μιά ομάδα φοιτητών, δέκα άτομα, τά νεαρά στελέχη τής Κατασκήνωσης τής Ιεράς Μητροπόλεώς μας, καί ένας Ιερέας. Τόπος συνάντησης, τών διεσκορπισμένων στίς Σχολές τής επικράτειας φοιτητών, καί αναχώρησης γιά τό προσκύνημά μας στό Όρος η Θεσσαλονίκη. Από εκεί ξεκίνησαν, πρίν φανή τό φώς τής ημέρας, δύο αυτοκινητάκια φορτωμένα πρόσωπα καί αποσκευές, γιά τήν Ουρανούπολη.
Κάθε προσκύνημα χρειάζεται μιά προετοιμασία, μιά κάθαρση, γιά νά φανερωθούν οι θησαυροί του καί νά δοθούν οι καρποί του στούς κοπιάσαντες προσκυνητές χρειάζεται η ανηφοριά γιά τήν επιτέλεση τής θυσίας στό ψηλό βουνό. Χωρίς νά τό πολυκαταλάβουμε, χωρίς νά τό επιδιώξουμε, μόνον αναλογιζόμενοι τά πράγματα εκ τών υστέρων, βλέπουμε ότι τό ίδιο συνέβη καί μέ τό προσκύνημά μας.
Η προετοιμασία αυτή, η ανηφοριά, περιελάμβανε: τό πρωϊνό ξύπνημα καί τό εωθινό ταξίδι, τά αναγνώσματα καί τίς ακροάσεις στό αυτοκίνητο πνευματικών ομιλιών συγχρόνων Πατέρων καί Γεροντάδων, τήν πεζοπορία στό Όρος, τήν κούραση, τίς πρωϊνές ακολουθίες, τήν νηστεία, τήν προσμονή...
Μετά τήν τράπεζα μάς ανοίχθηκε τό θησαυροφυλάκιο τού Μοναστηριού: τά τίμια λείψανα, τεμάχιο τού τιμίου σταυρού, τό δεξιό χέρι τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου... Έπειτα ο π.Σ. μάς ξενάγησε στό μουσείο, οργανωμένο, μέ παλαιές εικόνες, χειρόγραφα, άμφια, σκεύη, τά οποία μάς περιέγραψε μέ γνώση καί κάθε λεπτομέρεια.
Καί η προετοιμασία, η ανάβαση στό Όρος, συνεχίζεται: Μία μέ δύο ώρες ομιλία από τόν Ιερομόναχο πού είχε τήν υπευθυνότητα νά συζητά μέ τούς προσκυνητές καί ιδιαιτέρως τούς νέους, καί νά τούς τροφοδοτή μέ ρητά τής αγιορείτικης πείρας καί σοφίας. Όσοι δέν άντεχαν από τήν κούραση τής ημέρας, παραδόθηκαν ήδη σέ έναν βαθύ ύπνο.
Εγερτήριο στίς δύο τό πρωΐ. Στίς δυόμιση συμμετοχή στήν ορθρινή ακολουθία καί τήν θεία Λειτουργία. Οι μοναχοί ήταν ήδη ξυπνητοί από τά μεσάνυκτα, γιά τόν κανόνα τους. «Ψαλμοί καί ύμνοι καί ωδές πνευματικές». Μνήμη τών αγίων Ιακώβου τού Αλφαίου, Ανδρονίκου καί Αθανασίας. Επτά τό πρωΐ στρώνεται η τράπεζα τής ημέρας, αμέσως μετά τήν θεία Λειτουργία. Τίς νηστήσιμες ημέρες, όπως ήταν εκείνη η Παρασκευή, δέν έχει τράπεζα, αλλά γιά τήν αδυναμία τών προσκυνητών προσφέρεται τσάϊ, ελιές, ταχίνι μέ μέλι, ψωμί...
Ο καιρός συννεφιασμένος, μέ ψυχρό βοριαδάκι, χωρίς κίνδυνο βροχής.
Δημοκρατικές διαδικασίες: –Τί λέτε, λοιπόν, παιδία; –Πάτερ, πολλές ώρες είναι... –Είναι καί νηστεία... –Νά πάμε όπως είχαμε υπολογίσει από τήν αρχή, μέ τά πόδια. –Πόσο θά μάς κοστίση η συγκοινωνία; –Τόσο. –Μέ τά πόδια, μέ τά πόδια! (αποτελέσματα τής κρίσης).
