Ο κ. Ιγνάτιος αναφέρθηκε στον καταιγισμό της πληροφορίας και στην ραγδαία ανάπτυξη της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, που απειλούν την ύπαρξη του βιβλίου, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Επικαλέστηκε, όμως και έρευνες Αμερικανικού Πανεπιστημίου που αποδεικνύουν ότι, παρά την νέα κατάσταση, «το βιβλίο, με την κλασική του μορφή αντέχει. Το διαδίκτυο δημιουργεί πιο ενημερωμένους αναγνώστες, το βιβλίο, όμως, διαμορφώνει βαθύτερους στοχαστές και συστηματικότερους ερευνητές...»
Στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος μίλησε για την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει ο αναγνώστης με το καλό βιβλίο, που αντέχει στο χρόνο και είναι πάντα συνεπής και αληθινή: «Βλέπω πολλές φορές το βιβλίο σαν ένα ζωντανό άνθρωπο. Ένα άνθρωπο λίγο ξένο με το πνεύμα της εποχής. Κάποιον που δεν θέλει να εντυπωσιάσει, κάποιον που δεν θέλει επιφανειακές σχέσεις, κάποιον που θέλει να με δυσκολέψει λίγο, πριν με βρει άξιο να μου προσφέρει τους θησαυρούς του. Απέναντί του υπάρχει πλέον μια οθόνη. Εντυπωσιακή αλλά και αδιάκριτη, ακαταμάχητη, αλλά και κατακτητική. Γέφυρα αποστάσεων αλλά και εχθρός της φαντασίας, φίλος της ταχύτητας, αλλά εχθρός του στοχασμού. Ανυπόμονη και λίγο περιφρονητική στον τρόπο σχέσεως με τον άλλο φίλο, το βιβλίο. Το βιβλίο, που ακόμη πιστεύει στην διαδικασία, τη μύηση, την υπομονή, την προσμονή. Το βιβλίο που ανοίγει, μάλλον ανοίγεται δύσκολα, που κλείνει, μάλλον κλείνεται, εύκολα, την ώρα που το κουμπί ON-OFF μιας οθόνης συμπεριφέρεται εντελώς αντίθετα. Όταν όμως μια εικόνα σβήσει, ο άνθρωπος δεν ξέρει αν ζούσε μια απάτη ή μια πραγματικότητα. Την ώρα που τα χρώματα και τα εφφέ δίνουν τη θέση τους στο μαύρο, την ώρα που οι μηχανές αναζήτησης σβήσουν, την ώρα που οι ηλεκτρονικές σελίδες επιστρέψουν σε αόρατους σκληρούς δίσκους και αφήσουν τον περιηγητή-surfer να αναρωτιέται τί πραγματικά γνωρίζει και τί τον αφορούν τα αναρίθμητα bytes που γέμισαν εγκέφαλο και καρδιά, το βιβλίο είναι εκεί, στο ψηλό το ράφι. Κι αν μας έχει γυρίσει την πλάτη, είναι γιατί εκεί είναι χαραγμένο το πρόσωπό του, με μάτια ανοιχτά, ευγενικά, που καλούν αλλά δεν προκαλούν να μας συναντήσουν...»
Επεσήμανε, τέλος, την διαχρονική αξία του βιβλίου των Βιλίων, της Αγίας Γραφής, λέγοντας τα εξής: «Η ορθόδοξη πίστη του Χριστού, που αξιώθηκα να γνωρίσω και να διακονώ, ταξίδεψε πάνω στο ήθος αγίων ανθρώπων και με συνάντησε. Κάποιους τους γνώρισα. Αλλά και όσους δεν γνώρισα, δεν τους θεωρώ άγνωστους. Η μορφή τους ξεπήδησε μέσα από υπέροχες σελίδες βιβλίων, που όσες φορές κι αν τις διαβάσεις, πάντα ξαναγυρνάς, όπως την πρώτη φορά. Και πάνω απ΄ όλα, το ένα βιβλίο, η Βίβλος, που για πολλούς ανθρώπους και για μένα υπήρξε και υπάρχει κάτι περισσότερο από ένα άθροισμα γραμμένων σελίδων. Γνωρίζω ανθρώπους που δεν ταξιδεύουν ούτε σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων, αν δεν έχουν πάρει μαζί τους μια μικρή Καινή Διαθήκη. Ίσως οι απασχολήσεις τους εκεί δεν τους επιτρέψουν να την ανοίξουν ούτε μία φορά. Αισθάνονται όμως πως δεν ταξιδεύουν μόνοι. Δεν είναι θέμα μόνο μιας ψυχολογικής ανασφάλειας. Άλλωστε πλέον με τα κινητά, ό,τι ώρα θέλεις επικοινωνείς με όποιον θέλεις. Μόνος, δυστυχώς, δεν είσαι ποτέ. Αυτή όμως η μικρή Καινή Διαθήκη στον χαρτοφύλακα, στη βαλίτσα, ακόμη και στην εσωτερική τσέπη ενός σακακιού είναι το αντικείμενο που επιβεβαιώνει στις αισθήσεις μια ζωντανή παρουσία...»
imd.gr