Ο Περικλής είναι δέκα χρονών. Πηγαίνει στην τετάρτη δημοτικού. Είναι ένα όμορφο και έξυπνο παιδί. Ζει με την οικογένειά του στην Αθήνα, σε ένα όμορφο μικρό σπιτάκι που του αρέσει πολύ και το φροντίζει μαζί με τους γονείς του, για να είναι πάντοτε καθαρό και τακτοποιημένο. Έχει κι έναν μικρότερο αδερφό, τον Δημητράκη. Αυτός πηγαίνει στη δευτέρα. Είναι ζαβολιάρης και θέλει να κερδίζει πάντα αυτός, αλλά ο Περικλής τον αγαπά και δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τον αδερφό του.
Σήμερα ο Περικλής είναι πολύ χαρούμενος. Είχε διαβάσει πολύ την προηγούμενη εβδομάδα και έγραψε καλά στο τεστ των αγγλικών. Οι γονείς του του είχαν υποσχεθεί πως αν έγραφε πάνω από δεκαπέντε, θα του έπαιρναν ένα μικρό σκάκι τσέπης, για να το παίρνει μαζί του και να παίζει με τους φίλους του στις εκδρομές. Του αρέσει πολύ το σκάκι του Περικλή. Και να τώρα έχει στα χέρια του το μικρό σκάκι τσέπης και το καμαρώνει, καθώς φαντάζεται τις όμορφες ώρες που θα περάσει με τους φίλους του μ’ αυτό.
Ο Δημητράκης έχει κρυφτεί πίσω απ’ τη σκάλα που πηγαίνει στα υπνοδωμάτια. Ζηλεύει τόσο πολύ που ο Περικλής πήρε αυτό το δώρο. «Εξάλλου, σκέφτεται, δεν πρόκειται να παίζει μαζί μου, με θεωρεί μικρό ακόμα και δεν μου εξηγεί πώς παίζεται… Αλλά θα του δείξω εγώ…». Μετά από λίγο ο Δημητράκης βρίσκει την ευκαιρία και παίρνει το σκάκι που το έχει αφήσει ο Περικλής στην τραπεζαρία. Παίρνει από μέσα όλα τα πιόνια και τα πετάει στην τουαλέτα και τραβάει και το καζανάκι.
Όλο το απόγευμα σκέφτεται τι έκανε. Ελπίζει να μην το καταλάβει ο Περικλής. Δεν είναι σίγουρος αν μετάνιωσε ή όχι, αλλά κάτι βαθιά μέσα του του λέει ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό και το βέβαιο είναι ότι ο αδερφός του θα στενοχωρηθεί πάρα πολύ. Αχ, μακάρι να μην το είχε κάνει, αλλά τώρα είναι πια αργά. Ο Περικλής τον βλέπει με κατεβασμένα τα μούτρα και τον πλησιάζει: «Ε, τι έπαθες εσύ μικρό και είσαι έτσι;». Ο Δημητράκης δεν απαντά. «Έλα, θα παίξουμε μαζί μια παρτίδα σκάκι με το καινούργιο μου μίνι σκάκι και ό,τι και να ’χεις θα το ξεχάσεις!». «Μα, πώς είναι δυνατόν;» σκέφτηκε ο Δημητράκης «εμένα προσκαλεί να παίξουμε μαζί; Ώστε λοιπόν έκανα λάθος που νόμιζα ότι δε με θέλει για συμπαίκτη του;». Τότε θυμάται τι έγινε με τα πιόνια και δεν ξέρει πώς να το πει στον Περικλή. Κοκκινίζει, σκύβει το κεφάλι και… «Ξέρεις, Περικλή, δε θα μπορέσουμε να παίξουμε σκάκι… μάλλον δεν θα μπορέσεις να παίξεις με κανέναν σκάκι με αυτό το μίνι σκάκι που σου χάρισαν σήμερα οι γονείς μας, γιατί εγώ πέταξα όλα τα πιόνια του στην τουαλέτα και τράβηξα και το καζανάκι». «Πώς;» ο Περικλής δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Πώς ήταν δυνατόν ο αδερφός του να έχει κάνει κάτι τέτοιο; Πώς τόλμησε να καταστρέψει το παιχνίδι του που με τόση προσπάθεια και τόσο κόπο είχε κερδίσει; Τον κυρίευσε απογοήτευση και θυμός. Έβλεπε τον αδερφό του και ήθελε να του δώσει μια… Κοκκίνισε τόσο πολύ και άρχισε να φωνάζει: «Πώς μπόρεσες; Πώς τόλμησες να το κάνεις αυτό; Αν νομίζεις, κακομοίρη μου, πως αυτό θα περάσει έτσι, γελάστηκες! Δεν υπάρχει περίπτωση από δω και πέρα να ξαναπάρεις το ποδήλατό μου, όσο κι αν το χρειάζεσαι! Αυτό που έκανες δεν θα σου το συγχωρήσω ποτέ!».
