Έχουν κουραστεί πολύ στη ζωή τους. Προχθές που συναντηθήκαμε στον «Ψαρό» (τόπος συνάντησης των κατοίκων του κάτω μαχαλά των Χαλιωτάτων, στην είσοδο του χωριού) ο κυρ-Κώστας μου ‘πιασε την κουβέντα : «όταν ήμουν νέος δούλευα στην κατασκευή νέων δρόμων με άσφαλτο, έχω στρώσει δρόμους χιλιόμετρα, από την Σάμη μέχρι την Μεγάλη Βόλτα, στην Ιθάκη, στην Καλαμάτα, όλα τα χιλιόμετρα με το χέρι, όχι με μπουλντόζες και μηχανήματα. Πολλή δουλειά τα χρόνια εκείνα.. Θυμάμαι τον παππού σου τον Παναγή και τον μπάρμπα σου τον Γεράσιμο να δουλεύουν στα κάρβουνα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό ; Μιλάμε για ιδρώτα πολύ και μουντζούρα. Και όλα αυτά για ένα μεροκάματο. Αλλά δεν παραπονιόμασταν. Είμασταν ευχαριστημένοι και χαρούμενοι. Και όταν έρχονταν καμιά γιορτή, τότε φοράγαμε τα καλά μας και πηγαίναμε επισκέψεις. Μη φανταστείς τώρα ορεκτικά και ποτά. Ένα κρασί και ένα μεζέ και το σημαντικότερο, χορός. Ξέρεις τι χορευταράς ήταν ο παππούς σου ; Όλο το χωριό το’ λεγε. Μπροστά πάντα, και από φιγούρες πρώτος. Έτσι πέρναγε η ζωή μας. Δουλειά όλη μέρα, το απογευματάκι κανά κρασάκι στον καφενέ και χωρατά.
Μη τηράς που το χωριό τώρα είναι ερείπιο και φάντασμα. Παλιότερα ζούσαν 200 οικογένειες. Είχαμε τρεις εκκλησιές, τρία λιοτριβιά, μπακάλικα, καφενεία, τσαγκάρικο, σχολείο. Ένα σχολείο αριστούργημα. Και πήγαν οι άρχοντες και μας το γκρέμισαν και φτιάξαν ένα έκτρωμα μετά. Αλλά, παρόλα αυτά το σχολείο μας είχε πολλούς μαθητές. Και θέλουν τώρα λέει από την Σάμη να το κάνουν καφενείο και μπαρμπουτιέρα. Το σχολείο μας ; Εκεί μου μάθαμε τα πρώτα γράμματά μας από τους δασκάλους μας, να γίνει μπαρπουτιέρα ; Μα το σχολείο είναι χώρος ιερός»
Ο κυρ-Κώστας και η κυρά-Μέλπω με καλούν στο σπίτι τους για κέρασμα. Μου δείχνουν τον κήπο τους. Πανέμορφος και μυρωδάτος. Πολλά λουλούδια και δέντρα και μποστάνι. «Οι πατεράδες μας μάς είχανε μάθει να βάζουμε δέντρα καρποφόρα. Ο παππούς σου ο Παναγής είχε ένα κηπάκο τόσο δα και όμως είχε φυτέψει μέσα πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, καρυδιές, αμυγδαλιές, ροδιές, συκιές, κληματαριές και έβαζε και μποστάνι. Όποτε ήθελε φρούτα, έβγαινε στον κήπο του και έκοβε. Όχι όπως τώρα, που αφήνουν τους καρπούς των δέντρων να πέφτουν κάτω και να σαπίζουν ή ακόμα και τα λεμόνια στο σούπερ μάρκετ είναι από την Αργεντινή».
Η συζήτηση μεταπηδάει από το ένα θέμα στο άλλο. Πράγμα συνηθισμένο σε συζήτηση με ηλικιωμένους. Άλλωστε έχουν τόσα πολλά καταγράψει στο μυαλό τους, που αστραπιαία περνάνε όλα μπροστά τους. Ο κυρ-Κώστας και η κυρά-Μέλπω σπεύδουν να με κεράσουν βανίλια υποβρύχιο, θυμίζοντάς μου τα παιδικά μου χρόνια.
