Δημοσιεύουμε το παρακάτω αρθρο του αγαπητού π Ιωαννικίου Ζαμπέλη, νυν διακόνου της Ιεράς Μητροπόλεως Λευκάδος & Ιθάκης προς τον αγαπημένο επίσκοπο της Λευκάδας
Με βαθιά συγκίνηση ο πιστός λαός της Λευκάδας και της Ιθάκης προέπεμψε την περασμένη Τετάρτη τον πνευματικό του πατέρα προς την αιωνιότητα. Ο επί σαράντα συναπτά έτη επίσκοπος της τοπικής μας Εκκλησίας παρεδρεύει πλέον στο ουράνιο Θυσιαστήριο, μαζί με την μακρά σειρά των προκατόχων του αρχιερέων από τον άγιο Σωσίωνα, πρώτο επίσκοπο Λευκάδος μέχρι και τον Γέροντα Μητροπολίτη Δωρόθεο. Από την περασμένη Δευτέρα, ημέρα της προς Κύριον εκδημίας του, στέκεται μπροστά στον Θρόνο του Δικαιοκρίτη Θεού, έτοιμος από καιρό. Βρίσκεται όμως πλέον και στο αλάνθαστο κριτήριο της Ιστορίας, που τον καταγράφει ως μια από τις σημαντικότερες μορφές που πέρασαν από την Λευκάδα του 20ου και 21ου αι. Με πολύπλευρο έργο και σημαντική προσφορά στην πνευματική πρόοδο του λαού, που τόσο αγάπησε. Τον παρακολουθήσαμε να βουρκώνει λέγοντας «να είστε καλά, αγαπητοί μου Λευκαδίτες» στην τελευταία Θ. Λειτουργία που τέλεσε, στο πανηγύρι της Κυρα-Φανερωμένης, όπως έλεγε, το καλοκαίρι του 2006.
Ο λαός της κατʼ επιλογήν πατρίδας του, του νησιού όπου έζησε τα 2/3 της επίγειας ζωής του, εκφράστηκε γιʼ αυτόν στο τριήμερο προσκύνημα του σεπτού σκηνώματός του. Εγκωμίασαν την ιερή μνήμη του οι τοπικές αρχές, εκ μέρους των Λευκαδιτών όλων. Επαίνεσαν την εκούσια φτώχεια του, τη λιτότητα, το ασκητικό του ήθος, την αγάπη για τον πλησίον, την πίστη του και τα τόσα χαρίσματά του? Εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους τα πνευματικά του παιδιά. Πολλοί απʼ αυτούς, πρεσβύτες λελευκασμένοι μπροστά στην Αγία Τράπεζα σήμερα, δάκρυσαν ανυπόκριτα, αποχαιρετώντας τον χειραγωγό τους προς την ιερωσύνη.
Η Λευκάδα ομολογεί πόσα του οφείλει και για πόσα τον ευχαριστεί: για την αγάπη και την στοργή του, για την αγωνία του για τον καθένα μας χωριστά, για την υποδειγματική βιοτή του, για το άγιο παράδειγμά του, για την ακατηγόρητη πολιτεία του!Έφυγε πλήρης ημερών, έχοντας συμπληρώσει τα ενενήντα έτη του, για να αναπαυθεί επιτέλους από τους κόπους και τις ασθένειες. Αφήνει ανάμνηση αγαθή, μνήμη αγία! Οι υπόλοιποι Ιεράρχες τον σέβονταν κι ας μην είχε ο ίδιος επιδοθεί σε δημόσιες σχέσεις. Εκτιμούσαν την κρίση και τις επιλογές του -κι ας παρέμενε συνήθως σιωπηλός και προσευχόμενος κατά τις θυελλώδεις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου. Οι αδελφοί του αρχιερείς, όχι μόνον οι δέκα που τον συνόδευσαν στην εξόδιο ακολουθία, αναγνωρίζουν την αγιότητά του και τη διακηρύσσουν.Λιτή η ζωή του. Ασκητική η διατροφή του. Πενιχρή η ενδυμασία του. Άδειο το πορτοφόλι του. Δίχως τραπεζικές καταθέσεις και υλικά αγαθά. Χωρίς πολυτελή άμφια. Δε δεχόταν δεσποτικές τιμές, μήτε τις προβλεπόμενες από την τάξη της αρχιερατικής χοροστασίας. Ένοιωθε την αρχιερωσύνη ως ευθύνη και σταυρό, ζυγό που είχε επιθέσει στους ασθενικούς του ώμους ο Αρχιποίμενας Χριστός.
