Ἀπόψε, τῆς Παναγιᾶς μας˙ τῆς γιορτῆς τοῦ χωριοῦ μας˙ διά τήν ὁποίαν ἐδημιουργήθησαν ὑπό τοῦ Θεοῦ ὅλα «καλά λίαν». Αὐτό τό «κάλλος» καί αὐτή ἡ «καλωσύνη» ἀφοροῦν εἰς τήν Παναγίαν, κατά τόν Ἅγιον Νικόλαον τόν Καβάσιλαν. Δηλαδή, ἐγένοντο ὅλα «καλά λίαν» ἐπειδή ἀφοροῦσαν εἰς τήν Παναγίαν. Ἐπειδή θά ἐγεννᾶτο ἡ Παναγία, ἡ ὁποία εἶναι στό τέλος τῆς ὅλης ἀναμονῆς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἔτσι, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι περιμέναμε χιλιετίες ὁλόκληρες, γιά νά ἔλθῃ κάποιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά καταλάβαινε τί σημαίνει «ἀγάπη Θεοῦ». Γιά νά τό καταλάβαινε ὅμως αὐτό, ἔπρεπε νά ἦταν καί ὁ ἴδιος καθαρός καί πολύ ταπεινός, ὄχι ἐγωϊστής, φιλόδοξος, αἰθεροβάμων. Καί γεννήθηκε ἡ Παναγία.
«Πρό δέ τοῦ ἐλθεῖν τήν πίστιν ὑπό νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι» (Γαλ. γ΄ 23). Δηλαδή πρίν ἔλθῃ ἡ π ί σ τ ι ς, εἴμασταν κλεισμένοι μέσα στόν ν ό μ ο ν. Ὁ Νόμος ἔγινε παιδαγωγός εἰς Χριστόν, ἀλλά ὁ Νόμος, ὁ ὁποιοσδήποτε νόμος, ἦταν ἀνίκανος, καί εἶναι ἀνίκανος, νά μᾶς σώσῃ καί νά ἱκανοποιήσῃ τόν ἄνθρωπο ἀληθινά.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἦλθε «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν Αὐτοῦ, ... γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» ( πρβλ. Γαλ. δ΄ 4, 5). Καί τό π λ ή ρ ω μ α τοῦ χρόνου εἶναι ἡ γέννησις τῆς Παρθένου, τῆς γυναικός διά τῆς ὁποίας ἔγινεν ἄνθρωπος ὁ Θεός. Αὐτή εἶναι ἡ «κλίμαξ δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καί «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν» καί τότε καί μετά τήν κοίμησιν καί τήν μετάστασί της, κατά τήν ὁποίαν δέν ἐγκατέλιψε τόν κόσμον -ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε.
Ἡ Παναγία μας μᾶς διδάσκει καί σήμερα μίαν ἀ λ ή θ ε ι α ν, ὅτι ὅταν εἴμεθα ἄρρωστοι, ὅταν εἴμεθα ἀδύνατοι, μόνοι, ὅταν ἀδικούμεθα, ὅταν πεθαίνουμε, τότε εἴμεθα δυνατοί˙ καί ὅταν ταπεινωνώμεθα ἀληθινά, μόνον τότε δοξαζόμεθα, τότε καταργεῖται «τό μεσότοιχον τῆς ἔχθρας».
Εἴμεθα, λοιπόν, ἐδῶ, στό νησί μας, στήν ταπεινή καί ἄσημη καί «ἀδόξαστη» Ἴμβρο μας, ὅπως ἡ ταπεινή Κόρη τῆς Ναζαρέτ, κατ᾿ ἀναλογίαν, καί μένουμε ἔ κ π λ η κ τ ο ι ἐμπρός εἰς τό Μυστήριον τῆς Παναγίας.
Ἀδελφοί συμπατριῶται,
Εἴμεθα προσωπικῶς συγκινημένοι πού εὑρισκόμεθα μαζί σας καί νοιώθουμε ὅλοι μαζί αὐτό τό κ ά λ λ ο ς, αὐτήν τήν Χ ά ρ ι ν, νά ὑπάρχῃ σ’ὅλο τό Νησί τῆς Παναγίας, πού εἶναι ἡ Ἴμβρος μας, εἰς τήν ὁποίαν ὅλα ἦταν μέχρι πρίν μερικές δεκαετίες «καλά λίαν». Διότι ἐπεκράτει ἡ χάρις, καί ὁ νόμος, ὁ κάθε νόμος, ἦταν ἀνενεργός. Ἐδέσποζε παντοῦ, στήν κτίσιν, στούς ἀνθρώπους, στά χωράφιά μας, στίς Ἐκκλησιές μας, ἡ Χάρις καί ἡ Ἀγάπη -ὑπό τήν σκέπην καί τήν χάριν τῆς Παναγίας.
Ἀλλά εἶναι ὡραία ἡ ἀποψινή μας συνάντησις ἐδῶ στήν πατρίδα μας ὑπό τήν σκέπην καί Χάριν τῆς Παναγίας, πού ταιριάζει ἀπολύτως καί γιά μᾶς, αὐτό πού λέγει ὁ ἀρχαῖος Ὅμηρος γιά τόν ταλαιπωρημένον ἀκούσιον «πρόσφυγα» Ὀδυσσέα, ὅτι «καί καπνόν ἀνωθρώσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης θανέειν ἰμείρεται» (Ὀδύσ. Ραψ. α΄, στ. 57).