Καί μοναχικές διαδικασίες: –Γέροντα, τί λές, νά πάμε στήν Αγίου Παύλου μέ τά πόδια; Θά τά βγάλουμε πέρα; –Πώς, βέβαια! Δέν είναι τίποτε. Μέχρι δύο ώρες ανηφορίτσα, καί μετά ομαλή κατηφόρα. Είναι πολύ ωραία! –Θά αντέξουμε; –Τί ανάγκη έχουν; Παιδιά είναι. Όταν ήμουν εγώ νέος... –Μήπως κάνει κρύο εκεί πάνω, μέ τόσο δυνατό βοριά; –Τό δάσος κόβει τόν αέρα...
Αφού, λοιπόν, ακούσαμε τόν λαό, ακούσαμε καί τούς γεροντάδες, ξεκινήσαμε. Πορεία: συνομιλίες, ευχή, ψαλμωδία, ανησυχία γιά τόν δρόμο, ψύχος, χαρά, κούραση, ενθουσιασμός, παλιμβουλία, αποφασιστικότητα, ανεμελιά, αγωνία, όλα μαζί εναλλάσσονταν, ανάλογα καί μέ τήν ιδιοσυγκρασία τού καθενός, μέσα στήν θαυμάσια διαδρομή, πού άλλοτε έμοιαζε μέ επίσκεψη στό σπίτι τού Πατέρα καί άλλοτε πορεία στό άγνωστο. Μετά από δυόμιση ώρες πορεία ήλθε η ανακούφιση, αφού φάνηκε η άλλη πλευρά τού Όρους, η νοτιοδυτική, κλιματικά ήπια, πιό ηλιόλουστη, πιό ξερική. Ανακουφισμένοι από τήν αγωνία τού δρόμου καί τού κρύου, είχαμε περισσότερο άνεση γιά συζήτηση καί φιλοσόφηση τών πραγμάτων. Προσευχή, εξομολόγηση, δοξολογία. Σάν από αεροπλάνο κατεβαίναμε, βλέποντας κάτω χαμηλά τό Μοναστήρι τού Αγίου Παύλου, όμορφο, περιποιημένο, καστροτριγυρισμένο.
Δυστυχώς, δέν βρέθηκε, τήν ώρα πού φθάσαμε, μεσημέρι, κάποιος παπάς νά μάς ανοίξη τό Καθολικό νά προσκυνήσουμε. Ένα ποτήρι νερό, ένα ρακί καί ένα λουκούμι καί τίς ευχές τους. Καί φύγαμε. Μόλις είχε περάσει τό πλοίο τής γραμμής καί, βεβαίως, κατανοήσαμε ότι έπρεπε νά περπατήσουμε καί τήν υπόλοιπη διαδρομή, άλλη μιάμιση ώρα, μέ τά πόδια, τά οποία μόλις προλάβαμε νά βρέξουμε στήν ακροθαλασσιά γιά ανακούφιση. Δοκιμάστηκε αρκετά η αντοχή μας καί η ψυχραιμία μας.
Στό Μοναστήρι τού Διονυσίου, ο π. Π. μάς καλοδέχθηκε, μάς έδωσε τά δωμάτιά μας καί μάς πληροφόρησε γιά τό πρόγραμμα: Σέ λίγο εσπερινός, μετά πρόχειρη τράπεζα, προσκύνηση τών τιμίων λειψάνων, ξεκούραση, τό πρωΐ τρείς η ώρα όρθρος καί στήν συνέχεια θεία Λειτουργία, μετά πρωϊνό, ξεκούραση, γεύμα.
Προτάθηκε, επειδή ήμασταν κουρασμένοι, κατάκοποι, νά πηγαίναμε μετά τήν προσκύνηση τών λειψάνων γιά ύπνο, γιά νά μπορέσουμε νά παρακολουθήσουμε τήν θεία Λατρεία τό άλλο πρωΐ. Όλοι όμως θέλαμε νά σταθούμε λίγο, νά συζητήσουμε, νά χαρούμε τό δειλινό στό Όρος.
