Παραμονή Χριστουγέννων πρίν από σαράντα χρόνια. Όλα στο χωριό ήταν καταλευκα,
γιατί από την γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα έκανε κρύο βαρύ και χιόνιζε. Μόνο οι μεσήλικοι ενορίτες μπορούσαν να κυκλοφορούν στούς δρόμους ακίνδυνα.
Λίγοι ήταν αυτοί που μπόρεσαν να παρακολουθήσουν στον Ιερό Ναό την Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και του Εσπερινού των Χριστουγέννων με την Θεία Λειτουργία. Μετά την Απόλυση, κατά την επιστροφή μας στο σπίτι, ανταμώσαμε μόνο νιφάδες χιονιού και δυνατό Βοριά. Ούτε ένας ενορίτης στο δρόμο. Κανείς δεν τολμούσε να βγή από το σπιτικό του να πή τα κάλαντα. Ούτε μιά φωτιά στις γειτονιές κατά το τοπικό έθιμο.
Έβλεπα τον παππού μου, τον παπα-Δημήτρη, να μήν είναι ευδιάθετος και απέδιδα την μελαγχολική συναισθηματική του κατάσταση στην εικόνα της παγωμένης φύσης. Δέν τολμούσα να του μιλήσω, επειδή φοβόμουν μήπως προσθέσω θλίψη στην μελαγχολία του.
Πρίν ακόμη μπούμε στο σπίτι, ο παπα-Δημήτρης κάλεσε μαζί με τα μεγαλύτερα παιδιά του και τα άλλα λεβεντόπαιδα της γειτονιάς. Καθίσαμε στο τζάκι κι ο παπα-Δημήτρης έλυσε τή σιωπή του λέγοντας: “Μπορεί να γνωρίζετε ότι εδώ και δύο εβδομάδες είναι αποκλεισμένος στην κορφή του βουνού, στή στάνη του, ο κυρ-Θοδωρής. Δέν μπορείτε όμως να φανταστήτε τον πόνο της ψυχής του, αν κάνη Χριστούγεννα χωρίς Χριστό. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τον εγκαταλείψουμε.” Κανείς δεν βρήκε το κουράγιο να πή στον παπα-Δημήτρη τις δυσκολίες του εγχειρήματος.
Ο κυρ-Θοδωρής είχε τή στάνη με τα ζωντανά του στην κορφή του βουνού, δέκα περίπου ανηφορικά χιλιόμετρα από το χωριό. Άν και είχε τα χρονάκια του ο κυρ-Θοδωρής θα μπορούσε να κατεβή μόνος του στο χωριό. Είχε όμως μαζί του τή γυναίκα του, τα τρία παιδιά του και την ηλικιωμένη μάνα του.
Η όλη προσπάθεια όμως γινόταν δυσκολότερη καθώς ο Βοριάς μετέφερε το χιόνι και είχε μπαζώσει τις μικροχαράδρες που έπρεπε να περάση κανείς, για να φτάση στή στάνη. Τά γνώριζε όλα αυτά ο παπα-Δημήτρης. Πίστευε όμως βαθύτατα ότι ο Θεός θα ευλογήση την προσπάθεια αυτή γι’ αυτό και έλεγε: “Πηγαίνετε εσείς στο καθήκον κι εμείς από εδώ θα βοηθάμε”. Απόρησα για την βοήθεια που υποσχέθηκε ο παπα-Δημήτρης και την κατάλαβα μόνον, όταν τον είδα να προσεύχεται, αφότου έφυγαν οι νεαροί για την στάνη του κυρ Θοδωρή.
Μετά από έξι ώρες και λίγο πρίν σουρουπώση έφθαναν κατάκοποι οι νεαροί με την φαμίλια του κυρ Θοδωρή. Μπαίνοντας στο χωριό όλοι μαζί τραγουδούσαν τα κάλαντα. “Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας Χριστού την θεία γέννηση να πώ στ’ αρχοντικό σας….”. Ήταν τα καλύτερα κάλαντα που ακούστηκαν ποτέ στην ενορία μας.! Έβγαιναν από τα σπίτια τους όλοι οι ενορίτες. Άλλοι πρόσφεραν νηστήσιμα κεράσματα και ορισμένοι χειροκροτούσαν.
Τό βράδυ φιλοξενήθηκε ο κυρ-Θοδωρής με τή φαμίλια του σε σπίτια των ενοριτών. Από τα χαράματα, μόλις ακούστηκαν οι πρώτες χαρμόσυνες καμπάνες, όλοι εκκλησιάστηκαν και άκουσαν τις υπέροχες Χριστουγεννιάτικες ψαλμωδίες. Γιόρτασαν Χριστούγεννα με Χριστό!. Τό μεσημέρι, ανήμερα Χριστούγεννα, ο κυρ Θοδωρής με την οικογένειά του γευμάτιζαν στο σπιτικό μας. Φανερά συγκινημένος μιλούσε συνεχώς για τή χαρά που ένιωσε, όταν είδε τούς νεαρούς χαμογελαστούς να μπαίνουν στή στάνη του και να του εξηγούν την αιτία της επίσκεψής τους. Η σύζυγός του, η κυρα-Μαργαρίτα, έλεγε πώς ήταν η πρώτη φορά που τα σκυλιά, αν και έβλεπαν τα αφεντικά τους να φεύγουν από το μαντρί, γάβγιζαν χαρούμενα και δεν τούς ακολούθησαν. Αλλά και η μάνα του κυρ Θοδωρή, η ηλικιωμένη κυρα-Ζωΐτσα, νιώθοντας βαθύτατα υποχρεωμένη και θέλοντας να ανταποδώση τή χαρά της, ζητούσε να σουβλίσουν το αρνί το Πάσχα όλοι μαζί πάνω στο βουνό, στή στάνη. Σέ κάποια στιγμή ο μεγαλύτερος γιός του κυρ Θοδωρή πλημμυρισμένος από χαρά έψαλλε το Κοντάκιο “Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει και η γή το σπήλαιον τώ Απροσίτω προσάγει…..” και όλοι οι συνδαιτημόνες χαρούμενοι άρχισαν να ψέλνουν.
Πιστεύω ότι εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν αλησμόνητα. Όλοι είχαν ετοιμασθεί με τρόμο και χαρά να υπαντήσουν τον Κτίστη και αξιώθηκαν “Χριστόν ιδέσθαι βρεφωθέντα, νοός όμμασιν, ημάς θεούντα τούς βροτούς, άκρα αγαθότητι”.
Ι.Α.Τσ.
ΠΗΓΗ.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