Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Ο Μάρκος κρατοῦσε τό γεμᾶτο πουγκί μέ τά χρήματα πού τοῦ ᾽χαν βάλει στά χέρια του καί προσπαθοῦσε νά καταλάβει ἐπακριβῶς τί τοῦ ἔλεγαν.
- ῾Λοιπόν; Εἴμαστε σύμφωνοι;᾽ ἄκουσε νά τοῦ λέει χαμηλόφωνα ὁ ἕνας ἀπό τούς τρεῖς προύχοντες τῆς πόλης τῶν Βόστρων πού εἶχε μπροστά του. ῾Κι αὐτά πού σοῦ δίνουμε εἶναι μόνο ἡ ἀρχή. ῞Οταν κάνεις τήν δουλειά θά σοῦ δώσουμε διπλάσια. Φτωχός ἄνθρωπος εἶσαι. ῎Εχεις οἰκογένεια κι εἶναι μεγάλη ἡ εὐκαιρία γρήγορα νά ἀποκτήσεις τόσα πού θά σοῦ ἀρκέσουν γιά πολύ καιρό. Καί μή φοβᾶσαι ὅτι μπορεῖ νά σέ κυνηγήσει κανείς, γιατί ὅλοι οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου τό θέλουν καί εἶναι σύμφωνοι᾽.
῾Ο φτωχός ἄνθρωπος ἄρχισε νά μπαίνει καλά στό νόημα. ῎Οχι ὅτι δέν εἶχε καταλάβει ἀπό τήν ἀρχή πού βρέθηκε στό ἀρχοντικό ἑνός ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς πόλης περί τίνος ἐπρόκειτο. Αὐτός πού τοῦ εἶχε μηνύσει νά ἔλθει νύκτα στό σπίτι τοῦ ἄρχοντα κάτι τοῦ εἶχε πεῖ μέσες ἄκρες, ἀλλά δέν περίμενε μέ τόση ὠμότητα νά τοῦ τό θέσουν: ἔ π ρ ε π ε ὁ νέος ἐπίσκοπος τῶν Βόστρων ᾽Ιουλιανός νά βγεῖ ἀπό τήν μέση κι ὁ ἴδιος ἦταν ὁ πιό κατάλληλος ὡς ὁ ὑπηρέτης του πού τοῦ φτιάχνει τό κρασί. Καθημερινά συναναστρέφεται τόν ἐπίσκοπο, ὁ ἐπίσκοπος τοῦ ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, λοιπόν δέν ἦταν δά καί πολύ δύσκολο τήν ὥρα πού θά τοῦ προσφέρει στό φαγητό του τό κρασί νά ἔχει ρίξει μέσα δηλητήριο. Οὔτε πού θά τό πάρει εἴδηση κανείς.
Δέν τοῦ εἶπαν πολλά πράγματα γιά τήν αἰτία τοῦ φόνου, ἀλλά δέν ἦταν καί κανένα χαϊβάνι ὁ φτωχός Μάρκος γιά νά μήν καταλάβει: ἀπό τήν ἀρχή πού τοποθετήθηκε στήν πόλη ὁ ᾽Ιουλιανός φάνηκε ὅτι δέν θά ᾽ναι εὔκολο νά γίνει ὑποχείριο κανενός. ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας πού τόν πλησίασαν ἀπ᾽ τήν πρώτη στιγμή πού πάτησε τό πόδι του στήν πόλη, κατάλαβαν ὅτι ὁ νέος ἐπίσκοπος εἶναι ῾σκληρό καρύδι᾽. Δέν ἄφηνε περιθώρια γιά χαριεντισμούς καί φιλικά χτυπήματα στήν πλάτη. Δέν φαινόταν νά ῾κλείνει τό μάτι᾽ σέ ἠθικές παρεκκλίσεις ἤ σέ ῾φιλοδωρήματα᾽ γιά νά ἐξυπηρετοῦνται καταστάσεις. Τό στόμα του μᾶλλον δέν θά μποροῦσε κανείς νά τοῦ τό κλείσει γιά νά ᾽μαστε ὅλοι ῾ἥσυχοι᾽. Συνεπῶς ἡ θέση του ἦταν στούς ἐχθρούς.