«Να κρατήσεις την επαφή με το χωριό σου. Μη το ξεχάσεις. Ίσως μια μέρα σου φανεί χρήσιμο. Ποιος ξέρει ;» Λόγια προφητικά σε περίοδο κρίσης ; Ίσως. «Αλλά και για τι διακοπές σου, καλό είναι το χωριό. Να φέρνεις τα παιδάκια σου να εισπνέουν καθαρό αέρα. Να κοινωνάνε στις εκκλησιές μας. Τρείς ενορίες είχαμε παλιότερα, αλλά σήμερα δεν λειτουργεί καμία. Άντε στα πανηγύρια να γίνει καμιά Λειτουργία ή κανά μνημόσυνο. Στον ναό «της Παναγίας» έχουμε μεγάλη αδυναμία. Με την γυναίκα μου την φροντίζουμε χρόνια. Ανήμερα της Παναγίας γίνεται το αδιαχώρητο. Πολύς κόσμος. Όχι μόνο Χαλιώτες, αλλά και από τα γειτονικά χωριά έρχεται κόσμος. Πανηγύρι μεγάλο. Να μας δίνει δύναμη ο Θεός να προσέχουμε την εκκλησία. Πέρυσι την βάψαμε και την κάναμε πανέμορφη. Πρόπερσι την ταβανώσαμε και βάλαμε καινούρια κεραμίδια. Κάθε χρόνο όλο και κάτι κάνουμε και την συντηρούμε. Δεν ξέρεις πόσο χαιρόμαστε όταν έρχεστε τα εγγόνια του Μπάρμπα-Παναγή και ψέλνετε στην Εκκλησιά! Δίνετε ζωή. Μου θυμίζετε και τον πατέρα σας, που από μικρό παιδάκι μαζί με τον παπά Ανδρέα ήταν συνέχεια στη εκκλησία και τον βοηθούσε και μετά με τον παπά Φώτη. Θεός ‘χωρέστους».
Η κουβέντα μας σιγά-σιγά φτάνει στο τέλος. Τους αποχαιρετώ, σκεφτόμενος πως είναι από τους τελευταίους παλιούς του χωριού που το νοιάζονται ακόμα και το αγαπάνε. Οι άλλοι είτε πέθαναν είτε έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους και δεν ενδιαφέρονται. Και μόνο το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί μένουν συνεχώς, όλο το χρόνο στο χωριό σε κάνει να σκέφτεσαι πως τα Χαλιωτάτα έχουν ζωή. Δεν έχουν νεκρωθεί ακόμα. Σε μας εναπόκειται να τα κρατήσουμε και να τα ζωντανέψουμε. «Ξέρεις πόσα παλιά κειμήλια των παππούδων μας έχω ; Πολλά. Και θέλω όλα αυτά τα δικά μας και των άλλων χωριανών να τα μαζέψουμε και να τα βάλουμε σε ένα Λαογραφικό Μουσείο. Δεν είναι καλή ιδέα ; Αντί το σχολείο να γίνει μπαρμπουτιέρα, δεν είναι καλύτερο να το κάνουμε Μουσείο ;»
Έχεις δίκιο κυρ-Κώστα, σκέφτηκα μέσα μου, αλλά ποιος ενδιαφέρεται; Εδώ δεν γίνονται άλλα πράγματα πιο βασικά. Τέλος πάντων. Τους καληνύχτισα, παίρνοντας μαζί μου τα μυρωδάτα μποστανικά που με κεράσανε, και ευχόμενος καλή αντάμωση του χρόνου.
Πραγματικοί φύλακες του χωριού ο κυρ-Κώστα και η κυρά-Μέλπω.
Χ.Γ.Στ.
Read more: http://agiabarbarapatras.blogspot.com/#ixzz133gUsj41