Εν τούτοις γαρ
και το επιτυγχάνειν ουκ άχρηστον, και το διαμαρτάνειν ακίνδυνον»
Γρηγορίου Θεολόγου, Α΄ Θεολογικός, PG 36, 25A
Η ολοένα και εντονότερη παγίωση μιας ιδεολογικής «Ορθοδοξίας», η αποστέωση της πατερικής θεολογίας στον ξύλινο λόγο απομονωμένων παραπομπών, η λοιμική της αιρεσιολαγνείας και το συνακόλουθο εκκλησιαστικό «κυνήγι μαγισσών», αποκαλύπτουν, με περισσή ενάργεια, την κατάπτωση του σύγχρονου θεολογικού λόγου στο βάραθρο ποικίλων σκοπιμοτήτων. Με ευάριθμες και ελπιδοφόρες εξαιρέσεις –να το σημειώσουμε– να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Και ενώ θα μπορούσε κανείς να «κατανοήσει» ή και να «ανεχθεί» (εξάπαντος όχι ανώδυνα) την κατάσταση αυτή ως το έκτυπο μιας αδήριτης ιστορικής κακοήθειας στον ακαδημαϊκό θεολογικό χώρο, στέκεται ενεός στη διαπίστωση πως η κακοήθεια αυτή επιπολάζει πλέον και στο χώρο της ποιμένουσας Εκκλησίας, στον κατεξοχήν χώρο έκφρασης της χαρισματικής θεολογίας, για να θυμηθούμε τον αείμνηστο καθηγητή Ματσούκα.
Οι ενοχλητικές αυτές διαπιστώσεις, δυστυχέστατα, δεν προκύπτουν από την αναστοχαστική ρέμβη των ειδικών, αλλά τίθενται αμείλικτα, από καιρού εις καιρόν, μέσα από θέσεις και πρακτικές μιας ιδεολογοποιημένης Ορθοδοξίας, στους αντίποδες της εν αγάπη οικοδομής (Α΄ Κορ. 8,1). Οι διαπιστώσεις μας αυτές καταγράφονται εξ αφορμής του συνεχιζόμενου θορύβου γύρω από τη δράση της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και τα κατά καιρούς ανοίγματά της σε σύγχρονα θεολογικά ζητήματα. Η στοχοθεσία προφανής: Αφενός η σπίλωση και η αμαύρωση των προσώπων που στηρίζουν την προσπάθεια αυτή (με πρώτο τον Ποιμενάρχη της τοπικής Εκκλησίας), αφετέρου η δαιμονοποίηση της ανάγκης ο σύγχρονος θεολογικός λόγος να συναντάται με επίκαιρα προβλήματα, να αγγίζει τον σημερινό πιστό αλλά και τον μη πιστό, να αναμετράται με τις προκλήσεις της σύγχρονης ποιμαντικής.
Η απάντηση στις έωλες αυτές αιτιάσεις συνιστά, όπως είναι άλλωστε φυσικό, υποχρέωση των υπευθύνων της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, μια υποχρέωση που έχει ήδη αναληφθεί με την επιβεβλημένη απάντηση που έδωσε η Ακαδημία, στα ποικίλα πρόσφατα δημοσιεύματα. Η δική μας παρέμβαση, με το σημείωμα αυτό, αποσκοπεί τόσο στην κατάθεση της προσωπικής μας εμπειρίας από την, κατά καιρούς, ποικιλότροπη συνεργασία μας με την Μητρόπολη Δημητριάδος και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, όσο και στον σχολιασμό της ποιότητας και γονιμότητας του θεολογικού λόγου που προκύπτει από τις αιτιάσεις αυτές.
