Λεωνίδα Γ. Μαργαρίτη Eπιτ. Δικηγόρου, Προέδρου Εταιρείας Λογοτεχνών
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κασιμάτη «Γάμος, είναι ο μόνιμος και σύνθετος δεσμός ανδρός και γυναικός αποβλέπων στην ανάπτυξη του οικογενειακού κυττάρου δια της κοινής ζωής και της αμοιβαίας βοηθείας», κατά τον Μοδεστίνο είναι: «ένωση ανδρός και γυναικός συγκλήρωση του βίου δια παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία» ενώ «Μυστήριο Μέγα» τον χαρακτηρίζει ο Απόστολος Παύλος .
Τα τελευταία χρόνια η έννοια του γάμου έχει υποστεί νοηματικές και πραγματικές παρεκκλίσεις αφού πλέον μιλάμε για πολιτικό γάμο, αλλά και για σχέση μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Το λάθος ξεκίνησε από την προσπάθεια υπευθύνων της πολιτείας να δώσουν τελετουργικό χαρακτήρα στον πολιτικό γάμο. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η όλη διαδικασία δεν είναι παρά μια υπογραφή κοινής δήλωσης ετερόφυλων προσώπων ενώπιον του Δημάρχου, περί της επιθυμίας τους να συμβιώσουν.
Η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των συζύγων καθορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 1386-1416).Η υποβολή της κοινής δήλωσης ήταν και παραμένει για όλους υποχρεωτική και γίνονταν, προ της καθιερώσεως του πολιτικού γάμου, μετά τη σχετική ιερολογία. Μετά την καθιέρωση του πολιτικού γάμου μπορεί κανείς να αρκεσθεί στην υποβολή της κοινής δήλωσης. Η δήλωση αυτή κατά την άποψή μας θα πρέπει να είναι υποχρεωτική για όλους τους πολίτες και μάλιστα προ πάσης ιερολογίας. Μετά την υποβολή της ο κάθε πολίτης είναι πλέον ελεύθερος να τελέσει οποιαδήποτε ιεροτελεστία επιβάλει το τυπικό της θρησκείας του. Άλλωστε η θρησκεία και το ιδεολογικό πιστεύω κάθε πολίτη είναι προσωπική-εσωτερική του υπόθεση και σε καμία περίπτωση δεν αφορά και δεν πρέπει να αφορά την πολιτεία, και τα όργανά της.
Η αντιμετώπιση κάθε πολίτη στην εφαρμογή των νόμων πρέπει να είναι ισότιμη , να μην επηρεάζεται από το θρήσκευμα, την πολιτική ιδεολογία και τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις, ούτε φυσικά να παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα
Σήμερα υπάρχει επιδίωξη προσώπων του ιδίου φύλου να αναγνωρισθεί νομοθετικά η μεταξύ τους τέλεση γάμου. Μάλιστα σε κάποια κράτη έχει ήδη θεσμοθετηθεί ο ιδιότυπος αυτός γάμος . Το αίτημα διατυπώθηκε πρόσφατα και στη χώρα μας και προβάλλεται η αναγκαιότητα νομοθετικής ρύθμισης. Η συμβίωση όμως προσώπων του ιδίου φύλου δεν έχει κανένα στοιχείο από εκείνα που συγκροτούν το θεσμό του γάμου.
Το σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών μπορεί να αποτελεί μέσο περιφρούρησης της επιθυμίας τους ,κάτι για το οποίο δεν μπορεί να διαφωνεί κανείς, μια και οι σεξουαλικές προτιμήσεις του κάθε πολίτη αποτελούν αποκλειστικό και αναφαίρετο δικαίωμά του, όμως δεν μπορεί το σύμφωνο αυτό να εξισωθεί με το θεσμό του γάμου. Δεν μπορούμε ηθικά να δεχτούμε και να εξομοιώσουμε θεσμούς καταξιωμένους με παρεκκλίσεις και φυσιολογικές καταστάσεις με μη φυσιολογικές. Ακόμη είναι περισσότερο ατυχές το αίτημα των ενδιαφερομένων να αξιώνουν δικαίωμα και στην υιοθεσία. Διαδηλώνουν μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά το ανέφικτο της παιδοποιίας κάτι που ο γάμος σα θεσμός και σα μυστήριο έχει κυρία αποστολή.
