Μητροπολίτου Βρεσθένης κ. Θεοκλήτου
Από την εποχή της νεότητός του ο Μακαριστός Χριστόδουλος ανησυχούσε για το μέλλον του Ελληνισμού στην Ευρώπη. Ως Μητροπολίτης
Δημητριάδος ο Χριστόδουλος, δεν εκδήλωσε καμίαν αντίθεση για την ένταξη στην Ευρώπη. Σε πολλά κείμενά του όμως, διετύπωνε την ανάγκη η ένταξη να συνοδεύεται από αγώνα για την αυτοσυνειδησία των Ελλήνων.
Ήταν βέβαιος ότι η ένωση της Ευρώπης, αποτελεί πνευματική και ποιμαντική πρόκληση – όχι αυτονόητα αρνητική, αλλά που αναπότρεπτα θα καταλήξει αρνητική εάν συνεχισθεί η σιωπή και αδιαφορία της Εκκλησίας μας. Εκτιμούσε ότι είναι επικίνδυνο και κοντόφθαλμο να βλέπουμε την ένωση της Ευρώπης μόνο ως ένα ταμείο, ή ως υπόθεση μόνο της πολιτείας και των παραγωγικών τάξεων.
Από την εποχή της νεότητός του ο Μακαριστός Χριστόδουλος ανησυχούσε για το μέλλον του Ελληνισμού στην Ευρώπη. Ως Μητροπολίτης
Δημητριάδος ο Χριστόδουλος, δεν εκδήλωσε καμίαν αντίθεση για την ένταξη στην Ευρώπη. Σε πολλά κείμενά του όμως, διετύπωνε την ανάγκη η ένταξη να συνοδεύεται από αγώνα για την αυτοσυνειδησία των Ελλήνων.
Ήταν βέβαιος ότι η ένωση της Ευρώπης, αποτελεί πνευματική και ποιμαντική πρόκληση – όχι αυτονόητα αρνητική, αλλά που αναπότρεπτα θα καταλήξει αρνητική εάν συνεχισθεί η σιωπή και αδιαφορία της Εκκλησίας μας. Εκτιμούσε ότι είναι επικίνδυνο και κοντόφθαλμο να βλέπουμε την ένωση της Ευρώπης μόνο ως ένα ταμείο, ή ως υπόθεση μόνο της πολιτείας και των παραγωγικών τάξεων.
Θεωρούσε ότι η
Εκκλησία πρέπει να ενδιαφερθεί επειγόντως και πολύ σοβαρά για το σε ποιό
περιβάλλον, κοινωνικό και πολιτικό, οικονομικό και θεσμικό, κυρίως όμως
ποιμαντικό και παιδευτικό, πρόκειται να ζήσουν οι νέοι μας. Πνευματικά, έβλεπε
την ένωση της Ευρώπης ως μία μοναδική ευκαιρία να επανεξετασθεί η σχέση της
Ορθοδοξίας και του ευρωπαϊκού κόσμου.
Τον
προβληματισμό του τον έδειξε ακόμη μια φορά, με τον πιο επίσημο τρόπο, αμέσως
μόλις εξελέγη Αρχιεπίσκοπος. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα περί Ευρώπης
στον ενθρονιστήριο λόγο του το 1998:
«Καθώς είναι
βέβαιο ότι κυοφορείται ένας νέος πολιτισμός που θα κρίνει την πορεία της
Ευρώπης, η ευθύνη μας, ελληνικής Πολιτείας και ελληνικής Εκκλησίας, για το
ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι πελώρια. Η Εκκλησία οφείλει να διαθέτει ευρεία
αντίληψη του διεθνούς περίγυρου, κατανόηση των διαδικασιών της Ευρωπαϊκής
ενοποίησης και να έχει θετική συμβολή για την υλοποίηση των στόχων της. Ως
Εκκλησία στηρίζουμε τις προσπάθειες του λαού μας, της κυβέρνησής του και της
ηγεσίας του για την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ε. Όμως αυτό δεν σημαίνει
απάρνηση της ταυτότητάς μας, της ελληνορθοδοξίας μας. Η ένωσή μας με την Ευρώπη
δεν καταργεί την πολυμορφία. Αντιθέτως, η εμμονή και η προστασία της
πνευματικής ταυτότητας κάθε ευρωπαϊκού λαού, αποτελεί το κύριο γνώρισμα του
ευρωπαϊκού κόσμου. Γι’ αυτό –ναι- μένουμε στην Ευρώπη όχι όμως ως φτωχοί
συγγενείς, μακρινοί Ανατολίτες, ξένοι προς το ευρωπαϊκό πνεύμα, αλλ’ ως οικείοι
μέσα στο μεγάλο ευρωπαϊκό μας σπίτι».