῾Ο Μάρκος δέν ἄργησε νά συγκατανεύσει στό ὑποχθόνιο σχέδιο. Μπορεῖ νά εἶχε κάνει ἤδη τήν ἐκτίμησή του γιά τόν ἐπίσκοπο, ὅτι ἦταν πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅμως ὁ ἴδιος δέν εἶχε καί πολλά ῾πάρε -δῶσε᾽ μέ τόν ῞Υψιστο. Περισσότερο τόν ἐνδιέφερε ὁ κόσμος μέ τά θέλγητρά του καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ οἰκογένειά του. ῾Η γυναικούλα του, τά παιδάκια του. ῎Αν αὐτοί ἦταν καλά, τότε καί ἐκεῖνος ἦταν καλά. Καί τώρα μάλιστα πού ἔβλεπε στά χέρια του τό ζεστό χρῆμα ἦταν σά νά κρατοῦσε τήν εὐτυχία στά χέρια του. ῎Ω, ἦταν βέβαιος ὅτι ἡ ἐπιλογή πού ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας στό πρόσωπό του δέν ἦταν τυχαία. Πρέπει νά ἤξεραν τήν ἀδυναμία του στά χρήματα, τά ὁποῖα ὅμως ποτέ δέν τοῦ ἦταν ἀρκετά. Τώρα λοιπόν μέ μιᾶς ἀπέκτησε ἀρκετά καί θά ἔρχονταν καί ἄλλα. ῾Η προσμονή καί τῶν ὑπολοίπων πολλαπλασίων χρημάτων τόν ἔκανε νά ριγήσει.
῾Σύμφωνοι᾽, εἶπε, καί σάν νά αἰσθάνθηκε τήν ὥρα πού τό ἐκστόμισε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά. ῾Η εἰκόνα τοῦ ᾽Ιούδα ξάφνου σχηματίστηκε μέσα του. ῾Σύμφωνοι. ᾽Αφῆστε το ἐπάνω μου᾽.
῾Ο ἐπίσκοπος ᾽Ιουλιανός σηκώθηκε ἀπό τήν προσευχή του. Δέν εἶχε περάσει πολύς καιρός πού ἡ ᾽Εκκλησία τόν εἶχε καλέσει νά ἀναλάβει τήν Μητρόπολη τῶν Βόστρων καί ἤδη ἔνιωθε ἀρκετά ἔξω ἀπό τά νερά του. Χρόνια στό κοινόβιο μοναστήρι του ζοῦσε τήν καλογερική ζωή μέ μεγάλη χαρά. Αἰσθανόταν εὐλογημένος ἀπό τόν Θεό πού εἶχε ἀνοίξει αὐτόν τόν συγκεκριμένο δρόμο στήν ζωή του καί πάλευε διαρκῶς ἀπό τήν ὥρα πού μπῆκε στό κοινόβιο γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του. Σύντομα ὁ ἡγούμενος εἶδε τήν ἁγνότητα καί τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καί τόν πρότεινε γιά διάκονο καί στήν συνέχεια γιά πρεσβύτερο. Καί νά λοιπόν πού τελικά ἡ ᾽Εκκλησία τόν ἀνύψωσε καί στόν ἀρχιερατικό θρόνο. Δέν ἤθελε, ἀρνήθηκε στήν ἀρχή, ἀλλά πείστηκε ὅτι δέν πρέπει νά ἐναντιώνεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τά Βόστρα ἐκεῖ στήν ᾽Αραβία θά ἦταν ἐφεξῆς ὁ χῶρος τῆς διακονίας του. ᾽Εκεῖ θά ἔπρεπε νά δίνει τίς μάχες ἀπέναντι στά πάθη του καί τόν πονηρό.
Ζήτησε νά μάθει καί τό ἐπιβεβαίωσε καί ὁ ἴδιος πώς ἡ πόλη τῆς ὁποίας ἀνέλαβε τήν διαποίμανση δέν ἦταν εὔκολη. ῾Υπῆρχαν βέβαια οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοί ἦταν ἡ παρηγοριά του, ἀλλά οἱ προεστοί καί οἱ ἰσχυροί, ὅπως κι ἕνα μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ, εἶχαν χαρακτηριστικά διαφθορᾶς. ᾽Ανηθικότητες, δολοπλοκίες, διαμάχες, ἔχθρες, βρίσκονταν στήν καθημερινή διάταξη. ῎Επρεπε νά βρίσκεται ἀδιάκοπα σέ ἐγρήγορση. Σκέφτηκε ὅτι ἄν ὁ ἀγώνας του στό μοναστήρι γινόταν μέ ἔνταση, αὐτή τώρα ἔπρεπε νά πολλαπλασιαστεῖ. Νά μή δώσει ῾τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν καί ὕπνον τοῖς κροτάφοις του᾽ κατά τόν ψαλμικό στίχο. Ζήτησε μέ πόνο τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του. ῾Σύ, Κύριε᾽, ἔλεγε, ῾πού μέ ἔφερες ἐδῶ σ᾽ αὐτόν τόν τόπο, ἐνίσχυσέ με μέ τίς πρεσβεῖες τῆς ἁγίας Μητέρας Σου. Ξέρεις ὅτι δέν τό ἐπεδίωξα. Στό δικό Σου θέλημα ἀφέθηκα. Κύριε, ἐλέησον ἐμένα καί τούς δούλους Σου στήν πόλη αὐτή᾽.
