Του παπαδάσκαλου Κωνσταντίνου Ι. Κώστα Στην εποχή μας ποδοπατείται, πυροβολείται ή και βανδαλίζεται: η ανθρώπινη αξία, η ανθρώπινη ζωή, το ανθρώπινο (νεκρό) σώμα, ακόμα και ο (καλοπροαίρετος) διάλογος για την (εν αληθεία, ειρηνική και αγαπητική) ενότητα των ανθρώπων και των κοινωνιών τους (τοπικών και εθνικών) πέρα από κάθε είδους διχαστικές (φυλετικές ή άλλες) αλλόφρονες και αλληλο-εξοντωτικές έριδες και διαμάχες.
Η Εκκλησία ενώνει. Ενώνει τα μέλη της εν Χριστώ. Και ενώνει τον κόσμο δυνάμει (και διαλεκτικά) εν Χριστώ. Ο λόγος της προ(σ)καλεί όλους και το καθένα ξεχωριστά πρόσωπο σε διάλογο με τον προσφερόμενο από αυτήν αποκαλυπτικό λόγο της, επιζητώντας μέσα από το διάλογο την αποδοχή του σωτήριου λόγου και Λόγου της. Και διαλέγεται (μερικοί εκ των έσω, της το αρνούνται με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς) άφοβα με τον εαυτό της και με τον κόσμο ξέροντας πως ο διάλογος είναι συστατικό στοιχείο της ουσίας της. Υπάρχει ζωντανός οργανισμός που να μη διαλέγεται; Μπορεί να υπάρξει Εκκλησία χωρίς (θεολογικό) διάλογο είτε προς τα μέσα είτε προς τα έξω;
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δέχτηκε στο Φανάρι (20-9-2013) τον Πατριάρχη της Βουλγαρίας Νεόφυτο. Στη συνάντηση αυτή υπογράμμισε την υφιστάμενη ενότητα των Ορθόδοξων Εκκλησιών και μίλησε με σαφή και κατηγορηματικό λόγο για το διάλογο, που έχει μακρά παράδοση στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι: ‘’Ἀκολουθοῦμεν τήν μακράν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν’’, είπε, ανάμεσα στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες με τους ετεροδόξους, που συμβάλλει ‘’εἰς τήν κοινωνικήν συνεργασίαν καί εἰς τήν μαρτυρίαν τῇ ἀληθείᾳ, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως καί τῆς ἐν καιρῷ ἀποδοχῆς καί ὑπό τῶν ἑτεροδόξων τῆς μιᾶς Ὀρθοδόξου πίστεως’’.
Είπε, μεταξύ των άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης:
‘’Αἱ τοπικαί Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι ἡνωμέναι ἐν Χριστῷ καί ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί κοινωνοῦν ἐκ τοῦ αὐτοῦ Ποτηρίου, ὥστε ὀρθόν καί πρέπον εἶναι νά εἴπωμεν ὅτι αἱ ἐπί μέρους διαφωνίαι μεταξύ αὐτῶν δέν ἀναιροῦν τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητά των. Ὡς ἐκ τούτου, ἀξιολογοῦμεν, ὅτι αἱ καταβαλλόμεναι προσπάθειαι γεφυρώσεως τῶν μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διαφορῶν δέν εἶναι προσπάθειαι ἐπιτεύξεως τῆς ἤδη ὑφισταμένης ἀδιασαλεύτου ἑνότητος, ἀλλά προσπάθειαι περαιτέρω ἐμβαθύνσεως καί ἑδραιώσεως αὐτῆς, ὡς καί ἐπιτεύξεως μιᾶς ὁμοιομόρφου κατά τό ἐφικτόν ἀντιμετωπίσεως τῶν διαφόρων ἀνακυπτόντων θεμάτων.
Ἀντιθέτως, αἱ μεταξύ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν ἑτεροδόξων συζητήσεις καί οἱ διάλογοι ἔχουσι μέν ὡς ἀπώτατον στόχον αὐτῶν τήν ἐκπλήρωσιν τῆς βουλήσεως καί ἐντολῆς τοῦ Κυρίου "ἵνα πάντες ἕν ὦσιν" (Ἰωάν. 17, 21), συμβάλλουν δέ τό γε νῦν ἔχον εἰς τήν κοινωνικήν συνεργασίαν καί εἰς τήν μαρτυρίαν τῇ ἀληθείᾳ, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως καί τῆς ἐν καιρῷ ἀποδοχῆς καί ὑπό τῶν ἑτεροδόξων τῆς μιᾶς Ὀρθοδόξου πίστεως. Δέν ἀποσκοποῦν, ὡς ἐγράφη καί ἐν Βουλγαρίᾳ καί ἀλλαχοῦ, εἰς τήν δημιουργίαν ἑνός κοινῶς ἀποδεκτοῦ «συνονθυλεύματος» δοξασιῶν. Δηλαδή, δέν ἐπιδιώκεται διά τῆς λεγομένης οἰκουμενικῆς κινήσεως ἡ ἀποδοχή μιᾶς «χριστιανικῆς συγκρητιστικῆς ὁμολογίας», ἀλλά ἡ ἐμβάθυνσις εἰς τήν Χριστιανικήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί εἰς τήν κοινωνικήν συνεργασίαν τῶν ἐπικαλουμένων τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δέν φοβούμεθα, ὡς εἰκός, οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ἔχοντες τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ὅτι θά ἐπηρεασθῶμεν ἐκ τῶν ἀπόψεων τῶν ἑτεροδόξων ἀδελφῶν ἡμῶν ἐπί τῶν δογματικῶν θεμάτων. Ἀκολουθοῦμεν ἁπλῶς τήν μακράν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν, τήν συγκεφαλαιουμένην εἰς τήν συμβουλήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, καί συζητοῦμεν ἄνευ χρονικοῦ περιορισμοῦ μετά τῶν ζητούντων παρ᾿ ἡμῶν καλοπροαιρέτως λόγον περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος: «Ἐν τοῖς μέν κακοθελῶς ἡμῖν μαχομένοις ἀπίστοις, ἤ κακοπίστοις, μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα. Ἐν δέ τοῖς τήν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις, τό καλόν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μή ἐκκακῶμεν. Πλήν, καί πρός στηριγμόν ἡμῶν τῆς καρδίας ἐν ἀμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, περί διακρίσεως, 2,11).
Διά τῆς τακτικῆς ταύτης δέν προδίδομεν τήν Ὀρθοδοξίαν, ὡς κατηγορούμεθα, οὔτε ὑποστηρίζομεν οἰκουμενιστικάς ἀντιλήψεις, ἀλλά κηρύσσομεν πρός τούς ἑτεροδόξους καί πρός πάντας τήν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δογματίζει ὅτι ὁ Θεός «ἀεί μεθ᾿ ἡμῶν διαλέγεται». Ἑπομένως καί ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι θέλομεν νά πορευώμεθα κατά τό ὑπόδειγμα Αὐτοῦ ὀφείλομεν νά διαλεγώμεθα μετά πάντων ὅσων ἐπιθυμοῦν καί θέλουν νά ἀκούσουν τάς ἀπόψεις, τάς πεποιθήσεις, τήν πίστιν καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας. Ἐάν παύσωμεν νά διαλεγώμεθα μετ᾿ αὐτῶν, παρακούομεν τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ὅπως μαθητεύωμεν πάντα τά ἔθνη (πρβλ. Ματθ. κη΄, 19)’’.
Η Εκκλησία ενώνει. Ενώνει τα μέλη της εν Χριστώ. Και ενώνει τον κόσμο δυνάμει (και διαλεκτικά) εν Χριστώ. Ο λόγος της προ(σ)καλεί όλους και το καθένα ξεχωριστά πρόσωπο σε διάλογο με τον προσφερόμενο από αυτήν αποκαλυπτικό λόγο της, επιζητώντας μέσα από το διάλογο την αποδοχή του σωτήριου λόγου και Λόγου της. Και διαλέγεται (μερικοί εκ των έσω, της το αρνούνται με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς) άφοβα με τον εαυτό της και με τον κόσμο ξέροντας πως ο διάλογος είναι συστατικό στοιχείο της ουσίας της. Υπάρχει ζωντανός οργανισμός που να μη διαλέγεται; Μπορεί να υπάρξει Εκκλησία χωρίς (θεολογικό) διάλογο είτε προς τα μέσα είτε προς τα έξω;
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δέχτηκε στο Φανάρι (20-9-2013) τον Πατριάρχη της Βουλγαρίας Νεόφυτο. Στη συνάντηση αυτή υπογράμμισε την υφιστάμενη ενότητα των Ορθόδοξων Εκκλησιών και μίλησε με σαφή και κατηγορηματικό λόγο για το διάλογο, που έχει μακρά παράδοση στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι: ‘’Ἀκολουθοῦμεν τήν μακράν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν’’, είπε, ανάμεσα στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες με τους ετεροδόξους, που συμβάλλει ‘’εἰς τήν κοινωνικήν συνεργασίαν καί εἰς τήν μαρτυρίαν τῇ ἀληθείᾳ, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως καί τῆς ἐν καιρῷ ἀποδοχῆς καί ὑπό τῶν ἑτεροδόξων τῆς μιᾶς Ὀρθοδόξου πίστεως’’.
