π. Δημητρίου Μπόκου
Ἡ Γέννηση τῆς Παναγίας (ἑορτὴ 8ης Σεπτεμβρίου), ἔδωσε τὸ ἔναυσμα γιὰ τὴν ἐνεργοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τῆς προαιώνιας δηλ. βουλῆς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ποὺ εἶχε προκαλέσει ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων.
Τὸ κεντρικὸ γεγονὸς τοῦ σχεδίου αὐτοῦ ἦταν ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὁποίας χρειαζόταν ἡ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Μοναδικὸς ἄνθρωπος, κατ’ ἐξοχὴν κατάλληλος γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀνάμεσα στὶς ἀνθρώπινες γενιὲς ὅλων τῶν αἰώνων, θεωρήθηκε ἡ Παρθένος Μαρία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ γέννησή της, ὡς γεγονὸς παγκόσμιας σημασίας, «χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ». Ἡ Παναγία ἔγινε ἡ «παγκόσμιος χαρά».
Μὲ ἰδιαίτερα θριαμβικοὺς καὶ χαρμόσυνους τόνους οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν εἰδικὸ προορισμὸ καὶ τὴν προαιώνια ἐπιλογὴ τῆς Παρθένου ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ «προεκλεχθεῖσα ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν»» καὶ ἡ «προορισθεῖσα ἀπὸ γενεῶν ἀρχαίων» νὰ ἐκπληρώσει τὴ Θεία Οἰκονομία, νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ, δοχεῖο καὶ κατοικητήριό του.
Στὸ πρόσωπό της ἐφαρμόζεται κατ’ ἐξοχὴν ὁ λόγος τοῦ ἀποστ. Παύλου: «Ἐκείνους ποὺ προεγνώρισε, αὐτοὺς καὶ προώρισε νὰ γίνουν σύμμορφοι (=ἴδιοι) πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του, …ἐκείνους δὲ ποὺ προώρισε, αὐτοὺς καὶ ἐκάλεσε, καὶ ἐκείνους ποὺ ἐκάλεσε, αὐτοὺς καὶ ἐδικαίωσε, ἐκείνους δὲ ποὺ ἐδικαίωσε, αὐτοὺς καὶ ἐδόξασε» (Ρωμ. 8, 29-30. Βλ. καὶ κεφ. 9).
Ἡ παρανόηση τῶν λόγων αὐτῶν ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ ἀναπτυχθεῖ μιὰ ἐντελῶς παράλογη διδασκαλία. Ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεός, γιὰ δικούς του ανεξερεύνητους λόγους, διαλέγει καὶ προορίζει ἐξ ἀρχῆς αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ σωθοῦν καὶ αὐτούς ποὺ πρόκειται νὰ κολασθοῦν. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει προορισθεῖ γιὰ σωτηρία, ὅσες ἁμαρτίες κι ἂν κάνει, δὲν πρόκειται νὰ χαθεῖ. Καὶ ἀντιστρόφως, ἂν εἶναι προορισμένος γιὰ τὴν ἀπώλεια, ὅσες ἀρετὲς κι ἂν ἀποκτήσει, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ σωθεῖ.
Μιὰ ἀμετάκλητη δηλαδὴ εἱμαρμένη προκαθορίζει τὴν πορεία καὶ τὴν κατάληξη τοῦ ἀνθρώπου ἐρήμην τῆς θελήσεώς του. Εἶναι ἡ περιβόητη θεωρία περὶ τοῦ «ἀπολύτου προορισμοῦ», ποὺ ἀναπτύχθηκε κυρίως ἀπὸ τὴ δυτικὴ Χριστιανοσύνη.