Τοῦ ἦρθε στόν νοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας. Κι ἐκεῖνος εἶχε βρεθεῖ σέ τόπο πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό εἰδωλολάτρες μέ ἐλάχιστους μόνον χριστιανούς. Καί τό ἀποτέλεσμα; ῞Οταν κοιμήθηκε, ὁ τόπος ἦταν γεμᾶτος ἀπό χριστιανούς μέ ἐλάχιστους εἰδωλολάτρες. Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶχαν μεταστραφεῖ. Τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν ἔκανε προστάτη του μετά τόν Κύριο καί τήν Παναγία. Τό δικό του παράδειγμα τόν ἠλέκτριζε ἔκτοτε καθημερινά.
Δέν ὑπῆρξε ἡμέρα πού νά μήν συνεχίζει τόν καθημερινό του κανόνα. Τό ὄνομα τοῦ Κυρίου δέν ἔφευγε καθόλου ἀπό τά χείλη του, ἐνῶ ἔβαλε πρόγραμμα γιά καθημερινές λατρευτικές συνάξεις στούς ναούς, κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, προσφορά στούς φτωχούς καί ἀναγκεμένους ἀνθρώπους, προσανατολισμός διαρκής στήν ἀληθινή πατρίδα, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο κόσμος πολύ σύντομα διχάστηκε: οἱ καλοπροαίρετοι τόν ἀποκαλοῦσαν ἅγιο καί τόν θεωροῦσαν στήριγμα καί παρηγοριά τους, οἱ κακοπροαίρετοι ὑποκριτή πού ξέρει νά παίζει καλά τόν ρόλο του. Οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες ἔφριτταν. Καί μέσα στούς δαίμονες βεβαίως ἦταν καί οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, οἱ ὁποῖοι βάλθηκαν ὅπως εἴδαμε νά τόν βγάλουν γρήγορα ἀπό τήν μέση.
῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ᾽Ιουλιανός σηκώθηκε ἀπό τήν προσευχή του. ῎Ενιωθε μιά βαθειά ἀγαλλίαση ἀλλά καί μιά ὀδύνη. ῾Ο Κύριος τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει τήν σκευωρία πού ἐξύφαιναν πίσω ἀπό τήν πλάτη του. ῾Ωστόσο δέν εἶπε οὔτε ἔκανε τίποτε. ῾Απλῶς περίμενε.
Κάθησε στό μικρό γραφεῖο του γιά τό σερβίρισμα τοῦ λιτοῦ φαγητοῦ του. Πίσω του δέσποζε μία εἰκόνα τοῦ ᾽Εσταυρωμένου Κυρίου. ῾Ο Μάρκος ὁ ὑπηρέτης τοῦ Μητροπολίτη ἐμφανίστηκε στήν πόρτα ὅπως πάντα τήν καθιερωμένη ὥρα. ῾Υποκλίθηκε στόν ἐπίσκοπο καί σ᾽ ἕναν δίσκο τοῦ ἄφησε τό φαγητό. Μαζί ἦταν καί τό ποτήρι μέ τό κρασί. Μόνο πού ὁ Μάρκος ἤξερε ὅτι τό κρασί εἶχε μέσα καί τό δηλητήριο. Τά μάτια του ἔλαμψαν μέ μιά περίεργη λάμψη. ῾Η καρδιά του σάν νά σφίχτηκε.
῾Μάρκο, παιδί μου᾽, εἶπε μέ μεγάλη στοργή ὁ ᾽Ιουλιανός, ῾κάθησε σέ παρακαλῶ σήμερα μαζί μου᾽. Τοῦ ὑπέδειξε ἕνα κάθισμα μπροστά σχεδόν στό γραφεῖο του. Διστακτικά ὁ Μάρκος κάθησε χωρίς νά πεῖ τίποτα. Περίμενε μέ ἀγωνία νά φάει καί νά πιεῖ ὁ ἐπίσκοπος.
᾽Εκεῖνος ὅμως δέν ἔκανε καμμία κίνηση γιά φαγητό καί πιοτό. Οὔτε τήν καθιερωμένη προσευχή του. Πῆρε μόνο τό ποτήρι καί τό ἔβαλε στό κέντρο τοῦ δίσκου, ἀκριβῶς μπροστά του. ῾Η καρδιά τοῦ Μάρκου κόντευε νά σπάσει. Τό χέρι τοῦ θείου ᾽Ιουλιανοῦ κινήθηκε ἔπειτα σ᾽ ἕνα μικρό κουδούνι πάνω στό γραφεῖο. ᾽Αμέσως ἐμφανίστηκε ὁ διάκονός του. ῾Εὐλογεῖτε᾽, εἶπε σεμνά.
῾Σέ παρακαλῶ, διάκονε, στεῖλε ἀμέσως καί φώναξε ἐδῶ ὅλους τούς προύχοντες τῆς πόλης καί ὅλους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἐκφράσει παράπονα ἐναντίον μου. Νά τούς πεῖς ὅτι εἶναι πολύ μεγάλη ἀνάγκη καί τούς παρακαλῶ προσωπικά ἐγώ νά ἔλθουν. Νά μή λείψει, εἰ δυνατόν, κανείς᾽.