Σε κάποιες κοινωνίες που η σχέση αυτή έχει θεσμοθετηθεί, μόνο ως φιλία μπορεί να λογιστεί. Η σχέση της φιλίας όμως που έχει δοκιμασθεί στη διαδρομή της ιστορίας δεν έχει ανάγκη από μια αντίστοιχη θεσμοθέτηση. Όσοι επιχειρούν να την στηρίξουν με νομικά δεσμά και με συμβατικές υποχρεώσεις δεν της προσθέτουν τίποτα απλώς την ποτίζουν καχυποψία. Υπήρξε πάντα ο δεσμός φιλίας προσώπων του ιδίου ή και διαφορετικού φύλου χωρίς κανένας απ’ αυτούς να αξιώνει , νομοθετικές ρυθμίσεις για διασφάλιση και κατοχύρωση της σχέσης τους. Ανεξάρτητα από αυτό, θεωρούμε αναγκαία σήμερα τη θεσμοθέτηση της φιλίας ως ελεύθερης συμβίωσης .
Δεν μπορούμε όμως να διαστρέφουμε τη φύση, να ανατρέπουμε ανώδυνα και ατιμώρητα τον κανόνα, της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων και να διασύρουμε καταξιωμένους και παγιωμένους στη συνείδηση των λαών θεσμούς. Ο νομοθέτης θα πρέπει να σεβασθεί την πίστη του καθενός, τον ιερό θεσμό του γάμου και παράλληλα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στην επιλογή ερωτικού συντρόφου.
Δεν μπορούμε όμως να αναγάγουμε τις παρεκκλίσεις σε κανόνα ούτε πολύ περισσότερο να ξευτελίζουμε ένα θεσμό που δοκιμάσθηκε και που συνεχίζει να αποτελεί το κύτταρο της οικογένειας.
Τα τελευταία χρόνια η έννοια του γάμου έχει υποστεί νοηματικές και πραγματικές παρεκκλίσεις αφού πλέον μιλάμε για πολιτικό γάμο, αλλά και για σχέση μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Το λάθος ξεκίνησε από την προσπάθεια υπευθύνων της πολιτείας να δώσουν τελετουργικό χαρακτήρα στον πολιτικό γάμο. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η όλη διαδικασία δεν είναι παρά μια υπογραφή κοινής δήλωσης ετερόφυλων προσώπων ενώπιον του Δημάρχου, περί της επιθυμίας τους να συμβιώσουν.
Η ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των συζύγων καθορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (άρθρα 1386-1416).Η υποβολή της κοινής δήλωσης ήταν και παραμένει για όλους υποχρεωτική και γίνονταν, προ της καθιερώσεως του πολιτικού γάμου, μετά τη σχετική ιερολογία. Μετά την καθιέρωση του πολιτικού γάμου μπορεί κανείς να αρκεσθεί στην υποβολή της κοινής δήλωσης. Η δήλωση αυτή κατά την άποψή μας θα πρέπει να είναι υποχρεωτική για όλους τους πολίτες και μάλιστα προ πάσης ιερολογίας. Μετά την υποβολή της ο κάθε πολίτης είναι πλέον ελεύθερος να τελέσει οποιαδήποτε ιεροτελεστία επιβάλει το τυπικό της θρησκείας του. Άλλωστε η θρησκεία και το ιδεολογικό πιστεύω κάθε πολίτη είναι προσωπική-εσωτερική του υπόθεση και σε καμία περίπτωση δεν αφορά και δεν πρέπει να αφορά την πολιτεία, και τα όργανά της.
