Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
Μετά τις επίσημες τελετές, ήρθε η ώρα για την πρώτη ουσιαστική σύνοδο εργασίας των επιτρόπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρωί της εναρκτήριας
συνεδρίασης, ο Γερμανός επίτροπος δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει την επίσημη μαύρη λιμουζίνα. Προτίμησε να κάνει τη διαδρομή από το ξενοδοχείο του έως την αίθουσα συνεδριάσεων, κάπου στη Βασιλίσσης Σοφίας, με τα πόδια.
Ελληνομαθής και λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, προτίμησε να κόψει από την Πύλη του Αδριανού και να ακολουθήσει τα σοκάκια της Πλάκας, τραβώντας προς τη Ρωμαϊκή Αγορά. Πίσω από μια χαμηλή πορτούλα, παρά την οχλοβοή του δρόμου, το αυτί του πήρε φθόγγους βυζαντινούς να ψέλνονται από μια ταπεινή φωνή. Δρασκέλισε το ξύλινο κατώφλι και βρέθηκε μπροστά σε έναν ναΐσκο. Στη δίγλωσση επιγραφή της αρχαιολογικής υπηρεσίας διάβασε: «ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΛΙΣΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗΣ»
Μπήκε στο εσωτερικό. Στα δεξιά, μια ταπεινή μορφή έψελνε. Μόλις τον είδε, σταμάτησε και τον πλησίασε:
- «Καλήν ημέρα» του είπε. «Ποιος είσαι;»
- «Οτο Κ.», του απάντησε. «Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
- «Τι σύμπτωση», αποκρίθηκε ο ταπεινός ψάλτης. «Χρέη επιτρόπου ασκώ κι εγώ εδώ. Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με λένε. Πώς από αυτά τα ταπεινά μέρη;»
- «Πήγαινα προς την πλατεία Συντάγματος, αλλά είπα να κάνω μια βόλτα στις ωραίες αυτές γειτονιές πριν από την πρώτη συνεδρίαση. Ξέρεις, η πατρίδα σου έχει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για έξι μήνες».
- «Σε βλέπω ενθουσιασμένο!»
- «Ελπίζω, ελπίζω. Ολα δείχνουν αδιέξοδα. Ισως η ελληνική προεδρία βάλει κάποια πράγματα σε μια τάξη, όπως η φιλοσοφία των προγόνων σου έβαλε σε τάξη τον κόσμο».
- «Αδελφέ μου επίτροπε», του απάντησε ο κυρ Αλέξανδρος. «Τα νομικά και τα διεθνή οικονομικά δεν τα κατέχω. Ξέρω όμως, ότι κάτω από εκείνον εκεί τον ιερό βράχο που τόσο αγαπάς, οι πρόγονοί μου κατάλαβαν ότι οι αιτίες για όλα τα δεινά του κόσμου βρίσκονται στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Και σήμερα εδώ με βρήκες να δοξάζω κάποιον που ήρθε στη Γη, ακριβώς για να ομορφύνει και να φωτίσει την ανθρώπινη ψυχή».
- «Μα τώρα πια οι νόμοι και οι κανονισμοί αρκούν για μια δίκαιη κοινωνία», ανταπάντησε ο επίτροπος.
Ο κυρ Αλέξανδρος χαμογέλασε:
- «Το θηρίο μέσα στον κάθε άνθρωπο δεν κατέχει από νόμους, αδελφέ μου. Μόνο την απληστία του αναγνωρίζει. Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς».
Ο επίτροπος σαν να ενοχλήθηκε:
- «Δεν αδιαφορώ για τη γνώμη σου. Βρίσκω, μάλιστα, αρκετό δίκιο στον λόγο σου. Ομως επιμένω να πιστεύω στην πολιτική. Επιμένω να πιστεύω στην ανάλυση, στον σχεδιασμό και στην πολιτική πράξη».
- «Και να συνεχίσεις, αδελφέ μου. Να μην ξεχνάς, όμως, ότι τους νόμους και τα μέτρα τα κάνουν οι χορτάτοι. Και αυτοί συνήθως γίνονται και πολιτικοί. Οι χορτάτοι έκαναν την πολιτική επάγγελμα και μανδύα των παθών τους. Η αργία του σώματός τους εγέννησε την πενίαν της ψυχής τους. Η πενία της ψυχής έτεκεν την απληστία της γαστέρας. Η απληστία της γαστέρας παρήγαγε την αχαλίνωτον όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου».
Εμεινε αποσβολωμένος ο επίτροπος:
- «Ετσι λες ότι έχω καταντήσει;» τον ρώτησε.
- «Και μόνο που ρωτάς, έχεις ελπίδα. Μα βιάσου και πράξε. Σε λίγο η Ιστορία θα αρχίσει να βαδίζει προς τα πίσω».
Αλλο χρόνο δεν είχε. Χαιρέτησε μελαγχολικός και πήρε τη στράτα για την πλατεία Συντάγματος.
συνεδρίασης, ο Γερμανός επίτροπος δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει την επίσημη μαύρη λιμουζίνα. Προτίμησε να κάνει τη διαδρομή από το ξενοδοχείο του έως την αίθουσα συνεδριάσεων, κάπου στη Βασιλίσσης Σοφίας, με τα πόδια.
Ελληνομαθής και λάτρης του ελληνικού πολιτισμού, προτίμησε να κόψει από την Πύλη του Αδριανού και να ακολουθήσει τα σοκάκια της Πλάκας, τραβώντας προς τη Ρωμαϊκή Αγορά. Πίσω από μια χαμηλή πορτούλα, παρά την οχλοβοή του δρόμου, το αυτί του πήρε φθόγγους βυζαντινούς να ψέλνονται από μια ταπεινή φωνή. Δρασκέλισε το ξύλινο κατώφλι και βρέθηκε μπροστά σε έναν ναΐσκο. Στη δίγλωσση επιγραφή της αρχαιολογικής υπηρεσίας διάβασε: «ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΛΙΣΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗΣ»
Μπήκε στο εσωτερικό. Στα δεξιά, μια ταπεινή μορφή έψελνε. Μόλις τον είδε, σταμάτησε και τον πλησίασε:
- «Καλήν ημέρα» του είπε. «Ποιος είσαι;»
- «Οτο Κ.», του απάντησε. «Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης».
- «Τι σύμπτωση», αποκρίθηκε ο ταπεινός ψάλτης. «Χρέη επιτρόπου ασκώ κι εγώ εδώ. Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με λένε. Πώς από αυτά τα ταπεινά μέρη;»
- «Πήγαινα προς την πλατεία Συντάγματος, αλλά είπα να κάνω μια βόλτα στις ωραίες αυτές γειτονιές πριν από την πρώτη συνεδρίαση. Ξέρεις, η πατρίδα σου έχει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης για έξι μήνες».
- «Σε βλέπω ενθουσιασμένο!»
- «Ελπίζω, ελπίζω. Ολα δείχνουν αδιέξοδα. Ισως η ελληνική προεδρία βάλει κάποια πράγματα σε μια τάξη, όπως η φιλοσοφία των προγόνων σου έβαλε σε τάξη τον κόσμο».
- «Αδελφέ μου επίτροπε», του απάντησε ο κυρ Αλέξανδρος. «Τα νομικά και τα διεθνή οικονομικά δεν τα κατέχω. Ξέρω όμως, ότι κάτω από εκείνον εκεί τον ιερό βράχο που τόσο αγαπάς, οι πρόγονοί μου κατάλαβαν ότι οι αιτίες για όλα τα δεινά του κόσμου βρίσκονται στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Και σήμερα εδώ με βρήκες να δοξάζω κάποιον που ήρθε στη Γη, ακριβώς για να ομορφύνει και να φωτίσει την ανθρώπινη ψυχή».
- «Μα τώρα πια οι νόμοι και οι κανονισμοί αρκούν για μια δίκαιη κοινωνία», ανταπάντησε ο επίτροπος.
Ο κυρ Αλέξανδρος χαμογέλασε:
- «Το θηρίο μέσα στον κάθε άνθρωπο δεν κατέχει από νόμους, αδελφέ μου. Μόνο την απληστία του αναγνωρίζει. Η πλουτοκρατία ήτο, είναι και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αύτη γεννά την αδικίαν, αύτη τρέφει την κακουργίαν, αύτη φθείρει σώματα και ψυχάς».
Ο επίτροπος σαν να ενοχλήθηκε:
- «Δεν αδιαφορώ για τη γνώμη σου. Βρίσκω, μάλιστα, αρκετό δίκιο στον λόγο σου. Ομως επιμένω να πιστεύω στην πολιτική. Επιμένω να πιστεύω στην ανάλυση, στον σχεδιασμό και στην πολιτική πράξη».
- «Και να συνεχίσεις, αδελφέ μου. Να μην ξεχνάς, όμως, ότι τους νόμους και τα μέτρα τα κάνουν οι χορτάτοι. Και αυτοί συνήθως γίνονται και πολιτικοί. Οι χορτάτοι έκαναν την πολιτική επάγγελμα και μανδύα των παθών τους. Η αργία του σώματός τους εγέννησε την πενίαν της ψυχής τους. Η πενία της ψυχής έτεκεν την απληστία της γαστέρας. Η απληστία της γαστέρας παρήγαγε την αχαλίνωτον όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου».
Εμεινε αποσβολωμένος ο επίτροπος:
- «Ετσι λες ότι έχω καταντήσει;» τον ρώτησε.
- «Και μόνο που ρωτάς, έχεις ελπίδα. Μα βιάσου και πράξε. Σε λίγο η Ιστορία θα αρχίσει να βαδίζει προς τα πίσω».
Αλλο χρόνο δεν είχε. Χαιρέτησε μελαγχολικός και πήρε τη στράτα για την πλατεία Συντάγματος.