Στο τέλος της εκδήλωσης ο π. Θεμιστοκλής ευχαρίστησε όλους τους συντελεστές για τους κόπους στους οποίους υποβλήθηκαν και χαρακτηρηστικά ανέφερε:
´´ Η εποχή μας και η κατάστασή της μας κάνει να αναρωτιόμαστε: τι άραγε μπορούμε να κρατήσουμε από έναν κόσμο σαν κι αυτόν; Να κρατήσουμε την λαμπρότητα ενός πολιτισμού που έχει διευκολύνει κατά πολύ τη ζωή μας; Να κρατήσουμε τον ποταμό των πληροφοριών που ανοίγει τους ορίζοντές μας; Να κρατήσουμε την ευκολία με την οποία μετακινούμαστε από τον έναν τόπο στον άλλον; Να κρατήσουμε την δυνατότητα που μας δίνει να μαθαίνουμε; Κι από την άλλη, τι να κρατήσουμε από έναν κόσμο που δεν μας μαθαίνει να αγαπούμε; Από έναν κόσμο που μας λέει ότι η ζωή μας σταματά στην πέτρα του μνήματος και επομένως, ό,τι αξίζει είναι η νεότητά μας, στην οποία «όλα επιτρέπονται»; Να κρατήσουμε τον ατομοκεντρισμό μας, που μας κάνει να μην συγκινούμαστε με την δυσκολία και τον πόνο του άλλου; Να κρατήσουμε την περιφρόνηση στα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, «γιατί υπάρχω και πώς μπορώ να υπάρχω αιώνια»; Να κρατήσουμε μια παιδεία που μας κάνει να λειτουργούμε με περιφρόνηση προς ό,τι δεν είναι χρήσιμο για να γίνουμε παραγωγικοί, που δεν μας αφήνει χρόνο να μάθουμε για την Αλήθεια, να ονειρευτούμε, να μην ζούμε μόνο από συνήθεια; Να κρατήσουμε μία τηλεόραση η οποία έχει απογυμνώσει από αξίες κάθε θεσμό, από την πολιτική και την οικονομία, μέχρι την Εκκλησία, τον αθλητισμό, την τέχνη;
Κι αν για μας τους μεγαλύτερους, που λίγο-πολύ έχουμε βρει κάποια βήματα, κάποια πατήματα στη ζωή μας, και όλα τείνουν να γίνονται ρουτίνα, από την εργασία μέχρι τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, η απάντηση στο ερώτημα «τι να κρατήσουμε;» φαντάζει απλή: δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα, επομένως χορεύουμε στο ρυθμό που μας δίνεται ή επιτρέψαμε να συμβεί ή συνθέσαμε για τον εαυτό μας, για έναν νέο άνθρωπο σήμερα, δεν επιτρέπεται ούτε αυτή η απάντηση. Ο νέος σήμερα μοιάζει παραδομένος στους ρυθμούς της εποχής, στις εικόνες που η οθόνη της τηλεόρασης και του υπολογιστή φέρνει μπροστά του, στα γράμματα που μαθαίνει χωρίς να χαίρεται τη γνώση, στις σχέσεις που ξέρει καλά ότι είναι πρόσκαιρες, αλλά το αποδέχεται γιατί «σημασία έχει να περνάς καλά», όπως του λέμε. Όμως κανένας νέος κατά βάθος δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος από τον κόσμο στον οποίο ζει. Με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο κάνει τις επαναστάσεις του. Η σιωπή του μπροστά στην οθόνη δείχνει ότι μας γυρνά την πλάτη και επιλέγει αντί για τον κόσμο αυτό να κλειστεί στον δικό του κόσμο. Η άρνησή του να συζητήσει μαζί μας, να ταυτιστεί με «τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα» και η αποπολιτικοποίησή του, δείχνει ότι έχει καταλάβει ότι «άλλα λέμε, άλλα κάνουμε κι άλλα εννοούμε». Το άραγμά του στις καφετέριες, η αποστολή sms, το δυνατό γέλιο της παρέας και το ξεσήκωμα μόνο όταν παίζει η ομάδα, δείχνει ότι έχει ζωή μέσα του, αλλά δεν θέλει να ζήσει την χαρά όπως εμείς του την παρουσιάζουμε.
