Με την ευκαιρία της επετείου της κοιμήσεως του αειμνήστου γέροντος Φιλοθέου, ο π. Αρσένιος μας διηγήθηκε μερικά περιστατικά από την γνωριμία του μαζί του και μας παρέδωσε μερικές επιστολές που αντήλλαξε με τον Γέροντά του καθώς και ένα παλαιότερο άρθρο που είχε δημοσιεύσει.
Ο π. Αρσένιος (κατά κόσμον Αντώνιος Κομπούγιας) στην ηλικία των 21 ετών και διαβιώνοντας στην Αθήνα, κατ' αρχάς κοντά σε έναν θείο του και κατόπιν σε μία αδελφότητα νέων με κοινά πνευματικά ενδιαφέροντα, είχε έντονη την επιθυμία να γίνη μοναχός. Ρώτησε τον Πνευματικό του π. Ιγνάτιο Γκολιόπουλο, στέλεχος της Ζωής, ο οποίος του έδωσε την ευλογία.
Έτσι, ο τότε Αντώνιος Κομπούγιας έστειλε γράμμα στον π. Φιλόθεο Ζερβάκο, τον οποίο είχε δει μία φορά, όταν ο π. Φιλόθεος είχε έλθει στην Αθήνα για εξομολόγηση και ομιλίες, αλλά η φήμη του είχε ήδη επεκταθή πολύ έξω από τα στενά όρια της νήσου Πάρου, όπου κατηύθυνε την ανδρώα Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας, την οποία είχαν ιδρύσει Φιλοκαλικοί (Κολλυβάδες) Πατέρες, και την γυναικεία Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως - Οσίου Αρσενίου του εν Πάρω. Με την επιστολή αυτή ζητούσε από τον π. Φιλόθεο να τον δεχθή στο μοναστήρι και να τον κείρη μοναχό. Ο π. Φιλόθεος τον εδέχθη.
Έφθασε στην Πάρο τον Φεβρουάριο του 1939 και συγκατελέγη στο μοναχολόγιο της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής και φόρεσε το τίμιο ράσο ως αρχάριος μοναχός, όπως είχε τυπικό η Μονή.
Ο π. Φιλόθεος τον ρώτησε τί όνομα να του δώση και ο τότε Αντώνιος του απήντησε ή Ιγνάτιος ή Αυγουστίνος. Στην ερώτηση του Γέροντα γιατί διάλεξε αυτά τα ονόματα, ο Αντώνιος απάντησε ότι του άρεσε πολύ ο βίος του αγίου Ιγνατίου, ιδίως μάλιστα το τέλος του, όταν οι Χριστιανοί που περισυνέλεξαν τα απομεινάρια του σώματός του που είχαν αφήσει τα θηρία, βρήκαν την καρδιά του, και πάνω στην καρδιά του χαραγμένο το όνομα “Ιησούς”, ενώ από τον ιερό Αυγουστίνο του άρεσαν πολύ οι προσευχές του που είχε διαβάσει στο “Κεκραγάριο” τις οποίες ο άγιος απηύθυνε στον Χριστό. Έτσι, ο αείμνηστος Φιλόθεος Ζερβάκος έδωσε προκαταβολικά στον Αντώνιο Κομπούγια το όνομα Αυγουστίνος.
Όμως, τον Οκτώβριο του 1939 ο Αυγουστίνος έπρεπε να παρουσιασθή στον στρατό, αφού κάλεσαν ακόμη και τους μοναχούς.
Ο π. Αρσένιος διηγείται ότι υπήρχε μοναχός ονόματι Νικηφόρος στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας, ο οποίος ήδη από το καλοκαίρι του 1939 έλεγε ότι θα γίνη μεγάλος πόλεμος και θα καλέσουν και τους μοναχούς να πολεμήσουν και ότι ο ίδιος, ο Νικηφόρος, θα σκοτωνόταν. Όπως και έγινε, αφού στον πόλεμο κάλεσαν και τους μοναχούς, και ο Νικηφόρος σκοτώθηκε από οβίδα πυροβολικού, ενώ βρισκόταν στα μετόπισθεν.
