Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. ΙγνατίουΣε εποχές σαν τη δική μας, εποχές αναθεωρήσεων, απομυθοποιήσεων και καταρρεύσεων, πολλά είναι εκείνα που θα ζητήσουν ν΄ αποκτήσουν καινούργιο περιεχόμενο. Υπάρχουν όμως και κάποια,
που θα μας ζητήσουν να αποκαταστήσουμε το πρωταρχικό τους νόημα.
Τα Χριστούγεννα του 2010 είναι η ίδια, παλιά γιορτή, που σημαδεύει τους χειμώνες των χριστιανών εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Δύο χιλιετίες τώρα ντύνεται με μύθους, φωτισμένα έλατα και καραβάκια, στολισμένους δρόμους, παραδόσεις και αναμνήσεις από τα πιο γλυκά χρόνια τα ζωής μας. Πίσω όμως απ΄ όλα αυτά, τα Χριστούγεννα ξεκίνησαν και παραμένουν ως απάντηση σε ερωτήματα πανανθρώπινα και διαχρονικά.
Επί αιώνες οι άνθρωποι έφτιαχναν τους θεούς τους. Πάνω τους προέβαλαν όλα εκείνα που η ζωή δεν θέλησε να χαρίσει στον άνθρωπο: Την παντοδυναμία, την παντογνωσία, την αναπλήρωση όλων των εγγενών αδυναμιών της ανθρώπινης ύπαρξης και τέλος την αθανασία.
Θεοί βλοσυροί, απαιτητικοί, εκδικητικοί, είρωνες, απρόσιτοι. Υπερβατικά ενδύματα μιας πανάρχαιας ενοχής. Παρηγοριά στην τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Απελπισμένη διέξοδος φυγής από τα φθαρτά, τα ανεπαρκή, τα προσωρινά αυτού του κόσμου. Απάντηση σε ερωτήματα βασανιστικά για το νόημα και τον σκοπό αυτής της ζωής. Κι όταν οι θεοί έμοιασαν μακρινοί πολύ, ηγέτες και σοφοί θεοποιήθηκαν. Τα λόγια τους έγινα Σχολές και ιδεολογίες, η μνήμη τους έχτισε ναούς και μαυσωλεία.
Τα ερωτήματα όμως παρέμεναν. Όταν ο απόστολος Παύλος φτάνει στην Αθήνα, τα βρίσκει συμπυκνωμένα σε ένα βωμό με την επιγραφή «Στον άγνωστο Θεό». Αυτή είναι η φράση-ερώτημα, από την οποίαν «πιάνεται» ο Απόστολος των Εθνών για να ρίξει τον πρώτο σπόρο της νέας πίστης. Πίστης σ΄ έναν Θεό, που ανθρώπου νους δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει. Ενός Θεού με τη μορφή αδύναμου βρέφους, που τριγυρνάει άστεγο στα σοκάκια της Παλαιστίνης, που χλευάζεται από την πολιτική και θρησκευτική εξουσία της εποχής του, που εγκαταλείπεται ακόμη και από τους πιστότερους μαθητές του και που στο τέλος γίνεται ο περίγελος και του τελευταίου Ρωμαίου στρατιώτη πάνω σε δυο διασταυρωμένα ξύλα, παραδομένος σε θάνατο, ετοιμασμένο για τα χειρότερα υποκείμενα της κοινωνίας. Την βραδιά των Χριστουγέννων δεν ξεκινάει μία ακόμη θεογονία. Τη βραδιά αυτή ανατρέπεται το είδωλο του δυνάστη Θεού –και μοιραία των ηγετών, που πάντα αρέσκονται να ντύνονται θεοί- και αποκαλύπτεται η δύναμη εκείνη, που δημιούργησε, διαπερνά και συνεχίζει να ζωογονεί το σύμπαν και την ιστορία: Η δύναμη της αγάπης.
