Δημήτρη Φερούση
«Ω τού παραδόξου θαύματος. Τα μωρά τού κόσμου ο Θεός επέλεξε, την δ' έπαρσιν τών σοφών τούτοις κατήσχυνεν. Ευφραίνου η ταπεινή Νάξος, γενέθλη Πλανά χρηματίσασα Νικόλαο τον απλούν εν ιερεύσι Χριστού η εκθρέψασα...»
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εποχή μας είναι μία εποχή διχασμού της καρδιάς, σύγχυσης, χάους, φόβου (όχι υπαρξιακού), απληστίας, παραζάλης και ανησυχίας. Δεν υπάρχει καμιά δίψα αλήθειας.
Και ούτε αμείλικτα ερωτήματα ζωής αναζητούν κάποια απόκριση από τους ανθρώπους. Ενώ η λαχτάρα για μάθηση και χορτασμό της ψυχής και τού νου σχεδόν έχει νεκρωθεί. Συνάμα η απολυταρχία τού λογικού τείνει να επικρατήσει σ' ένα σιδερένιο αιώνα.
Στη εποχή μας, γράφει ο Ιω. Θεοδωρακόπουλος, έγιναν όλα μηχανικά και απρόσωπα, δηλαδή ανώνυμα, εξωτερικά· έχασαν δηλαδή την εσωτερικότητά τους. Και η ανωνυμία αυτή είναι η κύρια πηγή της σύγχρονης διαφθοράς.
Υπάρχει λοιπόν στον κόσμο η αγωνία τού αδιέξοδου, έτσι όπως τη δίδαξαν ο Νίτσε, ο Σαρτρ, ο Καζαντζάκης και άλλοι πολλοί, οι οποίοι έβγαλαν τούς ανθρώπους από τη σιγουριά της εγκοσμιότητας και τού φόβου τού Θεού;
Ωστόσο ο Εκκλησιαστής λέει: «Τον Θεό φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πας άνθρωπος» (έχει καθήκον κάθε άνθρωπος).
Που θα πει ότι όποιος συνειδητά ζει μέσα στο έδαφος και στο πνεύμα της Εκκλησίας και συνάμα βιώνει σωστά την ορθόδοξη πνευματικότητα, καμιά υπέρμετρη τραγικότητα, θλίψη, αδιέξοδο και απειλή δεν πρέπει να φωλιάζει στη καρδιά του. Κανένα δίλημμα δεν πρέπει να κάμψει το φρόνημα και την εμπιστοσύνη τού χριστιανού στο Θεό. Μη φοβού, αλλά πίστευε μας παραγγέλνειο Κύριος.
Βέβαια, τούτοι οι καιροί, ένεκα της μεγάλης πνευματικής τους καθίζησης απαιτούν μία ξεχωριστή κατάθεση προσωπικής και συλλογικής προσπάθειας, αφού ακόμα και η αγιότητα αποτελεί ένα λησμονημένο όραμα. Και είναι αρκετοί εκείνοι που νομίζουν ότι μπορούν να έχουν ποιότητα ζωής δίχως τρολέ (την κεραία που από ηλεκτροφόρο σύρμα δίνει κίνηση στο όχημα). Αλλά είναι φανερό πια, ότι τίποτα το δημιουργικό δεν μπορεί να κινηθεί δίχως πίστη και μάλιστα στον αληθινό θεό. Δίχως θεό όλα επιτρέπονται λέει ο Ντοστογιέφσκυ, και βλέπουμε πού πάει ο κόσμος σήμερα!
