Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου*
Η ημερίδα, που διοργάνωσε η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης τη περασμένη Δευτέρα, με θέμα «Προς μια Δημοκρατική Ευρώπη. Ουτοπία ή πραγματικότητα;», ανοίγει συγχρόνως δύο μεγάλα θέματα:
Το πρώτο έχει να κάνει με την ολοένα και αυξανόμενη αίσθηση σε όλους τους λαούς της Ευρώπης, πως η δημοκρατία της αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Ίσως να ακούγεται παράδοξο, παραμονές διεξαγωγής μιας από τις βασικότερες λειτουργίες της Δημοκρατίας, όπως είναι οι εκλογές, να υποστηρίζει κανείς αυτή την άποψη. Κι όμως! Ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης αισθάνεται όλο και περισσότερο αποξενωμένος από τα κέντρα αποφάσεων που αφορούν τη ζωή και την καθημερινότητά του. Δεν είναι θέμα μόνον των δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι και η υποψία, πως πίσω από το προσκήνιο, απρόσωπες οικονομικές δυνάμεις επιβάλλουν αποφάσεις και μέτρα, με μοναδικό κριτήριο τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και την αύξηση της κερδοφορίας των λίγων.
Υπάρχει όμως και κάτι δεύτερο: Η ανάγκη να εκπροσωπηθούν στο Ευρωπαϊκό «γίγνεσθαι» φωνές και φορείς, που συστηματικά, τις τελευταίες δεκαετίες, ωθούνται στο περιθώριο. Το γεγονός αυτό ήρθε στην επικαιρότητα πριν κάποια χρόνια, με αφορμή τη συζήτηση για την αναγραφή του χριστιανισμού στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ως πηγής των Ευρωπαϊκών αρχών και αξιών. Η τελική επικράτηση της άποψης για μια Ευρώπη εντελώς εκκοσμικευμένη, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε πνευματική ρίζα και αξία, αποτύπωσε την διαδεδομένη πλέον άποψη: Η Ευρώπη και γενικότερα η ανθρωπότητα, δεν χρειάζονται τον Θεό, για να βρουν τις ισορροπίες τους και να διαμορφώσουν την ηθική τους.
Χρειάστηκαν ελάχιστα χρόνια, για να διαπιστωθεί πως με την πολιτική αυτή, συνεπικουρούμενη από την αδράνεια και την ασυνέπεια εκπροσώπων των λεγόμενων πνευματικών χώρων, πατροπαράδοτες αξίες της γηραιάς ηπείρου, όπως η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός, το κράτος πρόνοιας και η παιδεία, συρρικνώθηκαν δραματικά, δίνοντας τη θέση τους σε κυνικές πολιτικές, στηριγμένες αποκλειστικά σε οικονομικά μεγέθη και απρόσωπες στατιστικές. Και το πολύ ενδιαφέρον είναι πως ο χώρος εκείνος, που τα τελευταία χρόνια αναζήτησε ξανά κανόνες, αρχές και αξίες είναι ο επιχειρηματικός χώρος. Έννοιες όπως «επιχειρηματική ηθική» και «εταιρική ευθύνη» δίνουν πλέον την δυνατότητα να ανοίξει μια νέα συζήτηση, με τη συμμετοχή τόσο των λεγόμενων τεχνοκρατών, όσο και πνευματικών φορέων, όπως η Θρησκεία και η Τέχνη.
Σε μια τέτοια συζήτηση, προσφέρεται στην Χριστιανική Εκκλησία, και ιδιαίτερα στην Ορθοδοξία, η ευκαιρία να συνεισφέρει, με τη διδασκαλία και το ήθος της, στον εξανθρωπισμό και στον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της Ευρώπης. Σε μια εποχή που ο περίφημος ανθρωποκεντρισμός απεδείχθη στην πράξη απανθρωπισμός, μεταβάλλοντας τους ανθρώπους σε μάζα και στατιστικό δείγμα, το ανθρώπινο πρόσωπο, με την σημασία και την αξία, που του δίνει η Ορθόδοξη παράδοση, μπορεί να ξαναβρεί την κεντρική θέση που δικαιούται στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Η κατ΄ εικόνα και ομοίωση Θεού ανθρώπινη ύπαρξη, με τις απίστευτες δυνάμεις και τα χαρίσματα που διαθέτει, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ξανά το βασικό κριτήριο επιλογών και αποφάσεων, εκ μέρους των ευρωπαϊκών κυβερνητικών κέντρων.
