Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Μέσα στό χαρμόσυνο καί ἑορταστικό πνεῦμα ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων ἀλλά καί τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους, ἄς ἐπιτραπεῖ νά θέσουμε ἕνα μᾶλλον προκλητικό κι ἴσως παράδοξο θεωρούμενο ἐρώτημα: γιατί ἑορτάζουμε οἱ ἄνθρωποι τήν πρωτοχρονιά; Γιατί βλέπουμε πολλούς νά ξενυχτοῦν μέ τήν προσδοκία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου, ἐκφράζοντας τή χαρά τους μέ τραγούδια, πυροτεχνήματα, ἀγκαλιές καί φιλιά; Λογικά καί φυσιολογικά δέν θά ἔπρεπε ἡ ἡμέρα αὐτή, γιά τόν κοσμικό μάλιστα ἄνθρωπο, νά ἔχει ἀπαισιόδοξο χαρακτήρα, ἀφοῦ τόν φέρνει ἕνα βῆμα πιό κοντά στό τέλος τῆς ζωῆς του; ῾Ο χρόνος δέν εἶναι συνυφασμένος πάντοτε μέ τή φθορά καί τόν θάνατο; Γλεντᾶνε καί ξεφαντώνουν οἱ ἄνθρωποι γιατί θά πεθάνουν;
Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς καθαυτήν γνώσεως, ἀλλά τήν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τόν προβληματισμό τοῦ θανάτου γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὡς κάτι τό πολύ μακρινό καί πάντως...ὄχι γιά ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολύ βολικός γι᾽ αὐτούς. Γιατί νά δέχονται λογισμούς ἀπωλείας του; ῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κινοῦνται σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καί διαμορφώνουν συμπεριφορά αἰώνιου καί ἀθάνατου ἀνθρώπου.
Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τήν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στόν χρόνο, μά προσπαθοῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτήν, θεωρώντας τόν θάνατο ἁπλά κάτι τό ῾φυσικό᾽. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: ῾Τό διάστημα πού μοῦ ἀπομένει νά ζήσω, ἄς τό γλεντήσω᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρίς κανένα προβληματισμό γιά Θεό καί πνευματική ζωή, ἐκφράζει τήν πρακτική λεγόμενη ἀθεΐα, τήν ἀθεΐα δηλαδή τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μέ τό ἀξίωμα ῾φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽.
῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ χριστιανική ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ᾽ ἐντελῶς διαφορετική βάση ἀπό τίς προηγούμενες κατανοεῖ τήν πρωτοχρονιά ὡς γεγονός χαρμόσυνο γιά δύο βασικούς λόγους. Πρῶτον, γιατί τό πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τόν χριστιανό πιό κοντά στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο θά καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική, σάν θέα μέσα ἀπό καθρέπτη, σχέση του μέ Αὐτόν τῆς παρούσας ζωῆς καί θά Τόν βλέπει ῾πρόσωπον πρός πρόσωπον᾽ κατά τόν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μέ κάθε πρωτοχρονιά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ῾Οποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τήν γιά δεύτερη φορά ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἐνταχθοῦν στήν Βασιλεία Του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καί συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τό περιθώριο πού δίνει ὁ Θεός στό κάθε πλάσμα Του γιά νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει δηλαδή τρόπο ζωῆς καί νά μπορέσει νά συντονιστεῖ μέ τόν δικό Του ρυθμό ζωῆς πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει γιά παράδειγμα ἡ ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη: ῾ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21), ἤ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4), αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἤ καί τόν συνάνθρωπό μας.
῾Υπό τό παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιά φαίνεται νά λειτουργεῖ γιά τούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς ὡς ἀφορμή γιά ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νά ῾διασκεδάσουν᾽ τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιά τή φθορά καί τόν θάνατο ἤ καί τόν τρόμο τους μπροστά στήν ῾ἄδεια᾽ ἀπό νόημα καρδιά τους, γιά τούς συνειδητούς χριστιανούς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στήν καρδιά, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης μέ τόν Θεό: τόν Θεό πού ζοῦμε ἤδη στήν ᾽Εκκλησία ὡς μέλη της νά Τόν ζήσουμε πιό βαθιά καί πιό ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτό πού λέει καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικός Πατέρας καί Δάσκαλος τῆς ᾽Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος σέ ἀνάλογο προβληματισμό: ῾῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, πού δέν χάνεται καί δέν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν ἴδιο τόν Θεό᾽. Μή λησμονοῦμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι᾽.