Επίσης είναι γνωστό ότι τον αγώνα για την κίνηση και διατήρηση τού τρολέ με τον ηλεκτροφόρο ουρανό, δεν μπορεί ο άνθρωπος να τον κάνει πάντα μόνος του! Είναι ανίσχυρος υποκειμενικά και συγκυριακά. Γι' αυτό χρειάζεται βοήθεια, θέλει διαλεκτική ενίσχυση από φωτισμένες μορφές, ταπεινούς σηματοδότες, ταγούς και αγίους. Οι οποίοι με τη βαθιά πίστη και την έμπρακτη, χριστιανική διδαχή τους, δίνουν εγγυημένες λύσεις στα πνευματικά και υλικά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Άλλωστε η πίστη μας χωρίς αυτούς τους αγίους παύει να υφίσταται. Και αν λησμονήσουμε αυτή την αγιότητα δεν απομένει από την Εκκλησία παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο, γράφει ο Μητροπ. ΠεργάμουΊω. Ζηζιούλας. Μια τέτοια μορφή, έπίκαιρης αναφοράς για τους καιρούς μας, είναι και ο απλοϊκός, ταπεινός και φτωχός (έως πένης) παπα-Νικόλας Πλανάς. Ο οποίος βίωσε το σκάνδαλο και τη μωρία της πίστης όπως τη χαρακτηρίζει η Γραφή όχι για τις κηρυχτικές, συγγραφικές, πατερικές η θύραλθε γνώσεις του, αλλά για την αδιατίμητη ταπεινότητά του, την αγάπη του προς τον πλησίον, και κυρίως για τη λιτότητα τού βίου του. Ήταν ένας αληθινός φίλος της υπακοής στο θέλημα και μόνο τού Θεού, υπόδειγμα χριστιανικού βίου και ποιμένα ο οποίος, στ' αλήθεια, την ψυχή αυτού τίθηση υπέρ των προβάτων.
Ο καλός αυτός λευίτης έζησε και εργάστηκε στη Αθήνα περισσότερα από εξήντα χρόνια και κοιμήθηκε στις 2 Μαρτίου τού έτους 1932. Θεωρούσε όμως πάντοτε τον εαυτό του Νάξιο και περηφανευόταν γι' αυτό.
Ο Νικόλας Πλανάς γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 από γνωστή και πολύκλαδη οικογένεια της Χώρας. Και μεγάλωσε πλάι στο σπίτι τού ονομαστού τέκνου της Ναξίας Αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτη, μέσα σ' ένα κλίμα μυστικής έξαρσης που καλλιεργούσαν τότε έντονα οι Κολλυβάδες, οι πατέρες τού Άθω και οι Γέροντες τού Ησυχασμού. Άλλωστε και ο παππούς τού Νικόλα Πλανά από την μητέρα του ήταν οφφικιούχος της τοπικής Εκκλησίας, ο οικονόμος Γεώργιος Μελισσουργός. (Από το βιβλίο τού Δημήτρη Φερούν «Ο παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανάς», εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1992).
Μετά το θάνατο τού πατέρα του στα 1868, ο Νικόλας Πλανάς μαζί με τη μητέρα του Αυγουστίνα και τη μικρή αδελφή του Σουσάνα μετανάστεψε στη Αθήνα. Αφού στο μεταξύ, φέρνοντας μέσα του τα πλούσια βιώματα της γενέθλιας γης και της οικογενειακής παράδοσης, είχε αποφασίσει τη σταδιοδρομία του!
Όταν ο Νικόλας Πλανάς έφυγε από τον λειμώνα της ναξιακής γαλήνης και ήρθε στη Αθήνα, βρέθηκε ξαφνικά μέσα στη βαβούρα και το εγκόσμιο σκόρπισμα μιας νέας Βαβυλώνας. Σ' ένα κλίμα πρωτευουσιάνικης ασύνδετης, ταραγμένης και ασυνάρτητης ζωής. Η οποία δίχως συγκεκριμένη ταυτότητα, συνεχιζόταν πάνω στα χνάρια της βαυαρικής και οθωνικής άρνησης και αμετροέπειας (μεγαλοστομίας).
