Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Όταν ο σύγχρονος άνθρωπος μιλάει για τον θάνατο, εννοεί, λίγο πολύ, κάτι που βρίσκεται στο τέρμα της ζωής, ή, με άλλα λόγια, κάτι πριν από το οποίο υπάρχει ζωή. Αυτό φαίνεται αυτονόητο, θα μπορούσε, ωστόσο, να δεχτεί μια ένσταση: Συμφωνούμε ότι αυτό που συμβαίνει στο τέλος είναι θάνατος. Όμως αυτό που υπάρχει πριν από τον θάνατο είναι ζωή;
Πόσο ζωή είναι, άραγε, μια μίζερη ύπαρξη βυθισμένη στον ατομισμό; Πόσο ζωή είναι μια φαρμακωμένη επιβίωση μέσα στις απρόσωπες πόλεις; Πόσο ζωή είναι να σε πιάνει ταχυκαρδία από την παρουσία του άλλου γιατί τον βιώνεις σαν ανταγωνιστή; Πόσο ζωή είναι οι ανθρωποθυσίες στο βωμό της ατομικής καριέρας; Πόσο ζωή είναι όσα κάνεις, αν ο άνθρωπος είναι ένα ον με ημερομηνία λήξης;
Αυτό, κοντολογίς, που ονομάζουμε ζωή, πολύ συχνά δεν είναι παρά η δεσποτεία της θανατίλας. Αντί ο θάνατος να βρίσκεται στο τέρμα, διαποτίζει, δηλητηριάζει και μεταλλάσσει τη ζωή. Δεν καταργεί μεν τον άνθρωπο, τον κάνει όμως ζόμπι. Όλα αυτά σημαίνουν επιβίωση δίχως νόημα, ανόητη. Δεν καρτερά κάτι εκρηκτικό, δεν περιμένει κάποιον που να αλλάζει τα πράγματα, δεν έχει ελπίδα. Κι όλο το καθημερινό τρέξιμο δεν είναι παρά στημονιές στην ύφανση του σάβανου της.
Μέσα σ αυτή τη μαυρίλα, το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφουγκραστούμε τις φωνές της αντίστασης. Μια τέτοια φωνή πρόκειται αυτές τις μέρες να σεργιανίσει τους δρόμους. Αν την αντιμετωπίσουμε σαν ένα άψυχο έθιμο, θα την χάσουμε. Αν τη συλλογιστούμε με φιλότιμο, θα βρούμε κάτω από την κρούστα έναν μπαξέ.
Μιλάω για τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Κάλαντα είναι να 'χεις κάτι να πεις και -πολύ περισσότερο- να 'χεις να βρεις κάτι πολύτιμο για τη ζωή σου, μα να μην αντέχεις να το κρατήσεις για τον εαυτούλη σου, αλλά να καίγεσαι να το μοιραστείς. Κάλαντα είναι μια διάθεση συνάντησης σε μιαν ακοινώνητη κοινωνία. Κάλαντα είναι να ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου για να ξεχυθείς στο δρόμο, να αναζητήσεις τον άλλον, να του χτυπήσεις την πόρτα. να αποζητήσεις το πρόσωπο του. Κάλαντα είναι να μετατρέπεις τις πόρτες από ταφόπλακες σε ανοίγματα ζωής.
Το 'χετε σκεφτεί; Κάλαντα είναι το κουβάλημα μιας είδησης. Ότι η ελπίδα έρχεται από το αύριο και έρχεται από μια συνάντηση. Αύριο. 25 Δεκεμβρίου, ο άνθρωπος παύει να προορίζεται για τη χωματερή, αλλά συναντιέται με τον Θεό, γίνεται σάρκα του Θεού, γίνεται γλεντοκοπάς σ' ένα τραπέζι μαζί Του. Γίνεται, με λίγα λόγια, κοινωνός ενός άλλου τρόπου ύπαρξης, τον οποίον τον προσφέρει ένας Θεός ξετρελαμένος με τον άνθρωπο, τόσο ξετρελαμένος, που να αφήνει τα μεγαλεία για να σαρκωθεί μέσα σε μια φάτνη! Όσο πιο κοντά, δηλαδή, στον άνθρωπο, στην καθημερινότητα, στο χώμα, στα ζώα, στ' αστέρια, στον πόνο.
