«Η Τουρκία είναι μοναδική ανάμεσα στα μουσουλμανικά έθνη γιατί διέθετε πάντοτε μια βαθύτερη αρμονία ανάμεσα στις παραδοσιακές τουρκικές μουσουλμανικές αξίες και τις κοσμικές αξίες της κοινωνίας πολιτών.
Πράγματι, η Τουρκία είναι μια εξαίρεση καθώς είναι "ισλαμική και κοσμική" μάλλον και όχι "ισλαμική αλλά κοσμική".
Είναι η μοναδική μουσουλμανική κοινωνία η οποία είχε αλληλεπίδραση με τα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Το όραμα του Ατατούρκ για την Τουρκία να συνδεθεί με αυτό που εκείνος χαρακτήριζε ως "οικουμενικό πολιτισμό" δείχνει ότι η αλληλεπίδραση του Ισλάμ και της νεωτερικότητας δεν είναι ούτε αντιφατικά μεταξύ τους, ούτε αποκλείει το ένα το άλλο", τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, απευθυνόμενος σε Συνέδριο που διοργανώθηκε από τον αυστριακό οργανισμό Pro Oriente και τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης.
«Βρισκόμαστε, είπε, μπροστά στη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση της Ιστορίας: δηλαδή την πρόκληση να καταρρίψουμε το τείχος του διαχωρισμού ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα σε μουσουλμάνους και χριστιανούς, ανάμεσα σε όλες τις θρησκείες και τους πολιτισμούς του κόσμου.
Η πρόκλησή μας είναι να γεφυρώσουμε το μεγάλο χάσμα και να αναγνωρίσουμε τις κοινές ανθρώπινες αξίες μας.
Αυτό είναι ασφαλώς το πρότυπο του Θεού για τον κόσμο μας».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης συνέχισε: «Με τη δημιουργία της Τουρκικής δημοκρατίας και τη διεθνή αναγνώρισή της, έγινε εισαγωγή πολυάριθμων ριζικών μεταρρυθμίσεων με στόχο να θεμελιωθεί ένα νέο κοσμικό κράτος, στο οποίο περιλαμβανόταν η έμφαση στη θρησκευτική ανοχή... Το αποτέλεσμα ήταν η κατάργηση της νομικής βάσης για όλες τις θρησκευτικές αρχές.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Αρμένιοι, ο Αρχιραβίνος, οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες - οι οποίοι όλοι υπήρχαν κατά την Οθωμανική διοίκηση - δεν αναγνωρίζονταν πλέον ως ιδρύματα δημοσίου δικαίου.
Σε μία προσπάθεια να εφαρμοστεί η απόλυτη κοσμική εξουσία και να επιβληθεί ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από την κοινωνία, κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής δημοκρατίας, το κράτος αγνόησε την ύπαρξη αυτών των μειονοτήτων, καταφεύγοντας ακόμη και στη μειωτική περιγραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη ως του "επικεφαλής ιερέα".
Για μας, ως ορθόδοξους χριστιανούς, η τελική συνέπεια μιας τέτοιας πολιτικής ήταν το υποχρεωτικό κλείσιμο, το 1971, της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, του μόνου θεσμού για την εκπαίδευση κληρικών, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο, από το 1844.
Από πολλές απόψεις, ο διαχωρισμός ανάμεσα στην Εκκλησία και το κράτος - ανάμεσα στο ιερό και το κοσμικό στην κοινωνία και στην πολιτική - πηγάζει από τη δυτική κληρονομιά του χριστιανισμού, ιδιαίτερα τους αγώνες εξουσίας κατά το Μεσαίωνα ανάμεσα σε πάπες και βασιλείς, καθώς και κατά τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.
Στη χριστιανική Ανατολή, η διάκριση ανάμεσα στο κράτος και την Εκκλησία δεν ήταν ποτέ τόσο καθαρή.
Στο Βυζάντιο, η ιδανική έμφαση ήταν σε μια σύνθεση, ακόμη και σε αρμονία ανάμεσα στα δύο.
Η βυζαντινή θεωρία της χριστιανικής μοναρχίας δεν αποτελεί με κανένα τρόπο, βέβαια, κάτι το οποίο μπορούμε να μιμηθούμε ή να εξιδανικεύσουμε σήμερα.
Ωστόσο, οι Βυζαντινοί γνώριζαν την κρίσιμη αλληλεξάρτηση θρησκείας και πολιτικής», κατέληξε ο Οικουμενικός Πατριάρχης.