Ἡ ὄντως ἀπάνθρωπη ὅμως αὐτὴ θεωρία ἔρχεται σὲ ὀξεῖα ἀντίθεση μὲ δυὸ καταλυτικὰ γεγονότα: α) τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ β) τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
α. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει ποτὲ τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐπιστροφή του, ὥστε νὰ ἔχει (αἰώνια) ζωὴ (Ἱεζ. 33, 11). Εἶναι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (ὄχι μόνο μιὰ μερίδα ἐκλεκτῶν) «καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4). Μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, «ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3, 16). Εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», τὸ ὁποῖο «φωτίζει (ὄχι μιὰ ἀριστοκρατία εὐσεβῶν, ἀλλὰ) πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9). Μᾶς ἔπλασε κινούμενος ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἀγάπη. Γιὰ νὰ συμμετάσχουμε κι ἐμεῖς στὸν πλοῦτο τῆς δικῆς του ζωῆς.
β. Ἀλλ’ αὐτὸ θέλει νὰ γίνεται μὲ δική μας ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ὅσοι τὸν δέχονται μὲ δική τους θέληση, ἀξιώνονται νὰ γίνουν «τέκνα Θεοῦ» (Ἰω. 1, 12). Δὲν θέλει ὄντα δουλικὰ κοντά του. Γι’ αὐτὸ καὶ «δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ πιὸ ἀποφασιστικὸ σ’ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν ἀπὸ τὶς συνειδητὲς πράξεις ἐπιλογῆς, ποὺ γίνονται ἀπὸ πρόσωπα προικισμένα μὲ λόγο καὶ συνείδηση» (Καλλίστου Ware, Ἡ ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία, ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σ. 54).
Ἔτσι ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε τὸν ἄνθρωπο οὔτε θνητὸ οὔτε ἀθάνατο. «Τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο ἔβαλα μπροστά σας», λέει. Καὶ μᾶς συμβουλεύει (χωρὶς νὰ ἀναγκάζει): «Διαλέξτε τὴ ζωὴ» (Δευτ. 30, 19). «“Αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν ἄνθρωπον” καὶ τὸν ἄφησε στὴν ἐλεύθερη διάθεσή του… Ἐνώπιόν σου τοποθέτησε φωτιὰ καὶ νερό: ὅπου θέλεις μπορεῖς νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι σου. Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ὅ,τι θελήσει καὶ προτιμήσει ὁ καθένας, αὐτὸ θὰ τοῦ δοθεῖ» (Σοφ. Σειράχ, 15, 14-17).
Ἡ σωτηρία λοιπὸν καὶ ἡ ἀπώλεια ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς. Στὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ γιὰ τὴ σωτηρία μας ἔρχεται βέβαια ἀρωγὸς καὶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ μόνο ὅταν ὑπάρχει δυνατότητα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς (αὐτεξούσιο), εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς πράξεις μας. Ἀξιέπαινοι γιὰ τὶς καλές, κατακριτέοι γιὰ τὶς κακές. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μᾶς ζητηθοῦν εὐθύνες, νὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό.
γ. Ὁ Θεὸς τώρα, προγνωρίζοντας τὴν πορεία μας, κανονίζει τοὺς ρόλους ποὺ ταιριάζουν στὸν καθένα μας (=προορίζει). Προγνωρίζει ποιοὶ θὰ κάμουν καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου καὶ τοὺς καλεῖ σὲ ρόλους ποὺ ὑπηρετοῦν τὸ καλό. Προορισμὸς θεωρεῖται αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ καὶ ἀμετάθετο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φανερώνεται σὲ ὅσους προβλέπει ὅτι θὰ ἀνταποκριθοῦν ἄξια στὴν κλήση ποὺ τοὺς ἀπευθύνει. Καὶ πάλι, ὡς δίκαιος, ἔχει ἤδη κατακρίνει καὶ προδικάσει ὅσους (κατὰ τὴν πρόγνωσή του) θὰ κάμουν κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τους. Παρελθὸν καὶ μέλλον δὲν ὑπάρχουν γιὰ τὸν Θεό. Τὰ πάντα, «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα», συνωθοῦνται σὲ ἕνα διαρκὲς παρὸν ἐνώπιόν του.