῾Ο διάκονος ἔκανε πράξη τήν ἐντολή τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου. ῾Ο Μάρκος συνέχιζε νά κάθεται μέ γουρλωμένα μάτια στήν θέση του, ἐνῶ τό ποτήρι μέ τό δηλητήριο ἦταν ἀνέγγιχτο μπροστά στόν ἐπίσκοπο. ῾Ο ᾽Ιουλιανός δέν ἔλεγε τίποτε στόν ὑπηρέτη ἐνῶ νοερῶς προσευχόταν ἀκατάπαυστα. ῾Ο Κύριος τοῦ εἶχε δώσει πληροφορία ἐπακριβῶς τό τί εἶχε συμβεῖ.
Δέν ἄργησαν νά προσέλθουν ὅλοι. Μέ ἔνοχη ἀπορία ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους κάθονταν τώρα ἔναντι τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ ῾ἐχθροῦ᾽ τους, καί περίμεναν μέ ἀγωνία τόν λόγο του. Ὅσο ἔβλεπαν τό ποτήρι τοῦ κρασιοῦ μπροστά στόν ᾽Ιουλιανό τόσο καί ἡ ἀγωνία τους κορυφωνόταν. ῾Η στάση τοῦ Μάρκου, ἔνοχη καί ταραγμένη καί αὐτοῦ, ἐπέτεινε τήν ψυχική τους ἄσχημη κατάσταση.
῾Νά μέ συγχωρεῖτε πού σᾶς κάλεσα ἔτσι ἀπότομα σήμερα ἐδῶ᾽, ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ ἁγίου, ῾ἀλλά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά σᾶς ἔχω κοντά μου γι᾽ αὐτό πού πρόκειται νά συμβεῖ τώρα᾽, εἶπε κοιτάζοντας μέ νόημα τό ποτήρι μέ τό δηλητήριο. Οἱ ἄλλοι ἀδυνατοῦσαν νά καταλάβουν τά λεγόμενα τοῦ ἐπισκόπου καί ὅ,τι διαδραματιζόταν.
῾Δέν θέλω νά σᾶς κρατῶ ἄλλο σέ ἀγωνία. Αὐτό πού ἔχω ὅμως νά σᾶς πῶ εἶναι τοῦτο᾽. Σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ᾽Ιουλιανός καί κοίταξε ὅλους κατάματα. ῾῎Αν νομίζετε ὅτι θά σκοτώσετε τόν ταπεινό ᾽Ιουλιανό μέ δηλητήριο, νά πού τό πίνω μπροστά σας᾽.
῞Υψωσε τό χέρι του καί μέ τά δάχτυλά του σταύρωσε τρεῖς φορές τό ποτήρι καί εἶπε: ῾Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πίνω τοῦτο τό ποτήρι᾽.
Τό ἤπιε ὅλο μέχρι τόν πάτο. Μπροστά σέ ὅλους. Τό ἄφησε κάτω σταθερά, τούς ξανακοίταξε μέ θλιμμένη ἀγάπη, καί τούς εἶπε: ῾Σᾶς συγχωρῶ ἀπό τήν καρδιά μου γι᾽ αὐτό πού θελήσατε νά πάθω. ῾Ο ᾽Εσταυρωμένος Κύριός μου Τόν ὁποῖο βλέπετε πάνω ἀπό τό γραφεῖο μου αὐτό μοῦ ἐπιτάσσει. ῞Οπως ᾽Εκεῖνος συγχώρησε τούς σταυρωτές Του, ἔτσι κι ἐγώ μέ τήν χάρη Του συγχωρῶ κι ἐσᾶς. Δέν σᾶς κρατῶ καμμία κακία κι οὔτε πρόκειται νά σᾶς καταγγείλω. Τό μόνο πού θέλω νά ξέρετε εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ Παντοδύναμος καί μόνον ἀληθινός Θεός᾽.
Οἱ προεστοί καί ὅλοι οἱ ἐχθροί τοῦ Μητροπολίτη, ὁ Μάρκος ὁ ὑπηρέτης, ὁ διάκονος, ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι στέκονταν μαρμαρωμένοι. ῾Ο Θεός ἐπέτρεπε νά γίνονται θεατές ἑνός μεγάλου θαύματος, διάκονος τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ ἐπίσκοπός τους. ῾Ο ᾽Ιουλιανός, ἀβλαβής καθ᾽ ὅλα μετά καί τήν πόση τοῦ δηλητηρίου, φαινόταν θεόρατος μπροστά τους. ᾽Αδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν πῶς τό θανατηφόρο δηλητήριο γι᾽ αὐτόν λειτουργοῦσε ὡς τό νεράκι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκόμη περισσότερο δέν χωροῦσε τό μυαλό τους τήν γεμάτη στοργή καί ἀνεξικακία στάση του ἀπέναντί τους. Αὐθόρμητα ὁ καθένας ἔσκυψε καί τοῦ ᾽ βαλε μετάνοια.