Εκείνη τήν ώρα, στήν πύλη τής Μονής, μάς περίμενε μιά απρόσμενη έκπληξη-ευλογία, από παλαιά καί από ψηλά. Μάς συνάντησε «τυχαία» ένας γέροντας Ιερομόναχος, γιά τόν οποίον μόνον στίς διηγήσεις τών Πατέρων μας είχαμε ακούσει. Δέν γνωριζόμασταν, φυσικά. Απλώς κάτι τόν προέτρεψε νά πή δυό λόγια στούς νέους πού συνάντησε στήν πύλη τής Μονής. Τούς πήρε πατρικά από τό χέρι, μέχρι τό κοιμητήριο, όπου μάς έβαλε νά προσκυνήσουμε τόν τάφο τού οσίου Νήφωνος. –Γέροντα, μήπως είσθε ο π. Σ.; –Εγώ είμαι. –Έχετε χαιρετισμούς από τόν Μητροπολίτη μας, τό πνευματικό παιδί τού Επισκόπου Καλλινίκου! Επρόκειτο, λοιπόν, γιά τόν π. Σ., τόν μοναχό εκείνον πού είχε χειροτονήσει μέσα σέ θαυμαστές συγκυρίες ο πνευματικός παππούς μας, αείμνηστος Μητροπολίτης Εδέσσης Καλλίνικος. Αυτό ήταν. Ήδη ο γέροντας, πού γιά δύο χρόνια δέν είχε βγή από τό κελλί του, ήθελε νά πή δυό λόγια στά παιδιά. Μέ τήν γνωριμία αυτή, μέ τό πού άκουσε γιά τόν «Δεσπότη του», άνοιξαν οι καρδιές όλων μας, καί άφησαν νά περάσουν οι αγιασμένες αναμνήσεις του μέ τίς ορθόδοξες συμβουλές του από τήν δική του καρδιά στήν δική μας. Έλεγε σοφά καί σοβαρά πράγματα, αλλά μέ μιά απίστευτη αμεσότητα, μέ μιά απλότητα μικρού παιδιού. –«Ξέρετε, παιδιά, έχω μιά αδυναμία. Θέλω νά μιλάω σέ νέους ανθρώπους, ενώ δέν μού βγαίνει κουβέντα μέ τούς μεγάλους. Ξέρετε γιατί; Γιατί ό,τι νά πής στούς νέους, σέ ακούνε τούς μένει. Αυτά τά "γηροκομεία" (ήταν καί δύο ηλικιωμένοι πού είχαν παρεισφρήσει στόν κύκλο τών ακροατών του), ό,τι νά τούς πής, χάνεις τά λόγια σου!».
Επί δυόμιση ώρες μάς έλεγε, λοιπόν, ό,τι τόν φώτιζε ο Θεός: ιστορίες από τό παλαιό Άγιον Όρος, από τούς Γεροντάδες του, συμβουλές, περιστατικά... Όρθιος αυτός, όρθιοι καί εμείς, δέν τό κουνήσαμε ρούπι κανείς δέν κουράσθηκε, κανείς δέν κρύωσε, κανείς δέν ζήτησε νά φύγη.
«Λέω τήν ευχή καλά κάνω; Παιδιά, νά λέτε τήν ευχή. Τό δυσκολότερο πράγμα στήν ζωή είναι η προσευχή. Ένας Γέροντας έκανε ένα πείραμα. Έβαλε έναν εργάτη νά κάνη τό μεροκάματό του λέγοντας τήν ευχή μέ τό κομποσχοίνι σέ ένα σκαμνί. Σέ μισή ώρα ο εργάτης παράτησε καί τό κοσμοσχοίνι καί τό μερακάματο. Προτιμούσε νά σκάβη, παρά νά λέη τήν ευχή!». «Ό,τι χαρίσματα έχουμε καί ό,τι καλό πετυχαίνουμε είναι τού Θεού. Οι αμαρτίες είναι μόνον ανθρώπινες». «Βάλτε φούλ τίς μηχανές γιά τόν Παράδεισο». Καί άλλα πολλά παρόμοια από τήν αγιορειτική σοφία.