Διατηρούσε την πόρτα της καρδιάς και του γραφείου του ανοιχτή. Στεκόταν πάνω από τους κομματικούς διαχωρισμούς του ποιμνίου του. Απέφευγε τις συγκρούσεις. Τηρούσε ίσες αποστάσεις από τα πνευματικά του παιδιά, κληρικούς και λαϊκούς. Μοχθούσε για να χειροτονεί καταρτισμένους κληρικούς, με βασικό προσόν την έξωθεν καλή μαρτυρία και φόβο Θεού. Ήξερε από σκληρή δουλειά. Στα φοιτητικά του χρόνια, παρόλο που προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια της Καλαμάτας, αναγκάστηκε να εργάζεται με πλήρες οκτάωρο ως εργάτης στο τυπογραφείο της αδελφότητας ΖΩΗ και να παρακολουθεί παράλληλα τις παραδόσεις των πανεπιστημιακών καθηγητών, μέχρι να λάβει το πτυχίο της Θεολογίας.
Περιόδευσε στην ελληνική επαρχία (Μεσσηνία, Λαχανάς, Λαγκαδάς, Φωκίδα κ.ά.) ως λαϊκός και κληρικός ιεροκήρυκας.Εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Φανερωμένης. Αγαπούσε τον μοναχικό βίο και όσο μπορούσε ακολουθούσε τους τρόπους της μοναχικής πολιτείας. Λυπόταν που δεν μπόρεσε ποτέ να προσκυνήσει τον Αγιώνυμο Άθωνα. Με ιερή νοσταλγία θυμόταν τους μοναχούς της ιδιαίτερης πατρίδας του κι έναν τυφλό, κατανυκτικό ψάλτη του ασκητηρίου Παναγουλάκη. Αναπαυόταν κατά διαστήματα στα μοναστήρια του Ελικώνα Βοιωτίας, Προφ. Ηλία Παρνασσίδος, Αγ. Τεσσαράκοντα Σπάρτης και κάθε καλοκαίρι στην πολυαγαπημένη του Μονή της Φανερωμένης.
Πόθος του ανεκπλήρωτος να ταφεί στη μονή της μετανοίας του. Θελγόταν η ψυχή του από αγιασμένες μορφές του αιώνα μας. Οι φωτογραφίες των γερόντων Πορφυρίου, Παϊσίου, Ιακώβου κ.ά. κοσμούσαν το γραφείο του. Το ίδιο και το πορτραίτου του «Πατριάρχη της αγάπης», μακαριστού Δημητρίου.
Νεότατος ήρθε στο νησί μας και αγκάλιασε τους νέους της μετεμφυλιακής Λευκάδας. Ο λόγος του ιεροκήρυκα τραβούσε σαν μαγνήτης μικρούς και μεγάλους. Ενθρονίστηκε σύντομα στις καρδιές όλων. Μια απλοϊκή γριούλα της Νεάπολης, η κυρα-Κωστάντω, είχε την φωτογραφία του πλάι στα εικονίσματα. Με πόνο οι Λευκαδίτες τον αποχωρίστηκαν, όταν μετατέθηκε ως ιεροκήρυκας στην Άμφισσα.
Πρόσεχε πολύ να μη δίνει αφορμές σκανδαλισμού στο ποίμνιό του. Αυστηρός πρώτα με τον εαυτό του και κατόπιν με τους άλλους, δε συγχωρούσε πολυτέλειες και επιδείξεις, πολύ δε περισσότερο ηθικής φύσεως εκτροπές. Πλήρωνε ο ίδιος τους λογαριασμούς των τηλεφώνων του, τις κυρίες που μαγείρευαν και τον φρόντιζαν. Για να μην προκαλεί τους φτωχούς του ποιμνίου του δεν χρησιμοποιούσε στη Λευκάδα το υπηρεσιακό όχημα, αλλά επιβιβαζόταν σε ΙΧ αυτοκίνητα, αγροτικά, «κλούβες», σαν ένας απλός κληρικός. Λιτά τα ιερά άμφιά του τα «πανιά», που έλεγε κι ίδιος γελώντας. Δεν έμενε μόνος με γυναίκες ούτε επέτρεπε να επιβαίνουν στο ίδιο αυτοκίνητο μʼ αυτόν. Λεπτομέρειες που φαίνονται αστείες στους ανυποψίαστους. Ήταν όμως εκδηλώσεις άκρας προσοχής και ευαισθησίας για να μην πληγώσει τις πνευματικές αντοχές των χλιαρών και ευκολόπιστων. Αυτά τον προφύλαξαν από εύκολες κατηγορίες. Όταν η Εκκλησία κλυδωνιζόταν πρόσφατα από ηθικές παρεκτροπές κληρικών, τον Επίσκοπο που γνωρίσαμε από μικρά παιδιά βλέπαμε και στηριζόταν η πίστη και η αφοσίωσή μας στον υπερανθρώπινο και ιερό θεσμό της Εκκλησίας.Ευαίσθητος και ευσυγκίνητος, συνέπασχε με τους πάσχοντες. Δάκρυζε μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Δεν αδιαφορούσε για την ορφάνια, για τον χαμό των νέων παιδιών, για τον πρόωρο θάνατο συνεργατών του. Φλογερές οι δεήσεις του ανέβαιναν τότε στον Ουρανό και φρόντιζε να παρηγορεί τα εμπερίστατα παιδιά του.Μετά την οσιακή τελευτή του, λησμονούμε τις όποιες ατέλειες του χαρακτήρα του και ενδεχόμενες παραλείψεις στο έργο του ?υπαγορευμένες στην πλειονότητά τους από την απροθυμία του να συγκρουσθεί με τα πνευματικά του παιδιά- και διαπιστώνουμε ότι «τοιούτος ημίν έπρεπεν αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών...»