Και
πραγματικά, ο αείμνηστος γέροντάς μου, πολύ γρήγορα προχώρησε στη σύσταση
Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως των Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Καρπός
αυτής της γόνιμης μέριμνας ήταν και είναι και η δημιουργία ειδικού ιστοχώρου της
Εκκλησίας μας, του αγγλόφωνου – και γι’ αυτό ίσως γνωστού κυρίως στην Ευρώπη –
ιστοχώρου European Spirit.
Στη διάρκεια
της Αρχιεπισκοπίας του εξεφώνησε περισσότερες από 30 ομιλίες για την Ένωση της
Ευρώπης, επισκέφθηκε τις Βρυξέλλες και μίλησε με Ευρωβουλευτές εκεί, μίλησε σε ξένα
Πανεπιστήμια, τιμήθηκε ως επίτιμος διδάκτωρ, και είχε ιδιαίτερες συναντήσεις με
ευρωπαϊστές όπως ο Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο Ζακ Ντελόρ, ο Ζώρζ Σαντέρ, ο
Πρόεδρος της Ευρωβουλής Χ. Γκ. Πέτερινγκ, και πολλούς Επιτρόπους.
Ο μακαριστός
δεν έκρυβε την ανησυχία του: με ποια εφόδια ψυχής θα πάει ο Έλληνας στην Ευρώπη
να εργασθεί, πως θα κρατήσει υψηλά την αυτοεκτίμησή του και την ιδιοπροσωπία
του, όταν εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες διδάσκεται πως το ευρωπαϊκό είναι
υψηλό και το ελληνικό είναι άξιο καταφρόνησης; Πως θα κρατήσει την πίστη του
μέσα σε ένα περιβάλλον που κι όταν δεν είναι χριστιανοφοβικό πάντως αρνείται να
δει την πίστη ως κάτι πέραν των απλών προσωπικών δεδομένων;
Μιλώντας στο
Συνέδριο των Γάλλων Συμβολαιογράφων, έθεσε και σε αυτούς το πρόβλημα:
«Διερωτώμαι:
θα μπορέσουμε άραγε οι Ευρωπαίοι να κρατήσουμε στη ζωή τα έθνη μας - όχι ως ρατσιστικό αλλά ως ταυτοτικό μας στοιχείο; Θα
κρατήσουμε στη ζωή τις κοινωνίες μας - όχι ότι τις θεωρού ιδανικές αλλά επειδή μας
δίνουν ακόμη ένα κοινό αξιακό πλαίσιο, επιτρέποντάς μας έτσι να
συνειδητοποιήσουμε την παράβασή του ακόμη και χωρίς καθόλου νομικές γνώσεις; Θα
κρατήσουμε ζωντανές τις ιστορίες μας, και κυρίως το πέρα από αυτές ζωτικό τοπίο,
τις παραδόσεις μας; Θα διατηρήσουμε τις γλώσσες μας – όχι ως απλή γνώση αλλά ως έκφραση της ψυχής μας; Θα
συνεχίζουμε να διαβάζουμε στο πρωτότυπο την ποίησή μας, να εκφράζουμε μέσω αυτής
τη ζωή, την ελπίδα, τις αγάπες μας και τον πόνο της απουσίας τους;»
Αυτή την
αγωνία εξέφραζε και η σταθερή άρνησή του να δεχθεί την ένταξη της Τουρκίας στην
Ευρώπη. Είναι πολύ μακράν της πραγματικότητος αυτοί που θεωρούσαν την άρνησή
του ως πολιτική αιχμή κατά του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Ο Χριστόδουλος
γνώριζε πολύ καλά τα ωφέλη που θα είχε το Πατριαρχείο από την ένταξη της Τουρκίας,
ωφέλη που θα είχε όλη η Ορθοδοξία. Αλλά είχε πλήρη πεποίθηση ότι η Ευρώπη δεν
θα έχει πράγματι τη δύναμη να εντάξει την Τουρκία, μια χώρα της τάξεως των 100
εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο κίνδυνος για τον Χριστόδουλο είναι άμεσος: η ένταξη
της Τουρκίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα και αμέσως στην πλήρη αποσάθρωση του ίδιου
του ευρωπαϊκού κόσμου, στην πλήρη εξαλλοίωση του πνευματικού του ιστού.