Ἡ καρδιά μας χτυπᾷ δυνατά καί γρήγορα, διότι πατᾶμε τά ἀγαπημένα χώματα τοῦ φιλτάτου νησιοῦ μας. Βλέπομεν τά σπίτια ὅπου γεννηθήκαμε, πολλά ἐρείπια ἀπό τήν «ἔλλειψιν ζωῆς», ἄλλα ἀνακαινισμένα κατά τά τελευταῖα χρόνια, ἀλλά καί πάλιν «ἔρημα» ἀπό τά ὡραῖα καί μοναδικά ἐκεῖνα βιώματα τοῦ παρελθόντος μας. Βλέπουμε τίς «κορυφογραμμές» τῶν λόφων, πίσω ἀπό τούς ὁποίους εἴδαμε γιά πρώτη φορά νά ἀνατέλλῃ ὁ φωτεινός δίσκος τοῦ ἡλίου, ἀλλά καί τοῦ νοητοῦ Ἠλίου, τοῦ Χριστοῦ μας. Οἱ βλεπόμενες «κορυφογραμμές» παραμένουν πράσινες καί γεμᾶτες πάντοτε ἀπό ἐλπίδα καί προσδοκίαν. Οἱ νοητές «κορυφογραμμές», ἀναμένουν μαζί μας νά «φθάσωμεν τόν Ἄφθαστον», ὁ Ὁποῖος μόνος δύναται νά μᾶς «καταφαιδρύνῃ τοῖς θαυμασίοις», ἐμᾶς καί τήν Ἴμβρον μας.
Σέ κάθε ματιά, σέ κάθε στροφή τοῦ βλέμματος, σέ κάθε ἀντίκρυσμα τοῦ τόπου μας, χείμαρρος δακρύων τρέχει ἀπό τά μάτιά μας καί ρίγη συγκινήσεων, ἀναμνήσεων, παιδικῶν ἐλπίδων καί προσδοκιῶν, κατακλύζουν τήν ὕπαρξίν μας. Ἐδῶ ἡ πτωχική «κούνια» ὅπου μέ ἀνεπανάληπτη μητρική στοργή μᾶς νανούριζε ἡ μητέρα μας. Ἐδῶ καἱ ἡ «Κούνια», ἡ Μεγάλη Μητέρα μας, ἡ Παναγία, στήν ὁποίαν μικροί καί μεγάλοι πάντοτε καταφεύγουμε καί προσφεύγουμε. Ἐκεῖ στό σεντούκι παραμένει ἡ «σκούφια» τοῦ μωροῦ, τό «νυφικό» τῆς νύμφης, τά «τσερβούλια» τοῦ πατέρα, ἡ «γκαζόλαμπα» πού φώτιζε μέ τό ἀμυδρό της φῶς τίς ἀτέλειωτες «νύκτες» ἀνατολῆς καί προσδοκίας -ἡ λάμπα μέ τήν ὁποία διαβάζαμε τά μαθήματά μας τότε.
Ἐκεῖ ὁ «σοφάς» πού καθότανε ἡ γιαγιά καί μᾶς ἔσφιγγε στήν στοργικήν ἀγκαλιά της καί μᾶς παρηγοροῦσε ὅταν κλαίγαμε ἀπό πεῖνα καί ἀπό ἀνέχεια καί ἀπό φτώχεια οἱ περισσότεροί μας, πού μόνον ἡ εὐαισθησία τῆς παιδικῆς ψυχῆς μας κατανοοῦσε. Πιό πέρα ἡ «γωνιά» πού καθόταν ὁ στοργικός πατέρας, τά γόνατα τοῦ ὁποίου μᾶς παρεῖχαν τήν πλήρη ἀ σ φ ά λ ε ι α ν τῆς πατρικῆς προστασίας καί πολλές φορές μᾶς κουνοῦσαν στοργικά καί μᾶς σφούγγιζαν τό παιδικό ἀθῶο, μά ἀληθινό δάκρυ, καί γι᾿ αὐτό ὅλα αὐτά εἶχαν τόν χαρακτῆρα τῆς περιζήτητης θ έ σ ε ω ς. Γιατί ὅλα ἦταν ἀληθινά, καθαρά, γνήσια, αὐθεντικά, ὄχι μάταια, ὑποκριτικά, παροδικά.
Πέρασαν τά ὡραῖα παιδικά χρόνια, μεγαλώσαμε καί μάθαμε πολλά ἀπό τούς ἁπλοῦς γονεῖς μας, τούς παπποῦδες μας, τούς δασκάλους μας, τόν Κοτζίνην καί τόν Μπακάλην, τούς Τερζῆδες, τόν Ὀκουμούση, τούς ἱερεῖς μας, τόν Ἀστέριον, τόν Βαρλαάμ, τόν Παπα-Μπρῖγκον, τόν Νικηφόρον, τούς Ἀρχιερεῖς μας, τόν Ἰάκωβον, τόν Μελίτωνα, τόν Νικόλαον, τόν Δημήτριον, τόν Φώτιον, τόν σημερινό ἄξιο καί θυσιαζόμενο Κύριλλον, τούς γείτονές μας, τούς συγχωριανούς μας. Μιά κ ο ι ν ω ν ί α ἀδελφωμένη, μέ ὁλόψυχη συμμετοχή στά χαρούμενα καί στά λυπηρά γεγονότα τῆς μικρῆς οἰκογένειάς μας, τοῦ χωριοῦ μας, τῆς Ἴμβρου, μέ τίς πόρτες τῶν καρδιῶν καί τῶν σπιτιῶν μας διάπλατα ἀνοιγμένες, χωρίς «ἀμπάρες», χωρίς φόβους, χωρίς ἀδικίες... μέ ἀγάπη καί ὑπομονή μπροστά στό ἄδικο καί στόν κατατρεγμό τῶν γύρω μας, ἄλλοτε ὀλίγων καί μετρημένων, σήμερα πολλῶν πού διαφεντεύουν τό «βιός» μας, ἰδιαιτέρως ἀπό τό '64 καί ἐδῶ.
Τά ἀρραβωνιάσματα, οἱ γάμοι, οἱ γέννες, οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες, οἱ γιορτές, πλούτιζαν τή ζωή μας μέ συναισθήματα, καί αὔξαναν τήν ἐμβάθυνσιν τοῦ νοῦ στίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς μέ τό κ ά λ λ ο ς τῆς ἀληθείας.