«Να τα πούμε;»
Τα κάλαντα είναι η αποζήτηση μιας επικοινωνίας με τον άλλον. Έχουμε να του πούμε κάτι, μα δεν βιάζουμε τα αυτιά του, ούτε παραβιάζουμε την ελευθερία του. Είναι σαν να του λέμε: «Αδερφέ, εμείς πιστεύουμε κάτι που το θεωρούμε σπουδαίο και που νιώθουμε πως δίνει νόημα σε κάθε στιγμή μας. Σκεφτόμαστε να σου το πούμε, κι εσύ κατόπιν διαλέγεις και παίρνεις. Να τα πούμε, λοιπόν;».
«Καλήν ημέραν άρχοντες»
Το 'χετε προσέξει; Δεν υπάρχουν ξεχωριστά κάλαντα για άρχοντες και ξεχωριστά για το λαό. Όλοι αποκαλούνται άρχοντες και το σπίτι τους αποκαλείται «αρχοντικό». Τα κάλαντα κομίζουν ένα όραμα. μια κοινότητα αρχοντάδων δίχως υποτελείς, δούλους και εξαθλιωμένους. Είναι ένα όραμα εμπνευσμένο από το μεδούλι της Εκκλησίας, από έναν Θεό που προσφέρει τον ίδιο του τον εαυτό σε όλους δίχως να νομιμοποιεί την ταξική αδικία. Αυτή την προσφορά του εμείς τη λέμε θεία ευχαριστία. Κι όταν τραγουδάμε:
«Χρστός γεννάται, σήμερον», κυριολεκτούμε. Τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς η αναπόληση ενός μακρινού παρελθόντος. Είναι η δυνατότητα του σημερινού ανθρώπου να γίνει μέτοχος της Βηθλεέμ σήμερα. Είναι η δυνατότητα να μεταμορφωθούν οι πρώτες ύλες της ζωής μας, το ψωμί και το κρασί, σε σώμα και αίμα αυτού που γεννήθηκε «εν Βηθλεέμ τη πόλει» πριν τόσα χρόνια για να νικήσει το θάνατο και να αναστηθεί.
«Χαίρει η κτίσις όλη»
Τα κάλαντα αποτυπώνουν την πίστη της Εκκλησίας ότι η σάρκωση του Χριστού μπολιάζει με ζωή το σύμπαν κι όχι μονάχα την «ψυχούλα» καθενός ατομικά. Κυττάξτε τις βυζαντινές εικόνες της Γέννησης: τα βράχια είναι ζωγραφισμένα έτσι που να στρέφονται προς τον Χριστό, τα δέντρα χαμηλώνουν κ.λπ. Τα πάντα συμμετέχουν. Τα κάλαντα κουβαλούν μέσα τους τη μαρτυρία πως το περιβάλλον είναι κάτι αφάνταστα περισσότερο από αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης ή σκουπιδότοπος μας.
Όταν θα χτυπήσουν την πόρτα μας τα παιδιά των καλάντων, ας μην τα αποπάρουμε. Το να τους στρέψουμε την πλάτη, έτσι κι αλλιώς, δεν αρκεί για να ξορκίσουμε τις ενοχές μας για τον τρόπο ζωής μας. Τα κάλαντα βασίζονται σε κάτι ολότελα διαφορετικό από την αποξένωση, που πλαστικοποιεί τα πάντα γύρω μας- και κάτι ολότελα διαφορετικό από τις φαρισαϊκές ψευδοεπικοινωνίες, που στοιχειώνουν την καθημερινότητα μας: από τη φασιστική επέλαση, δηλαδή, του ξύλινου κομματικού λόγου και των τηλεοπτικών εκπομπών, που γδέρνουν τον άνθρωπο και ασελγούν πάνω στην αξιοπρέπεια του.
Τα παιδιά των καλάντων είναι - θελητά ή άθελα τους- αληθινοί αντάρτες των πόλεων σήμερα. Μπορεί κίνητρο τους να είναι η παραξενιά κι η χαρά του εθίμου, μπορεί και το χαρτζηλίκι που αποκομίζουν. Το θέμα είναι ότι στα χέρια τους (ή, μάλλον, στα πόδια και στα στόματα τους) κρατιέται μια υπόθεση που μακάρι να βιωθεί κάποτε σε όλες της τις διαστάσεις. Διότι όσο ακόμα παίρνει τους δρόμους η αλήθεια των καλάντων κι όσο αντηχεί το κάλεσμα τους σε έναν αλλιώτικο, ερωτικό τρόπο ζωής, οι άχαρες πόλεις μας δεν έχουν πάρει ακόμα διαζύγιο από την ελπίδα. Δεν έχουν θαφτεί ακόμα (όχι ολοκληρωτικά τουλάχιστον) στο ανέραστο αμπαλάζ του καταναλωτισμού, των βιτρινών, των ρεβεγιόν δίχως προσδοκία του αύριο, των «Χριστουγέννων» χωρίς Χριστό.
