Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
«ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των Ουρανών» (Ματθ. 5, 19)
α. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας, από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, απόσπασμα και αυτό από την επί του Όρους ομιλία του Κυρίου, έχει τεθεί από την Εκκλησία μας, σε σχέση και αναφορά με τους αγίους Πατέρες που εορτάζουμε σήμερα, της Δ΄ εν Χαλκηδόνι (451 μ.Χ.) Οικουμενικής Συνόδου. Τους Πατέρες εκείνους, που εν Πνεύματι αγίω διατύπωσαν την ορθόδοξη πίστη περί του Ιησού Χριστού,
ως «διπλού την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν», και κατεδίκασαν τους αιρετικούς μονοφυσίτες, που παρουσίαζαν μία αλλοιωμένη εικόνα Του, δηλαδή ότι ο Κύριος είναι μόνον Θεός, διότι η θεϊκή φύση Του ως ισχυρότερη απορρόφησε την ανθρώπινη. Προ ολίγων μάλιστα ημερών, εορτάσαμε την αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία (11 Ιουλίου), η οποία με θαυμαστό τρόπο επικύρωσε την αλήθεια της ορθόδοξης πίστης και την πλάνη των αιρετικών. Η Εκκλησία μας λοιπόν επέλεξε το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, για να τονίσει ότι και οι Πατέρες αυτοί ανήκουν σ’ εκείνους που, κατά τον Κύριο, υπήρξαν και είναι φώτα του κόσμου, καθοδηγητικά για τη δοξολογία του Θεού, ενώ προφανώς στη Βασιλεία του Θεού ευρίσκονται σε περίοπτη θέση, διότι πραγμάτωσαν αυτό που υποσχέθηκε ο Κύριος: «ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία των Ουρανών», υπόσχεση η οποία θα μας απασχολήσει δι’ ολίγων στη συνέχεια.
β. 1. Έχει τονιστεί επανειλημμένως και επαρκώς ότι όταν μιλάμε για τη Βασιλεία του Θεού, δεν μιλάμε για μία απρόσωπη κατάσταση ή πολλώ μάλλον για έναν τόπο, αλλά για τον ΄Ιδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εκείνος αποτελεί τη Βασιλεία του Θεού, διότι τα πάντα προσδιορίζονται και ζουν σε σχέση προσωπική μαζί Του. Ένταξη λοιπόν στη Βασιλεία του Θεού σημαίνει στην πραγματικότητα θετική σχέση με τον Χριστό, «πρόσωπον προς πρόσωπον» θέα του προσώπου Του, φωτισμό από το φως Εκείνου. Ο χαρακτηρισμός λοιπόν «μέγας» από τον Κύριο – «μέγας κληθήσεται» - πρέπει να εννοηθεί ως κοντινή και άμεση σχέση με τον ΄Ιδιο, όπως και το «ελάχιστος» δηλώνει το αντίθετο: άνθρωπος που σχετίζεται με τον Κύριο, αλλά αρνητικά, δηλαδή, μέσα σ’ Αυτόν, αλλά με αποστροφή του προσώπου Του για τον άνθρωπο αυτό. Κατανοεί λοιπόν κανείς εύκολα ότι στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό που ονομάζουμε Παράδεισο και Κόλαση. Η κοντινότητα και η αμεσότητα δηλώνει τον Παράδεισο, η απομάκρυνση δηλώνει την κόλαση.
2. Η θετική ή η αρνητική, κοντινή ή μακρινή σχέση με τον Χριστό, εξαρτάται από τη ζωή του ανθρώπου στον κόσμο αυτό. Ανάλογα με το πώς ο άνθρωπος ζει εδώ, απολαμβάνει κ α ι την ποιότητα του εδώ, αλλά κ α ι τη συνέχειά του, στην άλλη λεγόμενη ζωή. Κι ο Κύριος είναι σαφής: «ο ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται». Δηλαδή, θα έχει καλή σχέση μαζί Του, θα ζει την παρουσία Του ως παράδεισο, εκείνος που έπραξε πρώτα και δίδαξε στη συνέχεια. Προηγείται η πράξη και ακολουθεί η διδασκαλία, σαν να μας λέει ο Κύριος ότι τότε είναι έγκυρη η διδασκαλία, τότε έχει νόημα, όταν έρχεται ως συνέχεια της πράξης, κατά το πρότυπο βεβαίως Εκείνου, ο Οποίος ό,τι δίδαξε το ζούσε: «οίος ο λόγος, τοίος ο βίος» που λένε οι Πατέρες. Άλλωστε, «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις».