Η αντιμετώπιση κάθε πολίτη στην εφαρμογή των νόμων πρέπει να είναι ισότιμη , να μην επηρεάζεται από το θρήσκευμα, την πολιτική ιδεολογία και τις φιλοσοφικές του αντιλήψεις, ούτε φυσικά να παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα
Σήμερα υπάρχει επιδίωξη προσώπων του ιδίου φύλου να αναγνωρισθεί νομοθετικά η μεταξύ τους τέλεση γάμου. Μάλιστα σε κάποια κράτη έχει ήδη θεσμοθετηθεί ο ιδιότυπος αυτός γάμος . Το αίτημα διατυπώθηκε πρόσφατα και στη χώρα μας και προβάλλεται η αναγκαιότητα νομοθετικής ρύθμισης. Η συμβίωση όμως προσώπων του ιδίου φύλου δεν έχει κανένα στοιχείο από εκείνα που συγκροτούν το θεσμό του γάμου.
Το σύμφωνο συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών μπορεί να αποτελεί μέσο περιφρούρησης της επιθυμίας τους ,κάτι για το οποίο δεν μπορεί να διαφωνεί κανείς, μια και οι σεξουαλικές προτιμήσεις του κάθε πολίτη αποτελούν αποκλειστικό και αναφαίρετο δικαίωμά του, όμως δεν μπορεί το σύμφωνο αυτό να εξισωθεί με το θεσμό του γάμου. Δεν μπορούμε ηθικά να δεχτούμε και να εξομοιώσουμε θεσμούς καταξιωμένους με παρεκκλίσεις και φυσιολογικές καταστάσεις με μη φυσιολογικές. Ακόμη είναι περισσότερο ατυχές το αίτημα των ενδιαφερομένων να αξιώνουν δικαίωμα και στην υιοθεσία. Διαδηλώνουν μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά το ανέφικτο της παιδοποιίας κάτι που ο γάμος σα θεσμός και σα μυστήριο έχει κυρία αποστολή.
Σε κάποιες κοινωνίες που η σχέση αυτή έχει θεσμοθετηθεί, μόνο ως φιλία μπορεί να λογιστεί. Η σχέση της φιλίας όμως που έχει δοκιμασθεί στη διαδρομή της ιστορίας δεν έχει ανάγκη από μια αντίστοιχη θεσμοθέτηση. Όσοι επιχειρούν να την στηρίξουν με νομικά δεσμά και με συμβατικές υποχρεώσεις δεν της προσθέτουν τίποτα απλώς την ποτίζουν καχυποψία. Υπήρξε πάντα ο δεσμός φιλίας προσώπων του ιδίου ή και διαφορετικού φύλου χωρίς κανένας απ’ αυτούς να αξιώνει , νομοθετικές ρυθμίσεις για διασφάλιση και κατοχύρωση της σχέσης τους. Ανεξάρτητα από αυτό, θεωρούμε αναγκαία σήμερα τη θεσμοθέτηση της φιλίας ως ελεύθερης συμβίωσης .
Δεν μπορούμε όμως να διαστρέφουμε τη φύση, να ανατρέπουμε ανώδυνα και ατιμώρητα τον κανόνα, της φυσικής εξέλιξης των πραγμάτων και να διασύρουμε καταξιωμένους και παγιωμένους στη συνείδηση των λαών θεσμούς. Ο νομοθέτης θα πρέπει να σεβασθεί την πίστη του καθενός, τον ιερό θεσμό του γάμου και παράλληλα το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στην επιλογή ερωτικού συντρόφου.
Δεν μπορούμε όμως να αναγάγουμε τις παρεκκλίσεις σε κανόνα ούτε πολύ περισσότερο να ξευτελίζουμε ένα θεσμό που δοκιμάσθηκε και που συνεχίζει να αποτελεί το κύτταρο της οικογένειας.