"Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα έστι πάντα"
Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου, που διαβάζεται την Κυριακή των αγίων Προπατόρων, εικονίζει καθαρά την Εκκλησία, που εκφράζεται στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Δηλαδή, η πρόσκληση να συμμετάσχουν στο μεγάλο δείπνο είναι πρόσκληση για να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Κάποιος άνθρωπος προσκάλεσε σε δείπνο αυτούς που φαίνονταν να είναι οι πιο αγαπημένοι του φίλοι, για να περάσουν λίγες ώρες μέσα στη δική του χαρά. Και οι άνθρωποι αυτοί ο ένας μετά τον άλλο περιφρόνησαν την πρόσκλησή του, ο καθένας και για τον δικό του λόγο. Ο ένας είχε αγοράσει ένα κομμάτι γης και δεν είχε τον καιρό. Ένας άλλος είχε αγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια και είχε δουλειά. Κάποιος τρίτος είχε παντρευτεί και δεν είχε τη διάθεση να ανταποκριθεί. Αφού, όμως, αρνήθηκαν να προσέλθουν, ο οικοδεσπότης κάλεσε στο δείπνο τους φτωχούς, τους ασθενείς, τους άστεγους, τους κοινωνικά παραθεωρημένους.
Εκκλησία και Ευχαριστία
Η πρόσκληση αυτή για το μεγάλο δείπνο, που είναι το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, απευθύνεται και στον καθένα από εμάς προσωπικά, και συνεχίζεται μέσα στη Θεία Λειτουργία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη «συγκεφαλαίωση της όλης Θείας Οικονομίας», πραγματοποιείται η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και συγχρόνως αποκαλύπτεται η φύση και ο χαρακτήρας του μυστηρίου της Εκκλησίας, ως μυστηρίου θεανθρώπινης κοινωνίας.
Η Λειτουργία είναι το μυστήριο της Συνάξεως. Πρέπει ακλόνητα να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε ότι στον Ναό δεν πηγαίνουμε για ατομικές προσευχές, πηγαίνουμε για να συναχθούμε σε Εκκλησία. Και όταν λέγω «πηγαίνω στην Εκκλησία», αυτό σημαίνει «πηγαίνω στη Σύναξη των πιστών, ώστε μαζί μ’ αυτούς να συγκροτήσω Εκκλησία, να γίνω αυτό που έγινα την ημέρα του Βαπτίσματος, δηλαδή μέλος του Σώματος του Χριστού. Πηγαίνω, για να ομολογήσω ενώπιον Θεού και ανθρώπων το μυστήριο της Βασιλείας του Θεού».
Η συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία
Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, φαίνεται ότι δεν έχουμε όλοι συνείδηση της εκκλησιολογικής σημασίας της Θείας Λειτουργίας και των Αγίων Μυστηρίων, ή τα θεωρούμε ως απλά θρησκευτικά καθήκοντα, ως ευκαιρίες ατομικής τελειώσεως και σωτηρίας ή ως πράξεις που αφήνονται αποκλειστικά στην ατομική επιθυμία εκάστου, την ευσέβεια και την προετοιμασία. Πόσο θλιβερό, λοιπόν, είναι αν αρνούμεθα την πρόσκληση του Θεού, γιατί έχουμε απορροφηθεί από τα επίγεια. Ή, όταν κοινωνούμε για να εκπληρώσουμε μια υποχρέωση, ή για το έθιμο και το καλό. Άλλοι πάλι δεν κοινωνούν, γιατί θεωρούν τον εαυτό τους ανάξιο. Ο άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός γράφει: «Δεν πρέπει να αποφεύγουμε τη Θεία Κοινωνία, επειδή θεωρούμε τον εαυτό μας αμαρτωλό. Πρέπει να προσερχόμαστε πολύ πιο συχνά για τη θεραπεία της ψυχής και την καθαρότητα του Πνεύματος, αλλά με τέτοια ταπείνωση και πίστη που να θεωρούμε τον εαυτό μας ανάξιο. Διότι είναι η αγιότητα του Χριστού και όχι η δική μας που μας κάνει άξιους να προσεγγίσουμε και να λάβουμε τα άγια Δώρα ».
Η συνεχής Κοινωνία είναι το ιδεώδες της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Δεν πρόκειται καθόλου για υποχρέωση. Είναι πράξη αγάπης και λατρείας προς τον Θεό «να προσερχόμαστε και να μεταλαμβάνουμε, αρκεί να είμαστε ανέγκλητοι παρά του πνευματικού μας» (άγ. Γρηγόριος Ε’, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως).
Ας μην αρνηθούμε, λοιπόν, την πρόσκληση στο Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας, για να μη στερηθούμε τη χαρά της κοινωνίας μας με τον Θεό.
(Επισκόπου Φαναρίου, Αγαθαγγέλου. «Η ζύμη του Ευαγγελίου»