Φωτιά στα τόπια, παιδιά. Και ντροπή σ΄ όποιον σας μιλήσει για ντροπή.
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Πόσο ζωή είναι, άραγε, μια μίζερη ύπαρξη βυθισμένη στον ατομισμό; Πόσο ζωή είναι μια φαρμακωμένη επιβίωση μέσα στις απρόσωπες πόλεις; Πόσο ζωή είναι να σε πιάνει ταχυκαρδία από την παρουσία του άλλου γιατί τον βιώνεις σαν ανταγωνιστή; Πόσο ζωή είναι οι ανθρωποθυσίες στο βωμό της ατομικής καριέρας; Πόσο ζωή είναι όσα κάνεις, αν ο άνθρωπος είναι ένα ον με ημερομηνία λήξης;
Αυτό, κοντολογίς, που ονομάζουμε ζωή, πολύ συχνά δεν είναι παρά η δεσποτεία της θανατίλας. Αντί ο θάνατος να βρίσκεται στο τέρμα, διαποτίζει, δηλητηριάζει και μεταλλάσσει τη ζωή. Δεν καταργεί μεν τον άνθρωπο, τον κάνει όμως ζόμπι. Όλα αυτά σημαίνουν επιβίωση δίχως νόημα, ανόητη. Δεν καρτερά κάτι εκρηκτικό, δεν περιμένει κάποιον που να αλλάζει τα πράγματα, δεν έχει ελπίδα. Κι όλο το καθημερινό τρέξιμο δεν είναι παρά στημονιές στην ύφανση του σάβανου της.
Μέσα σ αυτή τη μαυρίλα, το ελάχιστο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφουγκραστούμε τις φωνές της αντίστασης. Μια τέτοια φωνή πρόκειται αυτές τις μέρες να σεργιανίσει τους δρόμους. Αν την αντιμετωπίσουμε σαν ένα άψυχο έθιμο, θα την χάσουμε. Αν τη συλλογιστούμε με φιλότιμο, θα βρούμε κάτω από την κρούστα έναν μπαξέ.
Μιλάω για τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Κάλαντα είναι να 'χεις κάτι να πεις και -πολύ περισσότερο- να 'χεις να βρεις κάτι πολύτιμο για τη ζωή σου, μα να μην αντέχεις να το κρατήσεις για τον εαυτούλη σου, αλλά να καίγεσαι να το μοιραστείς. Κάλαντα είναι μια διάθεση συνάντησης σε μιαν ακοινώνητη κοινωνία. Κάλαντα είναι να ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου για να ξεχυθείς στο δρόμο, να αναζητήσεις τον άλλον, να του χτυπήσεις την πόρτα. να αποζητήσεις το πρόσωπο του. Κάλαντα είναι να μετατρέπεις τις πόρτες από ταφόπλακες σε ανοίγματα ζωής.
Το 'χετε σκεφτεί; Κάλαντα είναι το κουβάλημα μιας είδησης. Ότι η ελπίδα έρχεται από το αύριο και έρχεται από μια συνάντηση. Αύριο. 25 Δεκεμβρίου, ο άνθρωπος παύει να προορίζεται για τη χωματερή, αλλά συναντιέται με τον Θεό, γίνεται σάρκα του Θεού, γίνεται γλεντοκοπάς σ' ένα τραπέζι μαζί Του. Γίνεται, με λίγα λόγια, κοινωνός ενός άλλου τρόπου ύπαρξης, τον οποίον τον προσφέρει ένας Θεός ξετρελαμένος με τον άνθρωπο, τόσο ξετρελαμένος, που να αφήνει τα μεγαλεία για να σαρκωθεί μέσα σε μια φάτνη! Όσο πιο κοντά, δηλαδή, στον άνθρωπο, στην καθημερινότητα, στο χώμα, στα ζώα, στ' αστέρια, στον πόνο.
«Να τα πούμε;»
Τα κάλαντα είναι η αποζήτηση μιας επικοινωνίας με τον άλλον. Έχουμε να του πούμε κάτι, μα δεν βιάζουμε τα αυτιά του, ούτε παραβιάζουμε την ελευθερία του. Είναι σαν να του λέμε: «Αδερφέ, εμείς πιστεύουμε κάτι που το θεωρούμε σπουδαίο και που νιώθουμε πως δίνει νόημα σε κάθε στιγμή μας. Σκεφτόμαστε να σου το πούμε, κι εσύ κατόπιν διαλέγεις και παίρνεις. Να τα πούμε, λοιπόν;».