Το ποδήλατο; Ο Δημητράκης το είχε ξεχάσει αυτό. Του είχε ζητήσει να παίρνει το ποδήλατό του τα Σάββατα, για να κάνει βόλτες, αλλά τώρα έβλεπε ότι δεν είχε ελπίδα να το ξαναπάρει ποτέ… «Αχ, Περικλή, συγχώρεσέ με, ήταν πολύ άσχημο αυτό που σου έκανα! Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με!» ξέσπασε σε κλάματα ο Δημητράκης. Ο Περικλής όμως επέμενε ότι δεν θα τον συγχωρήσει ποτέ. Είχε τόσο πολύ θυμώσει και φώναζε τόσο πολύ που οι γονείς τους ήρθαν εκεί κοντά χωρίς να τους δουν τα παιδιά και παρακολουθούσαν τη σκηνή. Τα παιδιά βρίσκονταν στο διάδρομο του σπιτιού, που η μαμά τον είχε διακοσμήσει με όμορφα, πορσελάνινα, μεγάλα βάζα. Πάνω στα νεύρα του ο Περικλής, έτσι που φώναζε και χτυπιόταν για το παιχνίδι που έχασε, έδωσε μια κλωτσιά σε ένα βάζο και το έσπασε. Ξαφνικά όλοι πάγωσαν. Πώς την πάτησε έτσι; Πριν από μια βδομάδα είχε σπάσει –κατά λάθος τότε- ένα πιάτο από το καλό σερβίτσιο της μαμάς. Η μητέρα του είχε θυμώσει πολύ και τον μάλωσε για την απροσεξία του (για την οποία… φημιζόταν!). Τον είχε μάλιστα προειδοποιήσει ότι αν κάνει και δεύτερη ζημιά ως τα γενέθλιά του που ήταν σε λίγες μέρες, δε θα πραγματοποιούνταν το πάρτυ που σχεδίαζε τόσον καιρό… Και να τώρα που είχε κάνει και δεύτερη μεγαλύτερη ζημιά! Και μάλιστα επίτηδες!
Αχ, πόσο θα ’θελε να τον συγχωρήσει η μαμά του και να τον αφήσει να κάνει το πάρτυ που το ήθελε τόσο πολύ! Έτρεξε κοντά της με δάκρυα στα μάτια και άρχισε να την παρακαλεί: «Συγχώρεσέ με, μαμά, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με! Το ξέρω, είμαι απρόσεκτος! Και νευρικός! Και… και… ό,τι άλλο θες! Αλλά, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με!». Η μητέρα του απάντησε: «Αν δεν συγχωρήσεις τον αδερφό σου, δεν θα συγχωρήσω και ’γω εσένα. Άκουσα και είδα όλα όσα έγιναν πριν». Να συγχωρήσει τον Δημητράκη; Μα πώς θα μπορούσε; Εκείνος τον είχε πληγώσει πολύ που του πέταξε τα πιόνια, πώς να τον συγχωρήσει; Αλλά μάλλον και αυτός είχε πληγώσει πολύ τη μητέρα του με όλη τη συμπεριφορά του. Και ήθελε πολύ να τον συγχωρήσει η μητέρα του. Γύρισε, λοιπόν, προς τον Δημητράκη και του είπε: «Αδερφούλη, βλέπεις το ποδήλατό μου εκεί έξω; Μπορείς όποτε θέλεις να το παίρνεις και να κάνεις τις βόλτες σου. Όσο για τα πιόνια, πες πως δεν τα είχα ποτέ. Σε συγχωρώ!». Ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του Δημητράκη αλλά και της μητέρας. Αγκάλιασε και τα δυο της παιδιά και τα φίλησε. «Όταν είστε εσείς αγαπημένοι, είμαστε και ’γω και ο πατέρας σας ευτυχισμένοι! Μόνο αν συγχωρούμε τα πάντα ο ένας στον άλλον, θα είμαστε για πάντα ενωμένοι».