(᾽Από τό ῾Λειμωνάριον᾽ τοῦ ᾽Ιωάννου Μόσχου)
῾Ο Μάρκος κρατοῦσε τό γεμᾶτο πουγκί μέ τά χρήματα πού τοῦ ᾽χαν βάλει στά χέρια του καί προσπαθοῦσε νά καταλάβει ἐπακριβῶς τί τοῦ ἔλεγαν.
- ῾Λοιπόν; Εἴμαστε σύμφωνοι;᾽ ἄκουσε νά τοῦ λέει χαμηλόφωνα ὁ ἕνας ἀπό τούς τρεῖς προύχοντες τῆς πόλης τῶν Βόστρων πού εἶχε μπροστά του. ῾Κι αὐτά πού σοῦ δίνουμε εἶναι μόνο ἡ ἀρχή. ῞Οταν κάνεις τήν δουλειά θά σοῦ δώσουμε διπλάσια. Φτωχός ἄνθρωπος εἶσαι. ῎Εχεις οἰκογένεια κι εἶναι μεγάλη ἡ εὐκαιρία γρήγορα νά ἀποκτήσεις τόσα πού θά σοῦ ἀρκέσουν γιά πολύ καιρό. Καί μή φοβᾶσαι ὅτι μπορεῖ νά σέ κυνηγήσει κανείς, γιατί ὅλοι οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου τό θέλουν καί εἶναι σύμφωνοι᾽.
῾Ο φτωχός ἄνθρωπος ἄρχισε νά μπαίνει καλά στό νόημα. ῎Οχι ὅτι δέν εἶχε καταλάβει ἀπό τήν ἀρχή πού βρέθηκε στό ἀρχοντικό ἑνός ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς πόλης περί τίνος ἐπρόκειτο. Αὐτός πού τοῦ εἶχε μηνύσει νά ἔλθει νύκτα στό σπίτι τοῦ ἄρχοντα κάτι τοῦ εἶχε πεῖ μέσες ἄκρες, ἀλλά δέν περίμενε μέ τόση ὠμότητα νά τοῦ τό θέσουν: ἔ π ρ ε π ε ὁ νέος ἐπίσκοπος τῶν Βόστρων ᾽Ιουλιανός νά βγεῖ ἀπό τήν μέση κι ὁ ἴδιος ἦταν ὁ πιό κατάλληλος ὡς ὁ ὑπηρέτης του πού τοῦ φτιάχνει τό κρασί. Καθημερινά συναναστρέφεται τόν ἐπίσκοπο, ὁ ἐπίσκοπος τοῦ ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, λοιπόν δέν ἦταν δά καί πολύ δύσκολο τήν ὥρα πού θά τοῦ προσφέρει στό φαγητό του τό κρασί νά ἔχει ρίξει μέσα δηλητήριο. Οὔτε πού θά τό πάρει εἴδηση κανείς.
Δέν τοῦ εἶπαν πολλά πράγματα γιά τήν αἰτία τοῦ φόνου, ἀλλά δέν ἦταν καί κανένα χαϊβάνι ὁ φτωχός Μάρκος γιά νά μήν καταλάβει: ἀπό τήν ἀρχή πού τοποθετήθηκε στήν πόλη ὁ ᾽Ιουλιανός φάνηκε ὅτι δέν θά ᾽ναι εὔκολο νά γίνει ὑποχείριο κανενός. ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας πού τόν πλησίασαν ἀπ᾽ τήν πρώτη στιγμή πού πάτησε τό πόδι του στήν πόλη, κατάλαβαν ὅτι ὁ νέος ἐπίσκοπος εἶναι ῾σκληρό καρύδι᾽. Δέν ἄφηνε περιθώρια γιά χαριεντισμούς καί φιλικά χτυπήματα στήν πλάτη. Δέν φαινόταν νά ῾κλείνει τό μάτι᾽ σέ ἠθικές παρεκκλίσεις ἤ σέ ῾φιλοδωρήματα᾽ γιά νά ἐξυπηρετοῦνται καταστάσεις. Τό στόμα του μᾶλλον δέν θά μποροῦσε κανείς νά τοῦ τό κλείσει γιά νά ᾽μαστε ὅλοι ῾ἥσυχοι᾽. Συνεπῶς ἡ θέση του ἦταν στούς ἐχθρούς.