Η υπερδεκαετής δράση της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών απέδειξε, στον κάθε καλοπροαίρετο συνομιλητή, όχι, ασφαλώς, την απουσία λαθών ή παραλείψεων σε διαδικαστικά, οργανωτικά ή άλλα ζητήματα. Η ανάληψη μιας τέτοιας τεράστιας προσπάθειας από κάποιον φορέα εκτός επισήμων κρατικών, εκπαιδευτικών ή άλλων σχημάτων, με μόνη τη στήριξη της τοπικής Εκκλησίας, δικαιολογεί κάθε ανθρώπινη παράλειψη και αστοχία. Ταυτόχρονα, όμως, για τον ίδιο καλοπροαίρετο συνομιλητή, είναι προφανής η αγάπη και η αγωνία που η Ακαδημία εξέφρασε όλα αυτά τα χρόνια για την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας στον τόπο μας. Είναι, εξίσου, προφανής η ανάγκη αναψηλάφησης πτυχών της ορθόδοξης θεολογίας και της εκκλησιαστικής μας παράδοσης που εξέφρασε η Ακαδημία, με στόχο τη γνησιότητα, αμεσότητα και επικαιρότητα τόσο του θεολογικού λόγου, όσο και της ποιμαντικής παρουσίας της Εκκλησίας στον τόπο μας. Και όλα αυτά, όταν άλλοι, «αρμοδιότεροι» θεσμικοί παράγοντες είτε εξέφραζαν μια διαχειριστική των πραγμάτων αντίληψη, είτε απολάμβαναν τη μακαριότητα όσων δεν θέτουν ή αρνούνται να αναγνωρίσουν τα προβλήματα. Ένα απλό ξεφύλλισμα των προγραμμάτων της Ακαδημίας όλα αυτά τα χρόνια, μια γρήγορη περιδιάβαση στην επικαιρότητα της προβληματικής της, την ευρύτητα των προσκεκλημένων ομιλητών και την προσεκτικότητα στη διαχείριση της «άλλης άποψης» (όποια κι αν είναι αυτή), αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Το πρόβλημα δεν είναι η συντηρητικότητα ή προοδευτικότητα των θεολογικών απόψεων, ούτε ο τρόπος που, σε κάθε εποχή, θα εκφραστεί η θεολογία των Πατέρων, ούτε ακόμη και τα, ενδεχόμενα, θεολογικά λάθη (όταν δεν γίνονται σκόπιμα και υπάρχει η διαρκής ετοιμότητα της διόρθωσης και αποκατάστασης). Το πρόβλημα εντοπίζεται στην ύπαρξη ή την έλλειψη αγωνίας για έναν επίκαιρο, γόνιμο και σωτηριώδη θεολογικό λόγο· στην αίσθηση της ευθύνης για τον κάθε άνθρωπο πιστό η μη, ηθικό ή όχι, αδιάφορο ή ευεπίφορο. Το πρόβλημα συνίσταται στην «μακαριότητα» όσων νομίζουν πως κατέχουν εκ των προτέρων την απάντηση σε κάθε πρόβλημα ή όσων πρεσβεύουν μια μηχανική ποιμαντική, έξω από τη Θεο-λογική συνάντηση με το πρόσωπο του σημερινού ανθρώπου, τα προβλήματα και τις ευαισθησίες του, τις απόψεις και τις αγωνίες του.
Στο φως των ανωτέρω, τι να παρατηρήσει κανείς, επί παραδείγματι, για τα όσα ακούγονται περί «λειτουργικής αναγέννησης», η οποία εντοπίζεται κατεξοχήν στην «Ορθοδοξία» ή μη ενδεχόμενης μετάφρασης της Θείας Λειτουργίας! Ποιο επιχείρημα να αντιτάξεις σ’ όσους αρνούνται τα αυτονόητα; Πώς να πείσεις όσους προγραμματικά το αρνούνται, ότι η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων δεν συνιστά δογματικό πρόβλημα; Ότι η διάσωση της γλώσσας, της βυζαντινής μουσικής κ.α., αν και είναι ζητήματα προς συζήτηση, δεν συνιστούν πανάκεια και, εξάπαντος, δεν μπορούν να υπερκεράσουν την ανάγκη, η λατρευτική γλώσσα να διαλέγεται με το σημερινό άνθρωπο, ασφαλώς μέσα και από την κατανόησή της;
Σε καιρούς χαλεπούς, όταν η θεολογία και η ζωντάνια της εκκλησιαστικής ποιμαντικής καταφεύγουν στην ψυχολογία των τύπων, τα θεολογικά επιχειρήματα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Προτεραιότητα έχει η ψυχολογική αυτασφάλιση, η ανάγκη της θρησκευτικής ιδεολογίας να εξασφαλίσει στηρίγματα, δεκανίκια κατοχύρωσης, με στόχο την κοινωνική προβολή και τη συνακόλουθη εξουσιαστικότητα. Δεν έχει νόημα η επίκληση επιχειρημάτων όπως: η γλώσσα του κηρύγματος του Θεανθρώπου, η λατρευτική γλώσσα των, από τους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, εκχριστιανισμένων Σλαύων ή η γλώσσα της Λειτουργίας στα πέρατα της ορθόδοξης διασποράς, και τόσα άλλα. Ούτε, ασφαλώς, τίθενται ζητήματα δεοντολογίας του θεολογικού διαλόγου. Να εκφραστεί, δηλαδή, η αντίθετη άποψη και να τεθεί υπό το φως των θεολογικών κριτηρίων.