Ὁ καθένας μας συμμετεῖχεν ὁλόψυχα σέ ὅ,τι συνέβαινε στόν διπλανό του καί ἐξεδήλωνε θερμόν, εἰλικρινές καί γνήσιον, ἀθῶον, θά ἐλέγομεν, ἐνδιαφέρον γιά ὅσα συνέβαιναν στόν συνάνθρωπό του. Ἡ κοινότητα ζοῦσε τό ἀ π ο κ ο ρ ύ φ ω μ α τῆς κοινωνικῆς ζωῆς.
Πέρασαν τά χρόνια, μεγαλώσαμε, ξενητευτήκαμε, οἱ περισσότεροί μας ἀναγκαστικά, καί φεύγοντας τραγουδήσαμε κρυφά μέσα μας, γιά νά μή μᾶς δοῦν καί νά μή μᾶς ἀκούσουν οἱ ἄ λ λ ο ι, πάντοτε «ψυχαῖς καθαραῖς καί ἀρρυπώτοις χείλεσι», τό «μισεύω καί τά μάτια μου δακρύζουν λυπημένα, ἄχ! πατρίδα μου γλυκειά, πόσο σ᾿ ἀγαπῶ βαθειά».
Στήν ξενιτειά σταδριοδρομήσαμε. Δέν χαθήκαμε. Ὁ καθένας στόν τομέα του κ ά τ ι πέτυχε. Μά οὔτε οἱ ἐπιτυχίες, οὔτε οἱ τιμές, οὔτε οἱ δοκιμασίες, οὔτε οἱ ἀποτυχίες, οἱ λύπες μας, οἱ ἀδικίες πού μᾶς ἔγιναν ἀπό δικούς μας καί τρίτους, οὔτε ἄλλο τίποτε κατάφερε νά ξεριζώσει ἀπό μέσα μας τόν ἀσίγητον π ό θ ο ν τῆς ἐπιστροφῆς στήν πατρογονική γῆ. Στό νησί μας. Στό χωριό μας. Στό σπίτι μας. Στό ντάμι μας. Στά χωράφιά μας. Στά λιοστάσιά μας. Στά σχολεῖα μας. Ἔστω καί ἄν σήμερα ἄλλοι τά «κατέχουν». Ἐπιστροφῆς στήν ἀθώα, ἀθόρυβη, ἀκίνδυνη γιά τούς ἄλλους, ζωή μας. Καί τό μόνο πού ζητοῦμε καί θέλουμε καί σήμερα εἶναι τό «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς», καί ἀληθῶς «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί».
Καί νά! Εἴμεθα πάλι ἐδῶ. Πλημμυρισμένοι ἀπό ἀναμνήσεις, συγκλονισμένοι ἀπό συναντήσεις καί εὐοίωνες προοπτικές καί θετικές ἐλπίδες, ὅτι δέν θά ξεχάσουμε ποτέ πιά τήν Ἴμβρο μας... Δέν θά τήν χάσουμε. Οἱ πατρίδες δέν μποροῦν νά θεωροῦνται χαμένες ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τίς πονοῦν, πού τίς τιμοῦν, πού τίς ἀγαποῦν.
Ἴσως οἱ συνθῆκες δέν ἐπιτρέπουν σέ ὅλους μας τήν ἐγκατάστασι στά πατρογονικά μας σπίτια, ἀλλά δέν ἐμποδίζουν τίς συχνότερες ἐπισκέψεις μας σέ αὐτά, μαζί μέ τά παιδιά μας πού δέν ἔχουν ἴσως, ἀλλά πρέπει νά ἀποκτήσουν τόν ἴδιο ἰσχυρότατο δεσμό μέ αὐτόν τῶν παππούδων καί τῶν γονιῶν, μέ τά σπίτια, μέ τά χωριά, μέ τά ἤθη, τά ἔθιμά μας, τίς παραδόσεις μας, τούς χορούς μας, τά μοιρολόγιά μας. Ἡ λαχτάρα μας καί ἡ ἀγάπη μας γιά τόν τ ό π ο μας, ζωντανή καί ἀκτινοβόλος, συντονίζει καί τούς παλμούς τῶν καρδιῶν τῶν ἀπογόνων μας μέ τό δικό μας χτυποκάρδι γι᾿ αὐτόν.
***
Ἡ ζωή ἡ ἐπίγειος συνεχίζεται καί θά συνεχισθῇ μέχρι τῆς ἀκοῆς «τῆς ἠχούσης σάλπιγγος» τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων καί Κυρίου τῶν πάσης φύσεως κυριευόντων, εἰς τούς ὁποίους «ἐδόθη παρά Κυρίου ἡ κράτησις καί ἡ δυναστεία παρά Ὑψίστου» (Σοφ. Σολομ. 6,3). Καί δέν πρέπει νά λησμονῆται αὐτό. Οἱ τάφοι τῶν κοιμητηρίων μας, ὅπου ἀναπαύονται τά σώματα τῶν «κεκοιμημένων», τῶν συμπατριωτῶν μας, θά φιλοξενήσουν καί τά σώματα πολλῶν ἀπό ἡμᾶς, ὅταν ἡ ψυχή μας θά φτερουγίζῃ σέ ἄλλους κόσμους πνευματικούς, ἀπό τούς ὁποίους «ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός». Τό σῶμα μας θά γίνῃ ἕνα μέ τήν γῆ μας καί ἡ ψυχή μας θά γίνῃ ἕνα μέ τήν ψυχή τῶν προγόνων μας....