Για να μιλήσουμε στους νέους πρέπει να τους ακούσουμε. Όχι κάνοντας κήρυγμα. Παρήλθον οι χρόνοι. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τον νεανικό λόγο, όπως αυτός εκφράζεται μέσα από τις αντιφάσεις του, πολλές φορές και από την σιωπή του. Χρειάζεται να γνωρίσουμε ποιοι είναι οι νέοι στους οποίους απευθυνόμαστε, όχι για να παλιμπαιδίσουμε, αλλά για να τους προτείνουμε με στέρεο και σαφή λόγο διεξόδους. Για την Εκκλησία η διέξοδος είναι ο Χριστός. Και ο Χριστός δημιούργησε τον κόσμο «καλόν λίαν», αλλά μας άφησε διαχειριστές του. Ήρθε όχι για να κρίνει ο ίδιος τον κόσμο, αλλά για να τον σώσει. Ο λόγος Του όμως αποτελεί τον καθρέφτη εκείνο μέσα από τον οποίο ο κόσμος κρίνεται. Και οι νέοι σήμερα δεν ξέρουν τον λόγο του Χριστού. Ίσως γιατί εμείς δεν τους τον προσφέραμε σύγχρονα. Ίσως γιατί εμείς δεν αφήνουμε τον Χριστό να εισοδεύσει στις ψυχές μας, δεν Τον έχουμε ως προτεραιότητα στη ζωή μας, αλλά τον κρατούμε ως παράδοση, συνήθεια, κατάλοιπο του παρελθόντος, γιορτή, μάθημα, αλλά όχι ως Εκείνον που θα αδειάσει τις καρδιές μας από ό,τι κάνει αυτόν τον κόσμο κι εμάς μαζί να χαλιόμαστε. Και αυτό δεν είναι άλλο από την αμαρτία.
«Ουκ ερωτώ σε ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου», είπε ο Χριστός το βράδυ του Μυστικού Δείπνου στον Πατέρα Του, «αλλ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού». Δεν είναι ο κόσμος που μας φταίει, αλλά η υποταγή μας στον πονηρό. Δεν ζήτησε ο Χριστός από εμάς να κάνουμε τους αναχωρητές, να εγκαταλείψουμε αυτόν τον κόσμο και να χτίσουμε έναν δικό μας. Ο Χριστός ζήτησε ο καθένας μας να παλέψει μέσα σ αυτόν τον κόσμο, με τα θετικά και τα αρνητικά του, να χτίσει το πρόσωπό του. Να γίνει προσωπικότητα στηριγμένη στο ήθος της ελευθερίας και της αγάπης. Και να συναντηθεί με τον άλλο στη ζωή της Εκκλησίας. Στην θεία λειτουργία που είναι η αρχή. Στην προσευχή και το μοίρασμα του εαυτού μας. Και στην σπουδή της κριτικής, δηλαδή στην καλλιέργεια μέσα μας, τόσο στον νου όσο και στην καρδιά μας, των κριτηρίων εκείνων που θα μας κάνουν να λέμε: «πάντα μοι έξεστιν, αλλ ου πάντα μοι συμφέρει». Ναι, όλα μου επιτρέπονται, αλλά δεν με βοηθούν, δεν με ωφελούν όλα.
Ως Εκκλησία παρηγορούμαστε για την κυριαρχία του πονηρού στον κόσμο με το να κλεινόμαστε στον δικό μας κόσμο. Αισθανόμαστε ασφάλεια όταν είμαστε με τους δικούς μας. Όμως ο Χριστός δεν ήρθε για τους δικούς του μόνο. Ήρθε και για όλους εκείνους τους άλλους που περιπλανιούνται χωρίς ελπίδα και προσανατολισμό. Και ζητούν παρηγοριά στον παρόντα χρόνο και τα αγαθά του, γιατί δεν έχουν γνωρίσει τον Χριστό. Ή νομίζουν πως ο Χριστός θέλει να τους καταστήσει απόκοσμους, χωρίς χαρά. Ίσως γιατί εμείς έτσι τους μάθαμε. Ίσως γιατί δεν είμαστε πάντοτε έτοιμοι να τους δείξουμε την χαρά της πίστης. Την χαρά της κοινωνίας. Την χαρά της αγάπης.