Κλασικό παράδειγμα η καταστροφική φημολογία που διακινείται από κάποιους κύκλους, αναφορικά με την άποψη για ένα «ανοικτό» και γνωσιοκεντρικό θρησκευτικό μάθημα. Παρανοώντας έννοιες, αγνοώντας συχνά τους κανόνες και τις επιταγές της διδακτικής, συγχέοντας την αναντίρρητη ευθύνη της Πολιτείας για παροχή θρησκευτικής παιδείας με την αδυναμία της ποιμένουσας Εκκλησίας για αποτελεσματική κατήχηση, επισείοντας «εθνικές τραγωδίες», το μόνο που επιχειρείται είναι η σπίλωση σε προσωπικό επίπεδο. Πέραν των ποικίλων κάθε άλλο παρά «αδελφικών» χαρακτηρισμών, αμφισβητείται η ίδια η πίστη και η εκκλησιαστικότητα των συζητητών, η ίδια η «Ορθοδοξία» τους! Είναι, βέβαια, αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός η διαφωνία του με την άποψη ενός μη ομολογιακού μαθήματος των Θρησκευτικών, έστω και αν δεν βλέπει την τρομακτική συρρίκνωση του μαθήματος, σε περίπτωση που το τελευταίο καταστεί επιλεγόμενο. Η προσωπική, όμως, σπίλωση, ή η ανεύθυνη διασπορά φημών για την δήθεν «προβληματική» ή «ύποπτη Ορθοδοξία» των συνομιλητών, αυτονόητα, δε συνιστά εκκλησιαστικό ήθος. Εκφράζει, μάλλον, την πρακτική της αιρεσιολαγνείας, φαινομένου της σύγχρονης ελλαδικής Ορθοδοξίας, η γενίκευση της οποίας θα δημιουργήσει ποικίλα προβλήματα στην τοπική μας Εκκλησία.
Πάντως, στην θεολογικά αυθαίρετη και επιστημονικά ακροβατική αιτίαση ότι η μετάφραση της Θείας Λειτουργίας συνιστά «νέο-βαρλααμιστισμό», διότι, δήθεν, εξαντλεί τη μυσταγωγία της χαρισματικής σχέσης Θεού και ανθρώπου στη νοησιαρχία, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μόνον, έστω εσφαλμένο, θεολογικό επιχείρημα.
Εκφράζεται κακοήθεια. Πέρα από την υποχρέωση των υποστηρικτών της άποψης αυτής να κομίσουν, από την ιστορία και παράδοση της Εκκλησίας, έστω και ένα συνοδικό ή πατερικό κείμενο που να απαγορεύει τη μετάφραση λατρευτικών κειμένων, υπάρχει και η υποχρέωση στης Ποιμένουσας Εκκλησίας. Υποχρέωση να αποφανθεί, επιτέλους, συνοδικά, αν μια τέτοια άποψη συνιστά την αίρεση του «νέο-βαρλααμιτισμού» και αν κάποιοι μπορούν να εγκαλούν, έτσι αυθαίρετα και αβασάνιστα, εν Χριστώ αδελφούς επί αιρέσει.
Η μάχη της αιρεσιολαγνείας και η ανάγκη μιας στυλιζαρισμένης και ιδεολογικοποιημένης Ορθοδοξίας δεν αντέχει την «άλλη άποψη», σωστή ή λανθασμένη. Ταυτίζει το διάλογο με την άνευ όρων παράδοση και συνθηκολόγηση της ορθόδοξης πίστης στο βωμό των προοδευτικών ιδεών. Ακόμη και η ακαδημαϊκή δεοντολογία ή η επιστημονική πρακτική χρειάζεται κι αυτή να τιθασευτεί. Να αποστεωθεί και να απονεκρωθεί σε σχήματα, ώστε να θεωρεί την έρευνα και την αναζήτηση απαρχή απορθοδοξοποίησης, εφαλτήριο κακοδοξίας και πλάνης. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, ακόμη και ένα επιστημονικό συνέδριο –και μάλιστα διεθνούς κύρους –οφείλει να λογοκρίνει τη θεματική του, να περιχαρακώσει την ελευθερία των ομιλητών του, να τιθασεύσει τις ανησυχίες του, να κινηθεί στα αποδεκτά και καθιερωμένα όρια μιας στείρας επανάληψης, μιας άνευρης επιστημονοφάνειας, μιας τελματωμένης αυτοδικαίωσης.