Γιά ἀρκετές χιλιετίες τό πνεῦμα μεταλαμπαδεύεται ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν καί τό σῶμα γονιμοποιεῖ τήν γῆν πού τρέφει τά νέα σώματα. Ἀέναος ἐναλλαγή καί αἰώνιος συνέχισις τῆς ζωῆς καί τοῦ πολιτισμοῦ. Τό γνωρίζουμε, τό πιστεύουμε, τό θέλουμε. Ἡ ζωή μας καί ὁ πολιτισμός ἔχει καί θά ἔχῃ σ υ ν έ χ ε ι α καί σ υ ν έ π ε ι α. Ὄχι χθές ἀλλά καί σήμερα, ἀλλά καί αὔριο διαφορετικά. Ἡ ζωή τῆς Ἴμβρου μας, τῶν χωριῶν μας, τῶν Ναῶν μας, τῶν ἐξωκκλησίων μας, τῶν σπιτιῶν μας, τῶν προσώπων μας, χθές καί σήμερα καί αὔριο ἡ ἴδια, μέ τήν πίστι μας, τήν εὐσέβειά μας, τήν φιλοπατρία μας, τό ἦθος μας, τίς παραδόσεις μας, τίς ἰδέες μας, τά προβλήματά μας, ὅπως θά ἔγραφεν ὁ ἱστοριοδίφης τοῦ νησιοῦ μας μακαριστός Ἀλέξανδρος Ζαφειριάδης καί ὅπως ὁ Ἄλκης Σχοινουδιώτης θά περιέγραφε τήν ἰδιαιτερότητά μας στό ποίημά του «Ἡ γλώσσα τοῦ χωριοῦ μου».
Αὐτή ἡ συνέχεια καί ἡ συνέπειά μας εἶναι τ ρ ό π ο ς ἀθανασίας, εἶναι τό κ ά λ λ ο ς μας, τά πάντα μας, τά καλά λίαν.
Εἶναι βέβαιον ὅτι ζοῦμε μέσα εἰς τό "σ ῶ μ α" τῶν προγόνων μας. Γιά νά ζήσουμε καί μέσα στό πνεῦμα τους πρέπει νά κατακτήσουμε καί τήν ψυχή τους καί αὐτή κατακτᾶται μέ τήν ἀ γ ά π η ν καί μέ τόν θ α υ- μ α σ μ ό ν καί μέ τήν μ ί μ η σ ι ν τοῦ κάλλους των. Ἐάν μᾶς ἀγαπήσουν καί μᾶς θαυμάσουν τά παιδιά μας, θά μᾶς μιμηθοῦν. Ἔτσι θά ἀποφευχθῇ ἡ ἀφομοίωσίς τους ἀπό ἄλλους πολιτισμούς καί ἡ ἀπώλειά τους γιά τήν κοινότητά μας, τήν Ἴμβρο μας. Δέν ἀρκεῖ νά ρέῃ στίς φλέβες τους τό αἷμά μας, πρέπει νά τρέχῃ στήν πνευματικήν ὕπαρξίν τους ἡ παιδεία μας καί τό πνεῦμα μας. Τό Νησί μας, τό Χωριό μας, μᾶς περιμένει. Μεγάλη χαρά γίνεται στήν κοινωνία του κάθε φορά πού ἕνας ἀπό μᾶς ἀποβιβάζεται μόνιμα στό λιμάνι του, στόν Ἅγιο Κήρυκο. Χαίρεται ὁ ἐπιστρέφων, χαίρονται καί οἱ ὑποδεχόμενοι αὐτόν, οἱ «προσδοκῶντες ἀνάστασιν» πατέρες μας καί τά ὀστᾶ των στά κοιμητήρια μας ὑπό τήν γῆν πλέον. Ἡμεῖς οἱ ἐπί τῆς γῆς ἀκόμη, τούς ὀφείλουμε κάτι. Νά μή ἀφανίσωμε μέ τά πάθη μας καί τίς ἰδιοτροπίες μας καί μέ τήν ζωή μας τό κ ά λ λ ο ς τῆς Ἴμβρου καί τῶν γνησίων ἀνθρώπων της.
Ὁ φλοῖσβος τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης πού γαληνεύει καί ὁ παφλασμός των ὅταν οἱ ἄ ν ε μ ο ι ἀναταράσσουν τά ν ε ρ ά ἀποτελοῦν τόν χαρμόσυνον φυσικόν χαιρετισμόν τοῦ Νησιοῦ πρός τούς ἐπανακάμπτοντας. Ὁ δεύτερος χαιρετισμός, τό καλωσόρισμα, ἐκφράζεται μέ τήν ἀνθρώπινη φωνή τῶν ἐναπομεινάντων πού τόσα χρόνια περιμένουν νά ἀκούσουν τήν φωνή τοῦ ξενητεμένου νά τούς ἀναγγέλλῃ τήν ἄφιξίν του μέ τό δυσκολοπρόφερτον, ἀπό τήν συγκίνησιν, «ἦρθα καί πάλι Μάννα» καί ἐμεῖς προσθέτουμε:
μ ά ν ν α Π α ν α γ ι ά!
«Καλῶς ἦρθες, παιδί μου»! Ἡ ἀγκαλιά ζεστή καί σφιχτή λέγει χωρίς λόγια ὅλα τά ὑπόλοιπα.
Ἀδελφοί καί τέκνα,
Τό κ ά λ λ ο ς τῆς Παναγίας μας, τό κ ά λ λ ο ς τῆς Ἴμβρου μας, εἶναι τό φ ῶ ς , τό ὁποῖον ἔρχεται «ἔσωθεν». Εἶναι ὁ τῆς «κοιλίας αὐτῆς καρπός». Αὐτό τό κάλλος, πού ἐγέννησε τό Φ ῶ ς τό ἀνέσπερον, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί Υἱός Της καί Κύριός μας. Αὐτό τό Φῶς πού φωτίζει ὅλην τήν ζωή μας, τά προβλήματά μας καί τίς δυσκολίες μας, αὐτό πού ἐξαγιάζει τά «πάθη» μας καί καταργεῖ τά μεσότοιχα τῆς «ἔχθρας» καί τοῦ «μίσους» καί τῆς «ἀδικίας» καί μᾶς διδάσκει τήν ἀγάπην, τήν ταπείνωσιν, τό «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς», ἡ ὁποία δικαιοσύνη «σέ ἀκολουθεῖ ἀπό πίσω, ἀλλά πληρώνει μέ τόκο» («Ὀπισθόπους μέν, σύν τόκῳ δ᾿ ἐπέρχεται») (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπίγραμμα ΛΗ΄, P.G. 38,103). Ἀμήν.