Κάνοντας μια παρένθεση να πούμε ότι ο π. Αρσένιος είχε υπ' όψη του και άλλες οσιακές μορφές μοναχών που έζησαν στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας, όπως ο π. Παύλος, ο οποίος ήταν αμόρφωτος κατά κόσμον, αλλά είχε συνέχεια στο στόμα του το όνομα και την ευχή του Ιησού και αξιώθηκε να κοιμηθή ακριβώς την ώρα που έλεγε την ευχή του Ιησού, γονατιστός, με το αριστερό του χέρι να κρατά το κομβοσχοίνι και με το δεξί του χέρι στο μέτωπο, την ώρα που σχημάτιζε το σχήμα του σταυρού. Στην στάση αυτή τον βρήκαν οι άλλοι μοναχοί να έχη παραδώσει το πνεύμα του.
Επίσης ενθυμείτο τον π. Ιλαρίωνα, ο οποίος εισήλθε στην αδελφότητα στην ηλικία των 70 ετών. Επειδή μάλιστα ήταν μεγάλος στην ηλικία, υπήρχαν αντιρρήσεις και δεν ήθελαν να τον κρατήσουν στο μοναστήρι, αυτός παρακαλούσε τον Γέροντα να τον δεχθή, βεβαιώνοντάς τον ότι δεν θα τους είναι βάρος, αλλά θα βοηθή όσο μπορεί. Πράγματι, ο π. Ιλαρίων κοιμήθηκε στην ηλικία των 107 ετών. Στο διάστημα αυτό έκανε γεωργικές δουλειές, καλλιεργούσε αμπέλια, ελαιώνες, έκτισε τοίχους – ξερολιθιές. Κοιμήθηκε δε ευλογημένα, αφού σε ηλικία 107 ετών, όπως είπαμε, κάποιο μεσημέρι, 15 ημέρες πριν το Πάσχα, άρχισε να γυρίζη όλη την Μονή, να κτυπά τις πόρτες των κελλιών των μοναχών και να τους λέγη: “αδελφέ, συγχώρεσέ με, φεύγω”. Πήρε ευχή και από τον Ηγούμενο. Όλοι τον κοιτούσαν παραξενεμένοι. Αφού κτύπησε όλα τα κελλιά, γύρισε στο κελλί του και έκλεισε την πόρτα. Όταν τον αναζήτησαν μετά από 15 λεπτά, τον βρήκαν πάνω στο κρεβάτι του με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος να έχη “φύγη”, όπως προείπε.
Έτσι, λοιπόν, ο Αντώνιος-Αυγουστίνος παρουσιάσθηκε στο Μεσολόγγι και κατετάγη στο σώμα των ευζώνων. Υπηρέτησε την Πατρίδα μέχρι τον Απρίλιο του 1941, όταν εισήλθαν στην Ελλάδα οι Γερμανοί.
Τότε, ο Αυγουστίνος μέσω Ραφήνας και Σύρου ξαναγύρισε στην Μονή της μετανοίας του, όπου έφθασε στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, την ώρα που κτυπούσε το τάλαντο. Εκείνη την ώρα κτυπούσε και ο Αντώνιος- Αυγουστίνος την πύλη της Μονής να του ανοίξουν. Ο Γέροντας τον δέχθηκε με τα λόγια: “Η Παναγιά σε ξανάφερε, παιδί μου”.
Πριν εγκρίνη την κουρά του, ο τότε Μητροπολίτης Παροναξίας Χερουβίμ, ζήτησε να δοθή στον νέο μοναχό το όνομα Αρσένιος, προς τιμήν του οσίου Αρσενίου της Πάρου. Ο Ηγούμενος π. Φιλόθεος το δέχθηκε, λέγοντας στον Αντώνιο-Αυγουστίνο να μη στενοχωρήται και όταν θα τον έκανε μεγαλόσχημο θα τον ονόμαζε και πάλι Αυγουστίνο.
Ο π. Αρσένιος έμεινε στην Μονή της Λογγοβάρδας μέχρι τον Μάρτιο του 1945. Τότε τον εκάλεσαν και πάλι από την στρατολογία. Ο π. Αρσένιος ρώτησε τον Γέροντα Φιλόθεο αν μπορούσε να περάση να δη και τους δικούς του, αφού θα πήγαινε φαντάρος. Ο Γέροντας του έδωσε την άδεια. Στην Αθήνα, στην γειτονιά του θείου του όπου μεγάλωσε, συνάντησε τον Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ, με τον οποίο γνωριζόταν από μικρός. Όταν ο Μητροπολίτης συνάντησε τον μοναχό Αρσένιο, τον οποίο γνώριζε από παιδί, τον ρώτησε: “Συ είσαι ο Αντωνάκης; Και έγινες μοναχός; Πού;”. Αμέσως, λοιπόν του ζήτησε να τον χειροτονήση Διάκο. Ο π. Αρσένιος συνεννοήθηκε με τον Ηγούμενό του π. Φιλόθεο, ο οποίος είχε έτσι και αλλιώς στην σκέψη του να τον κάνη Διάκο, και συγκατατέθηκε στην πρόταση του Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως.