Οι κάτοικοι της Αθήνας, ως ένας άθλιος συρφετός, προσπαθούσαν, μιμούμενοι τα ευρωπαϊκά κακέκτυπα ζωής, συμπεριφοράς και φιλοσοφίας, να συγκροτήσουν μία ατομική και συλλογική συνείδηση. Σ' αυτούς τους ανθρώπους της πρωτεύουσας αναφέρεται ο Κονδυλάκης με τους «Άθλιους των Αθηνών», ο Σουρής, ο Συνοδινός και πολλοί άλλοι συγγραφείς. Ακόμα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που έγραψε πικραμένος:
«Φεύ. Τις μοι δώσει ύδωρ και δάκρυα; Από τον τόπο της δοκιμασίας και τον τόπο της μικρής αναψυχής, ήλθα εις τον τόπο της καταδίκης, όπου από πολλού σύρω τον σταυρό μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. Έφθασα εις Αθήνας...».
Αλλά και ο Κωστής Μπαστιάς δεν φείδεται παρρησίας για να περιγράψει την κατάσταση της πλάνης και της ασυναρτησίας που επικρατούσε στη αλλοπρόσαλλη Αθήνα.
«Ο,τι ιερό φυλάξαμε», γράφει, «τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς ποδοπατιέται, ο,τι μας κράτησε όρθιους, σαν ασάλευτο αντιστήλι, γκρεμίζεται. Σε τέτοιο γιουρούν τού σατανά, κάθε υποταγή είναι άρνηση της πίστης και παράδοση στο διάβολο».
Σ' αυτό τον κόσμο ήρθε ο Νικόλας Πλανάς να ζήσει και να καταθέσει το υστέρημα της καρδιάς του. Να στηρίξει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσα από ταπείνωση και αγάπη και να ανατρέψει πολλές κατεστημένες συνήθειες μέσα στο κέντρο της αθηναϊκής αδιαφορίας και τού κυνικού αθεϊσμού. Να ξαναδώσει την ιερότητα και τον χαμένο ενθουσιασμό στον κόσμο της θρησκευτικής, χριστιανικής λατρείας. Και παρά τους διωγμούς και τις λοιδορίες να εγκαινιάσει μαζί με το φίλο του Παπαδιαμάντη και τους άλλους Συμποτικούς συντρόφους του, ένα νέο πνεύμα εκκλησιαστικής καθαρότητας στα τέλη τού 19ου και στις αρχές τού 20ου αιώνα.
Γι' αυτό και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε άρθρο του μοναδικό, με τίτλο: «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων’ που δημοσιεύθηκε στο λεύκωμα ‘Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας τού 1896’, μεταξύ των άλλων έγραψε:
«Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου των μακαρισμών τού Σωτήρος».
Επρόκειτο για τον Νικόλα Πλανά ο οποίος, αφού πρώτα στεφανώθηκε, στις 14 τού Απρίλη τού 1879 και το Ιούλιο χειροτονήθηκε διάκονος στη Μεταμόρφωση τού Σωτήρος Πλάκας, έμεινε για λίγα χρόνια να υπηρετεί με ξεχωριστό ήθος στον ίδιο Ναό. Και στη συνέχεια, στις 2 Μαρτίου τού 1884, χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο στο εκκλησάκι τού Αγίου Ελισαίου ως Νικόλαος Πλανάς Ιερέας εκ Νάξου και τοποθετήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης. Ένεκα όμως τού ότι σε όλη την περιοχή είχε μόνο τρεις οικογένειες ποιμένων ως ενορίτες, λειτουργούσε τακτικότερα στον Άγιο Ελισαίο, στο Μοναστηράκι, με ψάλτες τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Και είχε την ιερή συνήθεια να κάνει σχεδόν καθημερινές λειτουργίες και αγρυπνίες σε όλα τα εκκλησάκια της Αθήνας και έξω άπ' αυτή.