Χρόνια σας πολλά καί εὐλογημένα, ἀγαπητοί συμπατριῶται καί συμπροσευχόμενοι φίλοι τῆς Ἴμβρου!
Ἔτσι, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι περιμέναμε χιλιετίες ὁλόκληρες, γιά νά ἔλθῃ κάποιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θά καταλάβαινε τί σημαίνει «ἀγάπη Θεοῦ». Γιά νά τό καταλάβαινε ὅμως αὐτό, ἔπρεπε νά ἦταν καί ὁ ἴδιος καθαρός καί πολύ ταπεινός, ὄχι ἐγωϊστής, φιλόδοξος, αἰθεροβάμων. Καί γεννήθηκε ἡ Παναγία.
«Πρό δέ τοῦ ἐλθεῖν τήν πίστιν ὑπό νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι» (Γαλ. γ΄ 23). Δηλαδή πρίν ἔλθῃ ἡ π ί σ τ ι ς, εἴμασταν κλεισμένοι μέσα στόν ν ό μ ο ν. Ὁ Νόμος ἔγινε παιδαγωγός εἰς Χριστόν, ἀλλά ὁ Νόμος, ὁ ὁποιοσδήποτε νόμος, ἦταν ἀνίκανος, καί εἶναι ἀνίκανος, νά μᾶς σώσῃ καί νά ἱκανοποιήσῃ τόν ἄνθρωπο ἀληθινά.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἦλθε «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν Αὐτοῦ, ... γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» ( πρβλ. Γαλ. δ΄ 4, 5). Καί τό π λ ή ρ ω μ α τοῦ χρόνου εἶναι ἡ γέννησις τῆς Παρθένου, τῆς γυναικός διά τῆς ὁποίας ἔγινεν ἄνθρωπος ὁ Θεός. Αὐτή εἶναι ἡ «κλίμαξ δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καί «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν» καί τότε καί μετά τήν κοίμησιν καί τήν μετάστασί της, κατά τήν ὁποίαν δέν ἐγκατέλιψε τόν κόσμον -ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε.
Ἡ Παναγία μας μᾶς διδάσκει καί σήμερα μίαν ἀ λ ή θ ε ι α ν, ὅτι ὅταν εἴμεθα ἄρρωστοι, ὅταν εἴμεθα ἀδύνατοι, μόνοι, ὅταν ἀδικούμεθα, ὅταν πεθαίνουμε, τότε εἴμεθα δυνατοί˙ καί ὅταν ταπεινωνώμεθα ἀληθινά, μόνον τότε δοξαζόμεθα, τότε καταργεῖται «τό μεσότοιχον τῆς ἔχθρας».
Εἴμεθα, λοιπόν, ἐδῶ, στό νησί μας, στήν ταπεινή καί ἄσημη καί «ἀδόξαστη» Ἴμβρο μας, ὅπως ἡ ταπεινή Κόρη τῆς Ναζαρέτ, κατ᾿ ἀναλογίαν, καί μένουμε ἔ κ π λ η κ τ ο ι ἐμπρός εἰς τό Μυστήριον τῆς Παναγίας.
Ἀδελφοί συμπατριῶται,
Εἴμεθα προσωπικῶς συγκινημένοι πού εὑρισκόμεθα μαζί σας καί νοιώθουμε ὅλοι μαζί αὐτό τό κ ά λ λ ο ς, αὐτήν τήν Χ ά ρ ι ν, νά ὑπάρχῃ σ’ὅλο τό Νησί τῆς Παναγίας, πού εἶναι ἡ Ἴμβρος μας, εἰς τήν ὁποίαν ὅλα ἦταν μέχρι πρίν μερικές δεκαετίες «καλά λίαν». Διότι ἐπεκράτει ἡ χάρις, καί ὁ νόμος, ὁ κάθε νόμος, ἦταν ἀνενεργός. Ἐδέσποζε παντοῦ, στήν κτίσιν, στούς ἀνθρώπους, στά χωράφιά μας, στίς Ἐκκλησιές μας, ἡ Χάρις καί ἡ Ἀγάπη -ὑπό τήν σκέπην καί τήν χάριν τῆς Παναγίας.
Ἀλλά εἶναι ὡραία ἡ ἀποψινή μας συνάντησις ἐδῶ στήν πατρίδα μας ὑπό τήν σκέπην καί Χάριν τῆς Παναγίας, πού ταιριάζει ἀπολύτως καί γιά μᾶς, αὐτό πού λέγει ὁ ἀρχαῖος Ὅμηρος γιά τόν ταλαιπωρημένον ἀκούσιον «πρόσφυγα» Ὀδυσσέα, ὅτι «καί καπνόν ἀνωθρώσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης θανέειν ἰμείρεται» (Ὀδύσ. Ραψ. α΄, στ. 57).
Ἡ καρδιά μας χτυπᾷ δυνατά καί γρήγορα, διότι πατᾶμε τά ἀγαπημένα χώματα τοῦ φιλτάτου νησιοῦ μας. Βλέπομεν τά σπίτια ὅπου γεννηθήκαμε, πολλά ἐρείπια ἀπό τήν «ἔλλειψιν ζωῆς», ἄλλα ἀνακαινισμένα κατά τά τελευταῖα χρόνια, ἀλλά καί πάλιν «ἔρημα» ἀπό τά ὡραῖα καί μοναδικά ἐκεῖνα βιώματα τοῦ παρελθόντος μας. Βλέπουμε τίς «κορυφογραμμές» τῶν λόφων, πίσω ἀπό τούς ὁποίους εἴδαμε γιά πρώτη φορά νά ἀνατέλλῃ ὁ φωτεινός δίσκος τοῦ ἡλίου, ἀλλά καί τοῦ νοητοῦ Ἠλίου, τοῦ Χριστοῦ μας. Οἱ βλεπόμενες «κορυφογραμμές» παραμένουν πράσινες καί γεμᾶτες πάντοτε ἀπό ἐλπίδα καί προσδοκίαν. Οἱ νοητές «κορυφογραμμές», ἀναμένουν μαζί μας νά «φθάσωμεν τόν Ἄφθαστον», ὁ Ὁποῖος μόνος δύναται νά μᾶς «καταφαιδρύνῃ τοῖς θαυμασίοις», ἐμᾶς καί τήν Ἴμβρον μας.