δ. Ἡ πρόγνωση ὅμως τοῦ Θεοῦ δὲν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐλευθερίας μας. Δὲν θὰ κάνουμε μὲ ἐξαναγκασμὸ κάτι, παρὰ τὴ θέλησή μας, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ προγνωρίζει ὁ Θεός, ἀλλὰ τὸ προγνωρίζει ὁ Θεός, ἐπειδὴ θὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς. Ἡ πρόγνωσή του προκαθορίζεται ἀπὸ τὶς πράξεις μας καὶ ὄχι οἱ πράξεις μας ἀπὸ τὴν πρόγνωσή του.
Καὶ ἡ Παναγία, μὲ καθαρὰ δική της ἐλεύθερη ἐπιλογή, μὲ καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου της, ἁγιάσθηκε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο δημιούργημα. Ἔγινε ἔτσι ἄξια νὰ τὴν προορίσει ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, χωρὶς αὐτὸ νὰ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία της. Ὁ Ἀρχάγγελος τὴ στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ «δὲν τὴν πληροφορεῖ ἁπλῶς γιὰ τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ περιμένει τὴν ἐλεύθερη καὶ ἐθελούσια ἀπάντησή της… Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀρνηθεῖ. Ὁ Θεὸς παίρνει τὴν πρωτοβουλία, ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητη καὶ ἡ αὐτόβουλη συνεργασία τῆς Παναγίας, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παθητικὸ ἐργαλεῖο, ἀλλὰ γίνεται ἕνας ἐνεργὸς συμμέτοχος στὸ λυτρωτικὸ ἔργο» (Κάλλιστος Ware, ὅ. π.).
Εἶναι δικό της τὸ κατόρθωμα αὐτό, μοναδικό, καὶ τῆς ἀξίζει κάθε ἔπαινος. Μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ ἀναγνωρίζουμε, τὴν εὐχαριστοῦμε «ἐκ βαθέων» γιὰ τὴ στάση της, καὶ ὅλες οἱ γενιὲς «ἕως αἰῶνος», ἀκούραστα, «τὴν ὄντως Θεοτόκον μεγαλύνομεν».
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 374, Σεπτ. 2014 - ἐπηυξημένη ἔκδοση)
Τὸ κεντρικὸ γεγονὸς τοῦ σχεδίου αὐτοῦ ἦταν ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὁποίας χρειαζόταν ἡ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Μοναδικὸς ἄνθρωπος, κατ’ ἐξοχὴν κατάλληλος γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀνάμεσα στὶς ἀνθρώπινες γενιὲς ὅλων τῶν αἰώνων, θεωρήθηκε ἡ Παρθένος Μαρία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ γέννησή της, ὡς γεγονὸς παγκόσμιας σημασίας, «χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ». Ἡ Παναγία ἔγινε ἡ «παγκόσμιος χαρά».
Μὲ ἰδιαίτερα θριαμβικοὺς καὶ χαρμόσυνους τόνους οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς μιλοῦν γι’ αὐτὸν τὸν εἰδικὸ προορισμὸ καὶ τὴν προαιώνια ἐπιλογὴ τῆς Παρθένου ἀπὸ τὸν Θεό. Εἶναι ἡ «προεκλεχθεῖσα ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν»» καὶ ἡ «προορισθεῖσα ἀπὸ γενεῶν ἀρχαίων» νὰ ἐκπληρώσει τὴ Θεία Οἰκονομία, νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ, δοχεῖο καὶ κατοικητήριό του.
Στὸ πρόσωπό της ἐφαρμόζεται κατ’ ἐξοχὴν ὁ λόγος τοῦ ἀποστ. Παύλου: «Ἐκείνους ποὺ προεγνώρισε, αὐτοὺς καὶ προώρισε νὰ γίνουν σύμμορφοι (=ἴδιοι) πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ του, …ἐκείνους δὲ ποὺ προώρισε, αὐτοὺς καὶ ἐκάλεσε, καὶ ἐκείνους ποὺ ἐκάλεσε, αὐτοὺς καὶ ἐδικαίωσε, ἐκείνους δὲ ποὺ ἐδικαίωσε, αὐτοὺς καὶ ἐδόξασε» (Ρωμ. 8, 29-30. Βλ. καὶ κεφ. 9).