Αν, παρ’ ελπίδα, τολμήσει κανείς τη γόνιμη έρευνα και τον ουσιαστικό διάλογο, αν επιχειρήσει να βάλει ζητήματα στο τραπέζι, αν εντοπίσει συζητήσιμες ή και προβληματικές πτυχές σ’ αυτό που συνηθίσαμε να καλούμε παράδοση, χωρίς να διακρίνουμε ποια στοιχεία από αυτήν ανήκουν στον καθ’ αυτό θεολογικό πυρήνα και ποια αποτελούν καθαρά ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία, καταδικάζεται προκαταβολικά επί νεωτερισμώ και επιδιώκεται εκ των υστέρων, μέσω μιας συκοφαντικής και δημαγωγικού τύπου εκστρατείας, η τυπική του πράγματος επικύρωση.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με το διεθνές συνέδριο με θέμα: «Νέο-πατερική Σύνθεση ή Μετα-πατερική Θεολογία; Το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία», που οργάνωσε και φιλοξένησε η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ι. Μητρόπολης Δημητριάδος, τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους στο Βόλο, σε συνεργασία με την Έδρα Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Münster, το Πρόγραμμα Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham της Νέας Υόρκης και το Ρουμανικό Ινστιτούτο Διορθοδόξων, Διαχριστιανικών και Διαθρησκειακών Σπουδών (INTER). Μια διοργάνωση από τις σημαντικότερες των τελευταίων δεκαετιών στο χώρο της νεοελληνικής μας θεολογίας, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης, όσο και σε επίπεδο θεματικής, κύρους και επιστημονικής αναγνώρισης των ορθοδόξων προσκεκλημένων ομιλητών. Προσωπικά είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ολόκληρο το Συνέδριο αυτό και να τοποθετηθούμε κριτικά σε κάποιες από τις ιδέες για τις οποίες διατηρούμε ορισμένες επιφυλάξεις, σε δημοσίευμά μας στο περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τομ. 81, τεύχος 2, σσ. 317-324. Η προηγούμενη αυτή δημόσια αλλά υπεύθυνη κριτική μας, μάς επιτρέπει τώρα με περισσότερη παρρησία και υπευθυνότητα να στηλιτεύσουμε και να καυτηριάσουμε την κακόβουλη, αντιδεοντολογική και αθεολόγητη στάση ορισμένων εκκλησιαστικών κύκλων ενάντια στην προσπάθεια και τις δραστηριότητες της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών.
Για μια ακόμη φορά χρειάζεται να επισημάνουμε τα αυτονόητα: Είναι άλλο πράγμα η θεολογική και επιστημονική διαφωνία με τυχόν απόψεις που εκφράστηκαν στο εν λόγω συνέδριο, και άλλο η θεολογική καταστροφολογία, η ψύχωση της προδοσίας της Ορθοδοξίας, η σπίλωση και ο προπηλακισμός, η απομόνωση λέξεων και φρασιδίων από τη συνάφειά τους. Η πρακτική γνωστή και η στόχευσή της εύκολα αναγνωρίσιμη: απομονώνουμε φρασίδια, χωρίς να τα αποδίδουμε στους συγκεκριμένους εισηγητές και τα απευθύνουμε σε όλο το Συνέδριο και κατ’ εξοχήν στον τοπικό Επίσκοπο, προκειμένου αυτός με τη σειρά του, υπό την πίεση του διασυρμού και της συκοφαντίας, να διαλύσει την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, όπως επίμονα και εκβιαστικά το απαιτεί, άλλωστε, στο τελευταίο φύλλο του γνωστό ακραίων συντηρητικών τάσεων έντυπο.