Σέ κάθε ματιά, σέ κάθε στροφή τοῦ βλέμματος, σέ κάθε ἀντίκρυσμα τοῦ τόπου μας, χείμαρρος δακρύων τρέχει ἀπό τά μάτιά μας καί ρίγη συγκινήσεων, ἀναμνήσεων, παιδικῶν ἐλπίδων καί προσδοκιῶν, κατακλύζουν τήν ὕπαρξίν μας. Ἐδῶ ἡ πτωχική «κούνια» ὅπου μέ ἀνεπανάληπτη μητρική στοργή μᾶς νανούριζε ἡ μητέρα μας. Ἐδῶ καἱ ἡ «Κούνια», ἡ Μεγάλη Μητέρα μας, ἡ Παναγία, στήν ὁποίαν μικροί καί μεγάλοι πάντοτε καταφεύγουμε καί προσφεύγουμε. Ἐκεῖ στό σεντούκι παραμένει ἡ «σκούφια» τοῦ μωροῦ, τό «νυφικό» τῆς νύμφης, τά «τσερβούλια» τοῦ πατέρα, ἡ «γκαζόλαμπα» πού φώτιζε μέ τό ἀμυδρό της φῶς τίς ἀτέλειωτες «νύκτες» ἀνατολῆς καί προσδοκίας -ἡ λάμπα μέ τήν ὁποία διαβάζαμε τά μαθήματά μας τότε.
Ἐκεῖ ὁ «σοφάς» πού καθότανε ἡ γιαγιά καί μᾶς ἔσφιγγε στήν στοργικήν ἀγκαλιά της καί μᾶς παρηγοροῦσε ὅταν κλαίγαμε ἀπό πεῖνα καί ἀπό ἀνέχεια καί ἀπό φτώχεια οἱ περισσότεροί μας, πού μόνον ἡ εὐαισθησία τῆς παιδικῆς ψυχῆς μας κατανοοῦσε. Πιό πέρα ἡ «γωνιά» πού καθόταν ὁ στοργικός πατέρας, τά γόνατα τοῦ ὁποίου μᾶς παρεῖχαν τήν πλήρη ἀ σ φ ά λ ε ι α ν τῆς πατρικῆς προστασίας καί πολλές φορές μᾶς κουνοῦσαν στοργικά καί μᾶς σφούγγιζαν τό παιδικό ἀθῶο, μά ἀληθινό δάκρυ, καί γι᾿ αὐτό ὅλα αὐτά εἶχαν τόν χαρακτῆρα τῆς περιζήτητης θ έ σ ε ω ς. Γιατί ὅλα ἦταν ἀληθινά, καθαρά, γνήσια, αὐθεντικά, ὄχι μάταια, ὑποκριτικά, παροδικά.
Πέρασαν τά ὡραῖα παιδικά χρόνια, μεγαλώσαμε καί μάθαμε πολλά ἀπό τούς ἁπλοῦς γονεῖς μας, τούς παπποῦδες μας, τούς δασκάλους μας, τόν Κοτζίνην καί τόν Μπακάλην, τούς Τερζῆδες, τόν Ὀκουμούση, τούς ἱερεῖς μας, τόν Ἀστέριον, τόν Βαρλαάμ, τόν Παπα-Μπρῖγκον, τόν Νικηφόρον, τούς Ἀρχιερεῖς μας, τόν Ἰάκωβον, τόν Μελίτωνα, τόν Νικόλαον, τόν Δημήτριον, τόν Φώτιον, τόν σημερινό ἄξιο καί θυσιαζόμενο Κύριλλον, τούς γείτονές μας, τούς συγχωριανούς μας. Μιά κ ο ι ν ω ν ί α ἀδελφωμένη, μέ ὁλόψυχη συμμετοχή στά χαρούμενα καί στά λυπηρά γεγονότα τῆς μικρῆς οἰκογένειάς μας, τοῦ χωριοῦ μας, τῆς Ἴμβρου, μέ τίς πόρτες τῶν καρδιῶν καί τῶν σπιτιῶν μας διάπλατα ἀνοιγμένες, χωρίς «ἀμπάρες», χωρίς φόβους, χωρίς ἀδικίες... μέ ἀγάπη καί ὑπομονή μπροστά στό ἄδικο καί στόν κατατρεγμό τῶν γύρω μας, ἄλλοτε ὀλίγων καί μετρημένων, σήμερα πολλῶν πού διαφεντεύουν τό «βιός» μας, ἰδιαιτέρως ἀπό τό '64 καί ἐδῶ.
Τά ἀρραβωνιάσματα, οἱ γάμοι, οἱ γέννες, οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες, οἱ γιορτές, πλούτιζαν τή ζωή μας μέ συναισθήματα, καί αὔξαναν τήν ἐμβάθυνσιν τοῦ νοῦ στίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς μέ τό κ ά λ λ ο ς τῆς ἀληθείας.
Ὁ καθένας μας συμμετεῖχεν ὁλόψυχα σέ ὅ,τι συνέβαινε στόν διπλανό του καί ἐξεδήλωνε θερμόν, εἰλικρινές καί γνήσιον, ἀθῶον, θά ἐλέγομεν, ἐνδιαφέρον γιά ὅσα συνέβαιναν στόν συνάνθρωπό του. Ἡ κοινότητα ζοῦσε τό ἀ π ο κ ο ρ ύ φ ω μ α τῆς κοινωνικῆς ζωῆς.