Όχι μόνο δεν
ήταν αντιευρωπαϊστής ο Χριστόδουλος, όπως είπαν κάποιοι απρόσεκτοι, αλλά
στάθηκε υπερασπιστής της ευρωπαϊκής ταυτότητος, υπέρμαχος της ευρωπαϊκής
πνευματικής κληρονομιάς.
Οι εύκολοι
αρνητές του Χριστόδουλου, ισχυρίσθηκαν πως δεν είναι καθήκον της Εκκλησίας η
υπεράσπιση της ιδιοπροσωπίας του λαού μας, και μάλιστα συχνά χαρακτήρισαν αυτή
τη μέριμνα ως εθνικιστικό ιδεολόγημα. Ο ίδιος απάντησε σε αυτό πολλές φορές.
Εδώ, θα μου επιτραπεί να παραθέσω ένα απόσπασμα από ομιλία του που δεν πρόλαβε
να εκφωνήσει:
«Επειδή η Εκκλησία
είναι κοινωνία προσώπων, αυτονοήτως είναι κιβωτός και προστάτης των χαρισμάτων
κάθε προσώπου και του ποιμνίου ως συνόλου, άρα και των προσωπικών, κοινωνικών
και εθνικών παραδόσεών του· είναι κιβωτός και προστάτης της ιστορικής
συνείδησής του, της πολιτιστικής κληρονομιάς του – με δυό λόγια, είναι ταμείο
και φύλακας πού συνιστά την ιδιομορφία
κάθε προσώπου και του ποιμνίου που φέρει και αυξάνει την κληρονομιά».
Η παρακαταθήκη
που άφησε σε όλους τους Έλληνες ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, είναι ξεκάθαρη και
στο κεφάλαιο Ελλάδα/Ευρώπη. Μας ζήτησε να μείνουμε στην Ευρώπη εργαζόμενοι υπέρ
του πολιτισμού της, και να έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν μας ότι ο ευρωπαϊκός
πολιτισμός είναι αδιανόητος χωρίς το Χριστό, τη χριστιανική πίστη και την κλασσική παιδεία.
Ωστόσο όμως ο ίδιος,
ατενίζοντας το δυσοίωνο μέλλον που τώρα ζούμε, τελματωμένοι μέσα σε μια ηθική,
πνευματική και οικονομική κρίση, λοιδορούμενοι από τους άλλοτε ευρωπαίους θύτες μας, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που
έρχονται με σκοπό να πετύχουν την υλική και
πνευματική μας αφαίμαξη και την υποδούλωσή μας στα άνομα και άδικα
συμφέροντά τους, μας προτρέπει στον κύκνειο
πρωτοχρονιάτικο λόγο του το 2008, χαρίζοντάς μας τη χαμένη μας δύναμη, την
παρηγοριά και την ελπίδα : «Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά.
Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν Αντίσταση. Που
παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και
στους αγώνες μας. Οι αναθεωρητές πολύ κακή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν
από τις καρδιές των Ελλήνων τα κάστρα των θυσιών.
ΣΤΑΘΗΤΕ ΟΛΟΙ ΟΡΘΙΟΙ στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια
μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες
μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ'
επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για
να ξαναβρούμε ότι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει».
Αυτές τις ηθικές και πατρικές προτροπές
ενστερνιζόμενοι, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις όποιες κρίσεις στην προσωπική
αλλά και κοινωνικής μας ευρωπαϊκή ζωή διατηρώντας την αυτοσυνειδησία μας, την ελληνική
μας ταυτότητα.
Αυτή η ταπεινή αναφορά στις ιδέες και τα
πιστεύω του για την Ευρώπη και τη σχέση
της Ελλάδας με αυτή, ας είναι τώρα, πού συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την
εις Κύριον εκδημία του, ελάχιστος φόρος τιμής.