Μόνον με αποκαταστημένη την ανθρώπινη αξία θα ξαναβρεί η αληθινή Δημοκρατία την ουσία της και θα καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ρατσιστικές ιδεολογίες, που πάντα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Η ιστορία έχει δείξει, πως τέτοιες εκτροπές αντιμετωπίζονται με επιτυχία, δυστυχώς, όμως, μετά από πολλές καταστροφές και επώδυνους κοινωνικούς διχασμούς. Και αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση:
Θα απαλλαγεί η Ευρώπη από στερεότυπα στεγανοποίησης ανάμεσα στην πολιτική, την επιχειρηματικότητα και την πνευματικότητα; Θα θελήσει να δώσει βήμα σε φωνές και απόψεις από όλους τους χώρους της ανθρώπινης δραστηριότητας και του ανθρώπινου πολιτισμού; Τα ερωτήματα αυτά δεν αφορούν μόνον τους κυβερνώντες σε κεντρικό και εθνικό επίπεδο. Αφορούν ολόκληρη την ευρωπαϊκή κοινωνία. Αφορούν και την Ελληνική κοινωνία ιδιαίτερα. Ο τόπος αυτός συγκροτήθηκε και αναζήτησε ταυτότητα, κρατώντας ανοιχτό τον διάλογο ανάμεσα στην κοινωνία και την Ελληνορθόδοξη παράδοση. Με νηφάλια ματιά και επικέντρωση στην ουσία των αξιών, που αυτός ο διάλογος διαμόρφωσε, επιβάλλεται, χωρίς αποκλεισμούς και ιστορικά σύνδρομα, να αναρωτηθούμε, εάν οι σταθερές του παρελθόντος μπορούν να προσφέρουν ρεαλιστικές λύσεις στο παρόν και ελπιδοφόρο προσανατολισμό για το μέλλον.
Στην προσπάθεια αυτή, η διατύπωση μιας αυθεντικής πατερικής ορθόδοξης παράδοσης είναι ο σύνδεσμος που θα ενώσει το παρελθόν με ένα φωτεινότερο μέλλον.
Το πρώτο έχει να κάνει με την ολοένα και αυξανόμενη αίσθηση σε όλους τους λαούς της Ευρώπης, πως η δημοκρατία της αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Ίσως να ακούγεται παράδοξο, παραμονές διεξαγωγής μιας από τις βασικότερες λειτουργίες της Δημοκρατίας, όπως είναι οι εκλογές, να υποστηρίζει κανείς αυτή την άποψη. Κι όμως! Ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης αισθάνεται όλο και περισσότερο αποξενωμένος από τα κέντρα αποφάσεων που αφορούν τη ζωή και την καθημερινότητά του. Δεν είναι θέμα μόνον των δομών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι και η υποψία, πως πίσω από το προσκήνιο, απρόσωπες οικονομικές δυνάμεις επιβάλλουν αποφάσεις και μέτρα, με μοναδικό κριτήριο τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και την αύξηση της κερδοφορίας των λίγων.
Υπάρχει όμως και κάτι δεύτερο: Η ανάγκη να εκπροσωπηθούν στο Ευρωπαϊκό «γίγνεσθαι» φωνές και φορείς, που συστηματικά, τις τελευταίες δεκαετίες, ωθούνται στο περιθώριο. Το γεγονός αυτό ήρθε στην επικαιρότητα πριν κάποια χρόνια, με αφορμή τη συζήτηση για την αναγραφή του χριστιανισμού στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, ως πηγής των Ευρωπαϊκών αρχών και αξιών. Η τελική επικράτηση της άποψης για μια Ευρώπη εντελώς εκκοσμικευμένη, χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε πνευματική ρίζα και αξία, αποτύπωσε την διαδεδομένη πλέον άποψη: Η Ευρώπη και γενικότερα η ανθρωπότητα, δεν χρειάζονται τον Θεό, για να βρουν τις ισορροπίες τους και να διαμορφώσουν την ηθική τους.