Πέρασαν τά χρόνια, μεγαλώσαμε, ξενητευτήκαμε, οἱ περισσότεροί μας ἀναγκαστικά, καί φεύγοντας τραγουδήσαμε κρυφά μέσα μας, γιά νά μή μᾶς δοῦν καί νά μή μᾶς ἀκούσουν οἱ ἄ λ λ ο ι, πάντοτε «ψυχαῖς καθαραῖς καί ἀρρυπώτοις χείλεσι», τό «μισεύω καί τά μάτια μου δακρύζουν λυπημένα, ἄχ! πατρίδα μου γλυκειά, πόσο σ᾿ ἀγαπῶ βαθειά».
Στήν ξενιτειά σταδριοδρομήσαμε. Δέν χαθήκαμε. Ὁ καθένας στόν τομέα του κ ά τ ι πέτυχε. Μά οὔτε οἱ ἐπιτυχίες, οὔτε οἱ τιμές, οὔτε οἱ δοκιμασίες, οὔτε οἱ ἀποτυχίες, οἱ λύπες μας, οἱ ἀδικίες πού μᾶς ἔγιναν ἀπό δικούς μας καί τρίτους, οὔτε ἄλλο τίποτε κατάφερε νά ξεριζώσει ἀπό μέσα μας τόν ἀσίγητον π ό θ ο ν τῆς ἐπιστροφῆς στήν πατρογονική γῆ. Στό νησί μας. Στό χωριό μας. Στό σπίτι μας. Στό ντάμι μας. Στά χωράφιά μας. Στά λιοστάσιά μας. Στά σχολεῖα μας. Ἔστω καί ἄν σήμερα ἄλλοι τά «κατέχουν». Ἐπιστροφῆς στήν ἀθώα, ἀθόρυβη, ἀκίνδυνη γιά τούς ἄλλους, ζωή μας. Καί τό μόνο πού ζητοῦμε καί θέλουμε καί σήμερα εἶναι τό «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς», καί ἀληθῶς «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί».
Καί νά! Εἴμεθα πάλι ἐδῶ. Πλημμυρισμένοι ἀπό ἀναμνήσεις, συγκλονισμένοι ἀπό συναντήσεις καί εὐοίωνες προοπτικές καί θετικές ἐλπίδες, ὅτι δέν θά ξεχάσουμε ποτέ πιά τήν Ἴμβρο μας... Δέν θά τήν χάσουμε. Οἱ πατρίδες δέν μποροῦν νά θεωροῦνται χαμένες ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τίς πονοῦν, πού τίς τιμοῦν, πού τίς ἀγαποῦν.
Ἴσως οἱ συνθῆκες δέν ἐπιτρέπουν σέ ὅλους μας τήν ἐγκατάστασι στά πατρογονικά μας σπίτια, ἀλλά δέν ἐμποδίζουν τίς συχνότερες ἐπισκέψεις μας σέ αὐτά, μαζί μέ τά παιδιά μας πού δέν ἔχουν ἴσως, ἀλλά πρέπει νά ἀποκτήσουν τόν ἴδιο ἰσχυρότατο δεσμό μέ αὐτόν τῶν παππούδων καί τῶν γονιῶν, μέ τά σπίτια, μέ τά χωριά, μέ τά ἤθη, τά ἔθιμά μας, τίς παραδόσεις μας, τούς χορούς μας, τά μοιρολόγιά μας. Ἡ λαχτάρα μας καί ἡ ἀγάπη μας γιά τόν τ ό π ο μας, ζωντανή καί ἀκτινοβόλος, συντονίζει καί τούς παλμούς τῶν καρδιῶν τῶν ἀπογόνων μας μέ τό δικό μας χτυποκάρδι γι᾿ αὐτόν.
***
Ἡ ζωή ἡ ἐπίγειος συνεχίζεται καί θά συνεχισθῇ μέχρι τῆς ἀκοῆς «τῆς ἠχούσης σάλπιγγος» τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων καί Κυρίου τῶν πάσης φύσεως κυριευόντων, εἰς τούς ὁποίους «ἐδόθη παρά Κυρίου ἡ κράτησις καί ἡ δυναστεία παρά Ὑψίστου» (Σοφ. Σολομ. 6,3). Καί δέν πρέπει νά λησμονῆται αὐτό. Οἱ τάφοι τῶν κοιμητηρίων μας, ὅπου ἀναπαύονται τά σώματα τῶν «κεκοιμημένων», τῶν συμπατριωτῶν μας, θά φιλοξενήσουν καί τά σώματα πολλῶν ἀπό ἡμᾶς, ὅταν ἡ ψυχή μας θά φτερουγίζῃ σέ ἄλλους κόσμους πνευματικούς, ἀπό τούς ὁποίους «ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός». Τό σῶμα μας θά γίνῃ ἕνα μέ τήν γῆ μας καί ἡ ψυχή μας θά γίνῃ ἕνα μέ τήν ψυχή τῶν προγόνων μας....
Γιά ἀρκετές χιλιετίες τό πνεῦμα μεταλαμπαδεύεται ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν καί τό σῶμα γονιμοποιεῖ τήν γῆν πού τρέφει τά νέα σώματα. Ἀέναος ἐναλλαγή καί αἰώνιος συνέχισις τῆς ζωῆς καί τοῦ πολιτισμοῦ. Τό γνωρίζουμε, τό πιστεύουμε, τό θέλουμε. Ἡ ζωή μας καί ὁ πολιτισμός ἔχει καί θά ἔχῃ σ υ ν έ χ ε ι α καί σ υ ν έ π ε ι α. Ὄχι χθές ἀλλά καί σήμερα, ἀλλά καί αὔριο διαφορετικά. Ἡ ζωή τῆς Ἴμβρου μας, τῶν χωριῶν μας, τῶν Ναῶν μας, τῶν ἐξωκκλησίων μας, τῶν σπιτιῶν μας, τῶν προσώπων μας, χθές καί σήμερα καί αὔριο ἡ ἴδια, μέ τήν πίστι μας, τήν εὐσέβειά μας, τήν φιλοπατρία μας, τό ἦθος μας, τίς παραδόσεις μας, τίς ἰδέες μας, τά προβλήματά μας, ὅπως θά ἔγραφεν ὁ ἱστοριοδίφης τοῦ νησιοῦ μας μακαριστός Ἀλέξανδρος Ζαφειριάδης καί ὅπως ὁ Ἄλκης Σχοινουδιώτης θά περιέγραφε τήν ἰδιαιτερότητά μας στό ποίημά του «Ἡ γλώσσα τοῦ χωριοῦ μου».