Ο λαός της κατʼ επιλογήν πατρίδας του, του νησιού όπου έζησε τα 2/3 της επίγειας ζωής του, εκφράστηκε γιʼ αυτόν στο τριήμερο προσκύνημα του σεπτού σκηνώματός του. Εγκωμίασαν την ιερή μνήμη του οι τοπικές αρχές, εκ μέρους των Λευκαδιτών όλων. Επαίνεσαν την εκούσια φτώχεια του, τη λιτότητα, το ασκητικό του ήθος, την αγάπη για τον πλησίον, την πίστη του και τα τόσα χαρίσματά του? Εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους τα πνευματικά του παιδιά. Πολλοί απʼ αυτούς, πρεσβύτες λελευκασμένοι μπροστά στην Αγία Τράπεζα σήμερα, δάκρυσαν ανυπόκριτα, αποχαιρετώντας τον χειραγωγό τους προς την ιερωσύνη.
Η Λευκάδα ομολογεί πόσα του οφείλει και για πόσα τον ευχαριστεί: για την αγάπη και την στοργή του, για την αγωνία του για τον καθένα μας χωριστά, για την υποδειγματική βιοτή του, για το άγιο παράδειγμά του, για την ακατηγόρητη πολιτεία του!Έφυγε πλήρης ημερών, έχοντας συμπληρώσει τα ενενήντα έτη του, για να αναπαυθεί επιτέλους από τους κόπους και τις ασθένειες. Αφήνει ανάμνηση αγαθή, μνήμη αγία! Οι υπόλοιποι Ιεράρχες τον σέβονταν κι ας μην είχε ο ίδιος επιδοθεί σε δημόσιες σχέσεις. Εκτιμούσαν την κρίση και τις επιλογές του -κι ας παρέμενε συνήθως σιωπηλός και προσευχόμενος κατά τις θυελλώδεις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου. Οι αδελφοί του αρχιερείς, όχι μόνον οι δέκα που τον συνόδευσαν στην εξόδιο ακολουθία, αναγνωρίζουν την αγιότητά του και τη διακηρύσσουν.Λιτή η ζωή του. Ασκητική η διατροφή του. Πενιχρή η ενδυμασία του. Άδειο το πορτοφόλι του. Δίχως τραπεζικές καταθέσεις και υλικά αγαθά. Χωρίς πολυτελή άμφια. Δε δεχόταν δεσποτικές τιμές, μήτε τις προβλεπόμενες από την τάξη της αρχιερατικής χοροστασίας. Ένοιωθε την αρχιερωσύνη ως ευθύνη και σταυρό, ζυγό που είχε επιθέσει στους ασθενικούς του ώμους ο Αρχιποίμενας Χριστός.
Διατηρούσε την πόρτα της καρδιάς και του γραφείου του ανοιχτή. Στεκόταν πάνω από τους κομματικούς διαχωρισμούς του ποιμνίου του. Απέφευγε τις συγκρούσεις. Τηρούσε ίσες αποστάσεις από τα πνευματικά του παιδιά, κληρικούς και λαϊκούς. Μοχθούσε για να χειροτονεί καταρτισμένους κληρικούς, με βασικό προσόν την έξωθεν καλή μαρτυρία και φόβο Θεού. Ήξερε από σκληρή δουλειά. Στα φοιτητικά του χρόνια, παρόλο που προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια της Καλαμάτας, αναγκάστηκε να εργάζεται με πλήρες οκτάωρο ως εργάτης στο τυπογραφείο της αδελφότητας ΖΩΗ και να παρακολουθεί παράλληλα τις παραδόσεις των πανεπιστημιακών καθηγητών, μέχρι να λάβει το πτυχίο της Θεολογίας.
