιερά κείμενα, διερωτόμαστε: Υπάρχουν άραγε κληρικοί και θεολόγοι, που να συζητούν έστω, το ενδεχόμενο τροποποίησης των Αγίων Γραφών ή των υμνογραφικών κειμένων; Υπάρχουν άραγε κληρικοί, που θα επιλέγουν ανάλογα με την περίσταση να χρησιμοποιούν τα «επίμαχα» αυτά κείμενα, τα οποία υποτίθεται ότι τροφοδοτούν τον αντισημιτισμό; Με μια τέτοια επιλεκτική στάση τους απέναντι στα ιερά κείμενα αποδεικνύουν κατ’ ουσίαν, ότι οι θεολόγοι αυτοί δεν θεωρούν τα κείμενα αυτά στο σύνολό τους ως θεόπνευστα, πράγμα που αποτελεί βλασφημία, διότι έρχονται σε αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου «Ος εάν ούν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτως τους ανθρώπους ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών…» (Ματθ.5,19), και προς τον λόγο του αποστόλου Παύλου «Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη…» (Β΄Τιμ.3,16). Μήπως λοιπόν ετοιμάζεται μια νέα «καρατόμηση» κειμένων, ανάλογη με εκείνη του μακαριστού αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρού Ιακώβου, ο οποίος απάλειψε τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδος, οι οποίοι στηλιτεύουν τους ιστορικούς σταυρωτές του Κυρίου; Οψόμεθα.
Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
[1] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων1,3,ΕΠΕ 34,111
Σχετικά με το Συνέδριο αυτό και την θεματολογία του θα θέλαμε, να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις, για την ενημέρωση του πιστού λαού της μητροπολιτικής περιφέρειάς μας:
Παρατηρούμε με λύπη και ανησυχία τα τελευταία χρόνια έναν «πληθωρισμό» Διαθρησκειακών Συνεδρίων. Τα Συνέδρια αυτά, όπως είναι γνωστόν, προωθούνται και χρηματοδοτούνται εδώ και δεκαετίες από ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες, από τα υπόγεια και σκοτεινά ρεύματα της Νέας Εποχής υπό το πρόσχημα της καταπολεμήσεως της διεθνούς τρομοκρατίας, της προστασίας του περιβάλλοντος, της αντιμετωπίσεως της κοινωνικής αδικίας και άλλων διεθνών κοινωνικών προβλημάτων και της προωθήσεως της παγκόσμιας ειρήνης. Ο πραγματικός όμως στόχος αυτών είναι η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας θρησκευτικής συνειδήσεως, της Πανθρησκείας, την οποίαν επιδιώκουν, να πραγματοποιήσουν με την προώθηση και ενίσχυση του θρησκευτικού συγκρητισμού και την ανοικοδόμηση του πολυπολιτισμικού μοντέλου της Νέας Εποχής. Τους σκοτεινούς αυτούς στόχους της Νέας Εποχής άριστα εξυπηρετεί σε θρησκευτικό επίπεδο όπως είναι γνωστόν η παναίρεση του Οικουμενισμού, Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού.
Ωστόσο αυτής της μορφής οι Διάλογοι με αυτού του είδους την θεματολογία, που επιστρατεύονται, για να υπηρετήσουν πολιτικές, ή άλλες σκοπιμότητες και μάλιστα με κοινή συνεργασία με άλλα θρησκεύματα, όπως στην προκειμένη περίπτωση με τον Ιουδαϊσμό, δεν μπορούν να έχουν καμία θέση στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι είναι ξένοι προς την πίστη, την διδασκαλία της Εκκλησίας μας και την πατερική μας παράδοση. Οι θρησκείες του κόσμου μπορούν να κάμουν όσους διαλόγους επιθυμούν, άλλωστε τις ενώνει η ομοείδεια. Η Εκκλησία μας όμως είναι ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο να συμφύρεται και να εξομοιώνεται με τις άλλες θρησκείες και να επιστρατεύεται, για να υπηρετήσει τέτοιου είδους σκοπιμότητες, σαν να ήταν ένας ειρηνευτικός οργανισμός, ή ένα πολιτιστικό σωματείο, διότι απλούστατα, η Εκκλησία δεν είναι καν θρησκεία, αλλά καινή κτίσις: «Ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις» (Β΄Κορ.5,17), η φανέρωση του τριαδικού τρόπου ζωής στον κόσμο, νέα κοινωνία των εν Χριστώ σεσωσμένων, ξέχωρη από τις δυνάμεις του κόσμου. Η Εκκλησία μας δεν γνωρίζει άλλη μορφή Διαλόγου με τους