Αὐτή ἡ συνέχεια καί ἡ συνέπειά μας εἶναι τ ρ ό π ο ς ἀθανασίας, εἶναι τό κ ά λ λ ο ς μας, τά πάντα μας, τά καλά λίαν.
Εἶναι βέβαιον ὅτι ζοῦμε μέσα εἰς τό "σ ῶ μ α" τῶν προγόνων μας. Γιά νά ζήσουμε καί μέσα στό πνεῦμα τους πρέπει νά κατακτήσουμε καί τήν ψυχή τους καί αὐτή κατακτᾶται μέ τήν ἀ γ ά π η ν καί μέ τόν θ α υ- μ α σ μ ό ν καί μέ τήν μ ί μ η σ ι ν τοῦ κάλλους των. Ἐάν μᾶς ἀγαπήσουν καί μᾶς θαυμάσουν τά παιδιά μας, θά μᾶς μιμηθοῦν. Ἔτσι θά ἀποφευχθῇ ἡ ἀφομοίωσίς τους ἀπό ἄλλους πολιτισμούς καί ἡ ἀπώλειά τους γιά τήν κοινότητά μας, τήν Ἴμβρο μας. Δέν ἀρκεῖ νά ρέῃ στίς φλέβες τους τό αἷμά μας, πρέπει νά τρέχῃ στήν πνευματικήν ὕπαρξίν τους ἡ παιδεία μας καί τό πνεῦμα μας. Τό Νησί μας, τό Χωριό μας, μᾶς περιμένει. Μεγάλη χαρά γίνεται στήν κοινωνία του κάθε φορά πού ἕνας ἀπό μᾶς ἀποβιβάζεται μόνιμα στό λιμάνι του, στόν Ἅγιο Κήρυκο. Χαίρεται ὁ ἐπιστρέφων, χαίρονται καί οἱ ὑποδεχόμενοι αὐτόν, οἱ «προσδοκῶντες ἀνάστασιν» πατέρες μας καί τά ὀστᾶ των στά κοιμητήρια μας ὑπό τήν γῆν πλέον. Ἡμεῖς οἱ ἐπί τῆς γῆς ἀκόμη, τούς ὀφείλουμε κάτι. Νά μή ἀφανίσωμε μέ τά πάθη μας καί τίς ἰδιοτροπίες μας καί μέ τήν ζωή μας τό κ ά λ λ ο ς τῆς Ἴμβρου καί τῶν γνησίων ἀνθρώπων της.
Ὁ φλοῖσβος τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης πού γαληνεύει καί ὁ παφλασμός των ὅταν οἱ ἄ ν ε μ ο ι ἀναταράσσουν τά ν ε ρ ά ἀποτελοῦν τόν χαρμόσυνον φυσικόν χαιρετισμόν τοῦ Νησιοῦ πρός τούς ἐπανακάμπτοντας. Ὁ δεύτερος χαιρετισμός, τό καλωσόρισμα, ἐκφράζεται μέ τήν ἀνθρώπινη φωνή τῶν ἐναπομεινάντων πού τόσα χρόνια περιμένουν νά ἀκούσουν τήν φωνή τοῦ ξενητεμένου νά τούς ἀναγγέλλῃ τήν ἄφιξίν του μέ τό δυσκολοπρόφερτον, ἀπό τήν συγκίνησιν, «ἦρθα καί πάλι Μάννα» καί ἐμεῖς προσθέτουμε:
μ ά ν ν α Π α ν α γ ι ά!
«Καλῶς ἦρθες, παιδί μου»! Ἡ ἀγκαλιά ζεστή καί σφιχτή λέγει χωρίς λόγια ὅλα τά ὑπόλοιπα.
Ἀδελφοί καί τέκνα,
Τό κ ά λ λ ο ς τῆς Παναγίας μας, τό κ ά λ λ ο ς τῆς Ἴμβρου μας, εἶναι τό φ ῶ ς , τό ὁποῖον ἔρχεται «ἔσωθεν». Εἶναι ὁ τῆς «κοιλίας αὐτῆς καρπός». Αὐτό τό κάλλος, πού ἐγέννησε τό Φ ῶ ς τό ἀνέσπερον, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί Υἱός Της καί Κύριός μας. Αὐτό τό Φῶς πού φωτίζει ὅλην τήν ζωή μας, τά προβλήματά μας καί τίς δυσκολίες μας, αὐτό πού ἐξαγιάζει τά «πάθη» μας καί καταργεῖ τά μεσότοιχα τῆς «ἔχθρας» καί τοῦ «μίσους» καί τῆς «ἀδικίας» καί μᾶς διδάσκει τήν ἀγάπην, τήν ταπείνωσιν, τό «δικαιοσύνην μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς», ἡ ὁποία δικαιοσύνη «σέ ἀκολουθεῖ ἀπό πίσω, ἀλλά πληρώνει μέ τόκο» («Ὀπισθόπους μέν, σύν τόκῳ δ᾿ ἐπέρχεται») (Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Ἐπίγραμμα ΛΗ΄, P.G. 38,103). Ἀμήν.
Χρόνια σας πολλά καί εὐλογημένα, ἀγαπητοί συμπατριῶται καί συμπροσευχόμενοι φίλοι τῆς Ἴμβρου!