Ιδιαίτερα στο εκκλησάκι τού Αγίου Ελισαίου όπου το τυπικό ήταν αγιορείτικο, πλούσιο σε κατάνυξη, συγκεντρώνονταν πάρα πολλές από τις εκκλησιαστικές μορφές της εποχής, οι οποίες αργότερα έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον εκκλησιαστικό βίο της Χώρας, όπως ήταν: ο Νεκτάριος Κεφαλάς, ο Φιλόθεος Ζερβάκος, ο Φώτης Κόντογλου, πολλοί Επίσκοποι και αγιορείτες Γέροντες. Οι οποίοι στο πρόσωπο τού παπα-Νικόλα Πλανά, τού ολιγογράμματου και ταπεινού ιερέα, έβρισκαν και βίωναν την πρόγευση των εσχάτων. Την αγιότητα ως εκκλησιαστική εμπειρία. Που σημαίνει ότι μέσα στο μικρό εκκλησάκι υπήρχε εικονισμός της Βασιλείας τού Θεού και μετοχή στη δόξα τού Θεού και στη νοητή θέωση των μυσταγωγικά παρισταμένων.
Για τον παπα-Νικόλα Πλανά δεν υπήρξε ποτέ θέμα υλικών ωφελημάτων. Ένιωθε πάντοτε πλούσιος και μόνο ότι υπηρετούσε το Θυσιαστήριο ως ιερέας Χριστού και αγίαζε τον κόσμο. Ζούσε σ' ένα ταπεινό δωματιάκι στο σπίτι της νύμφης του από το γιό του Ιωάννη, κάπου στο Κουκάκι (Γαργαρέττα). Φορούσε μόνιμα το ίδιο τριμμένο ρασάκι έως την τελευτή τού βίου του. Η οποία έγινε, δίχως να αρρωστήσει, την Τσικνοπέμπτη τού 1932, ενώ είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί.
Αργότερα για τη μοναδικότητα και αγιότητα τού Παπακαλόγερου Νικόλα Πλανά, διαμορφώθηκε η συνείδηση στο λαό ότι θαυματουργούσε. Και ότι αυτό συνέβη επειδή ο Όσιος Νικόλας Πλανάς δεν είχε τίποτ' άλλο στο νου του εκτός από τη δόξα τού Θεού και τη διακονία των συνανθρώπων του μέσα στη Εκκλησία.
Κατά την κηδεία του, που έγινε στον Άγιο Γιάννη Βουλιαγμένης, όπου ο αγαθός Πρεσβύτερος υπηρέτησε επί πενήντα έτη, ακούστηκαν πολλοί επαινετικοί λόγοι και γράφτηκαν στον Τύπο κείμενα που μιλούσαν για την αφιλοκερδεία, την απλότητά του και την απόλυτη καλοσύνη του. Τον επικήδειο εκφώνησε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Και το μεγάλο πλήθος τού λαού απαίτησε να γίνει η περιφορά τού σκηνώματός του σε όλη την Πλάκα της Αθήνας όπου έζησε και διακόνησε.
Στις μέρες μας, όσο ποτέ άλλοτε, η μνήμη τού Οσίου Νικολάου Πλανά, είναι επίκαιρη και παραδειγματική για τον Κλήρο και το Λαό. Η αυτάρκειά του ήταν πνευματική. Και αυτό τού έδινε τη δυνατότητα να αισθάνεται πλούσιος ενώ ήταν φτωχός. Να έχει μόνιμα τον τρολέ ενωμένο με τον Ουρανό και δίχως κανένα φόβο να αντιμετωπίζει όλες τις εξωτερικές συγκυρίες, οι οποίες και στα χρόνια του ήταν πολύ σκληρές και πιεστικές, όπως και στις μέρες μας! Γι' αυτό και η Εκκλησία μας, μετά την αγιοκατάταξή του, δίκαια ψάλλει:
«Πλανάς ο Νικόλαος, ο ταπεινός πρεσβύτερος ώφθη εκλεκτός Χριστού εργάτης, μικρός το δέμας, πεφωτισμένος τον νουν, πίστει σοφών υπερτερών, όρθρω και νυχθημερών τω φωτί αυγαζόμενος».