Διαφορετικά, η διδαχή μόνη, χωρίς την πράξη, συνιστά αυτό που ονομάζει ο Ίδιος υποκρισία και που ανηλεώς το έλεγξε στο πρόσωπο των Φαρισαίων: «λέγουσι γαρ και ου ποιούσι». Εκτός αυτών, τα επιπλέον λόγια του Κυρίου, που είναι κυριολεκτικώς συγκλονιστικά και προκαλούν και φόβο, είναι εκείνα, πάλι από την επί του Όρους ομιλία, κατά τα οποία, μπορεί κάποιος να κηρύσσει, και μάλιστα ορθά, τον λόγο του Θεού, να κάνει και θαύματα ακόμη στο όνομα Εκείνου, αλλά τελικώς αυτός να είναι ξένος και άγνωστος για τον Κύριο, και μάλιστα εργάτης της ανομίας. «Κύριε, ου τω σω ονόματι εκηρύξαμεν και εν τω ονόματι Σου θαύματα εποιήσαμεν; Και αποκριθώ αυτοίς: αμήν, λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς. Απέλθετε απ’ εμού οι εργάται της ανομίας». Άγνωστοι λοιπόν και ανύπαρκτοι, για τον Κύριο, και εργάτες της ανομίας όσοι έμειναν σε μία θεωρητική προσέγγισή Του, έστω και χωρίς αλλοιώσεις της εικόνας Του. Πόσο μάλλον θα δεχτούν τον αυστηρό έλεγχό Του εκείνοι που Τον παρουσίασαν ψευδώς, με λογικά σχήματα του μυαλού τους, σαν τους αιρετικούς;
3. Τι σημαίνει λοιπόν πράξη, που αυτή και μόνη μπορεί να οδηγεί και στην ορθή διδασκαλία; Μα τίποτε περισσότερο από την τήρηση του θελήματος του Θεού, δηλαδή την τήρηση των αγίων Του εντολών. Ο Κύριος διαρκώς προσανατόλιζε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής – «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» - ενώ τους τηρούντες το θέλημα του Θεού χαρακτήριζε ως φίλους Του, ως μητέρα Του, ως αδέλφια Του: «υμείς φίλοί μου εστέ, εάν ποιήτε, όσα εντέλλομαι υμίν». «Τις εστιν μήτηρ μου ή αδελφός μου ή αδελφή μου; Πας ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ μού εστιν». Σ’ αυτήν την πράξη διαπιστώνει εμπειρικά ο πιστός ότι γεύεται ολόκληρη την παρουσία και γίνεται κατοικητήριο και μοναστήρι του Τριαδικού Θεού. Οπότε ο πιστός ζώντας τον Θεό στην ύπαρξή του βλέπει και τη δύναμη του λόγου του, ο οποίος λειτουργεί με «σαρκωμένο» τρόπο στις καρδιές των ανθρώπων.
4. Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε βεβαίως ότι στην κατάσταση αυτή της πράξης και της διδασκαλίας μπορεί να φτάσει μόνον αυτός που έχει τη χάρη του Θεού, δηλαδή εκείνος που έχει ενταχθεί στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και τροφοδοτείται αδιάκοπα από τα ιερά μυστήριά της, και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας. Μόνο με τον Χριστό μπορεί να ζήσει κανείς τον Χριστό, όπως ο Ίδιος το βεβαίωσε: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Η πεποίθηση ότι μπορεί κάποιος μόνος του να τα καταφέρει πνευματικά: να είναι με τον Θεό, δυστυχώς όχι μόνον φανερώνει εκτός πραγματικότητας ιστάμενο άνθρωπο, αλλά και με μεγάλη αλαζονεία και υπερηφάνεια. Και το μόνο που εισπράττει ο αλαζόνας άνθρωπος είναι όχι η χάρη του Θεού, αλλά η αντίθεση προς Εκείνον και η υποταγή του στον πονηρό.
γ. Οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έρχονται σήμερα και μας υπενθυμίζουν: Είμαστε καλεσμένοι για να είμαστε πολίτες της Βασιλείας του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή, δηλαδή να είμαστε συνδεδεμένοι με τον Χριστό, που σημαίνει να παραμένουμε στην Εκκλησία εν υπακοή προς τη διδασκαλία και την πνευματική της ζωή. Η χαρά των αγίων μας είναι να ακουστεί και για εμάς η φωνή του Θεού ότι είμαστε μεγάλοι, κάτι που συνιστά και την δική Του επιθυμία. Προφανώς ο Θεός μάς υπολείπτεται πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς τον εαυτό μας και έχει σχέδια για εμάς πολύ μεγαλύτερα από όσα ο νους μας έχει θέσει.
α. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας, από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, απόσπασμα και αυτό από την επί του Όρους ομιλία του Κυρίου, έχει τεθεί από την Εκκλησία μας, σε σχέση και αναφορά με τους αγίους Πατέρες που εορτάζουμε σήμερα, της Δ΄ εν Χαλκηδόνι (451 μ.Χ.) Οικουμενικής Συνόδου. Τους Πατέρες εκείνους, που εν Πνεύματι αγίω διατύπωσαν την ορθόδοξη πίστη περί του Ιησού Χριστού,
ως «διπλού την φύσιν, αλλ’ ου την υπόστασιν», και κατεδίκασαν τους αιρετικούς μονοφυσίτες, που παρουσίαζαν μία αλλοιωμένη εικόνα Του, δηλαδή ότι ο Κύριος είναι μόνον Θεός, διότι η θεϊκή φύση Του ως ισχυρότερη απορρόφησε την ανθρώπινη. Προ ολίγων μάλιστα ημερών, εορτάσαμε την αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία (11 Ιουλίου), η οποία με θαυμαστό τρόπο επικύρωσε την αλήθεια της ορθόδοξης πίστης και την πλάνη των αιρετικών. Η Εκκλησία μας λοιπόν επέλεξε το συγκεκριμένο ανάγνωσμα, για να τονίσει ότι και οι Πατέρες αυτοί ανήκουν σ’ εκείνους που, κατά τον Κύριο, υπήρξαν και είναι φώτα του κόσμου, καθοδηγητικά για τη δοξολογία του Θεού, ενώ προφανώς στη Βασιλεία του Θεού ευρίσκονται σε περίοπτη θέση, διότι πραγμάτωσαν αυτό που υποσχέθηκε ο Κύριος: «ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία των Ουρανών», υπόσχεση η οποία θα μας απασχολήσει δι’ ολίγων στη συνέχεια.
β. 1. Έχει τονιστεί επανειλημμένως και επαρκώς ότι όταν μιλάμε για τη Βασιλεία του Θεού, δεν μιλάμε για μία απρόσωπη κατάσταση ή πολλώ μάλλον για έναν τόπο, αλλά για τον ΄Ιδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εκείνος αποτελεί τη Βασιλεία του Θεού, διότι τα πάντα προσδιορίζονται και ζουν σε σχέση προσωπική μαζί Του. Ένταξη λοιπόν στη Βασιλεία του Θεού σημαίνει στην πραγματικότητα θετική σχέση με τον Χριστό, «πρόσωπον προς πρόσωπον» θέα του προσώπου Του, φωτισμό από το φως Εκείνου. Ο χαρακτηρισμός λοιπόν «μέγας» από τον Κύριο – «μέγας κληθήσεται» - πρέπει να εννοηθεί ως κοντινή και άμεση σχέση με τον ΄Ιδιο, όπως και το «ελάχιστος» δηλώνει το αντίθετο: άνθρωπος που σχετίζεται με τον Κύριο, αλλά αρνητικά, δηλαδή, μέσα σ’ Αυτόν, αλλά με αποστροφή του προσώπου Του για τον άνθρωπο αυτό. Κατανοεί λοιπόν κανείς εύκολα ότι στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό που ονομάζουμε Παράδεισο και Κόλαση. Η κοντινότητα και η αμεσότητα δηλώνει τον Παράδεισο, η απομάκρυνση δηλώνει την κόλαση.
2. Η θετική ή η αρνητική, κοντινή ή μακρινή σχέση με τον Χριστό, εξαρτάται από τη ζωή του ανθρώπου στον κόσμο αυτό. Ανάλογα με το πώς ο άνθρωπος ζει εδώ, απολαμβάνει κ α ι την ποιότητα του εδώ, αλλά κ α ι τη συνέχειά του, στην άλλη λεγόμενη ζωή. Κι ο Κύριος είναι σαφής: «ο ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται». Δηλαδή, θα έχει καλή σχέση μαζί Του, θα ζει την παρουσία Του ως παράδεισο, εκείνος που έπραξε πρώτα και δίδαξε στη συνέχεια. Προηγείται η πράξη και ακολουθεί η διδασκαλία, σαν να μας λέει ο Κύριος ότι τότε είναι έγκυρη η διδασκαλία, τότε έχει νόημα, όταν έρχεται ως συνέχεια της πράξης, κατά το πρότυπο βεβαίως Εκείνου, ο Οποίος ό,τι δίδαξε το ζούσε: «οίος ο λόγος, τοίος ο βίος» που λένε οι Πατέρες. Άλλωστε, «πράξίς εστιν θεωρίας επίβασις».