῾Ο Μάρκος δέν ἄργησε νά συγκατανεύσει στό ὑποχθόνιο σχέδιο. Μπορεῖ νά εἶχε κάνει ἤδη τήν ἐκτίμησή του γιά τόν ἐπίσκοπο, ὅτι ἦταν πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅμως ὁ ἴδιος δέν εἶχε καί πολλά ῾πάρε -δῶσε᾽ μέ τόν ῞Υψιστο. Περισσότερο τόν ἐνδιέφερε ὁ κόσμος μέ τά θέλγητρά του καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ οἰκογένειά του. ῾Η γυναικούλα του, τά παιδάκια του. ῎Αν αὐτοί ἦταν καλά, τότε καί ἐκεῖνος ἦταν καλά. Καί τώρα μάλιστα πού ἔβλεπε στά χέρια του τό ζεστό χρῆμα ἦταν σά νά κρατοῦσε τήν εὐτυχία στά χέρια του. ῎Ω, ἦταν βέβαιος ὅτι ἡ ἐπιλογή πού ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας στό πρόσωπό του δέν ἦταν τυχαία. Πρέπει νά ἤξεραν τήν ἀδυναμία του στά χρήματα, τά ὁποῖα ὅμως ποτέ δέν τοῦ ἦταν ἀρκετά. Τώρα λοιπόν μέ μιᾶς ἀπέκτησε ἀρκετά καί θά ἔρχονταν καί ἄλλα. ῾Η προσμονή καί τῶν ὑπολοίπων πολλαπλασίων χρημάτων τόν ἔκανε νά ριγήσει.
῾Σύμφωνοι᾽, εἶπε, καί σάν νά αἰσθάνθηκε τήν ὥρα πού τό ἐκστόμισε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά. ῾Η εἰκόνα τοῦ ᾽Ιούδα ξάφνου σχηματίστηκε μέσα του. ῾Σύμφωνοι. ᾽Αφῆστε το ἐπάνω μου᾽.
῾Ο ἐπίσκοπος ᾽Ιουλιανός σηκώθηκε ἀπό τήν προσευχή του. Δέν εἶχε περάσει πολύς καιρός πού ἡ ᾽Εκκλησία τόν εἶχε καλέσει νά ἀναλάβει τήν Μητρόπολη τῶν Βόστρων καί ἤδη ἔνιωθε ἀρκετά ἔξω ἀπό τά νερά του. Χρόνια στό κοινόβιο μοναστήρι του ζοῦσε τήν καλογερική ζωή μέ μεγάλη χαρά. Αἰσθανόταν εὐλογημένος ἀπό τόν Θεό πού εἶχε ἀνοίξει αὐτόν τόν συγκεκριμένο δρόμο στήν ζωή του καί πάλευε διαρκῶς ἀπό τήν ὥρα πού μπῆκε στό κοινόβιο γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του. Σύντομα ὁ ἡγούμενος εἶδε τήν ἁγνότητα καί τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καί τόν πρότεινε γιά διάκονο καί στήν συνέχεια γιά πρεσβύτερο. Καί νά λοιπόν πού τελικά ἡ ᾽Εκκλησία τόν ἀνύψωσε καί στόν ἀρχιερατικό θρόνο. Δέν ἤθελε, ἀρνήθηκε στήν ἀρχή, ἀλλά πείστηκε ὅτι δέν πρέπει νά ἐναντιώνεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τά Βόστρα ἐκεῖ στήν ᾽Αραβία θά ἦταν ἐφεξῆς ὁ χῶρος τῆς διακονίας του. ᾽Εκεῖ θά ἔπρεπε νά δίνει τίς μάχες ἀπέναντι στά πάθη του καί τόν πονηρό.
Ζήτησε νά μάθει καί τό ἐπιβεβαίωσε καί ὁ ἴδιος πώς ἡ πόλη τῆς ὁποίας ἀνέλαβε τήν διαποίμανση δέν ἦταν εὔκολη. ῾Υπῆρχαν βέβαια οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοί ἦταν ἡ παρηγοριά του, ἀλλά οἱ προεστοί καί οἱ ἰσχυροί, ὅπως κι ἕνα μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ, εἶχαν χαρακτηριστικά διαφθορᾶς. ᾽Ανηθικότητες, δολοπλοκίες, διαμάχες, ἔχθρες, βρίσκονταν στήν καθημερινή διάταξη. ῎Επρεπε νά βρίσκεται ἀδιάκοπα σέ ἐγρήγορση. Σκέφτηκε ὅτι ἄν ὁ ἀγώνας του στό μοναστήρι γινόταν μέ ἔνταση, αὐτή τώρα ἔπρεπε νά πολλαπλασιαστεῖ. Νά μή δώσει ῾τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν καί ὕπνον τοῖς κροτάφοις του᾽ κατά τόν ψαλμικό στίχο. Ζήτησε μέ πόνο τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του. ῾Σύ, Κύριε᾽, ἔλεγε, ῾πού μέ ἔφερες ἐδῶ σ᾽ αὐτόν τόν τόπο, ἐνίσχυσέ με μέ τίς πρεσβεῖες τῆς ἁγίας Μητέρας Σου. Ξέρεις ὅτι δέν τό ἐπεδίωξα. Στό δικό Σου θέλημα ἀφέθηκα. Κύριε, ἐλέησον ἐμένα καί τούς δούλους Σου στήν πόλη αὐτή᾽.