Συντεθημένο από τον Μητροπολίτη Πατρών κυρό Νικόδημο.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εποχή μας είναι μία εποχή διχασμού της καρδιάς, σύγχυσης, χάους, φόβου (όχι υπαρξιακού), απληστίας, παραζάλης και ανησυχίας. Δεν υπάρχει καμιά δίψα αλήθειας.
Και ούτε αμείλικτα ερωτήματα ζωής αναζητούν κάποια απόκριση από τους ανθρώπους. Ενώ η λαχτάρα για μάθηση και χορτασμό της ψυχής και τού νου σχεδόν έχει νεκρωθεί. Συνάμα η απολυταρχία τού λογικού τείνει να επικρατήσει σ' ένα σιδερένιο αιώνα.
Στη εποχή μας, γράφει ο Ιω. Θεοδωρακόπουλος, έγιναν όλα μηχανικά και απρόσωπα, δηλαδή ανώνυμα, εξωτερικά· έχασαν δηλαδή την εσωτερικότητά τους. Και η ανωνυμία αυτή είναι η κύρια πηγή της σύγχρονης διαφθοράς.
Υπάρχει λοιπόν στον κόσμο η αγωνία τού αδιέξοδου, έτσι όπως τη δίδαξαν ο Νίτσε, ο Σαρτρ, ο Καζαντζάκης και άλλοι πολλοί, οι οποίοι έβγαλαν τούς ανθρώπους από τη σιγουριά της εγκοσμιότητας και τού φόβου τού Θεού;
Ωστόσο ο Εκκλησιαστής λέει: «Τον Θεό φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πας άνθρωπος» (έχει καθήκον κάθε άνθρωπος).
Που θα πει ότι όποιος συνειδητά ζει μέσα στο έδαφος και στο πνεύμα της Εκκλησίας και συνάμα βιώνει σωστά την ορθόδοξη πνευματικότητα, καμιά υπέρμετρη τραγικότητα, θλίψη, αδιέξοδο και απειλή δεν πρέπει να φωλιάζει στη καρδιά του. Κανένα δίλημμα δεν πρέπει να κάμψει το φρόνημα και την εμπιστοσύνη τού χριστιανού στο Θεό. Μη φοβού, αλλά πίστευε μας παραγγέλνειο Κύριος.
Βέβαια, τούτοι οι καιροί, ένεκα της μεγάλης πνευματικής τους καθίζησης απαιτούν μία ξεχωριστή κατάθεση προσωπικής και συλλογικής προσπάθειας, αφού ακόμα και η αγιότητα αποτελεί ένα λησμονημένο όραμα. Και είναι αρκετοί εκείνοι που νομίζουν ότι μπορούν να έχουν ποιότητα ζωής δίχως τρολέ (την κεραία που από ηλεκτροφόρο σύρμα δίνει κίνηση στο όχημα). Αλλά είναι φανερό πια, ότι τίποτα το δημιουργικό δεν μπορεί να κινηθεί δίχως πίστη και μάλιστα στον αληθινό θεό. Δίχως θεό όλα επιτρέπονται λέει ο Ντοστογιέφσκυ, και βλέπουμε πού πάει ο κόσμος σήμερα!