Μια βδομάδα μετά ο Περικλής έκανε το πάρτυ γενεθλίων στο σπίτι του. Ήρθαν οι φίλοι του και χάρηκαν όλοι μαζί. Οι γονείς του του χάρισαν ένα καινούργιο σκάκι τσέπης και ο Δημητράκης το Σάββατο πήρε το ποδήλατο του αδερφού του και έκανε τις βόλτες του!
Σήμερα ο Περικλής είναι πολύ χαρούμενος. Είχε διαβάσει πολύ την προηγούμενη εβδομάδα και έγραψε καλά στο τεστ των αγγλικών. Οι γονείς του του είχαν υποσχεθεί πως αν έγραφε πάνω από δεκαπέντε, θα του έπαιρναν ένα μικρό σκάκι τσέπης, για να το παίρνει μαζί του και να παίζει με τους φίλους του στις εκδρομές. Του αρέσει πολύ το σκάκι του Περικλή. Και να τώρα έχει στα χέρια του το μικρό σκάκι τσέπης και το καμαρώνει, καθώς φαντάζεται τις όμορφες ώρες που θα περάσει με τους φίλους του μ’ αυτό.
Ο Δημητράκης έχει κρυφτεί πίσω απ’ τη σκάλα που πηγαίνει στα υπνοδωμάτια. Ζηλεύει τόσο πολύ που ο Περικλής πήρε αυτό το δώρο. «Εξάλλου, σκέφτεται, δεν πρόκειται να παίζει μαζί μου, με θεωρεί μικρό ακόμα και δεν μου εξηγεί πώς παίζεται… Αλλά θα του δείξω εγώ…». Μετά από λίγο ο Δημητράκης βρίσκει την ευκαιρία και παίρνει το σκάκι που το έχει αφήσει ο Περικλής στην τραπεζαρία. Παίρνει από μέσα όλα τα πιόνια και τα πετάει στην τουαλέτα και τραβάει και το καζανάκι.
Όλο το απόγευμα σκέφτεται τι έκανε. Ελπίζει να μην το καταλάβει ο Περικλής. Δεν είναι σίγουρος αν μετάνιωσε ή όχι, αλλά κάτι βαθιά μέσα του του λέει ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό και το βέβαιο είναι ότι ο αδερφός του θα στενοχωρηθεί πάρα πολύ. Αχ, μακάρι να μην το είχε κάνει, αλλά τώρα είναι πια αργά. Ο Περικλής τον βλέπει με κατεβασμένα τα μούτρα και τον πλησιάζει: «Ε, τι έπαθες εσύ μικρό και είσαι έτσι;». Ο Δημητράκης δεν απαντά. «Έλα, θα παίξουμε μαζί μια παρτίδα σκάκι με το καινούργιο μου μίνι σκάκι και ό,τι και να ’χεις θα το ξεχάσεις!». «Μα, πώς είναι δυνατόν;» σκέφτηκε ο Δημητράκης «εμένα προσκαλεί να παίξουμε μαζί; Ώστε λοιπόν έκανα λάθος που νόμιζα ότι δε με θέλει για συμπαίκτη του;». Τότε θυμάται τι έγινε με τα πιόνια και δεν ξέρει πώς να το πει στον Περικλή. Κοκκινίζει, σκύβει το κεφάλι και… «Ξέρεις, Περικλή, δε θα μπορέσουμε να παίξουμε σκάκι… μάλλον δεν θα μπορέσεις να παίξεις με κανέναν σκάκι με αυτό το μίνι σκάκι που σου χάρισαν σήμερα οι γονείς μας, γιατί εγώ πέταξα όλα τα πιόνια του στην τουαλέτα και τράβηξα και το καζανάκι». «Πώς;» ο Περικλής δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Πώς ήταν δυνατόν ο αδερφός του να έχει κάνει κάτι τέτοιο; Πώς τόλμησε να καταστρέψει το παιχνίδι του που με τόση προσπάθεια και τόσο κόπο είχε κερδίσει; Τον κυρίευσε απογοήτευση και θυμός. Έβλεπε τον αδερφό του και ήθελε να του δώσει μια… Κοκκίνισε τόσο πολύ και άρχισε να φωνάζει: «Πώς μπόρεσες; Πώς τόλμησες να το κάνεις αυτό; Αν νομίζεις, κακομοίρη μου, πως αυτό θα περάσει έτσι, γελάστηκες! Δεν υπάρχει περίπτωση από δω και πέρα να ξαναπάρεις το ποδήλατό μου, όσο κι αν το χρειάζεσαι! Αυτό που έκανες δεν θα σου το συγχωρήσω ποτέ!».