Αυτό το βιβλίο δεν προσφέρει σοφίες. Χτίστηκε μέσα από τον διάλογο με τους νέους. Μέσα από δικούς τους προβληματισμούς και ερωτήματα. Και σ αυτό συντείνει. Στο να δείξει, χωρίς να είναι πανάκεια, ότι υπάρχουν δρόμοι και τρόποι για να μιλήσουμε στους νέους, ξεκινώντας από την δική τους γλώσσα και τα ενδιαφέροντα, για να πάμε και από αυτά στον Χριστό. Προσφέρεται σε όλους μεγαλύτερους και νεώτερους, κληρικούς και λαϊκούς, έναν τρόπο. Που σίγουρα δεν είναι ο μοναδικός ούτε και ο αλάθητος. Αλλά πηγάζει από την καλήν ανησυχία και από την διάθεση να δούμε όλοι, ότι στην Εκκλησία διασώζεται το ήθος που προτείνει και δεν επιβάλει. Που θέλει τόλμη να το ακολουθήσεις, που είναι ένα διαρκές πέρασμα από την στενή πύλη, αλλά ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος σου. Έχεις το Χριστό, τους αδελφούς σου, όσους προσεύχονται για σένα ακόμη κι αν δε σε γνωρίζουν, έχεις όλους εκείνους τους αγίους και αμαρτωλούς που προηγήθηκαν και όλους εκείνους που θα έρθουν μετά από σένα. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη «γη αγαθή». Και ο σπόρος θα βλαστήσει και θα καρπίσει.
Θέλω να θυμηθώ και να ευχαριστήσω. Πρώτα τους φυσικούς μου γονείς, που προσέφεραν την παιδεία και την νουθεσία του Κυρίου, που μου έμαθαν, ο πατέρας μου να αγαπώ τη γνώση και την διδαχή, και η μητέρα μου, που μου έμαθε να ακούω τους άλλους. Τις κατά σάρκα αδελφές μου και τον π. Ιγνάτιο, που συμπορευτήκαμε, μεγαλώσαμε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και που την πρόοδό τους καμαρώνω, έστω και εκ του μακρόθεν. Την γυναίκα μου που με ακούει, ακόμη κι όταν εγώ δεν έχω το κουράγιο να την ακούσω. Να θυμηθώ τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, που η καρδιά του υπήρξε ανοιχτή στον κόσμο, στον διάλογο, στη γνώση και που απετέλεσε με το παράδειγμά του πρότυπο. Τον πνευματικό μου πατέρα, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας κ. Νεκτάριο, που για περισσότερο από 20 χρόνια ακούει εμένα. Εσάς, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιε, γιατί η ταπεινή σας αγάπη, η υπομονή και η καταδεκτικότητα κοσμούν την θεόσωστο επαρχία σας, αλλά αποτελείται κια για μας τους νεώτερους φωτεινό παράδειγμα και υπόδειγμα. Τον εκδότη και φίλο Νίκο Σαμπαζιώτη, που επέμεινε για την έκδοση αυτή και που η συνεργασία μας όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι επαγγελματική, αλλά πηγάζει από την εκτίμηση και την φιλία. Τον Δήμαρχο Λαρισαίων, για την τιμητική του παρουσία και ο οποίος προέβη σε μια εξομολόγηση για το πώς βλέπει την Εκκλησία και τι προσδοκά απ αυτήν. Τους παρουσιάσαντας το βιβλίο, τον πρωτοσύγκελλο π. Αχίλλιο, ο οποίος έχει και λόγο και ανοιχτό πνεύμα και ακούραστη διάθεση διακονίας, τα οποία τα έθεσε στην διάθεση