Διαφορετικά, η διδαχή μόνη, χωρίς την πράξη, συνιστά αυτό που ονομάζει ο Ίδιος υποκρισία και που ανηλεώς το έλεγξε στο πρόσωπο των Φαρισαίων: «λέγουσι γαρ και ου ποιούσι». Εκτός αυτών, τα επιπλέον λόγια του Κυρίου, που είναι κυριολεκτικώς συγκλονιστικά και προκαλούν και φόβο, είναι εκείνα, πάλι από την επί του Όρους ομιλία, κατά τα οποία, μπορεί κάποιος να κηρύσσει, και μάλιστα ορθά, τον λόγο του Θεού, να κάνει και θαύματα ακόμη στο όνομα Εκείνου, αλλά τελικώς αυτός να είναι ξένος και άγνωστος για τον Κύριο, και μάλιστα εργάτης της ανομίας. «Κύριε, ου τω σω ονόματι εκηρύξαμεν και εν τω ονόματι Σου θαύματα εποιήσαμεν; Και αποκριθώ αυτοίς: αμήν, λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς. Απέλθετε απ’ εμού οι εργάται της ανομίας». Άγνωστοι λοιπόν και ανύπαρκτοι, για τον Κύριο, και εργάτες της ανομίας όσοι έμειναν σε μία θεωρητική προσέγγισή Του, έστω και χωρίς αλλοιώσεις της εικόνας Του. Πόσο μάλλον θα δεχτούν τον αυστηρό έλεγχό Του εκείνοι που Τον παρουσίασαν ψευδώς, με λογικά σχήματα του μυαλού τους, σαν τους αιρετικούς;
3. Τι σημαίνει λοιπόν πράξη, που αυτή και μόνη μπορεί να οδηγεί και στην ορθή διδασκαλία; Μα τίποτε περισσότερο από την τήρηση του θελήματος του Θεού, δηλαδή την τήρηση των αγίων Του εντολών. Ο Κύριος διαρκώς προσανατόλιζε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής – «ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» - ενώ τους τηρούντες το θέλημα του Θεού χαρακτήριζε ως φίλους Του, ως μητέρα Του, ως αδέλφια Του: «υμείς φίλοί μου εστέ, εάν ποιήτε, όσα εντέλλομαι υμίν». «Τις εστιν μήτηρ μου ή αδελφός μου ή αδελφή μου; Πας ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, ούτος αδελφός μου και αδελφή μου και μήτηρ μού εστιν». Σ’ αυτήν την πράξη διαπιστώνει εμπειρικά ο πιστός ότι γεύεται ολόκληρη την παρουσία και γίνεται κατοικητήριο και μοναστήρι του Τριαδικού Θεού. Οπότε ο πιστός ζώντας τον Θεό στην ύπαρξή του βλέπει και τη δύναμη του λόγου του, ο οποίος λειτουργεί με «σαρκωμένο» τρόπο στις καρδιές των ανθρώπων.
4. Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε βεβαίως ότι στην κατάσταση αυτή της πράξης και της διδασκαλίας μπορεί να φτάσει μόνον αυτός που έχει τη χάρη του Θεού, δηλαδή εκείνος που έχει ενταχθεί στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και τροφοδοτείται αδιάκοπα από τα ιερά μυστήριά της, και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας. Μόνο με τον Χριστό μπορεί να ζήσει κανείς τον Χριστό, όπως ο Ίδιος το βεβαίωσε: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Η πεποίθηση ότι μπορεί κάποιος μόνος του να τα καταφέρει πνευματικά: να είναι με τον Θεό, δυστυχώς όχι μόνον φανερώνει εκτός πραγματικότητας ιστάμενο άνθρωπο, αλλά και με μεγάλη αλαζονεία και υπερηφάνεια. Και το μόνο που εισπράττει ο αλαζόνας άνθρωπος είναι όχι η χάρη του Θεού, αλλά η αντίθεση προς Εκείνον και η υποταγή του στον πονηρό.
γ. Οι άγιοι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έρχονται σήμερα και μας υπενθυμίζουν: Είμαστε καλεσμένοι για να είμαστε πολίτες της Βασιλείας του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή, δηλαδή να είμαστε συνδεδεμένοι με τον Χριστό, που σημαίνει να παραμένουμε στην Εκκλησία εν υπακοή προς τη διδασκαλία και την πνευματική της ζωή. Η χαρά των αγίων μας είναι να ακουστεί και για εμάς η φωνή του Θεού ότι είμαστε μεγάλοι, κάτι που συνιστά και την δική Του επιθυμία. Προφανώς ο Θεός μάς υπολείπτεται πολύ περισσότερο από ό,τι εμείς τον εαυτό μας και έχει σχέδια για εμάς πολύ μεγαλύτερα από όσα ο νους μας έχει θέσει.