Ἡ παρανόηση τῶν λόγων αὐτῶν ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ ἀναπτυχθεῖ μιὰ ἐντελῶς παράλογη διδασκαλία. Ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεός, γιὰ δικούς του ανεξερεύνητους λόγους, διαλέγει καὶ προορίζει ἐξ ἀρχῆς αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ σωθοῦν καὶ αὐτούς ποὺ πρόκειται νὰ κολασθοῦν. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει προορισθεῖ γιὰ σωτηρία, ὅσες ἁμαρτίες κι ἂν κάνει, δὲν πρόκειται νὰ χαθεῖ. Καὶ ἀντιστρόφως, ἂν εἶναι προορισμένος γιὰ τὴν ἀπώλεια, ὅσες ἀρετὲς κι ἂν ἀποκτήσει, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ σωθεῖ.
Μιὰ ἀμετάκλητη δηλαδὴ εἱμαρμένη προκαθορίζει τὴν πορεία καὶ τὴν κατάληξη τοῦ ἀνθρώπου ἐρήμην τῆς θελήσεώς του. Εἶναι ἡ περιβόητη θεωρία περὶ τοῦ «ἀπολύτου προορισμοῦ», ποὺ ἀναπτύχθηκε κυρίως ἀπὸ τὴ δυτικὴ Χριστιανοσύνη.
Ἡ ὄντως ἀπάνθρωπη ὅμως αὐτὴ θεωρία ἔρχεται σὲ ὀξεῖα ἀντίθεση μὲ δυὸ καταλυτικὰ γεγονότα: α) τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ β) τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
α. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει ποτὲ τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐπιστροφή του, ὥστε νὰ ἔχει (αἰώνια) ζωὴ (Ἱεζ. 33, 11). Εἶναι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (ὄχι μόνο μιὰ μερίδα ἐκλεκτῶν) «καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2, 4). Μᾶς ἀγάπησε τόσο πολύ, «ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3, 16). Εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», τὸ ὁποῖο «φωτίζει (ὄχι μιὰ ἀριστοκρατία εὐσεβῶν, ἀλλὰ) πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9). Μᾶς ἔπλασε κινούμενος ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἀγάπη. Γιὰ νὰ συμμετάσχουμε κι ἐμεῖς στὸν πλοῦτο τῆς δικῆς του ζωῆς.
β. Ἀλλ’ αὐτὸ θέλει νὰ γίνεται μὲ δική μας ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ὅσοι τὸν δέχονται μὲ δική τους θέληση, ἀξιώνονται νὰ γίνουν «τέκνα Θεοῦ» (Ἰω. 1, 12). Δὲν θέλει ὄντα δουλικὰ κοντά του. Γι’ αὐτὸ καὶ «δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ πιὸ ἀποφασιστικὸ σ’ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν ἀπὸ τὶς συνειδητὲς πράξεις ἐπιλογῆς, ποὺ γίνονται ἀπὸ πρόσωπα προικισμένα μὲ λόγο καὶ συνείδηση» (Καλλίστου Ware, Ἡ ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία, ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, σ. 54).
Ἔτσι ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε τὸν ἄνθρωπο οὔτε θνητὸ οὔτε ἀθάνατο. «Τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο ἔβαλα μπροστά σας», λέει. Καὶ μᾶς συμβουλεύει (χωρὶς νὰ ἀναγκάζει): «Διαλέξτε τὴ ζωὴ» (Δευτ. 30, 19). «“Αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν ἄνθρωπον” καὶ τὸν ἄφησε στὴν ἐλεύθερη διάθεσή του… Ἐνώπιόν σου τοποθέτησε φωτιὰ καὶ νερό: ὅπου θέλεις μπορεῖς νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι σου. Ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ὅ,τι θελήσει καὶ προτιμήσει ὁ καθένας, αὐτὸ θὰ τοῦ δοθεῖ» (Σοφ. Σειράχ, 15, 14-17).