Μάς φώτισε καί εμάς ο Θεός καί τόν επιμείναμε νά λειτουργηθούμε στό παρεκκλήσι τής Μονής στό οποίο θά λειτουργούσε ο ίδιος τήν άλλη μέρα τό πρωΐ. Σύμφωνα μέ τό παλαιό τυπικό τής Μονής, τίς καθημερινές ο όρθρος γίνεται στό Καθολικό, καί έπειτα οι παπάδες καί οι μοναχοί τής Μονής σκορπίζουν στά παρεκκλήσια της καί τελείται σέ όλα σχεδόν η θεία Λειτουργία. Αλλά γιά τούς προσκυνητές καθιερώθηκε νά γίνεται καί θεία Λειτουργία στό Καθολικό καί τίς καθημερινές. Μέ πολλά –διακριτικά– παρακάλια τόν πείσαμε. –Άλλαξα τό θέλημά μου μάτωσε η καρδιά μου! Όταν ο μοναχός χαλάη τό θέλημά του –άχ, αυτό τό θέλημα– η καρδιά ματώνει! Έτσι, ο γέρων Σ. άλλαξε παρεκκλήσι καί διάλεξε ένα μέ περισσότερα στασίδια γιά νά χωρέσουμε όλοι, καί ειδοποίησε τόν ψάλτη πού τόν ξελειτουργούσε ότι δέν θά τόν χρειασθή εκείνη τήν ημέρα, γιατί βρήκε άλλους ψάλτες. Ήταν Σάββατο, Ευλαμπίου καί Ευλαμπίας, μέ τό παλαιό.
Αλλά ακόμη δέν πήγαμε νά κοιμηθούμε. Μάς ξενάγησε μέ πατρική αγάπη σέ όλα τά παρεκκλήσια τής Μονής, μέχρι πού μάς έδειξε καί τό παρεκκλήσι τού αγίου Νεκταρίου, όπου θά λειτουργούσε τήν άλλη μέρα. Μάς κατένυξε. Κάποιοι, πλέον, δέν είχαν όρεξη ούτε καί νά κοιμηθούν. Αλλά είμαστε άνθρωποι καί μάλιστα ασθενικοί.
Μόλις τελείωσε ο όρθρος, ενώ ψαλλόταν η δοξολογία στό καθολικό, αποχωρήσαμε καί πήγαμε στό παρεκκλήσι τού αγίου Νεκταρίου, όπου μόλις είχε πάρει καιρό ο π. Σ. Θεία Λειτουργία. Η γλυκιά, ώριμη, ζυμωμένη μέ τήν Λειτουργία φωνούλα του, μαζί μέ τίς νεανικές φωνές τών «λαμπριάτικων» ιεροψαλτών, στό παρεκκλήσι τού συγχρόνου Αγίου, πού τό ποτίζουν καθημερινώς οι προσευχές τών καλογήρων, μαλάκωναν τίς ψυχές μας, γιά νά δεχθούν τόν λόγο καί τήν χάρη τού μυστηρίου. Θεία Ευχαριστία ευχαριστία γιά όλα, «κατά πάντα καί διά πάντα».
Θεία Λειτουργία, ευχαριστία μετά τήν θεία μετάληψη, παράκληση, χαιρετισμοί στούς αγίους Αναργύρους, συνομιλία καί συζήτηση πάει καί τό πρωϊνό, πάει καί τό πρόγραμμα, λίγο έλειψε νά χάσουμε καί τό γεύμα. Πήραμε τήν ευχή του, τού φιλήσαμε τό χέρι –εγώ είχα τό θράσος νά τού ασπαστώ καί τό μέτωπο ψηλά, εκεί πού είχε ακουμβήσει ο αείμνηστος Καλλίνικος, ο «Δεσπότης του», τό χέρι του κατά τήν χειροτονία. –Ευχαριστούμε πολύ, γέροντα, γιά όλα. –Γιατί βρέ δέ μού 'δωκες γνωριμία μόλις ήλθες; Καί 'γώ, ένας Θεός μέ φώτισε καί βγήκα έξω θά πήγαινα στό κελλί μου καί δέν έβγαινα μετά μέ τίποτε! Κανόνια νά βαράγανε! –Μήπως σέ ήξερα, γέροντα; Ήταν ευλογία άνωθεν, από τόν ουρανό!
Μόλις δέκα λεπτά καθίσαμε στήν τράπεζα, πήραμε τήν ευχή τού ηγουμένου π. Πέτρου καί φύγαμε ευχαριστώντας τούς πάντες.
Φύγαμε οι περισσότεροι μέ τό πλοίο. Όμως μερικοί διάλεξαν καί πάλι τήν πεζοπορία αυτοί πού είχαν ταλαιπωρηθή πιό πολύ τήν προηγούμενη μέρα μέ τό περπάτημα!