Παρακολουθώντας με προσοχή το θόρυβο γύρω από αυτό το Συνέδριο, δε συναντήσαμε, πέραν της μνημονευθείσης στο περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ κριτικής, καμία άλλη τέτοια προσπάθεια που, με τη νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα που επιβάλλουν τα θεολογικά και επιστημονικά κριτήρια, να εκτιμά στα «σημεία» τις επιμέρους απόψεις και να τις αποδίδει στους εισηγητές τους. Επιπλέον, να καταγράφει τις διαφορετικές θέσεις που στο Συνέδριο αυτό ακούστηκαν, με τη μορφή παρατηρήσεων και ερωτήσεων, οι οποίες προσέφεραν την ποικιλία των απόψεων και τη γονιμότητα της προβληματικής που απαιτείται σε ανάλογες επιστημονικές εκδηλώσεις.
Πολύ περισσότερο να καταγράφει τις εύστοχες παρατηρήσεις αλλά και την αγωνία του Συνεδρίου γύρω από την κατανόηση των δυνατοτήτων του θεολογικού λόγου στην εποχή μας. Επιτέλους! Η παρατήρηση για παράδειγμα ότι η προτροπή της «επιστροφής στους Πατέρες», παρόλη τη γονιμότητα και συνεισφορά της στη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία, γνώρισε (παρά τη θέληση του εισηγητή της π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ) και τάσεις εσωστρέφειας, που σε κάποιες περιπτώσεις οδήγησαν μέχρι και στην εθνοθεολογία, συνιστά απόρριψη της πατερικής θεολογίας; Ο δε προβληματισμός για τη μεταφορά της πατερικής θεολογίας στον χώρο της Ορθόδοξης Ιεραποστολής, με την ιδιαιτερότητα και τα προβλήματά της που όλοι γνωρίζουμε, σημαίνει κατ’ ανάγκην και ακύρωση του θεολογικού λόγου των Πατέρων;
Χρειάζεται, αυτονόητα, να παρατηρήσουμε ότι ένα επιστημονικό Συνέδριο δεν αποτελεί Εκκλησιαστική Σύνοδο, ούτε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο δογματίζει ή διατυπώνει, με τρόπο αλάθητο, τις θέσεις του. Οι θέσεις και οι απόψεις που καταγράφονται, «ορθές» ή «λανθασμένες» καλούν, αυτονόητα, σε έναν γόνιμο και εποικοδομητικό θεολογικό διάλογο, όσους εξακολουθούν να διατηρούν θεολογικά και εκκλησιαστικά κριτήρια, ανόθευτα από προσωπικές αντιπαλότητες, από την εξουσιαστική επιρροή των ημετέρων ή την ψυχαναγκαστική διαπίστωση μιας προδομένης Ορθοδοξίας (!), που σπεύδει δημαγωγικά και ανεύθυνα να αποδώσει στον τοπικό Επίσκοπο αιρετικά φρονήματα!!!
Στους δύσκολους και απαιτητικούς καιρούς που διανύουμε οι παραπάνω στάσεις και πρακτικές προβληματίζουν ακόμη περισσότερο για το μέλλον της ελληνόφωνης θεολογίας και Ορθοδοξίας, που με αντιδράσεις και φαινόμενα όπως αυτά που περιγράψαμε καταφέρνει να αμαυρώσει το κύρος και την αξιοπιστία της απέναντι στον ευρύτερο ορθόδοξο κόσμο. Ενσταλάζουν δε μιαν, ανθρωπίνως, δικαιολογημένη πικρία, ίσως και απογοήτευση, σ’ όσους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται στα ζητήματα αυτά. Κατά μία όμως παράδοξη, και εξάπαντος πέραν των ανθρωπίνων προσπαθειών και δυνατοτήτων, κίνηση της Ιστορίας της Εκκλησίας, ανάλογες στάσεις και πρακτικές συνέβαλαν –εκ του αντιθέτου και χωρίς πρόθεση– στην ανάδειξη και αρτίωση της θεολογίας Της σε κάθε τόπο και σε κάθε εποχή. Τώρα σ’ όλους μας πρέπει η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη (Α΄ Κορ. 13, 13), μαζί με την υπομονή και την προσευχή. Μέχρι την «εποχή» της Παρουσίας, κατά την οποία, η συμπερίληψή μας στην Αγάπη του Πεφιλημένου, καταργήσει κάθε λόγο και κάθε θεολογία.
amen.gr