Τοῦ ἦρθε στόν νοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας. Κι ἐκεῖνος εἶχε βρεθεῖ σέ τόπο πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό εἰδωλολάτρες μέ ἐλάχιστους μόνον χριστιανούς. Καί τό ἀποτέλεσμα; ῞Οταν κοιμήθηκε, ὁ τόπος ἦταν γεμᾶτος ἀπό χριστιανούς μέ ἐλάχιστους εἰδωλολάτρες. Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶχαν μεταστραφεῖ. Τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν ἔκανε προστάτη του μετά τόν Κύριο καί τήν Παναγία. Τό δικό του παράδειγμα τόν ἠλέκτριζε ἔκτοτε καθημερινά.
Δέν ὑπῆρξε ἡμέρα πού νά μήν συνεχίζει τόν καθημερινό του κανόνα. Τό ὄνομα τοῦ Κυρίου δέν ἔφευγε καθόλου ἀπό τά χείλη του, ἐνῶ ἔβαλε πρόγραμμα γιά καθημερινές λατρευτικές συνάξεις στούς ναούς, κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, προσφορά στούς φτωχούς καί ἀναγκεμένους ἀνθρώπους, προσανατολισμός διαρκής στήν ἀληθινή πατρίδα, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο κόσμος πολύ σύντομα διχάστηκε: οἱ καλοπροαίρετοι τόν ἀποκαλοῦσαν ἅγιο καί τόν θεωροῦσαν στήριγμα καί παρηγοριά τους, οἱ κακοπροαίρετοι ὑποκριτή πού ξέρει νά παίζει καλά τόν ρόλο του. Οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες ἔφριτταν. Καί μέσα στούς δαίμονες βεβαίως ἦταν καί οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, οἱ ὁποῖοι βάλθηκαν ὅπως εἴδαμε νά τόν βγάλουν γρήγορα ἀπό τήν μέση.
῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ᾽Ιουλιανός σηκώθηκε ἀπό τήν προσευχή του. ῎Ενιωθε μιά βαθειά ἀγαλλίαση ἀλλά καί μιά ὀδύνη. ῾Ο Κύριος τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει τήν σκευωρία πού ἐξύφαιναν πίσω ἀπό τήν πλάτη του. ῾Ωστόσο δέν εἶπε οὔτε ἔκανε τίποτε. ῾Απλῶς περίμενε.
Κάθησε στό μικρό γραφεῖο του γιά τό σερβίρισμα τοῦ λιτοῦ φαγητοῦ του. Πίσω του δέσποζε μία εἰκόνα τοῦ ᾽Εσταυρωμένου Κυρίου. ῾Ο Μάρκος ὁ ὑπηρέτης τοῦ Μητροπολίτη ἐμφανίστηκε στήν πόρτα ὅπως πάντα τήν καθιερωμένη ὥρα. ῾Υποκλίθηκε στόν ἐπίσκοπο καί σ᾽ ἕναν δίσκο τοῦ ἄφησε τό φαγητό. Μαζί ἦταν καί τό ποτήρι μέ τό κρασί. Μόνο πού ὁ Μάρκος ἤξερε ὅτι τό κρασί εἶχε μέσα καί τό δηλητήριο. Τά μάτια του ἔλαμψαν μέ μιά περίεργη λάμψη. ῾Η καρδιά του σάν νά σφίχτηκε.
῾Μάρκο, παιδί μου᾽, εἶπε μέ μεγάλη στοργή ὁ ᾽Ιουλιανός, ῾κάθησε σέ παρακαλῶ σήμερα μαζί μου᾽. Τοῦ ὑπέδειξε ἕνα κάθισμα μπροστά σχεδόν στό γραφεῖο του. Διστακτικά ὁ Μάρκος κάθησε χωρίς νά πεῖ τίποτα. Περίμενε μέ ἀγωνία νά φάει καί νά πιεῖ ὁ ἐπίσκοπος.
᾽Εκεῖνος ὅμως δέν ἔκανε καμμία κίνηση γιά φαγητό καί πιοτό. Οὔτε τήν καθιερωμένη προσευχή του. Πῆρε μόνο τό ποτήρι καί τό ἔβαλε στό κέντρο τοῦ δίσκου, ἀκριβῶς μπροστά του. ῾Η καρδιά τοῦ Μάρκου κόντευε νά σπάσει. Τό χέρι τοῦ θείου ᾽Ιουλιανοῦ κινήθηκε ἔπειτα σ᾽ ἕνα μικρό κουδούνι πάνω στό γραφεῖο. ᾽Αμέσως ἐμφανίστηκε ὁ διάκονός του. ῾Εὐλογεῖτε᾽, εἶπε σεμνά.
῾Σέ παρακαλῶ, διάκονε, στεῖλε ἀμέσως καί φώναξε ἐδῶ ὅλους τούς προύχοντες τῆς πόλης καί ὅλους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἐκφράσει παράπονα ἐναντίον μου. Νά τούς πεῖς ὅτι εἶναι πολύ μεγάλη ἀνάγκη καί τούς παρακαλῶ προσωπικά ἐγώ νά ἔλθουν. Νά μή λείψει, εἰ δυνατόν, κανείς᾽.