Τελευταία στάση στό Όρος: Η Ιερά Μονή Γρηγορίου. Τό γνωστό μοναχικό πρόγραμμα. Μερικοί κοιμήθηκαν. Άλλοι βοήθησαν στό καθάρισμα τών φασολιών. Μέχρι τήν ακολουθία. Μετά τό δείπνο καί τήν βοήθεια στήν τράπεζα, μετά τήν προσκύνηση τών λειψάνων, τό Μοναστήρι προσέφερε λόγο γιά τούς προσκυνητές. Στήν προθάλαμο, όμως, τού Αρχονταρικιού συναντήσαμε έτερη ζωντανή ενθύμιση τού αειμνήστου Επισκόπου Εδέσσης: τόν μοναχό Κ. Από μιά άλλη άποψη πλησίασε αυτός τά παιδιά καί δέν μάς έφθασε η ώρα μέχρι τό κλείσιμο τής πύλης τής Μονής. Έπρεπε νά ετοιμασθούμε καί γιά τήν πρωϊνή κυριακάτικη θεία Λειτουργία τό συλλείτουργο.
Τήν Κυριακή μάς περίμενε άλλη μιά ευλογία, αφού είχαμε μαζί μας τόν ηγούμενο π. Γεώργιο, σεβαστό καί ορθόδοξο κατά πάντα, πού συμμετείχε προσευχόμενος στήν θεία Λειτουργία, μάς ευλόγησε κατόπιν τήν τράπεζα καί μίλησε σέ όλους τούς προσκυνητές μέ αφορμή τό ευαγγέλιο τής ημέρας, τήν παραβολή τού Σπορέως, γιά τήν δύναμη τού λόγου τού Θεού. Αλλά καί μετά τήν τράπεζα, είχε τήν καλωσύνη καί τήν υπομονή νά μάς δεχθή ιδιαιτέρως, τήν ομάδα μας, καί νά μάς μιλήση γιά τρία τέταρτα, νά μάς μεταδώση από τήν σοφία τών αγιορειτών καί τήν πείρα τής Εκκλησίας, τήν οποία ο ίδιος τόσο αγαπά. Κυρίως διηγήθηκε ιστορίες αγιασμένων ανθρώπων, κοσμικών καί καλογήρων. «Όταν σάς βασανίζη ένας λογισμός καί επιμένη, τότε νά τού λέτε: "φύγε, γιατί θά τό πώ στόν Πνευματικό μου", γιατί οι κρυφοί λογισμοί δέν αντέχουν τήν φανέρωση». «Ευχαριστώ τόν Θεό, γιατί γνώρισα στήν ζωή μου αγίους Αρχιερείς, αγίους Ιερείς, αγίους Μοναχούς, αγίους λαϊκούς, άνδρες καί γυναίκες, γέροντες καί νέους, καί είμαι σίγουρος ότι υπάρχει καί σήμερα αγιότητα στόν κόσμο. Καί έχω πόθο νά τούς συναντήσω, γιατί τούς αγίους τούς αγάπησα από μικρό παιδί».