῎Ετσι μπορεῖ ὁ χρόνος νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τή φθορά καί τόν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτή τήν ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο: μέσα στόν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει, νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, νά βρεῖ τόν Θεό του. Σάν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νά χαιρόμαστε καί νά πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τό δικαίωμα αὐτό ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος μπῆκε ὡς Θεός μέσα στόν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τόν γέμισε μέ τήν ἅγια παρουσία Του καί τόν ἄλλαξε, βάζοντας τίς ράγες του πιά πάνω στήν τροχιά τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιά καί κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καί γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά βλέπουμε τόν Χριστό μας, νά βλέπουμε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας μέσα ἀπό τά γυαλιά τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινή ἐμπειρία!
Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς καθαυτήν γνώσεως, ἀλλά τήν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τόν προβληματισμό τοῦ θανάτου γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὡς κάτι τό πολύ μακρινό καί πάντως...ὄχι γιά ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολύ βολικός γι᾽ αὐτούς. Γιατί νά δέχονται λογισμούς ἀπωλείας του; ῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κινοῦνται σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καί διαμορφώνουν συμπεριφορά αἰώνιου καί ἀθάνατου ἀνθρώπου.
Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τήν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στόν χρόνο, μά προσπαθοῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτήν, θεωρώντας τόν θάνατο ἁπλά κάτι τό ῾φυσικό᾽. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: ῾Τό διάστημα πού μοῦ ἀπομένει νά ζήσω, ἄς τό γλεντήσω᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρίς κανένα προβληματισμό γιά Θεό καί πνευματική ζωή, ἐκφράζει τήν πρακτική λεγόμενη ἀθεΐα, τήν ἀθεΐα δηλαδή τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μέ τό ἀξίωμα ῾φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽.
῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ χριστιανική ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ᾽ ἐντελῶς διαφορετική βάση ἀπό τίς προηγούμενες κατανοεῖ τήν πρωτοχρονιά ὡς γεγονός χαρμόσυνο γιά δύο βασικούς λόγους. Πρῶτον, γιατί τό πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τόν χριστιανό πιό κοντά στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο θά καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική, σάν θέα μέσα ἀπό καθρέπτη, σχέση του μέ Αὐτόν τῆς παρούσας ζωῆς καί θά Τόν βλέπει ῾πρόσωπον πρός πρόσωπον᾽ κατά τόν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μέ κάθε πρωτοχρονιά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ῾Οποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τήν γιά δεύτερη φορά ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἐνταχθοῦν στήν Βασιλεία Του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καί συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τό περιθώριο πού δίνει ὁ Θεός στό κάθε πλάσμα Του γιά νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει δηλαδή τρόπο ζωῆς καί νά μπορέσει νά συντονιστεῖ μέ τόν δικό Του ρυθμό ζωῆς πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει γιά παράδειγμα ἡ ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη: ῾ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21), ἤ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4), αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἤ καί τόν συνάνθρωπό μας.
῾Υπό τό παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιά φαίνεται νά λειτουργεῖ γιά τούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς ὡς ἀφορμή γιά ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νά ῾διασκεδάσουν᾽ τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιά τή φθορά καί τόν θάνατο ἤ καί τόν τρόμο τους μπροστά στήν ῾ἄδεια᾽ ἀπό νόημα καρδιά τους, γιά τούς συνειδητούς χριστιανούς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στήν καρδιά, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης μέ τόν Θεό: τόν Θεό πού ζοῦμε ἤδη στήν ᾽Εκκλησία ὡς μέλη της νά Τόν ζήσουμε πιό βαθιά καί πιό ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτό πού λέει καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικός Πατέρας καί Δάσκαλος τῆς ᾽Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος σέ ἀνάλογο προβληματισμό: ῾῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, πού δέν χάνεται καί δέν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν ἴδιο τόν Θεό᾽. Μή λησμονοῦμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι᾽.
῎Ετσι μπορεῖ ὁ χρόνος νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τή φθορά καί τόν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτή τήν ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο: μέσα στόν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει, νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, νά βρεῖ τόν Θεό του. Σάν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νά χαιρόμαστε καί νά πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τό δικαίωμα αὐτό ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος μπῆκε ὡς Θεός μέσα στόν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τόν γέμισε μέ τήν ἅγια παρουσία Του καί τόν ἄλλαξε, βάζοντας τίς ράγες του πιά πάνω στήν τροχιά τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιά καί κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καί γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά βλέπουμε τόν Χριστό μας, νά βλέπουμε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας μέσα ἀπό τά γυαλιά τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινή ἐμπειρία!