Ήδη στην Αθήνα ήταν Πρωτοσύγκελλος ο Χριστοφόρος Αλεξανδρόπουλος, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, τον οποίο είχε γνωρίσει ο π. Αρσένιος στο Μεσολόγγι ως Γεώργιο Αλεξανδρόπουλο.
Ο π. Φιλόθεος προέτρεψε τον Διάκονο Αρσένιο να πάη στο Πανεπιστήμιο. Ο π. Αρσένιος απήντησε ότι δεν θέλει να συνεχίση στο Πανεπιστήμιο, πέραν μερικών μαθημάτων που παρακολουθούσε ως απλός ακροατής, γιατί το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πώς θα σωθή. Τότε ο Γέροντας του είπε πώς δεν έχει καμμία δουλειά στην Αθήνα και πρέπει να επιστρέψη στην Μονή της μετανοίας του.
Ο π. Αρσένιος έμεινε στην Ιερά Μονή Λογγοβάρδας κατά την τρίτη αυτή σύντομη επιστροφή του, 7-8 μήνες.
Τον Μάρτιο του 1946 έλαβε από τον πρ. Πρωτοσύγκελλο Αθηνών Χριστοφόρο Αλεξανδρόπουλο, που εν τω μεταξύ είχε εκλεγή Μητροπολίτης Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, επιστολή με την οποία τον καλούσε να τον βοηθήση ως Ιεροκήρυξ στην Μητρόπολη της γενετείρας του, η οποία, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, εστερείτο Πρωτοσυγκέλλου, Ιεροκηρύκων, Πνευματικών κλπ. Ο Μητροπολίτης Χριστοφόρος ζητούσε και την συγκατάθεση του Ηγουμένου π. Φιλοθέου, γιατί με τον τρόπο αυτό θα βοηθούσε καλύτερα και την Εκκλησία του Χριστού, που στην επαρχία αυτή είχε μεγαλύτερη ανάγκη.
Ο π. Αρσένιος δέχθηκε τελικά την κλήση του αειμνήστου Χριστοφόρου και έτσι ήλθε στην Ναύπακτο το πρώτον ως Διάκονος. Όταν μετά από λίγους μήνες ο π. Φιλόθεος νοσηλεύθηκε στον Ευαγγελισμό, ο Μητροπολίτης Χριστοφόρος τον επισκέφθηκε μαζί με τον π. Αρσένιο, του φίλησε το χέρι, σύμφωνα με την μαρτυρία του π. Αρσενίου, και του ζήτησε την συγκατάθεσή του για να χειροτονήση τον π. Αρσένιο Ιερέα. Ο π. Φιλόθεος έδωσε την συγκατάθεσή του, με την προϋπόθεση ότι αν δεν ευδοκιμήση ο σκοπός για τον οποίο τον ζητούσε ο Μητροπολίτης, τότε θα έπρεπε να γυρίση και πάλι πίσω στην Μονή της μετανοίας του.
Ο π. Αρσένιος συνέχισε να έχη επαφή με τον Γέροντά του π. Φιλόθεο δια της αλληλογραφίας, τον επισκέφθηκε αρκετές φορές, μάλιστα του προσέφερε την προ τελευταία θεία Μετάληψη, μία εβδομάδα πριν κοιμηθή, την ημέρα του αγίου Αρσενίου, 8 Μαΐου 1980.
Δημοσιεύουμε στο τεύχος αυτό αποσπάσματα ενός παλαιοτέρου άρθρου του π. Αρσενίου στον Ορθόδοξο Τύπο που αναφέρεται στον π. Φιλόθεο Ζερβάκο.
Επίσης δημοσιεύουμε και μία χαρακτηριστική επιστολή, από τις πολλές που είχε αποστείλει ο π. Φιλοθέος προς π. Αρσένιο.–
Α.Κ.
blogs.sch.gr