Χρειάστηκαν ελάχιστα χρόνια, για να διαπιστωθεί πως με την πολιτική αυτή, συνεπικουρούμενη από την αδράνεια και την ασυνέπεια εκπροσώπων των λεγόμενων πνευματικών χώρων, πατροπαράδοτες αξίες της γηραιάς ηπείρου, όπως η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός, το κράτος πρόνοιας και η παιδεία, συρρικνώθηκαν δραματικά, δίνοντας τη θέση τους σε κυνικές πολιτικές, στηριγμένες αποκλειστικά σε οικονομικά μεγέθη και απρόσωπες στατιστικές. Και το πολύ ενδιαφέρον είναι πως ο χώρος εκείνος, που τα τελευταία χρόνια αναζήτησε ξανά κανόνες, αρχές και αξίες είναι ο επιχειρηματικός χώρος. Έννοιες όπως «επιχειρηματική ηθική» και «εταιρική ευθύνη» δίνουν πλέον την δυνατότητα να ανοίξει μια νέα συζήτηση, με τη συμμετοχή τόσο των λεγόμενων τεχνοκρατών, όσο και πνευματικών φορέων, όπως η Θρησκεία και η Τέχνη.
Σε μια τέτοια συζήτηση, προσφέρεται στην Χριστιανική Εκκλησία, και ιδιαίτερα στην Ορθοδοξία, η ευκαιρία να συνεισφέρει, με τη διδασκαλία και το ήθος της, στον εξανθρωπισμό και στον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της Ευρώπης. Σε μια εποχή που ο περίφημος ανθρωποκεντρισμός απεδείχθη στην πράξη απανθρωπισμός, μεταβάλλοντας τους ανθρώπους σε μάζα και στατιστικό δείγμα, το ανθρώπινο πρόσωπο, με την σημασία και την αξία, που του δίνει η Ορθόδοξη παράδοση, μπορεί να ξαναβρεί την κεντρική θέση που δικαιούται στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Η κατ΄ εικόνα και ομοίωση Θεού ανθρώπινη ύπαρξη, με τις απίστευτες δυνάμεις και τα χαρίσματα που διαθέτει, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ξανά το βασικό κριτήριο επιλογών και αποφάσεων, εκ μέρους των ευρωπαϊκών κυβερνητικών κέντρων.
Μόνον με αποκαταστημένη την ανθρώπινη αξία θα ξαναβρεί η αληθινή Δημοκρατία την ουσία της και θα καταφέρει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ρατσιστικές ιδεολογίες, που πάντα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις περιόδους οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Η ιστορία έχει δείξει, πως τέτοιες εκτροπές αντιμετωπίζονται με επιτυχία, δυστυχώς, όμως, μετά από πολλές καταστροφές και επώδυνους κοινωνικούς διχασμούς. Και αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση:
Θα απαλλαγεί η Ευρώπη από στερεότυπα στεγανοποίησης ανάμεσα στην πολιτική, την επιχειρηματικότητα και την πνευματικότητα; Θα θελήσει να δώσει βήμα σε φωνές και απόψεις από όλους τους χώρους της ανθρώπινης δραστηριότητας και του ανθρώπινου πολιτισμού; Τα ερωτήματα αυτά δεν αφορούν μόνον τους κυβερνώντες σε κεντρικό και εθνικό επίπεδο. Αφορούν ολόκληρη την ευρωπαϊκή κοινωνία. Αφορούν και την Ελληνική κοινωνία ιδιαίτερα. Ο τόπος αυτός συγκροτήθηκε και αναζήτησε ταυτότητα, κρατώντας ανοιχτό τον διάλογο ανάμεσα στην κοινωνία και την Ελληνορθόδοξη παράδοση. Με νηφάλια ματιά και επικέντρωση στην ουσία των αξιών, που αυτός ο διάλογος διαμόρφωσε, επιβάλλεται, χωρίς αποκλεισμούς και ιστορικά σύνδρομα, να αναρωτηθούμε, εάν οι σταθερές του παρελθόντος μπορούν να προσφέρουν ρεαλιστικές λύσεις στο παρόν και ελπιδοφόρο προσανατολισμό για το μέλλον.
Στην προσπάθεια αυτή, η διατύπωση μιας αυθεντικής πατερικής ορθόδοξης παράδοσης είναι ο σύνδεσμος που θα ενώσει το παρελθόν με ένα φωτεινότερο μέλλον.
* στην Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (03/05/2014)