Το ποδήλατο; Ο Δημητράκης το είχε ξεχάσει αυτό. Του είχε ζητήσει να παίρνει το ποδήλατό του τα Σάββατα, για να κάνει βόλτες, αλλά τώρα έβλεπε ότι δεν είχε ελπίδα να το ξαναπάρει ποτέ… «Αχ, Περικλή, συγχώρεσέ με, ήταν πολύ άσχημο αυτό που σου έκανα! Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με!» ξέσπασε σε κλάματα ο Δημητράκης. Ο Περικλής όμως επέμενε ότι δεν θα τον συγχωρήσει ποτέ. Είχε τόσο πολύ θυμώσει και φώναζε τόσο πολύ που οι γονείς τους ήρθαν εκεί κοντά χωρίς να τους δουν τα παιδιά και παρακολουθούσαν τη σκηνή. Τα παιδιά βρίσκονταν στο διάδρομο του σπιτιού, που η μαμά τον είχε διακοσμήσει με όμορφα, πορσελάνινα, μεγάλα βάζα. Πάνω στα νεύρα του ο Περικλής, έτσι που φώναζε και χτυπιόταν για το παιχνίδι που έχασε, έδωσε μια κλωτσιά σε ένα βάζο και το έσπασε. Ξαφνικά όλοι πάγωσαν. Πώς την πάτησε έτσι; Πριν από μια βδομάδα είχε σπάσει –κατά λάθος τότε- ένα πιάτο από το καλό σερβίτσιο της μαμάς. Η μητέρα του είχε θυμώσει πολύ και τον μάλωσε για την απροσεξία του (για την οποία… φημιζόταν!). Τον είχε μάλιστα προειδοποιήσει ότι αν κάνει και δεύτερη ζημιά ως τα γενέθλιά του που ήταν σε λίγες μέρες, δε θα πραγματοποιούνταν το πάρτυ που σχεδίαζε τόσον καιρό… Και να τώρα που είχε κάνει και δεύτερη μεγαλύτερη ζημιά! Και μάλιστα επίτηδες!
Αχ, πόσο θα ’θελε να τον συγχωρήσει η μαμά του και να τον αφήσει να κάνει το πάρτυ που το ήθελε τόσο πολύ! Έτρεξε κοντά της με δάκρυα στα μάτια και άρχισε να την παρακαλεί: «Συγχώρεσέ με, μαμά, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με! Το ξέρω, είμαι απρόσεκτος! Και νευρικός! Και… και… ό,τι άλλο θες! Αλλά, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με!». Η μητέρα του απάντησε: «Αν δεν συγχωρήσεις τον αδερφό σου, δεν θα συγχωρήσω και ’γω εσένα. Άκουσα και είδα όλα όσα έγιναν πριν». Να συγχωρήσει τον Δημητράκη; Μα πώς θα μπορούσε; Εκείνος τον είχε πληγώσει πολύ που του πέταξε τα πιόνια, πώς να τον συγχωρήσει; Αλλά μάλλον και αυτός είχε πληγώσει πολύ τη μητέρα του με όλη τη συμπεριφορά του. Και ήθελε πολύ να τον συγχωρήσει η μητέρα του. Γύρισε, λοιπόν, προς τον Δημητράκη και του είπε: «Αδερφούλη, βλέπεις το ποδήλατό μου εκεί έξω; Μπορείς όποτε θέλεις να το παίρνεις και να κάνεις τις βόλτες σου. Όσο για τα πιόνια, πες πως δεν τα είχα ποτέ. Σε συγχωρώ!». Ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του Δημητράκη αλλά και της μητέρας. Αγκάλιασε και τα δυο της παιδιά και τα φίλησε. «Όταν είστε εσείς αγαπημένοι, είμαστε και ’γω και ο πατέρας σας ευτυχισμένοι! Μόνο αν συγχωρούμε τα πάντα ο ένας στον άλλον, θα είμαστε για πάντα ενωμένοι».
Μια βδομάδα μετά ο Περικλής έκανε το πάρτυ γενεθλίων στο σπίτι του. Ήρθαν οι φίλοι του και χάρηκαν όλοι μαζί. Οι γονείς του του χάρισαν ένα καινούργιο σκάκι τσέπης και ο Δημητράκης το Σάββατο πήρε το ποδήλατο του αδερφού του και έκανε τις βόλτες του!