Εβραίους παρά μόνο αυτήν, η οποία έχει μία και μοναδική θεματολογία: Να μεταδώσει σ’ αυτούς την αλήθεια του ευαγγελίου και να τους προσκαλέσει στην μετάνοια, στην αποδοχή της Ορθοδόξου πίστεως, και στην απάρνηση της πλάνης του Ιουδαϊσμού. Ματαίως προσπαθούν οι οπαδοί του Οικουμενισμού, να βρουν κοινά σημεία πίστεως με τις άλλες θρησκείες, και στην προκειμένη περίπτωση με τον Ιουδαϊσμό, και να οικοδομήσουν γέφυρες επικοινωνίας και συνεργασίας, όπως νομίζουν, μεταξύ ημών και αυτών. Αποτελεί δε βλασφημία η αντίληψη, ότι δήθεν όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Πως είναι δυνατόν οι Εβραίοι να έχουν τον ίδιο Θεό με τους Ορθοδόξους, αφού δεν πιστεύουν σε Τριαδικό Θεό, αλλά σε ένα θεό μονοϋπόστατο και μονοπρόσωπο; Αφού απορρίπτουν την ενανθρώπιση του Υιού του Θεού, την Θεότητα του Ιησού Χριστού και του αγίου Πνεύματος; Και πώς είναι δυνατόν, να υπάρχει σωτηρία σ’ αυτούς, όταν ο απόστολος Πέτρος μας βεβαιώνει ότι «ουκ έστιν εν ουδενί άλλω η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα έστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθείναι υμάς»; (Πραξ. 4,12). Οι Εβραίοι ήταν κάποτε ο περιούσιος λαός του Θεού στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, στη συνέχεια όμως αποδείχθηκε ανάξιος αυτής της εκλογής, διότι απέρριψε τον Μεσσία Χριστόν και τον εσταύρωσε, αν και στο πρόσωπό Του πραγματοποιήθηκαν όλες οι μεσσιανικές προφητείες των προφητών. Την θέση του εβραϊκού λαού κατέλαβε ο νέος Ισραήλ της Χάριτος, η Εκκλησία, ο δε παλαιός Ισραήλ αποδοκιμάσθηκε από τον ίδιο τον Χριστό: «Ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος» (Ματθ.23,38), «διά τούτο λέγω υμίν ότι αρθήσεται αφ’ υμών η βασιλεία του Θεού και δοθήσεται έθνει ποιούντι τους καρπούς αυτής» (Ματθ.21,43). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στον πρώτο «Κατά Ιουδαίων» λόγο του σημειώνει: «Και βέβαια θα ισχυριστούν, ότι και αυτοί προσκυνούν τον Θεό. Αλλά αυτό να μην το πει κανένας. Γιατί κανένας Ιουδαίος δεν προσκυνεί τον Θεό. Ποιός τα λέγει αυτά; Ο Υιός του Θεού: ‘Εάν γνωρίζατε’, λέγει, ‘τον Πατέρα μου, θα γνωρίζατε και εμένα. Αλλ’ ούτε εμένα γνωρίζετε, ούτε τον Πατέρα μου’».[1] Πως θα χαρακτήριζαν άραγε σήμερα οι Οικουμενιστές τον μεγάλο αυτόν Πατέρα, αν ζούσε στην εποχή μας και τολμούσε να πει όλα τα παρά πάνω;
Αυτό δε σημαίνει βεβαίως ότι δεν περιμένουμε τη μετάνοια του ισραηλιτικού λαού και την αναγνώριση στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, τον αναμενόμενο Μεσσία της Παλαιάς Διαθήκης. Σύμφωνα με την προφητική ρήση του αποστόλου των εθνών Παύλου, «Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ᾿ ἑαυτοῖς φρόνιμοι, ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ ᾿Ισραὴλ γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ, καὶ οὕτω πᾶς ᾿Ισραὴλ σωθήσεται, καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ρυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ ᾿Ιακώβ· καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ᾿ ἐμοῦ διαθήκη, ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι᾿ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας» (Ρωμ.11,25-28). Ως πρόσωπα οφείλουμε να αγαπούμε, και αγαπάμε, ανεξαιρέτως όλους τους ανθρώπους, και εν προκειμένω τους πιστούς της Ιουδαϊκής θρησκείας, και να προσευχόμαστε για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Ειδικά για τους συνέλληνες Ιουδαίους στο θρήσκευμα δείξαμε ως ορθόδοξοι πιστοί τα καλλίτερα δείγματα αγάπης και αλληλεγγύης, όταν ο θηριώδης και απάνθρωπος ναζισμός εκτελούσε την γενοκτονία εναντίον τους. Και αν χρειασθεί (το απευχόμαστε), θα το επαναλάβουμε. Αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να μην στηλιτεύουμε την πλάνη, όπου υπάρχει.