῾Ο διάκονος ἔκανε πράξη τήν ἐντολή τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου. ῾Ο Μάρκος συνέχιζε νά κάθεται μέ γουρλωμένα μάτια στήν θέση του, ἐνῶ τό ποτήρι μέ τό δηλητήριο ἦταν ἀνέγγιχτο μπροστά στόν ἐπίσκοπο. ῾Ο ᾽Ιουλιανός δέν ἔλεγε τίποτε στόν ὑπηρέτη ἐνῶ νοερῶς προσευχόταν ἀκατάπαυστα. ῾Ο Κύριος τοῦ εἶχε δώσει πληροφορία ἐπακριβῶς τό τί εἶχε συμβεῖ.
Δέν ἄργησαν νά προσέλθουν ὅλοι. Μέ ἔνοχη ἀπορία ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους κάθονταν τώρα ἔναντι τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ ῾ἐχθροῦ᾽ τους, καί περίμεναν μέ ἀγωνία τόν λόγο του. Ὅσο ἔβλεπαν τό ποτήρι τοῦ κρασιοῦ μπροστά στόν ᾽Ιουλιανό τόσο καί ἡ ἀγωνία τους κορυφωνόταν. ῾Η στάση τοῦ Μάρκου, ἔνοχη καί ταραγμένη καί αὐτοῦ, ἐπέτεινε τήν ψυχική τους ἄσχημη κατάσταση.
῾Νά μέ συγχωρεῖτε πού σᾶς κάλεσα ἔτσι ἀπότομα σήμερα ἐδῶ᾽, ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ ἁγίου, ῾ἀλλά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά σᾶς ἔχω κοντά μου γι᾽ αὐτό πού πρόκειται νά συμβεῖ τώρα᾽, εἶπε κοιτάζοντας μέ νόημα τό ποτήρι μέ τό δηλητήριο. Οἱ ἄλλοι ἀδυνατοῦσαν νά καταλάβουν τά λεγόμενα τοῦ ἐπισκόπου καί ὅ,τι διαδραματιζόταν.
῾Δέν θέλω νά σᾶς κρατῶ ἄλλο σέ ἀγωνία. Αὐτό πού ἔχω ὅμως νά σᾶς πῶ εἶναι τοῦτο᾽. Σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ᾽Ιουλιανός καί κοίταξε ὅλους κατάματα. ῾῎Αν νομίζετε ὅτι θά σκοτώσετε τόν ταπεινό ᾽Ιουλιανό μέ δηλητήριο, νά πού τό πίνω μπροστά σας᾽.
῞Υψωσε τό χέρι του καί μέ τά δάχτυλά του σταύρωσε τρεῖς φορές τό ποτήρι καί εἶπε: ῾Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πίνω τοῦτο τό ποτήρι᾽.
Τό ἤπιε ὅλο μέχρι τόν πάτο. Μπροστά σέ ὅλους. Τό ἄφησε κάτω σταθερά, τούς ξανακοίταξε μέ θλιμμένη ἀγάπη, καί τούς εἶπε: ῾Σᾶς συγχωρῶ ἀπό τήν καρδιά μου γι᾽ αὐτό πού θελήσατε νά πάθω. ῾Ο ᾽Εσταυρωμένος Κύριός μου Τόν ὁποῖο βλέπετε πάνω ἀπό τό γραφεῖο μου αὐτό μοῦ ἐπιτάσσει. ῞Οπως ᾽Εκεῖνος συγχώρησε τούς σταυρωτές Του, ἔτσι κι ἐγώ μέ τήν χάρη Του συγχωρῶ κι ἐσᾶς. Δέν σᾶς κρατῶ καμμία κακία κι οὔτε πρόκειται νά σᾶς καταγγείλω. Τό μόνο πού θέλω νά ξέρετε εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ Παντοδύναμος καί μόνον ἀληθινός Θεός᾽.
Οἱ προεστοί καί ὅλοι οἱ ἐχθροί τοῦ Μητροπολίτη, ὁ Μάρκος ὁ ὑπηρέτης, ὁ διάκονος, ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι στέκονταν μαρμαρωμένοι. ῾Ο Θεός ἐπέτρεπε νά γίνονται θεατές ἑνός μεγάλου θαύματος, διάκονος τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ ἐπίσκοπός τους. ῾Ο ᾽Ιουλιανός, ἀβλαβής καθ᾽ ὅλα μετά καί τήν πόση τοῦ δηλητηρίου, φαινόταν θεόρατος μπροστά τους. ᾽Αδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν πῶς τό θανατηφόρο δηλητήριο γι᾽ αὐτόν λειτουργοῦσε ὡς τό νεράκι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκόμη περισσότερο δέν χωροῦσε τό μυαλό τους τήν γεμάτη στοργή καί ἀνεξικακία στάση του ἀπέναντί τους. Αὐθόρμητα ὁ καθένας ἔσκυψε καί τοῦ ᾽ βαλε μετάνοια.
(᾽Από τό ῾Λειμωνάριον᾽ τοῦ ᾽Ιωάννου Μόσχου)