Επίσης είναι γνωστό ότι τον αγώνα για την κίνηση και διατήρηση τού τρολέ με τον ηλεκτροφόρο ουρανό, δεν μπορεί ο άνθρωπος να τον κάνει πάντα μόνος του! Είναι ανίσχυρος υποκειμενικά και συγκυριακά. Γι' αυτό χρειάζεται βοήθεια, θέλει διαλεκτική ενίσχυση από φωτισμένες μορφές, ταπεινούς σηματοδότες, ταγούς και αγίους. Οι οποίοι με τη βαθιά πίστη και την έμπρακτη, χριστιανική διδαχή τους, δίνουν εγγυημένες λύσεις στα πνευματικά και υλικά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Άλλωστε η πίστη μας χωρίς αυτούς τους αγίους παύει να υφίσταται. Και αν λησμονήσουμε αυτή την αγιότητα δεν απομένει από την Εκκλησία παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο, γράφει ο Μητροπ. ΠεργάμουΊω. Ζηζιούλας. Μια τέτοια μορφή, έπίκαιρης αναφοράς για τους καιρούς μας, είναι και ο απλοϊκός, ταπεινός και φτωχός (έως πένης) παπα-Νικόλας Πλανάς. Ο οποίος βίωσε το σκάνδαλο και τη μωρία της πίστης όπως τη χαρακτηρίζει η Γραφή όχι για τις κηρυχτικές, συγγραφικές, πατερικές η θύραλθε γνώσεις του, αλλά για την αδιατίμητη ταπεινότητά του, την αγάπη του προς τον πλησίον, και κυρίως για τη λιτότητα τού βίου του. Ήταν ένας αληθινός φίλος της υπακοής στο θέλημα και μόνο τού Θεού, υπόδειγμα χριστιανικού βίου και ποιμένα ο οποίος, στ' αλήθεια, την ψυχή αυτού τίθηση υπέρ των προβάτων.
Ο καλός αυτός λευίτης έζησε και εργάστηκε στη Αθήνα περισσότερα από εξήντα χρόνια και κοιμήθηκε στις 2 Μαρτίου τού έτους 1932. Θεωρούσε όμως πάντοτε τον εαυτό του Νάξιο και περηφανευόταν γι' αυτό.
Ο Νικόλας Πλανάς γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 από γνωστή και πολύκλαδη οικογένεια της Χώρας. Και μεγάλωσε πλάι στο σπίτι τού ονομαστού τέκνου της Ναξίας Αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτη, μέσα σ' ένα κλίμα μυστικής έξαρσης που καλλιεργούσαν τότε έντονα οι Κολλυβάδες, οι πατέρες τού Άθω και οι Γέροντες τού Ησυχασμού. Άλλωστε και ο παππούς τού Νικόλα Πλανά από την μητέρα του ήταν οφφικιούχος της τοπικής Εκκλησίας, ο οικονόμος Γεώργιος Μελισσουργός. (Από το βιβλίο τού Δημήτρη Φερούν «Ο παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανάς», εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1992).
Μετά το θάνατο τού πατέρα του στα 1868, ο Νικόλας Πλανάς μαζί με τη μητέρα του Αυγουστίνα και τη μικρή αδελφή του Σουσάνα μετανάστεψε στη Αθήνα. Αφού στο μεταξύ, φέρνοντας μέσα του τα πλούσια βιώματα της γενέθλιας γης και της οικογενειακής παράδοσης, είχε αποφασίσει τη σταδιοδρομία του!
Όταν ο Νικόλας Πλανάς έφυγε από τον λειμώνα της ναξιακής γαλήνης και ήρθε στη Αθήνα, βρέθηκε ξαφνικά μέσα στη βαβούρα και το εγκόσμιο σκόρπισμα μιας νέας Βαβυλώνας. Σ' ένα κλίμα πρωτευουσιάνικης ασύνδετης, ταραγμένης και ασυνάρτητης ζωής. Η οποία δίχως συγκεκριμένη ταυτότητα, συνεχιζόταν πάνω στα χνάρια της βαυαρικής και οθωνικής άρνησης και αμετροέπειας (μεγαλοστομίας).