Πέραν αυτών σε τι ωφέλησαν οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαθρησκειακοί Διάλογοι; Επέτυχαν να εξαλείψουν, ή έστω να περιορίσουν, τις αιματοχυσίες και τους πολέμους, την κοινωνική αδικία και εκμετάλλευση, την συσσώρευση του πλούτου στα χέρια ολίγων ισχυρών, την καταπολέμηση της φτώχειας, ή να «φρενάρουν» την περιβόητη και αμφισβητούμενη θεωρία «της συγκρούσεως των πολιτισμών»; Ούτε στο ελάχιστο δεν μπόρεσαν να συμβάλουν προς την κατεύθυνση αυτή. Μάλλον η βία, η τρομοκρατία, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός γιγαντώνεται τελευταία! Μια ματιά στα σχετικά πρόσφατα γεγονότα του αιματηρού εμφυλίου πολέμου στη Συρία επιβεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές. Επί καθημερινής βάσεως πληροφορούμεθα από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο τον εξελισσόμενο απηνή διωγμό, τον οποίον υφίστανται οι Χριστιανοί από τους εξτρεμιστές μουσουλμάνους με ανελέητες σφαγές, βιασμούς, και βανδαλισμούς. Παρόμοιο διωγμό υφίστανται οι Χριστιανοί σ’ όλα τα αραβικά κράτη της Μέσης Ανατολής και σ’ όλα τα κράτη της Βορείου Αφρικής, όπου κυριαρχεί ο Μουσουλμανισμός. Επίσης ο ισχυρισμός όσων υποστηρίζουν τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, ότι δήθεν δίνουμε την Ορθόδοξη μαρτυρία μας στους αλλοθρήσκους δεν ευσταθεί, διότι οι Σύνεδροι δεν έρχονται «αδιάβαστοι» στα συνέδρια και ως εκ τούτου γνωρίζουν κάλλιστα την πίστη μας. Ακόμη, κανένας ποτέ ως τώρα αλλόθρησκος Σύνεδρος δεν ασπάσθηκε την Ορθοδοξία, πειθόμενος από τα επιχειρήματα των ιδικών μας Ορθοδόξων συνέδρων.
Εις ό, τι αφορά το συζητηθέν στο εν λόγω Συνέδριο της απαλείψεως «αντιχριστιανικών και αντισημιτικών» αναφορών από τα ιερά κείμενα, διερωτόμαστε: Υπάρχουν άραγε κληρικοί και θεολόγοι, που να συζητούν έστω, το ενδεχόμενο τροποποίησης των Αγίων Γραφών ή των υμνογραφικών κειμένων; Υπάρχουν άραγε κληρικοί, που θα επιλέγουν ανάλογα με την περίσταση να χρησιμοποιούν τα «επίμαχα» αυτά κείμενα, τα οποία υποτίθεται ότι τροφοδοτούν τον αντισημιτισμό; Με μια τέτοια επιλεκτική στάση τους απέναντι στα ιερά κείμενα αποδεικνύουν κατ’ ουσίαν, ότι οι θεολόγοι αυτοί δεν θεωρούν τα κείμενα αυτά στο σύνολό τους ως θεόπνευστα, πράγμα που αποτελεί βλασφημία, διότι έρχονται σε αντίθεση με τον λόγον του Κυρίου «Ος εάν ούν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτως τους ανθρώπους ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών…» (Ματθ.5,19), και προς τον λόγο του αποστόλου Παύλου «Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη…» (Β΄Τιμ.3,16). Μήπως λοιπόν ετοιμάζεται μια νέα «καρατόμηση» κειμένων, ανάλογη με εκείνη του μακαριστού αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρού Ιακώβου, ο οποίος απάλειψε τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδος, οι οποίοι στηλιτεύουν τους ιστορικούς σταυρωτές του Κυρίου; Οψόμεθα.
Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς
[1] Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων1,3,ΕΠΕ 34,111