Είπε, μεταξύ των άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης:
‘’Αἱ τοπικαί Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι ἡνωμέναι ἐν Χριστῷ καί ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί κοινωνοῦν ἐκ τοῦ αὐτοῦ Ποτηρίου, ὥστε ὀρθόν καί πρέπον εἶναι νά εἴπωμεν ὅτι αἱ ἐπί μέρους διαφωνίαι μεταξύ αὐτῶν δέν ἀναιροῦν τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητά των. Ὡς ἐκ τούτου, ἀξιολογοῦμεν, ὅτι αἱ καταβαλλόμεναι προσπάθειαι γεφυρώσεως τῶν μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διαφορῶν δέν εἶναι προσπάθειαι ἐπιτεύξεως τῆς ἤδη ὑφισταμένης ἀδιασαλεύτου ἑνότητος, ἀλλά προσπάθειαι περαιτέρω ἐμβαθύνσεως καί ἑδραιώσεως αὐτῆς, ὡς καί ἐπιτεύξεως μιᾶς ὁμοιομόρφου κατά τό ἐφικτόν ἀντιμετωπίσεως τῶν διαφόρων ἀνακυπτόντων θεμάτων.
Ἀντιθέτως, αἱ μεταξύ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν ἑτεροδόξων συζητήσεις καί οἱ διάλογοι ἔχουσι μέν ὡς ἀπώτατον στόχον αὐτῶν τήν ἐκπλήρωσιν τῆς βουλήσεως καί ἐντολῆς τοῦ Κυρίου "ἵνα πάντες ἕν ὦσιν" (Ἰωάν. 17, 21), συμβάλλουν δέ τό γε νῦν ἔχον εἰς τήν κοινωνικήν συνεργασίαν καί εἰς τήν μαρτυρίαν τῇ ἀληθείᾳ, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς ἀλληλοκατανοήσεως καί τῆς ἐν καιρῷ ἀποδοχῆς καί ὑπό τῶν ἑτεροδόξων τῆς μιᾶς Ὀρθοδόξου πίστεως. Δέν ἀποσκοποῦν, ὡς ἐγράφη καί ἐν Βουλγαρίᾳ καί ἀλλαχοῦ, εἰς τήν δημιουργίαν ἑνός κοινῶς ἀποδεκτοῦ «συνονθυλεύματος» δοξασιῶν. Δηλαδή, δέν ἐπιδιώκεται διά τῆς λεγομένης οἰκουμενικῆς κινήσεως ἡ ἀποδοχή μιᾶς «χριστιανικῆς συγκρητιστικῆς ὁμολογίας», ἀλλά ἡ ἐμβάθυνσις εἰς τήν Χριστιανικήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί εἰς τήν κοινωνικήν συνεργασίαν τῶν ἐπικαλουμένων τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δέν φοβούμεθα, ὡς εἰκός, οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ ἔχοντες τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ὅτι θά ἐπηρεασθῶμεν ἐκ τῶν ἀπόψεων τῶν ἑτεροδόξων ἀδελφῶν ἡμῶν ἐπί τῶν δογματικῶν θεμάτων. Ἀκολουθοῦμεν ἁπλῶς τήν μακράν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν, τήν συγκεφαλαιουμένην εἰς τήν συμβουλήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, καί συζητοῦμεν ἄνευ χρονικοῦ περιορισμοῦ μετά τῶν ζητούντων παρ᾿ ἡμῶν καλοπροαιρέτως λόγον περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος: «Ἐν τοῖς μέν κακοθελῶς ἡμῖν μαχομένοις ἀπίστοις, ἤ κακοπίστοις, μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα. Ἐν δέ τοῖς τήν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις, τό καλόν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μή ἐκκακῶμεν. Πλήν, καί πρός στηριγμόν ἡμῶν τῆς καρδίας ἐν ἀμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, περί διακρίσεως, 2,11).
Διά τῆς τακτικῆς ταύτης δέν προδίδομεν τήν Ὀρθοδοξίαν, ὡς κατηγορούμεθα, οὔτε ὑποστηρίζομεν οἰκουμενιστικάς ἀντιλήψεις, ἀλλά κηρύσσομεν πρός τούς ἑτεροδόξους καί πρός πάντας τήν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δογματίζει ὅτι ὁ Θεός «ἀεί μεθ᾿ ἡμῶν διαλέγεται». Ἑπομένως καί ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι θέλομεν νά πορευώμεθα κατά τό ὑπόδειγμα Αὐτοῦ ὀφείλομεν νά διαλεγώμεθα μετά πάντων ὅσων ἐπιθυμοῦν καί θέλουν νά ἀκούσουν τάς ἀπόψεις, τάς πεποιθήσεις, τήν πίστιν καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας. Ἐάν παύσωμεν νά διαλεγώμεθα μετ᾿ αὐτῶν, παρακούομεν τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ὅπως μαθητεύωμεν πάντα τά ἔθνη (πρβλ. Ματθ. κη΄, 19)’’.
(Πηγή πατριαρχικού λόγου: http://fanarion.blogspot.gr/2013/09/blog-post_9605.html)