Οι κάτοικοι της Αθήνας, ως ένας άθλιος συρφετός, προσπαθούσαν, μιμούμενοι τα ευρωπαϊκά κακέκτυπα ζωής, συμπεριφοράς και φιλοσοφίας, να συγκροτήσουν μία ατομική και συλλογική συνείδηση. Σ' αυτούς τους ανθρώπους της πρωτεύουσας αναφέρεται ο Κονδυλάκης με τους «Άθλιους των Αθηνών», ο Σουρής, ο Συνοδινός και πολλοί άλλοι συγγραφείς. Ακόμα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που έγραψε πικραμένος:
«Φεύ. Τις μοι δώσει ύδωρ και δάκρυα; Από τον τόπο της δοκιμασίας και τον τόπο της μικρής αναψυχής, ήλθα εις τον τόπο της καταδίκης, όπου από πολλού σύρω τον σταυρό μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. Έφθασα εις Αθήνας...».
Αλλά και ο Κωστής Μπαστιάς δεν φείδεται παρρησίας για να περιγράψει την κατάσταση της πλάνης και της ασυναρτησίας που επικρατούσε στη αλλοπρόσαλλη Αθήνα.
«Ο,τι ιερό φυλάξαμε», γράφει, «τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς ποδοπατιέται, ο,τι μας κράτησε όρθιους, σαν ασάλευτο αντιστήλι, γκρεμίζεται. Σε τέτοιο γιουρούν τού σατανά, κάθε υποταγή είναι άρνηση της πίστης και παράδοση στο διάβολο».
Σ' αυτό τον κόσμο ήρθε ο Νικόλας Πλανάς να ζήσει και να καταθέσει το υστέρημα της καρδιάς του. Να στηρίξει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσα από ταπείνωση και αγάπη και να ανατρέψει πολλές κατεστημένες συνήθειες μέσα στο κέντρο της αθηναϊκής αδιαφορίας και τού κυνικού αθεϊσμού. Να ξαναδώσει την ιερότητα και τον χαμένο ενθουσιασμό στον κόσμο της θρησκευτικής, χριστιανικής λατρείας. Και παρά τους διωγμούς και τις λοιδορίες να εγκαινιάσει μαζί με το φίλο του Παπαδιαμάντη και τους άλλους Συμποτικούς συντρόφους του, ένα νέο πνεύμα εκκλησιαστικής καθαρότητας στα τέλη τού 19ου και στις αρχές τού 20ου αιώνα.
Γι' αυτό και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε άρθρο του μοναδικό, με τίτλο: «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων’ που δημοσιεύθηκε στο λεύκωμα ‘Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας τού 1896’, μεταξύ των άλλων έγραψε:
«Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου των μακαρισμών τού Σωτήρος».
Επρόκειτο για τον Νικόλα Πλανά ο οποίος, αφού πρώτα στεφανώθηκε, στις 14 τού Απρίλη τού 1879 και το Ιούλιο χειροτονήθηκε διάκονος στη Μεταμόρφωση τού Σωτήρος Πλάκας, έμεινε για λίγα χρόνια να υπηρετεί με ξεχωριστό ήθος στον ίδιο Ναό. Και στη συνέχεια, στις 2 Μαρτίου τού 1884, χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο στο εκκλησάκι τού Αγίου Ελισαίου ως Νικόλαος Πλανάς Ιερέας εκ Νάξου και τοποθετήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης. Ένεκα όμως τού ότι σε όλη την περιοχή είχε μόνο τρεις οικογένειες ποιμένων ως ενορίτες, λειτουργούσε τακτικότερα στον Άγιο Ελισαίο, στο Μοναστηράκι, με ψάλτες τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Και είχε την ιερή συνήθεια να κάνει σχεδόν καθημερινές λειτουργίες και αγρυπνίες σε όλα τα εκκλησάκια της Αθήνας και έξω άπ' αυτή.