Το μυστικό αυτού του άγνωστου Θεού δεν κρύβεται στην διήγηση. Δεν έχει τόση σημασία αν στη Βηθλεέμ έλαμψε άστρο, κομήτης ή συναστρία. Ούτε το πότε οι μάγοι έφτασαν στην Παλαιστίνη. Σημασία έχει πως ο Θεός επιμένει να παραμένει άγνωστος και ξένος στους προσανατολισμούς, τις επιλογές και τις πρακτικές του κόσμου, που αναζητά το νόημα της ζωής στη δύναμη και την αρπαγή. Αυτή η επιλογή Του κρατάει ζωντανά τα Χριστούγεννα μέχρι σήμερα. Το μεγαλείο τους δεν περιορίζεται μόνον σε ένα ιστορικό γεγονός. Επεκτείνεται και θα επεκτείνεται στους αιώνες, ακριβώς γιατί η ουσία δεν βρίσκεται στη δύναμη, που τόσο λατρεύουν οι ισχυροί, αλλά στην αγάπη. Αυτοκρατορίες παρήλθαν, ηγέτες κυριάρχησαν και ταλαιπώρησαν εκατομμύρια ανθρώπων και πλέον δεν έμεινε ούτε κόκκος από το χώμα του τάφου τους. Η αγάπη όμως του Θεού και η επιθυμία του να στηρίζει, να παρηγορεί και να ανασταίνει τον πληγωμένο άνθρωπο κάθε εποχής και κάθε κατηγορίας και τάξης, τον κάνει μέχρι και σήμερα απόλυτα σημερινό, απόλυτα δικό μας. Το φως της Βηθλεέμ πριν δυο χιλιάδες χρόνια φώτισε μια για πάντα την χρεοκοπία της δυνάμεως και την αποθέωση της αγάπης.
Αυτό είναι το μεγαλείο του νεογέννητου Χριστού που πιστεύουμε: Δεν ήρθε ως ένας αυθαίρετος ηγέτης να μας συντρίψει με την αυθεντία του και να ρημάξει τις ζωές μας. Ήρθε ως ένας Θεός φλογερής αλλά και διακριτικής αγάπης να συναντήσει τον καθένα στον δικό του πόνο, στην δική του ανάγκη, στο δικό του αδιέξοδο. Και όταν αποφάσισε να δράσει, δεν προτίμησε να εξαγγείλει με μεγαλοστομίες, προγράμματα και μέτρα, αλλά προτίμησε να κατέβει ο ίδιος στην άβυσσο του ανθρώπινου πόνου, απ΄ όπου δεν έπαψε ποτέ να μας καλεί να περπατήσουμε μαζί Του τον ανήφορο της επιστροφής σε μια ζωή ελπίδας και δημιουργίας.
Η διαχρονικότητά αυτού του περιφρονημένου από τον κόσμο άγνωστου Θεού δεν στηρίζεται σε συναισθηματισμούς, καταναλωτισμούς και γραφικές νοσταλγίες. Απόλυτα σύγχρονο και απόλυτα δικό μας τον κάνει η επιθυμία Του να συγκαταβαίνει και να συμπονά τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο στην συγκεκριμένη δική του ιστορική στιγμή. Δεν πρόκειται απλώς για μία συμπαράσταση ή για κάποια αφηρημένη παρηγοριά. Στην παραβολή της Δευτέρα Κρίσεως, ο Χριστός ταυτίζεται απόλυτα με τον γυμνό, τον ξένο, τον πεινασμένο, τον φυλακισμένο. Η ταύτιση αυτή δεν αποτελεί μόνο προσανατολισμό για τη δική μας ζωή. Αποτελεί και υπόδειξη του μόνου δρόμου προσέγγισή Του.
Ο Θεός θα συνεχίσει να παραμένει άγνωστος, όσο επιμένουμε να τον αναζητούμε μόνο σε θεσμούς, σχήματα, ιδεολογήματα, ή να τον εγκλωβίζουμε στις δικές μας συναισθηματικές και καταναλωτικές ανάγκες. Αντίθετα, η συμπόρευση μαζί Του στα καλντερίμια της απόλυτης και πλέον εμφανούς δυστυχίας που μας περιβάλλει, θα αποκαλύπτει, όχι μόνον κάθε Χριστούγεννα, αλλά την κάθε στιγμή, πως ο δρόμος εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, μπορεί να ξεκίνησε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή από μια ασήμαντη φάτνη, συνεχίζει όμως να απλώνεται μέσα από τη ζωή κάποιων, που μέσα στο φως της νύχτας εκείνης αναγνώρισαν τη ματαιότητα της δυνάμεως και της προβολής και προτίμησαν την αγαπητική αλλά αφανή δράση, αναζητώντας τον άγνωστο συνάνθρωπο και προσφέροντας την ατομική τους φήμη και εξασφάλιση ως σπονδή στον βωμό του άγνωστου Θεού της καρδιάς τους._
Εφημερίδα Δημοκρατία