Περιόδευσε στην ελληνική επαρχία (Μεσσηνία, Λαχανάς, Λαγκαδάς, Φωκίδα κ.ά.) ως λαϊκός και κληρικός ιεροκήρυκας.Εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Φανερωμένης. Αγαπούσε τον μοναχικό βίο και όσο μπορούσε ακολουθούσε τους τρόπους της μοναχικής πολιτείας. Λυπόταν που δεν μπόρεσε ποτέ να προσκυνήσει τον Αγιώνυμο Άθωνα. Με ιερή νοσταλγία θυμόταν τους μοναχούς της ιδιαίτερης πατρίδας του κι έναν τυφλό, κατανυκτικό ψάλτη του ασκητηρίου Παναγουλάκη. Αναπαυόταν κατά διαστήματα στα μοναστήρια του Ελικώνα Βοιωτίας, Προφ. Ηλία Παρνασσίδος, Αγ. Τεσσαράκοντα Σπάρτης και κάθε καλοκαίρι στην πολυαγαπημένη του Μονή της Φανερωμένης.
Πόθος του ανεκπλήρωτος να ταφεί στη μονή της μετανοίας του. Θελγόταν η ψυχή του από αγιασμένες μορφές του αιώνα μας. Οι φωτογραφίες των γερόντων Πορφυρίου, Παϊσίου, Ιακώβου κ.ά. κοσμούσαν το γραφείο του. Το ίδιο και το πορτραίτου του «Πατριάρχη της αγάπης», μακαριστού Δημητρίου.
Νεότατος ήρθε στο νησί μας και αγκάλιασε τους νέους της μετεμφυλιακής Λευκάδας. Ο λόγος του ιεροκήρυκα τραβούσε σαν μαγνήτης μικρούς και μεγάλους. Ενθρονίστηκε σύντομα στις καρδιές όλων. Μια απλοϊκή γριούλα της Νεάπολης, η κυρα-Κωστάντω, είχε την φωτογραφία του πλάι στα εικονίσματα. Με πόνο οι Λευκαδίτες τον αποχωρίστηκαν, όταν μετατέθηκε ως ιεροκήρυκας στην Άμφισσα.
Πρόσεχε πολύ να μη δίνει αφορμές σκανδαλισμού στο ποίμνιό του. Αυστηρός πρώτα με τον εαυτό του και κατόπιν με τους άλλους, δε συγχωρούσε πολυτέλειες και επιδείξεις, πολύ δε περισσότερο ηθικής φύσεως εκτροπές. Πλήρωνε ο ίδιος τους λογαριασμούς των τηλεφώνων του, τις κυρίες που μαγείρευαν και τον φρόντιζαν. Για να μην προκαλεί τους φτωχούς του ποιμνίου του δεν χρησιμοποιούσε στη Λευκάδα το υπηρεσιακό όχημα, αλλά επιβιβαζόταν σε ΙΧ αυτοκίνητα, αγροτικά, «κλούβες», σαν ένας απλός κληρικός. Λιτά τα ιερά άμφιά του τα «πανιά», που έλεγε κι ίδιος γελώντας. Δεν έμενε μόνος με γυναίκες ούτε επέτρεπε να επιβαίνουν στο ίδιο αυτοκίνητο μʼ αυτόν. Λεπτομέρειες που φαίνονται αστείες στους ανυποψίαστους. Ήταν όμως εκδηλώσεις άκρας προσοχής και ευαισθησίας για να μην πληγώσει τις πνευματικές αντοχές των χλιαρών και ευκολόπιστων. Αυτά τον προφύλαξαν από εύκολες κατηγορίες. Όταν η Εκκλησία κλυδωνιζόταν πρόσφατα από ηθικές παρεκτροπές κληρικών, τον Επίσκοπο που γνωρίσαμε από μικρά παιδιά βλέπαμε και στηριζόταν η πίστη και η αφοσίωσή μας στον υπερανθρώπινο και ιερό θεσμό της Εκκλησίας.Ευαίσθητος και ευσυγκίνητος, συνέπασχε με τους πάσχοντες. Δάκρυζε μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Δεν αδιαφορούσε για την ορφάνια, για τον χαμό των νέων παιδιών, για τον πρόωρο θάνατο συνεργατών του. Φλογερές οι δεήσεις του ανέβαιναν τότε στον Ουρανό και φρόντιζε να παρηγορεί τα εμπερίστατα παιδιά του.Μετά την οσιακή τελευτή του, λησμονούμε τις όποιες ατέλειες του χαρακτήρα του και ενδεχόμενες παραλείψεις στο έργο του ?υπαγορευμένες στην πλειονότητά τους από την απροθυμία του να συγκρουσθεί με τα πνευματικά του παιδιά- και διαπιστώνουμε ότι «τοιούτος ημίν έπρεπεν αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών...»
Ας είναι αιωνία του η μνήμη και ας πρεσβεύει στον Ζωοδότη Κύριο για εμάς τους ταπεινούς και αναξίους δούλους.
apfilipposgrammatikous.blogspot.com