Ιδιαίτερα στο εκκλησάκι τού Αγίου Ελισαίου όπου το τυπικό ήταν αγιορείτικο, πλούσιο σε κατάνυξη, συγκεντρώνονταν πάρα πολλές από τις εκκλησιαστικές μορφές της εποχής, οι οποίες αργότερα έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον εκκλησιαστικό βίο της Χώρας, όπως ήταν: ο Νεκτάριος Κεφαλάς, ο Φιλόθεος Ζερβάκος, ο Φώτης Κόντογλου, πολλοί Επίσκοποι και αγιορείτες Γέροντες. Οι οποίοι στο πρόσωπο τού παπα-Νικόλα Πλανά, τού ολιγογράμματου και ταπεινού ιερέα, έβρισκαν και βίωναν την πρόγευση των εσχάτων. Την αγιότητα ως εκκλησιαστική εμπειρία. Που σημαίνει ότι μέσα στο μικρό εκκλησάκι υπήρχε εικονισμός της Βασιλείας τού Θεού και μετοχή στη δόξα τού Θεού και στη νοητή θέωση των μυσταγωγικά παρισταμένων.
Για τον παπα-Νικόλα Πλανά δεν υπήρξε ποτέ θέμα υλικών ωφελημάτων. Ένιωθε πάντοτε πλούσιος και μόνο ότι υπηρετούσε το Θυσιαστήριο ως ιερέας Χριστού και αγίαζε τον κόσμο. Ζούσε σ' ένα ταπεινό δωματιάκι στο σπίτι της νύμφης του από το γιό του Ιωάννη, κάπου στο Κουκάκι (Γαργαρέττα). Φορούσε μόνιμα το ίδιο τριμμένο ρασάκι έως την τελευτή τού βίου του. Η οποία έγινε, δίχως να αρρωστήσει, την Τσικνοπέμπτη τού 1932, ενώ είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί.
Αργότερα για τη μοναδικότητα και αγιότητα τού Παπακαλόγερου Νικόλα Πλανά, διαμορφώθηκε η συνείδηση στο λαό ότι θαυματουργούσε. Και ότι αυτό συνέβη επειδή ο Όσιος Νικόλας Πλανάς δεν είχε τίποτ' άλλο στο νου του εκτός από τη δόξα τού Θεού και τη διακονία των συνανθρώπων του μέσα στη Εκκλησία.
Κατά την κηδεία του, που έγινε στον Άγιο Γιάννη Βουλιαγμένης, όπου ο αγαθός Πρεσβύτερος υπηρέτησε επί πενήντα έτη, ακούστηκαν πολλοί επαινετικοί λόγοι και γράφτηκαν στον Τύπο κείμενα που μιλούσαν για την αφιλοκερδεία, την απλότητά του και την απόλυτη καλοσύνη του. Τον επικήδειο εκφώνησε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Και το μεγάλο πλήθος τού λαού απαίτησε να γίνει η περιφορά τού σκηνώματός του σε όλη την Πλάκα της Αθήνας όπου έζησε και διακόνησε.
Στις μέρες μας, όσο ποτέ άλλοτε, η μνήμη τού Οσίου Νικολάου Πλανά, είναι επίκαιρη και παραδειγματική για τον Κλήρο και το Λαό. Η αυτάρκειά του ήταν πνευματική. Και αυτό τού έδινε τη δυνατότητα να αισθάνεται πλούσιος ενώ ήταν φτωχός. Να έχει μόνιμα τον τρολέ ενωμένο με τον Ουρανό και δίχως κανένα φόβο να αντιμετωπίζει όλες τις εξωτερικές συγκυρίες, οι οποίες και στα χρόνια του ήταν πολύ σκληρές και πιεστικές, όπως και στις μέρες μας! Γι' αυτό και η Εκκλησία μας, μετά την αγιοκατάταξή του, δίκαια ψάλλει:
«Πλανάς ο Νικόλαος, ο ταπεινός πρεσβύτερος ώφθη εκλεκτός Χριστού εργάτης, μικρός το δέμας, πεφωτισμένος τον νουν, πίστει σοφών υπερτερών, όρθρω και νυχθημερών τω φωτί αυγαζόμενος».
Συντεθημένο από τον Μητροπολίτη Πατρών κυρό Νικόδημο.