Σέ ερώτηση πώς μπορούν οι νέοι νά προσεύχωνται, ζώντας μέσα σέ συνθήκες «αντιπροσευχητικές», είπε τήν εξής ιστορία:
Μετά τήν Μικρασιατική Καταστροφή, ένας νέος δεκαπέντε χρονών ονόματι Συμεών ξεμπάρκαρε, μόνος, χωρίς γονείς καί συγγενείς, στόν Πειραιά. Γιά νά ζήση αναγκάσθηκε νά κάνη τόν χαμάλη. Έπαιρνε κάθε μέρα τό καροτσάκι του καί πήγαινε γιά δουλειά. Πρωΐ-πρωΐ, πρίν αρχίσει τήν εργασία του, πήγαινε στήν Εκκλησία τού Αγίου Σπυρίδωνος. Άφηνε τό καροτσάκι του απ' έξω. Έμπαινε μέσα, άναβε τό κερί του, προσκυνούσε τίς εικόνες μία-μία, καί μετά στεκόταν μπροστά στήν εικόνα τού Χριστού καί έλεγε τήν εξής "προσευχή": "Χριστέ μου, καλημέρα. Είμαι ο Συμεών. Πάω γιά δουλειά. Σέ παρακαλώ νά είσαι μαζί μου". Καί πήγαινε γιά νά βγάλη τό μεροκάματο. Όταν έδυε ο ήλιος καί τελείωνε τήν εργασία του, περνούσε πάλι από τήν Εκκλησία τού Αγίου Σπυρίδωνος. Άφηνε τό καροτσάκι του έξω, έμπαινε μέσα, άναβε κερί, προσκυνούσε τίς εικόνες μία-μία καί μετά στεκόταν στήν εικόνα τού Χριστού καί έλεγε τήν δειλινή "προσευχή": "Χριστέ μου, καλησπέρα. Είμαι ο Συμεών. Γύρισα από τήν δουλειά. Σέ ευχαριστώ πού ήσουν μαζί μου". Αυτό τό έκανε κάθε μέρα, όλα τά χρόνια τής ζωής του. Μεγάλωσε, νυμφεύθηκε, έκανε τρία κορίτσια. Αργότερα –θέριζε τότε η φυματίωση– αρρώστησαν τά κορίτσια του καί η γυναίκα του καί πέθαναν. Έμεινε ο Συμεών μόνος. Γέρασε, αρρώστησε καί τόν πήγαν στό Νοσοκομείο. Εκεί η νοσοκόμα παρατήρησε ότι δέν είχε κανέναν δίπλα του καί τόν ρώτησε: "Κύριε Συμεών, δέν έχετε κανέναν στόν κόσμο;". "Γιατί μέ ρωτάς;". "Γιατί δέν βλέπω κανέναν νά 'λθη νά σέ επισκεφθή". "Πώς δέν έρχεται. Έρχεται. Έρχεται ο Χριστός". "Ο Χριστός;" "Ναί, έρχεται κάθε μέρα ο Χριστός". "Καί τί σού λέει". "Συμεών, καλημέρα, είμαι ο Χριστός κάνε σήμερα υπομονή". Η νοσοκόμα, ευλαβής, ενημέρωσε τόν πνευματικό της, καί τόν παρακάλεσε νά δή τόν κ. Συμεών, μήπως έχει καμμιά βλάβη τού μυαλού του ή κάποια πλάνη. Τόν είδε ο Πνευματικός, τού μίλησε. "Ο παππούς τά 'χει τετρακόσια!". Μιά μέρα ο Συμεών ζήτησε τήν νοσοκόμα γιά νά τήν ευχαριστήση γιά ό,τι έκανε γι' αυτόν. Στήν απορία της, τής απάντησε ότι εκείνη τήν ημέρα ο Χριστός τού είπε ότι σέ τρείς ημέρες θά φύγη από τόν κόσμο. Σέ τρείς ημέρες ο Συμεών ξεψύχησε ήρεμα στό κρεββάτι τού νοσοκομείου, ολομόναχος από ανθρώπους, μαζί όμως μέ τόν Χριστό, δηλαδή μαζί μέ όλη τήν Εκκλησία.
Αυτά καί άλλα πολλά σοφά καί καλά ακούσαμε από τόν σεβαστό Γέροντα. Μετά από μιά σύντομη επίσκεψη στό κελλί τού π. Κ., πήραμε τό πλοίο γιά τόν κόσμο. Η πορεία μας γιά τήν θυσία στό όρος τό υψηλό είχε συντελεσθή μέ τόν πλέον διδακτικό καί ελπίζουμε καρποφόρο τρόπο.
Σύντομη η περιγραφή, ατέλειωτη η πορεία.
Πολλές φορές μπορεί κανείς νά επισκεφθή τό Άγιον Όρος καί κάθε φορά κάτι διαφορετικό έχει νά λάβη. Εξαρτάται τί είναι διατεθειμένος νά δώση, νά αφήση, νά ξεφορτωθή. Καί εξαρτάται από τό άν ανοίξουν οι κρουνοί τών ευλογιών τών παλαιοτέρων, πού χαίρονται βλέποντας τούς νεωτέρους νά βαδίζουν τά ίδια μονοπάτια τών αναζητήσεων, έστω καί μόνον τοπικά, υπολειπόμενοι κατά πολύ στόν τρόπο καί τίς θυσίες.
Όλα γίναν κατ' ευχήν κατ' ευχήν τού Μητροπολίτου μας, τού πνευματικού μας Παππού, τών Γερόντων. Τούς ευχαριστούμε.
Α.Κ.
parembasis.gr/2010/10_12_18.htm