της Εκκλησίας. Τον αγαπητό φίλο και συμμαθητή Μπάμπη Στεργιούλη, με τον οποίο ζήσαμε εκείνες τις ωραίες στιγμές που η παρέα του συκοφαντημένου κατηχητικού προσφέρει, ακολουθήσαμε την φιλολογία, επιστήμη που σε μαθαίνει να σκέφτεσαι, και που η διατριβή του απέδειξε ότι δεν χρειάζεσαι πτυχίο θεολογίας για να αγαπάς την Εκκλησία και τους Αγίους της. Τον κ. Ιωάννη Καλούση, που η γνωριμία μας αποτέλεσε έκπληξη. Βρήκαμε κοινούς γνωστούς και χάρηκα έναν άνθρωπο προσγειωμένο, ρεαλιστή και αφιερωμένο στο έργο της κατήχησης, που μπορεί να δώσει φάρμακα όχι μόνο για τις ασθένειες του σώματος, αλλά, με τον λόγο του Θεού να βοηθήσει ώστε να γιατρευτούν ψυχές. Τον εκλεκτό δημοσιογράφο κ. Αλέξη Καλέση, του οποίου τα κείμενα στοχεύουν στο ουσιώδες και δείχνουν τις μικρότερες ή μεγαλύτερες εκείνες αλήθειες, που πολλές φορές τα ΜΜΕ αποκρύπτουν, μόνο και μόνο για να κολακέψουν. Τον κ. Ηλία Παπαδόπουλο, χοράρχη του Θεσσαλικού Βυζαντινού Χορού, για την κατάνυξη που μας προσέφερε με τους χορωδούς του. Εύχομαι να βιώνει πάντοτε το «ψαλώ τον Θεόν μου έως υπάρχω». Τον κ. Κωνσταντίνο Αθανασόπουλο και την Χριστιανική Εστία Λαρίσης που παραχώρησαν την ωραία αυτή αίθουσα με μεγάλη προθυμία και που το ιεραποστολικό τους έργο συγκινεί όσους νιώθουν ότι κλήρος και λαός στην Εκκλησία δρούνε ενωμένοι. Την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ για την προβολή της εκδήλωσης και το βιβλιοπωλείο ΣΚΑΛΑ που είχε την ευθύνη της πωλήσεως του βιβλίου.
Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω όλους και όλες εσάς που σήμερα βρεθήκατε εδώ. Όσους από τους παλιούς μου καθηγητές είναι εδώ. Δεν τους λησμονώ και πάντοτε προσεύχομαι υπέρ των διδασκάλων ημών». Τους πατέρες και αδελφούς που συλλειτουργούμε και προσευχόμαστε στο ιερό θυσιαστήριο. Τους φίλους και τους μεγαλύτερους από εσάς που ζείτε σε μια πόλη ανοιχτή, σε μια πόλη που δύσκολα κάποιος μπορεί να αισθανθεί ξένος. Σε μια πόλη που δεν με συνδέουν μαζί της οι αναμνήσεις και οι οικείοι, αλλά και όλη αυτή η δίψα για πρόοδο, για γνώση, για ζωή. Σε μια πόλη που καμαρώνει για τον προστάτη της ’γιο Αχίλλιο, τους ναούς της, αλλά, κυρίως, τους ανθρώπους της, που διασώζουν ψήγματα σπάνιας αρχοντιάς και ειλικρινούς αγάπης. Κυρίως όμως να ευχαριστήσω όλα εκείνα τα παιδιά και τους νέους, με τα οποίους ο Θεός επέτρεψε να συναντηθούμε στη ζωή της Εκκλησίας όπου κι αν διακονήσαμε, να μοιραστούμε και να συναγωνιστούμε. Για όλα αυτά τα παιδιά και τους νέους, αλλά και τους γονείς είναι αυτό το βιβλίο. Για να θυμόμαστε και μέσα απ αυτό ότι ο Χριστός είναι η ζωή μας. Αυτός είναι που χαριτώνει κάθε έργο. Ότι τίποτε δεν είναι δικό μας, αλλά η δική Του παρουσία γεμίζει Ανάσταση και Αγάπη τη ζωή μας ´´.
Σας ευχαριστώ.
imlarisis.gr