«Καλήν ημέραν άρχοντες»
Το 'χετε προσέξει; Δεν υπάρχουν ξεχωριστά κάλαντα για άρχοντες και ξεχωριστά για το λαό. Όλοι αποκαλούνται άρχοντες και το σπίτι τους αποκαλείται «αρχοντικό». Τα κάλαντα κομίζουν ένα όραμα. μια κοινότητα αρχοντάδων δίχως υποτελείς, δούλους και εξαθλιωμένους. Είναι ένα όραμα εμπνευσμένο από το μεδούλι της Εκκλησίας, από έναν Θεό που προσφέρει τον ίδιο του τον εαυτό σε όλους δίχως να νομιμοποιεί την ταξική αδικία. Αυτή την προσφορά του εμείς τη λέμε θεία ευχαριστία. Κι όταν τραγουδάμε:
«Χρστός γεννάται, σήμερον», κυριολεκτούμε. Τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς η αναπόληση ενός μακρινού παρελθόντος. Είναι η δυνατότητα του σημερινού ανθρώπου να γίνει μέτοχος της Βηθλεέμ σήμερα. Είναι η δυνατότητα να μεταμορφωθούν οι πρώτες ύλες της ζωής μας, το ψωμί και το κρασί, σε σώμα και αίμα αυτού που γεννήθηκε «εν Βηθλεέμ τη πόλει» πριν τόσα χρόνια για να νικήσει το θάνατο και να αναστηθεί.
«Χαίρει η κτίσις όλη»
Τα κάλαντα αποτυπώνουν την πίστη της Εκκλησίας ότι η σάρκωση του Χριστού μπολιάζει με ζωή το σύμπαν κι όχι μονάχα την «ψυχούλα» καθενός ατομικά. Κυττάξτε τις βυζαντινές εικόνες της Γέννησης: τα βράχια είναι ζωγραφισμένα έτσι που να στρέφονται προς τον Χριστό, τα δέντρα χαμηλώνουν κ.λπ. Τα πάντα συμμετέχουν. Τα κάλαντα κουβαλούν μέσα τους τη μαρτυρία πως το περιβάλλον είναι κάτι αφάνταστα περισσότερο από αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης ή σκουπιδότοπος μας.
Όταν θα χτυπήσουν την πόρτα μας τα παιδιά των καλάντων, ας μην τα αποπάρουμε. Το να τους στρέψουμε την πλάτη, έτσι κι αλλιώς, δεν αρκεί για να ξορκίσουμε τις ενοχές μας για τον τρόπο ζωής μας. Τα κάλαντα βασίζονται σε κάτι ολότελα διαφορετικό από την αποξένωση, που πλαστικοποιεί τα πάντα γύρω μας- και κάτι ολότελα διαφορετικό από τις φαρισαϊκές ψευδοεπικοινωνίες, που στοιχειώνουν την καθημερινότητα μας: από τη φασιστική επέλαση, δηλαδή, του ξύλινου κομματικού λόγου και των τηλεοπτικών εκπομπών, που γδέρνουν τον άνθρωπο και ασελγούν πάνω στην αξιοπρέπεια του.
Τα παιδιά των καλάντων είναι - θελητά ή άθελα τους- αληθινοί αντάρτες των πόλεων σήμερα. Μπορεί κίνητρο τους να είναι η παραξενιά κι η χαρά του εθίμου, μπορεί και το χαρτζηλίκι που αποκομίζουν. Το θέμα είναι ότι στα χέρια τους (ή, μάλλον, στα πόδια και στα στόματα τους) κρατιέται μια υπόθεση που μακάρι να βιωθεί κάποτε σε όλες της τις διαστάσεις. Διότι όσο ακόμα παίρνει τους δρόμους η αλήθεια των καλάντων κι όσο αντηχεί το κάλεσμα τους σε έναν αλλιώτικο, ερωτικό τρόπο ζωής, οι άχαρες πόλεις μας δεν έχουν πάρει ακόμα διαζύγιο από την ελπίδα. Δεν έχουν θαφτεί ακόμα (όχι ολοκληρωτικά τουλάχιστον) στο ανέραστο αμπαλάζ του καταναλωτισμού, των βιτρινών, των ρεβεγιόν δίχως προσδοκία του αύριο, των «Χριστουγέννων» χωρίς Χριστό.
Φωτιά στα τόπια, παιδιά. Και ντροπή σ΄ όποιον σας μιλήσει για ντροπή.
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου