Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.
«Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον…»
Η σύνδεση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του κόσμου με την πληρότητα της αγάπης, αναδεικνύει και την αυθεντικότητα της σχέσης που σφυρηλατείται στο χώρο της Εκκλησίας. Στους ορίζοντες αυτούς, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, αποκαλύπτει το απύθμενο βάθος αλλά και το δυσθεώρητο ύψος της θεϊκής αγάπης: «εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν υμίν, ότι τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού» (Α΄Ιω. δ΄9).
Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή συνιστά το απόσταγμα της συνομιλίας του Χριστού με το Νικόδημο. Ο Νικόδημος παρόλο που είχε εξέχουσα θέση στην κοινωνία, αφού ήταν μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου και ανήκε ακόμα στην τάξη των φαρισαίων, ωστόσο αποκαλύπτεται ως άνθρωπος με καλή και αγαθή ψυχή. Με τέτοιες λοιπόν αγαθές διαθέσεις όχι μόνο γνώρισε αλλά και συνομιλούσε με τον Χριστό για μεγάλες και αιώνιες αλήθειες. Έτσι, ενώ οι φαρισαίοι συνέδεαν τη σωτηρία με την τυπολατρία, ενδεδυμένη με την υποκριτική τήρηση κάποιων διατάξεων του Νόμου, ο Χριστός έρχεται να αποκαλύψει ότι για να σωθεί ο άνθρωπος πρέπει να αναγεννηθεί πνευματικά, να καταστεί καινούργια ύπαρξη, όχι πλέον με νομικές διατάξεις, αλλά με τη χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Ρωμ. ε΄5).
Η καινούργια ζωή
Η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου δεν έχει να κάνει με οποιεσδήποτε πιέσεις και συμπιέσεις, με φάσεις και αντιφάσεις του κόσμου τούτου, αλλά με το άνοιγμα σε μια νέα ζωή που κινείται πάντοτε στην τροχιά της αιωνιότητας. Τη ζωή εκείνη που υπερβαίνει τη φθορά και τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Στην υπέρβαση αυτή, η όποια απόγνωση μεταβάλλεται σε αναστάσιμη ελπίδα και η όποια λύπη και στεναχώρια σε χαρά και αγαλλίαση. Η ζωή αυτή δεν συνδέεται σε καμιά περίπτωση με αφηρημένα σχήματα και θεωρίες, αλλά αποκαλύπτεται ως η πιο ισχυρή πραγματικότητα με τη μετοχή στη ζωή του Χριστού. Τότε ακριβώς ολόκληρος ο χρόνος γίνεται καιρός μετοχής στις θείες δωρεές. Μόνο σ’ αυτή τη διάσταση ο άνθρωπος απελευθερώνεται από το φόβο της φθοράς και του θανάτου και μπορεί να ατενίζει πλέον δημιουργικά τη ζωή του μέσα στον χρόνο. Και όπως ο φυσικός θάνατος μέσα από την φωτοχυσία της ανάστασης μετατρέπεται σε γέφυρα προς τη ζωή, έτσι και ο χρόνος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, μεταβάλλεται σε παράγοντα πνευματικής προκοπής και τελείωσης.
Μόνο μέσα στις αγκάλες της θεϊκής αγάπης μπορεί ο άνθρωπος να εισέλθει σε τροχιές πνευματικής αναγέννησης. Η αγάπη αυτή σαρκώνεται στις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό, το συνάνθρωπο αλλά και με την κτίση ολόκληρη. Είναι εναρμονισμένη με τον τρόπο ύπαρξης του Τριαδικού Θεού, όπως αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός όχι μόνο στο Νικόδημο αλλά στον κάθε άνθρωπο που ανοίγει καλοδιάθετα την καρδιά του, φανερώνει το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Μέσα απ’ αυτό αποκρυπτογραφείται η κοινωνία της αγάπης που προσφέρεται αδιάκοπα στον άνθρωπο, ως «εικόνα του Θεού». Και η σκάλα βέβαια που ο Χριστός ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό είναι η φανέρωση της άπειρης αγάπης του μέσα από τον Σταυρό.
Αγαπητοί αδελφοί, μέσα από το μυστήριο του Σταυρού αναδύεται η θεϊκή αγάπη στην πιο αυθεντική της μορφή. Έτσι, ο Σταυρός γίνεται κρίση για τον κόσμο. Ο Κύριος έχει μόνιμα ανοικτές τις αγκάλες του και μας προσκαλεί να δεχθούμε την κοινωνία της αγάπης του. Αν ο άνθρωπος ελεύθερα ανταποκριθεί, τότε μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. ε΄24). Αν όμως αρνηθεί, εγκλωβισμένος στον εγωισμό και την φιλαυτία του, αφήνει τον εαυτό του να οδηγηθεί σε αυτοκατάκριση και αυτοτιμωρία. Η αγάπη που ξεπηδάει από το ξύλο του Σταυρού είναι η πιο αυθεντική και η πιο αληθινή. Γιατί νικά ακόμα και το θάνατο. Αυτή την εμπειρία μάς προσκαλεί η Εκκλησία να γευθούμε. «Γεύσασθε και οίδατε».
Η σύνδεση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του κόσμου με την πληρότητα της αγάπης, αναδεικνύει και την αυθεντικότητα της σχέσης που σφυρηλατείται στο χώρο της Εκκλησίας. Στους ορίζοντες αυτούς, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής πριν από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, αποκαλύπτει το απύθμενο βάθος αλλά και το δυσθεώρητο ύψος της θεϊκής αγάπης: «εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν υμίν, ότι τον Υιόν αυτού τον Μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι’ Αυτού» (Α΄Ιω. δ΄9).
Η συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή συνιστά το απόσταγμα της συνομιλίας του Χριστού με το Νικόδημο. Ο Νικόδημος παρόλο που είχε εξέχουσα θέση στην κοινωνία, αφού ήταν μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου και ανήκε ακόμα στην τάξη των φαρισαίων, ωστόσο αποκαλύπτεται ως άνθρωπος με καλή και αγαθή ψυχή. Με τέτοιες λοιπόν αγαθές διαθέσεις όχι μόνο γνώρισε αλλά και συνομιλούσε με τον Χριστό για μεγάλες και αιώνιες αλήθειες. Έτσι, ενώ οι φαρισαίοι συνέδεαν τη σωτηρία με την τυπολατρία, ενδεδυμένη με την υποκριτική τήρηση κάποιων διατάξεων του Νόμου, ο Χριστός έρχεται να αποκαλύψει ότι για να σωθεί ο άνθρωπος πρέπει να αναγεννηθεί πνευματικά, να καταστεί καινούργια ύπαρξη, όχι πλέον με νομικές διατάξεις, αλλά με τη χάρη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Ρωμ. ε΄5).
Η καινούργια ζωή
Η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου δεν έχει να κάνει με οποιεσδήποτε πιέσεις και συμπιέσεις, με φάσεις και αντιφάσεις του κόσμου τούτου, αλλά με το άνοιγμα σε μια νέα ζωή που κινείται πάντοτε στην τροχιά της αιωνιότητας. Τη ζωή εκείνη που υπερβαίνει τη φθορά και τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου. Στην υπέρβαση αυτή, η όποια απόγνωση μεταβάλλεται σε αναστάσιμη ελπίδα και η όποια λύπη και στεναχώρια σε χαρά και αγαλλίαση. Η ζωή αυτή δεν συνδέεται σε καμιά περίπτωση με αφηρημένα σχήματα και θεωρίες, αλλά αποκαλύπτεται ως η πιο ισχυρή πραγματικότητα με τη μετοχή στη ζωή του Χριστού. Τότε ακριβώς ολόκληρος ο χρόνος γίνεται καιρός μετοχής στις θείες δωρεές. Μόνο σ’ αυτή τη διάσταση ο άνθρωπος απελευθερώνεται από το φόβο της φθοράς και του θανάτου και μπορεί να ατενίζει πλέον δημιουργικά τη ζωή του μέσα στον χρόνο. Και όπως ο φυσικός θάνατος μέσα από την φωτοχυσία της ανάστασης μετατρέπεται σε γέφυρα προς τη ζωή, έτσι και ο χρόνος μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, μεταβάλλεται σε παράγοντα πνευματικής προκοπής και τελείωσης.
Μόνο μέσα στις αγκάλες της θεϊκής αγάπης μπορεί ο άνθρωπος να εισέλθει σε τροχιές πνευματικής αναγέννησης. Η αγάπη αυτή σαρκώνεται στις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό, το συνάνθρωπο αλλά και με την κτίση ολόκληρη. Είναι εναρμονισμένη με τον τρόπο ύπαρξης του Τριαδικού Θεού, όπως αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός όχι μόνο στο Νικόδημο αλλά στον κάθε άνθρωπο που ανοίγει καλοδιάθετα την καρδιά του, φανερώνει το μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Μέσα απ’ αυτό αποκρυπτογραφείται η κοινωνία της αγάπης που προσφέρεται αδιάκοπα στον άνθρωπο, ως «εικόνα του Θεού». Και η σκάλα βέβαια που ο Χριστός ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό είναι η φανέρωση της άπειρης αγάπης του μέσα από τον Σταυρό.
Αγαπητοί αδελφοί, μέσα από το μυστήριο του Σταυρού αναδύεται η θεϊκή αγάπη στην πιο αυθεντική της μορφή. Έτσι, ο Σταυρός γίνεται κρίση για τον κόσμο. Ο Κύριος έχει μόνιμα ανοικτές τις αγκάλες του και μας προσκαλεί να δεχθούμε την κοινωνία της αγάπης του. Αν ο άνθρωπος ελεύθερα ανταποκριθεί, τότε μεταβαίνει «εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. ε΄24). Αν όμως αρνηθεί, εγκλωβισμένος στον εγωισμό και την φιλαυτία του, αφήνει τον εαυτό του να οδηγηθεί σε αυτοκατάκριση και αυτοτιμωρία. Η αγάπη που ξεπηδάει από το ξύλο του Σταυρού είναι η πιο αυθεντική και η πιο αληθινή. Γιατί νικά ακόμα και το θάνατο. Αυτή την εμπειρία μάς προσκαλεί η Εκκλησία να γευθούμε. «Γεύσασθε και οίδατε».