Ἡ σωτηρία λοιπὸν καὶ ἡ ἀπώλεια ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς. Στὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ γιὰ τὴ σωτηρία μας ἔρχεται βέβαια ἀρωγὸς καὶ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ μόνο ὅταν ὑπάρχει δυνατότητα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς (αὐτεξούσιο), εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς πράξεις μας. Ἀξιέπαινοι γιὰ τὶς καλές, κατακριτέοι γιὰ τὶς κακές. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μᾶς ζητηθοῦν εὐθύνες, νὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό.
γ. Ὁ Θεὸς τώρα, προγνωρίζοντας τὴν πορεία μας, κανονίζει τοὺς ρόλους ποὺ ταιριάζουν στὸν καθένα μας (=προορίζει). Προγνωρίζει ποιοὶ θὰ κάμουν καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου καὶ τοὺς καλεῖ σὲ ρόλους ποὺ ὑπηρετοῦν τὸ καλό. Προορισμὸς θεωρεῖται αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ καὶ ἀμετάθετο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φανερώνεται σὲ ὅσους προβλέπει ὅτι θὰ ἀνταποκριθοῦν ἄξια στὴν κλήση ποὺ τοὺς ἀπευθύνει. Καὶ πάλι, ὡς δίκαιος, ἔχει ἤδη κατακρίνει καὶ προδικάσει ὅσους (κατὰ τὴν πρόγνωσή του) θὰ κάμουν κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τους. Παρελθὸν καὶ μέλλον δὲν ὑπάρχουν γιὰ τὸν Θεό. Τὰ πάντα, «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα», συνωθοῦνται σὲ ἕνα διαρκὲς παρὸν ἐνώπιόν του.
δ. Ἡ πρόγνωση ὅμως τοῦ Θεοῦ δὲν σημαίνει κατάργηση τῆς ἐλευθερίας μας. Δὲν θὰ κάνουμε μὲ ἐξαναγκασμὸ κάτι, παρὰ τὴ θέλησή μας, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ προγνωρίζει ὁ Θεός, ἀλλὰ τὸ προγνωρίζει ὁ Θεός, ἐπειδὴ θὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς. Ἡ πρόγνωσή του προκαθορίζεται ἀπὸ τὶς πράξεις μας καὶ ὄχι οἱ πράξεις μας ἀπὸ τὴν πρόγνωσή του.
Καὶ ἡ Παναγία, μὲ καθαρὰ δική της ἐλεύθερη ἐπιλογή, μὲ καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου της, ἁγιάσθηκε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο δημιούργημα. Ἔγινε ἔτσι ἄξια νὰ τὴν προορίσει ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, χωρὶς αὐτὸ νὰ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία της. Ὁ Ἀρχάγγελος τὴ στιγμὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ «δὲν τὴν πληροφορεῖ ἁπλῶς γιὰ τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ περιμένει τὴν ἐλεύθερη καὶ ἐθελούσια ἀπάντησή της… Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀρνηθεῖ. Ὁ Θεὸς παίρνει τὴν πρωτοβουλία, ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητη καὶ ἡ αὐτόβουλη συνεργασία τῆς Παναγίας, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παθητικὸ ἐργαλεῖο, ἀλλὰ γίνεται ἕνας ἐνεργὸς συμμέτοχος στὸ λυτρωτικὸ ἔργο» (Κάλλιστος Ware, ὅ. π.).
Εἶναι δικό της τὸ κατόρθωμα αὐτό, μοναδικό, καὶ τῆς ἀξίζει κάθε ἔπαινος. Μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ ἀναγνωρίζουμε, τὴν εὐχαριστοῦμε «ἐκ βαθέων» γιὰ τὴ στάση της, καὶ ὅλες οἱ γενιὲς «ἕως αἰῶνος», ἀκούραστα, «τὴν ὄντως Θεοτόκον μεγαλύνομεν».
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 374, Σεπτ. 2014 - ἐπηυξημένη ἔκδοση)